ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A151
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 279/2021)
4 Απριλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXX XXX MOHAMMED ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ 47 ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ 5Α ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΩΣ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ «Α» ΜΕ ΤΗ ΛΙΣΤΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡ. 3/8/2021, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΧ. 1XX3 XXX ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ 5Α ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΟ 26, 27, 28
---------------
Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και Χρ. Τιμοθέου, για τους εφεσείοντες
----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου (πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία) (στο εξής πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποίαν απέρριψε αίτημα των εφεσειόντων για έκδοση άδειας για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας το οποίο εκδόθηκε στις 3/8/2021 από Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το εν λόγω ένταλμα έρευνας το οποίο χαρακτηριζόταν από τους αιτητές «ως δικαστική πράξη παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα, τις Ευρωπαϊκές Συμβάσεις», εξουσιοδοτούσε έρευνα στην πτέρυγα 5Α των Κεντρικών Φυλακών όπου οι 48 αιτητές εκρατούντο ως υπόδικοι.
Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως αυτά αδιαμφισβήτητα προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται, είναι απαραίτητο να καταγραφούν για καλύτερη κατανόηση των θέσεων των εφεσειόντων.
Σύμφωνα με μαρτυρία όπως αυτή περιείχετο στον όρκο του αστυνομικού που συνόδευσε το αίτημα για έκδοση του εντάλματος έρευνας «ο αιτητής 1 που κρατείτο ως υπόδικος στην πτέρυγα 5Α, με κινητό τηλέφωνο που κατείχε, είχε την 21/7/2021 βιντεοκλήση με άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν διαρρήξει και εισέλθει κατά τη διάρκεια της νύκτας στο κτίριο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και βλέποντας ζωντανά βίντεο από το εσωτερικό του δωματίου κράτησης τεκμηρίων των υποθέσεων του Κακουργιοδικείου που του επεδείκνυαν, τους έδινε οδηγίες ώστε να πάρουν τεκμήρια που αφορούσαν την υπόθεση που συνεχιζόταν εναντίον του στο Κακουργιοδικείο.»
Όπως αποκαλυπτόταν στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, η μαρτυρία προερχόταν από πρόσωπο που ήταν παρών δίπλα από τον αιτητή 1, και παρακολουθούσε τη βιντεοκλήση και το βίντεο.
Τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λόγοι που επέτρεπαν την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας, πως το κατώτερο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας έκδοσης του εντάλματος έρευνας διότι απουσίαζε συγκεκριμένη νομική βάση, πως η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ήταν γενική, αόριστη και ανεπαρκής και δεν μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη υποψία, πως το αναζητούμενο αντικείμενο μπορούσε να βρίσκεται σ' οποιοδήποτε κελλί της πτέρυγας 5Α και πως παραβιάστηκαν τα Άρθρα 15, 16 και 35 του Συντάγματος. Προέβαλαν περαιτέρω οι εφεσείοντες πως το ένταλμα έπασχε, αφού εκτελέστηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επειδή υπήρξε βίαιη και μη αναλογική συμπεριφορά από τους αρμόδιους αστυνομικούς ως προς τον τρόπο εκτέλεσης του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη θέση των αιτητών, σημείωσε πως το επίδικο ερώτημα αφορούσε τη νομιμότητα του εντάλματος που εκδόθηκε και την εξουσιοδότηση της έρευνας στους χώρους της πτέρυγας 5Α, πέραν του κελιού του αιτητή 1 και στο κατά πόσον υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με αυτό. Έκρινε πως το μαρτυρικό υλικό επέτρεπε στο κατώτερο Δικαστήριο να διαμορφώσει την απαραίτητη εύλογη υπόνοια ότι το τηλέφωνο που αναζητείτο φυλασσόταν ή ήταν κρυμμένο σε οποιοδήποτε μέρος της πτέρυγας 5Α και γι' αυτό ενομιμοποιείτο να καταλήξει σε τέτοια υπόνοια.
Με επτά λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Εξ αυτών οι δύο πρώτοι αποσύρθηκαν κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, με τη δήλωση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι δεν επιμένει σε αυτούς.
Ο τρίτος λόγος έφεσης άπτεται της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, η οποία κατ' ισχυρισμό έχει παραβιαστεί. Αμφισβητείται με το λόγο αυτό η επί τούτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η σοβαρότητα των εγκλημάτων στα οποία η έρευνα αφορούσε και το δημόσιο συμφέρον στην εξιχνίαση τους σε αντιπαραβολή με το μέγεθος της ενόχλησης που η έρευνα θα μπορούσε να προκαλέσει στους κρατούμενους στην πτέρυγα αυτή, καθιστούσαν την έκδοση του εντάλματος μέτρο αναλογικό και καμιά συνταγματική παραβίαση δεν εγειρόταν.
Αποτελεί την αιτιολόγηση του λόγου αυτού αλλά και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων πως η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας για διάπραξη σοβαρών αδικημάτων δεν αποτελεί από μόνη της λόγο ο οποίος να δικαιολογεί την αναγκαιότητα και αναλογικότητα έκδοσης του εντάλματος έρευνας. Ειδικά όταν επηρεάζονται τα δικαιώματα τρίτων προσώπων που δεν έχουν καμιά σχέση με τα γεγονότα της διερευνόμενης υπόθεσης.
Προέβαλαν επιπρόσθετα των ανωτέρω, πως απουσίαζε μαρτυρία η οποία να αναφέρει ότι το αντικείμενο θα μπορούσε να βρεθεί στο συγκεκριμένο χώρο δηλαδή σε οποιοδήποτε κελί της πτέρυγας 5Α. Απαιτείτο σύμφωνα με την χρησιμοποιηθείσα έκφραση «φαντασία στην απουσία κάποιας αναφοράς ότι μπορεί η κινητή συσκευή να βρεθεί στο κελλί του υπόπτου, περισσότερη φαντασία ότι μπορεί να βρεθεί σε άλλο κελί της πτέρυγας και ακόμα περισσότερο ότι μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε γενικά και αόριστα σε όλη την πτέρυγα».
Η αρχή της αναλογικότητας έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εισήχθη στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, όπου τυγχάνει εφαρμογής, πέραν και επιπρόσθετα των νομοθετικών προϋποθέσεων, για τη συνδρομή του αναγκαίου συσχετισμού των πραγμάτων και αντικειμένων την κατάσχεση των οποίων επιθυμεί η Αστυνομία, του υπό διερεύνηση χώρου και την υπό εξέταση αξιόποινη πράξη.
Η συνήθης διατύπωση της εν λόγω αρχής είναι ότι ο περιορισμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες είναι νόμιμες μόνον όταν έχει υιοθετηθεί στο πλαίσιο θεμιτού σκοπού, από τη μια και δεν είναι δυσανάλογος προς τον εν λόγω θεμιτό σκοπό, από την άλλη.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ευδόκα, ΠΕ 51/2017 ημερ. 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500 έγινε υιοθέτηση της R (Cronin) v. Sheffield Magistrate's Court (2003) W.L.R. 752, όπου τονίστηκε ότι για να αποφασιστεί κατά πόσο ένα ένταλμα έρευνας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, χρειάζεται να εξεταστεί η νομοθεσία και η πρακτική που προσφέρει ασφάλεια εναντίον κατάχρησης αφενός και αφετέρου, τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί σε κάθε περίπτωση, κατά πόσο είναι ανάλογα με το σκοπό εμπόδισης μιας εγκληματικής πράξης. Είναι, δηλαδή, όπως τονίστηκε, η σχολαστική εξέταση των γεγονότων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία θα καταδείξει κατά πόσο υπάρχει ή υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο αφορά το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Για να υπάρξει συμμόρφωση με το εν λόγω άρθρο, ο Δικαστής θα πρέπει από τη μια να εξετάσει κατά πόσο το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληρεί την αρχή της αναλογικότητας τόσον όσον αφορά τον τρόπο έκδοσης του, αλλά και εκτέλεσης (δέστε επίσης R (Energy Financing Team Ltd) v. Bow Street Magistrate's Court (2006) 1 WLR 1316).
Όπως αναλύθηκε στην υπόθεση του ΕΔΑΔ, KS and MS v. Germany (2016) App. No. 33696/11, αναφύεται το ερώτημα, πότε είναι δυνατό να εξεταστεί το απαραίτητο επίπεδο επέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαστήριο έθεσε ως προϋπόθεση ότι το δικαστήριο, που εξετάζει αιτήματα αυτής της μορφής, θα πρέπει πρώτον, να εξετάσει αν υπάρχει νομοθεσία ή πρακτική που να διασφαλίζει την αποφυγή κατάχρησης. Κατά δεύτερο, το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης και μέσα από το στοιχείο της αναλογικότητας να εξετάσει το σκοπό για τον οποίο εκδίδεται ένα διάταγμα. Τα κριτήρια πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα του αδικήματος, για το οποίο επιζητείται το διάταγμα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το διάταγμα έχει εκδοθεί, κατά πόσο υπήρχαν άλλοι μέθοδοι λιγότερο επαχθείς για τον παραπονούμενο και τέλος, τι αντίκτυπο θα έχει το συγκεκριμένο διάταγμα στην προσωπική ζωή του παραπονουμένου.
Στην υπόθεση Ευδόκα (ανωτέρω) η Αστυνομία αναζητούσε συγκεκριμένο έγγραφο το οποίο παρουσιαζόταν ως επιστολή του τότε Υπουργού Υγείας, ενώ κατ' ισχυρισμό, αυτή είχε καταρτιστεί από άλλο πρόσωπο και ήταν πλαστή. Εκρίθη ότι η έκδοση εντάλματος έρευνας το οποίο εξουσιοδοτούσε τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού υπολογιστή και η αφαίρεση από το γραφείο του τότε υπόπτου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπου εκεί φυλασσόταν όλη η προσωπική και επαγγελματική του αλληλογραφία, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.
Στην κρινόμενη περίπτωση, εξετάζονταν πολύ σοβαρά αδικήματα μεταξύ αυτών της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής, παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία, έγκλημα ιδιαιτέρως σοβαρό και εμπρησμού. Αδικήματα που έπλητταν αυτό τον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης γενικότερα και δικαστικής διαδικασίας ειδικότερα. Το αναζητούμενο αντικείμενο συνδεόταν άμεσα με τη διάπραξη των αδικημάτων αφού μέσω του, εδίδοντο οι σχετικές οδηγίες αποτέλεσμα των οποίων ήταν η κλοπή τεκμηρίων σχετιζομένων με εκδικαζόμενη υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Επιπρόσθετα η υπό αναφορά τηλεφωνική συσκευή ως μέρος του μαρτυρικού υλικού, συνέδεε τον πρώτο εφεσείοντα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Σταθμίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη για προστασία του δημόσιου συμφέροντος για εξιχνίαση και καταστολή τους, αφενός και το καθήκον για προστασία της ιδιωτικής ζωής αφετέρου, η πλάστιγγα κλίνει υπέρ του πρώτου. Αντίθετη θέση θα ήταν δυσανάλογα επαχθής προς την πλευρά της δικαιοσύνης και της εξιχνίασης των αδικημάτων.
Εξετάζοντας το δεύτερο σκέλος του υπό συζήτηση θέματος, ήτοι της μη ύπαρξης μαρτυρίας για δημιουργία εύλογης υπόνοιας, δεν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε πως υπήρχε και εδόθη ικανό μαρτυρικό υλικό, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο για έκδοση του εντάλματος έρευνας, ώστε αυτό να επεκτείνεται όχι μόνο στο κελί του πρώτου εφεσείοντα αλλά σε όλη την πτέρυγα 5Α. Δεν ήταν επομένως θέμα «φαντασίας» ούτε εικασίας αλλά μαρτυρίας ικανής και ικανοποιητικής για έκδοση του εντάλματος έρευνας καθώς όπως προσδιορίζεται στον όρκο «..., ως επίσης ενταλμάτων έρευνας των κελιών που βρίσκονται στην πτέρυγα 5Α των Κεντρικών Φυλακών αφού υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα κελιά της πτέρυγας και στην ίδια πτέρυγα βρίσκεται και ο συγκατηγορούμενος του xxx xxx xxx xxx xxx Ramadan.»
Κρίνουμε πως ουδέν μεμπτόν εντοπίζεται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε ως νόμιμη την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας και έκρινε ότι δεν ενήργησε χωρίς ύπαρξη μαρτυρικού υλικού. Η κρίση του πως η πτέρυγα 5Α ήταν ένας προσβάσιμος και περιορισμένος χώρος βασιζόταν στη μαρτυρία που είχε τεθεί για έκδοση του.
Αναφέρει ο συνήγορος των εφεσειόντων ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το άτομο που είχε τη συνομιλία με το κινητό τηλέφωνο χρησιμοποίησε το δικό του ή οποιοδήποτε άλλο κελλί για να κρύψει το τηλέφωνο.
Διαφεύγει όμως, με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, ότι είναι στο συγκεκριμένο χώρο που διέμενε ο εφεσείων 1 ως υπόδικος, τόσο κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδικη κλήση όσο και κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου εντάλματος.
Σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, το τηλέφωνο μπορούσε να απέκρυπτε ο εφεσείων 1 στο κελί του ή οπουδήποτε αλλού σε χώρο που μπορούσε να έχει πρόσβαση, δηλαδή σε όλη την πτέρυγα 5Α, με τη συνδρομή ή όχι οποιουδήποτε άλλου υπόδικου, αφού υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα κελιά της πτέρυγας. Στην ίδια πτέρυγα εκρατείτο και ο συγκατηγορούμενος του, εφεσείων αρ. 15 στον κατάλογο εφεσειόντων. Αυτά τα γεγονότα ήταν εκείνα που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι δεν έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμο θέμα, ώστε να εγκρίνει την αίτηση. Κρίση η οποία δεν αμφισβητείται. Συνεπώς ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι επόμενοι λόγοι έφεσης (4ος και 5ος) αμφισβητούν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ύπαρξη μαρτυρικού υλικού και για το «ελεγχόμενο» της πτέρυγας 5Α, θέματα τα οποία πραγματευτήκαμε στα πλαίσια εξέτασης του προηγούμενου λόγου (3ο λόγο) και συνεπώς έχουν την ίδια κατάληξη.
Με τον έκτο λόγο, οι εφεσείοντες παραπονούνται «πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά στον ενόρκως δηλών ή/και που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με μια εύλογη έρευνα με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή/και την αθέμιτη επίδραση στην ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου».
Ως αιτιολογία του λόγου τούτου προσφέρεται το γεγονός ότι στην εν λόγω πτέρυγα υπάρχουν και άλλα 45 κελιά στα οποία παραμένουν ισάριθμοι κρατούμενοι, με τα κελιά να αποτελούν την κατοικία τους μέχρι την απόλυση τους.
Κρίνουμε πως δεν ευσταθεί το παράπονο των εφεσειόντων. Η θέση τους αυτή καταγράφηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση και αποτέλεσε μέρος της γενικότερης εξέτασης της ισχυριζόμενης ύπαρξης πλάνης από το Επαρχιακό Δικαστήριο αφ' ενός και της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας αφ' ετέρου η οποία δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος έρευνας.
Η δημιουργία πλάνης στο Επαρχιακό Δικαστήριο αποτέλεσε και ξεχωριστό λόγο έφεσης (του 2ου) ο οποίος αποσύρθηκε.
Ο έβδομος λόγος έφεσης εγείρει το ζήτημα της παραβίασης του Συντάγματος και διατείνεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε καμιά συνταγματική παραβίαση.
Με την αιτιολογία και επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προβάλλεται πως με την έκδοση του εντάλματος έρευνας παραβιάζεται το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και κατοικίας και συνακόλουθα τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος. Yπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσειόντων πως τόσο οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες Φυλακών όσο και οι Εθνικοί Κανόνες των Κεντρικών Φυλακών, ρητά προβλέπουν πως το κάθε κελλί αποτελεί τον προσωπικό χώρο του κρατούμενου, ο οποίος δεν χάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα του «για το λόγο ότι κάποια δικαστική και/ή δημόσια αρχή τους στέρησε την ελευθερία τους.»
Με περαιτέρω αιτιολόγηση του συγκεκριμένου λόγου προβάλλεται το επιχείρημα πως έπρεπε να εξεταστεί από το Δικαστήριο κατά πόσον επηρεάζονται τα δικαιώματα των εφεσειόντων από την έκδοση του εντάλματος έρευνας και επικαλούμενος την απόφαση Ευδόκα (ανωτέρω) υπέδειξε πως έπρεπε να εξεταστεί εάν το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληρούσε την αρχή της αναλογικότητας. Υπογράμμισε περαιτέρω πως ο Δικαστής πρέπει να ικανοποιείται περί της εύλογης υπόνοιας αλλά και την αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος έρευνας.
Κρίνουμε πως υπό το πλέγμα ανάπτυξης και προώθησης του θέματος όπως ανωτέρω καταγράφεται, ο συγκεκριμένος λόγος έχει απαντηθεί στα πλαίσια εξέτασης του 3ου λόγου για την αρχή της αναλογικότητας και την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου εντάλματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο το εξέτασε επίσης στο ίδιο πλαίσιο, κρίνοντας πως η σοβαρότητα των εγκλημάτων στα οποία η έρευνα αφορούσε και το δημόσιο συμφέρον στην εξιχνίαση τους σε αντιπαραβολή με το μέγεθος της ενόχλησης που η έρευνα θα μπορούσε να προκαλέσει στους κρατούμενους στην πτέρυγα αυτή, καθιστούσε την έκδοση του εντάλματος μέτρο αναλογικό και καμιά παραβίαση δεν εγείρεται, έστω εκ πρώτης όψεως.
Έχουμε ήδη κρίνει πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως υπήρχε εύλογη υπόνοια για έκδοση του εντάλματος έρευνας υπήρχε ικανό μαρτυρικό υλικό και συγκεκριμενοποιείτο το αντικείμενο το οποίο αναζητείτο, χωρίς να αφήνει ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία ως προς το τι θα μπορούσε να αναζητηθεί και να παραληφθεί. Δεν ήταν ένα γενικό και αόριστο ένταλμα, όπως στην υπόθεση ERA Cyprus Ltd και xxx Αντωνίου (2008) 1 ΑΑΔ 501, την οποία ο συνήγορος των αιτητών επικαλείται.
Συνεπώς ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ευσταθεί.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας