ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2022:9
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(΄Εφεση Αρ. 11/2022)
6 Απριλίου, 2022
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. K.
Εφεσείουσα
και
Κ. Κ.
Eφεσίβλητος
-----------
Κ.Ευσταθίου με Ε.Νικολετόπουλο για Ε.Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα
Ηλ.Χρίστου με Μ.Θεράποντος, (κα), για Ηλία Χρίστου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή
Ψαρά-Μιλτιάδου.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Eνώπιον μας στην αίθουσα του Ανωτάτου Δικαστηρίου - έστω και κάτω από το πρίσμα των διαφορετικών εκδοχών των διαδίκων - διαγράφεται μια τραγική ιστορία με θύμα ένα ανήλικο κορίτσι 10 περίπου χρονών. Η τραγωδία του εμφανώς αφορά στο αδιέξοδο των γονέων, oι οποίοι έχουν χωρίσει, να βρουν ένα τρόπο κατά τον οποίο να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται για το καλό του παιδιού τους, ώστε αυτό να έχει ισόρροπη επικοινωνία και με τους δύο γονείς. Η παρατήρηση μας αυτή δεν αφορά βεβαίως το θέμα της νομικής υπαιτιότητας του καθενός των γονέων, αλλά σκοπό έχει να καταδείξει ότι οι όποιες διαφορές έχουν μοναδικό θύμα το παιδί.
Απασχόλησε το Οικογενειακό Δικαστήριο η εκδίκαση τεσσάρων αιτήσεων παρακοής τις οποίες ο Εφεσίβλητος πατέρας καταχώρησε εναντίον της Εφεσείουσας μητέρας σε σχέση με παραβιάσεις του δικαιώματος επικοινωνίας του με την ανήλικη του κόρη.
Όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, οι αιτήσεις παρακοής αφορούσαν 70 συνολικές ημερομηνίες από τις οποίες 61 τελικά αποδείχθηκαν, κατά την περίοδο από τις 20.5.2020 μέχρι τις 11.9.2020, δηλαδή για μια περίοδο 3 ½ μηνών περίπου. Στην προαναφερθείσα περίοδο ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι δεν είχε ελεύθερη και με διανυκτερεύσεις επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα του, όπως καθορίζεται στο διάταγμα επικοινωνίας, ημερ. 29.10.2019 (το Διάταγμα) κατά τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα εβδομαδιαίως, στην περίοδο του Πάσχα και των θερινών διακοπών. Ομιλούμε για την περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκε στην Κύπρο η πανδημία του κορωνοϊού, γεγονός που συνδέεται με θέσεις των διαδίκων (ειδικά της Εφεσείουσας), ως θα δούμε στη συνέχεια.
Η Εφεσείουσα, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν αρνείτο τη μη επίτευξη επικοινωνίας στις ως άνω ημερομηνίες, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο Διάταγμα. Προέβαλε ωστόσο την ύπαρξη συμφωνίας των μερών «όπως η επικοινωνία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, λόγω της πανδημίας, γίνεται στο σπίτι της».
Φαίνεται, το ζήτημα να πρωτοηγέρθηκε και με επιστολή των δικηγόρων της Εφεσείουσας ημερ. 18.3.2020 στην οποία γίνεται εισήγηση να ασκείται το δικαίωμα επικοινωνίας στο σπίτι της Εφεσείουσας και όπως ανασταλούν οι διανυκτερεύσεις, με επίκληση πάντα της πανδημίας. Την εισήγηση απέρριψε ο Εφεσίβλητος μέσω των δικών του δικηγόρων. Μεγάλη σημασία δόθηκε επίσης σε τηλεφωνικό του μήνυμα προς την Εφεσείουσα ημερ. 24.3.2020 το οποίο αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:
«Καλημέρα Α .. το μωρό να μείνει μαζί σου χωρίς τσακωμούς και θέλω να το βλέπω και εγώ. Εύχομαι όλα να πάνε καλά».
Το πιο πάνω μήνυμα αποτυπώνει, κατά τη θέση της Εφεσείουσας, τη νέα συμφωνία. Ακολουθούν και άλλες επιστολές οι οποίες καταγράφονται πρωτοδίκως. ΄Ηταν η περαιτέρω θέση της ότι, εν τοις πράγμασι, εφαρμόστηκε η νέα αυτή συμφωνία, και ο Εφεσίβλητος ερχόταν στο σπίτι της και έβλεπε το παιδί. Προς επίρρωση αυτού, επισυνάπτει δήλωση συγκεκριμένης γειτόνισσας που ήταν παρούσα και το επιβεβαίωνε.
Ο Εφεσίβλητος στη δική του θέση (ένορκη δήλωση και αντεξέταση) αρνείτο επίμονα τα της νέας συμφωνίας, εξηγώντας ότι το πιο πάνω μήνυμα το έστειλε για μια εντελώς προσωρινή ρύθμιση εν αναμονή των διαταγμάτων της κυβέρνησης για την πανδημία. Όταν δε, του υποδείχθησαν κάποιες έγγραφες δηλώσεις ότι είχε δει το παιδί του στο σπίτι της Εφεσείουσας, απάντησε ότι οι υπογραφές δεν ήταν δικές του. Για τη δήλωση της γειτόνισσας ανέφερε ότι η παρουσία της ήταν περιστασιακή, υπό συνθήκες που εξήγησε. Το Δικαστήριο έκρινε απολύτως αξιόπιστο τον Εφεσίβλητο, εν αντιθέσει με την Εφεσείουσα, τη μαρτυρία της οποίας (ένορκη δήλωση και αντεξέταση) δεν αξιολόγησε θετικά.
Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το εν λόγω έργο του Δικαστηρίου.
«Δεν έχω καμμιά αμφιβολία ότι ο Αιτητής έχει πει την αλήθεια. Με απλοϊκό αλλά πειστικό τρόπο, εξήγησε τη σημασία των αναφερομένων στο μήνυμα του ημερ. 24/03/2020, τα οποία, ιδωμένα μέσα και από την αλληλογραφία των συνηγόρων των διαδίκων που αναφέρθηκε πιο πάνω, σε καμμιά περίπτωση δεν ισοδυναμούσαν με συμφωνία να επικοινωνεί με την ανήλικη, παρά τις πρόνοιες του διατάγματος ημερ. 19/10/19, στο σπίτι της Καθ' ης η αίτηση, όπως η τελευταία υποστήριξε και την οποία δεν πιστεύω.
Ως προς τις επισκέψεις του, που αναμφίβολα γίνονταν, εν πρώτοις αναφέρω ότι τα τεκμήρια 2 μέχρι 4 αναφέρονται σε 4 μόνο από τις ημερομηνίες που περιέχονται στις αιτήσεις παρακοής και συγκεκριμένα στις 29/05/2020, 03/06/2020, 23/06/2020 και 24/06/2020.
Όταν πιο πάνω αναφέρω ότι οι επισκέψεις του Αιτητή στην οικία της Καθ' ης η αίτηση αναμφίβολα γίνονταν, εξηγώ πως αυτές είναι εκ των ων ουκ άνευ, εφόσον με το διάταγμα ο Αιτητής διατασσόταν να παραλαμβάνει και παραδίδει την ανήλικη από και στον τόπο διαμονής της Καθ' ης η αίτηση. Αφ' ης στιγμής η Καθ' ης η αίτηση δεν παρέδιδε στον Αιτητή την ανήλικη για να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του, σύμφωνα με το διάταγμα, είναι προς τιμή του Αιτητή, ως πατέρα, το ότι επέλεγε αντί να φύγει, να παραμείνει για όση ώρα του επιτρεπόταν από την Καθ' ης η αίτηση και να επικοινωνεί με την ανήλικη αρχικά μέσα στο σπίτι της και στη συνέχεια έξω από την πολυκατοικία, όπως η ίδια η Καθ' ης η αίτηση ανέφερε και μάλιστα υπό την επίβλεψη τόσο της ίδιας όσο και της γειτόνισσας της.
Το ότι η Καθ' ης η αίτηση, ελέω πανδημίας και όχι μόνο, ανέλαβε ρόλο ρυθμιστή του τρόπου επικοινωνίας του Αιτητή με την ανήλικη, παρά τις πρόνοιες του σχετικού διατάγματος, επιβεβαιώνεται από τα λεγάμενα της κατά την αντεξέταση της από το συνήγορο του τελευταίου.
Σε διευκρινιστική ερώτηση του συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με την τήρηση του διατάγματος επικοινωνίας ημερ. 19/10/2019, πριν από τον Αύγουστο του 2020, η Καθ' ης η αίτηση απάντησε τα εξής:
«Α: Όχι, έβλεπε το μωρό κανονικά στο σπίτι μου και έχω μάρτυρα κάθε φορά που ερχόταν και έβλεπε το μωρό.
Ε: Όταν λες έβλεπε το μωρό;
Α: Έβλεπε το μωρό στο σπίτι μου και όσες φορές έθελε και χωρίς το διάταγμα.
Ε: Δηλαδή έμπαινε μέσα στο σπίτι σου;
Α: Όχι. Στην αρχή ερχόταν μέσα, αλλά επιτέθηκε μου, έθελε να ξανασμίξουμε και είπα του όχι και συνεχώς λέει θέλουν οι δικοί μου να δουν το μωρό. Και εγώ του είπα απαγορεύεται η γιαγιά ο παππούς αφού συμφωνήσαμε να προστατεύσουμε το μωρό από την πανδημία, δεν σου είπα να μην έρθεις. Αν θέλεις να έρθεις και πρωί και απόγευμα και ήρθε και τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα αν θέλει και μένει όση ώρα θέλει.
Ε: Εσύ πότε λες ότι έμπαινε και σπίτι σου; Για ποιο μήνα μιλούμε; Τον Απρίλιο; Το Μάρτιο;
Α: Μόλις έγινε ο κορωνοϊός την πρώτη ημερομηνία είναι γραμμένη στα χαρτιά την πρώτη μέρα.
Ε: Που το λέει;
(της δείχνει την ένορκη δήλωση)
Α: Η πρώτη ημερομηνία ήταν 25/03/2020, ερχόταν 4:00-6:00μ.μ. και έμπαινε μέσα στο σπίτι. Μέχρι 5 ημέρες ερχόταν μέσα στο σπίτι και συμφωνήσαμε μια μέρα 28/03 να την πάει σπίτι του για να δει και τη γιαγιά και τον παππού το μωρό για να μην έχουν παράπονο οι γονείς του, να πάει το μωρό. Το είδαν οι γονείς του, άσχετο ότι δεν δικαιούνταν, για να μην έχουν παράπονο να συμφωνήσουν να πάει να δουν το μωρό και μετά να έρθει όσες φορές Θέλει να το βλέπει σπίτι μου. Μετά ήταν 02/04 ήταν μέσα στο σπίτι μου και είδε το μωρό και επιτέθηκε μου και μετά από τις 09/04/2020 μέχρι τις 26/06 ήταν έξω από την πολυκατοικία και είχα μάλιστα τους γείτονες, την Π., ήταν εκεί μαζί μου κάθε φορά, γιατί ο κύριος δεν ήθελε να υπογράψει το χαρτί ότι ήρθε. Εγώ έκαμα το χαρτί για να αποδείξω ότι τον άφησα όσες φορές ερχόταν να βλέπει το μωρό με χωρίς τσακωμούς. Αλλά άφησα να μείνει έξω από την πολυκατοικία για να μην έχουμε φασαρίες και να θωρεί το μωρό έξω από την πολυκατοικία και είχα και μάρτυρες μαζί μου για να μην πει ότι δεν ερχόταν να δει το μωρό, αλλά είχα πάντα μάρτυρες μαζί μου».
Και στις επόμενες σελίδες της απόφασης συνεχίζονται οι αναφορές σε σημεία της μαρτυρίας, αντίστοιχα των διαδίκων, με τις οποίες ενδυναμώνεται η θέση για το αξιόπιστο της εκδοχής του πατέρα και το αναξιόπιστο της μητέρας. Για μέρος μόνο της περιόδου για την οποία διατυπώθηκε κατηγορία παρακοής, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα ομιλώντας για «ζοφερή» περίοδο στις σχέσεις των διαδίκων από τις 28.6.2020 μέχρι τον Ιούλιο του 2020. Περίοδο, για την οποία θεώρησε ότι δεν έχει στέρεη μαρτυρία για το τι ακριβώς έγινε.
Κατέληξε ως εξής:
«Η Καθ' ης η αίτηση με πρόσχημα αρχικά την ανύπαρκτη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ελέω πανδημίας και στη συνέχεια με αφορμή το επεισόδιο που ισχυρίζεται ότι επεσυνέβη στις 28/06/2020, συμπωματικά λίγο χρόνο μετά που της επιδόθηκαν οι πρώτες 2 παρακοές, αλλά και εν αναμονή οδηγιών από τους ειδικούς σε σχέση με το παιδί, κατάφερε να τερματίσει την επικοινωνία μεταξύ πατέρα και παιδιού.
Δεν έχω κανένα ενδοιασμό πως πρόκειται για προσφιλή μέθοδο που ακολουθεί η Καθ' ης η αίτηση, η οποία δεν είναι νέα εφόσον, όπως παραδέχθηκε κατά την αντεξέτασή της, προσκόμματα στην επικοινωνία προκλήθηκαν και παλαιότερα, στη βάση καταγγελίας της για σεξουαλική παρενόχληση του παιδιού από τον πατέρα, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν αβάσιμη.
Με βάση όλα τα πιο πάνω βρίσκω την Καθ' ης η αίτηση ένοχη ηθελημένης καταφρόνησης του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 19/10/2019 κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις επίδικες αιτήσεις παρακοής, πλην των ημερομηνιών 01/07/2020, 02/07/2020, 03/07/2020, 07/07/2020, 08/07/2020, 10/07/2020, 11/07/2020, 12/07/2020 και 13/07/2020».
Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στο αδίκημα παρακοής διατάγματος με βάση το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Να σημειωθεί επίσης ότι δεν είχαν αμφισβητηθεί οι δικονομικές διατάξεις οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά της Εφεσείουσας συνιστούσε ηθελημένη παρακοή διατάγματος σύμφωνα με το Νόμο και τη νομολογία. (Βλ. Μιχαηλίδης ν. Poliakova (αρ.1) (2011)1(Α) A.A.Δ. 356).
Μετά από την καταδικαστική απόφαση, το Οικογενειακό Δικαστήριο αφού δέχτηκε γραπτές αγορεύσεις των δύο πλευρών σε σχέση με την επιμέτρηση της ποινής, καταδίκασε την Εφεσείουσα σε 45 ημέρες φυλάκισης, ποινή την οποία κατέληξε, να μην αναστείλει.
Η Εφεσείουσα διατυπώνει δύο λόγους έφεσης επί της καταδίκης καθώς και δύο λόγους επί της ποινής.
Θα προχωρήσουμε καθηκόντως στην εξέταση των λόγων που αφορούν στην καταδίκη. Με τον πρώτο λόγο η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση «λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή με νομική πλάνη υπό το φως των πραγματικών γεγονότων της απόφασης». Με το δεύτερο λόγο, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο «προσέγγισε εσφαλμένως τα αληθή γεγονότα της υπόθεσης και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς αυτά, με αποτέλεσμα την εξαγωγή εσφαλμένων ευρημάτων επί των οποίων βάσισε την απόφαση του». Και οι δύο λόγοι έφεσης άπτονται συγκεκριμένων πτυχών της διεργασίας σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς σημεία που θεώρησε κομβικά για την αξιολόγηση των διαδίκων και στη συνέχεια για τη διατύπωση ευρημάτων. Ο πρώτος λόγος, στην αιτιολογία του περί ύπαρξης νομικής πλάνης υπό το φως, ως αναφέρεται, των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, αναπτύσσεται στο ότι το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε από την προσκομισθείσα μαρτυρία ότι η Εφεσείουσα είχε πρόθεση να απειθήσει στο Διάταγμα. Κατά τη θέση της Εφεσείουσας, το Δικαστήριο αγνόησε επίσης το γεγονός ότι η απείθεια έπρεπε να αποδειχθεί όπως σε μια ποινική δίκη. Αυτό, γιατί δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός της πανδημίας και του περιορισμού των μετακινήσεων, την αγωνία και την άγνοια που υπήρχε τότε για την πανδημία. Αναφέρεται ακόμη στην ίδια αιτιολογία ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι ο τρόπος που ασκείτο η επικοινωνία είχε συμφωνηθεί και η συμφωνία εφαρμοζόταν κάτω από τις εξαιρετικές συνθήκες της περιόδου εκείνης. Παρατηρούμε ότι ο δεύτερος λόγος στην αιτιολογία του συμπλέκεται με τον πρώτο, αφού θεωρείται στην ουσία ανεπαρκής η αξιολόγηση του Εφεσίβλητου και η απουσία ευρημάτων. ΄Εχουμε τονίσει ότι αυτό συμβαίνει μόνο στην αιτιολογία του πρώτου και δευτέρου λόγου και μάλιστα ακροθιγώς, ενώ στο περιεχόμενο τους δεν γίνεται καμία αναφορά στην αξιολόγηση.
΄Εχουμε προβληματιστεί για το εύρος και το περιεχόμενο που έχουν οι δυο πιο πάνω λόγοι. Ενώ στο περιεχόμενο τους ομιλούν «για νομική πλάνη» (πρώτος λόγος) και «λανθασμένα συμπεράσματα - ευρήματα» (δεύτερος λόγος) διευρύνονται στην αιτιολογία τους ώστε να θέτουν εμμέσως και θέματα αξιοπιστίας ή απουσίας ευρημάτων. Στην Capershill Ltd ν. Ηλία Πολ.΄Εφ.152/11, 27.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:D223, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η ειδοποίηση έφεσης και οι λόγοι έφεσης που περιέχει αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης. Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται. Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται με την αιτιολογία τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης τα οποία καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή».
(Βλ. και Προκοπίου ν. Ryan (2012)1(Γ) A.A.Δ. 1982).
Στην απουσία ευθέως λόγων έφεσης που πλήττουν δια του περιεχομένου τους θέμα αξιοπιστίας, δεν φαίνεται να μπορούμε να οδηγηθούμε σε εξέταση αναθεώρησης του έργου της αξιολόγησης όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο το επιτέλεσε. Αν θα πρέπει να εξετάσουμε θέμα νομικής πλάνης ή λανθασμένων ή ανύπαρκτων ευρημάτων, αυτό δεν μπορούμε να το πράξουμε ως εξέταση της αξιολόγησης γιατί κάτι τέτοιο δεν προσβάλλεται. Προσβάλλονται απλώς επιμέρους θέματα ή κρίσεις όπως π.χ. η μη προσμέτρηση κατά την αξιολόγηση, του θέματος της πανδημίας και των εξαιρετικών συνθηκών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Μπορεί όμως το θέμα αυτό το οποίο συνιστά κυρίως την αιτιολογία του πρώτου λόγου να αποσυνδεθεί από το συνολικό έργο της αξιολόγησης το οποίο δεν προσβάλλεται; Σίγουρα, δεν είναι δυνατή τέτοια αποσύνδεση. Το ίδιο παρατηρείται και με το δεύτερο λόγο έφεσης κατά τον οποίο ενώ η Εφεσείουσα μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο πως προσέγγισε λανθασμένα τα αληθή γεγονότα της υπόθεσης και κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα και συμπεράσματα, στην αιτιολογία αναπτύσσεται ζήτημα απουσίας επαρκούς αιτιολογίας στο γιατί αποδέκτηκε ότι δεν υπήρχε συμφωνία και νέα πρακτική επικοινωνίας. Και πάλι θεωρούμε ότι η απομονωμένη απόδοση λάθους, ως άνω, χωρίς να πλήττεται ευθέως το έργο της αξιολόγησης δεν μπορεί να επιτύχει.
Ακόμη όμως και αν αποφεύγετο ο σκόπελος αυτός, ακριβώς επειδή το καθήκον της αξιολόγησης είναι έργο σύνθετο, πολύπλευρο και με πολλές προεκτάσεις, δεν είναι δυνατόν να απομονώνεται μία μόνο πτυχή ή έστω συγκεκριμένες πτυχές μαρτυρίας για να πληγεί το συνολικό πρωτόδικο έργο.
Πολλάκις και κατ΄επανάληψη έχει το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει πως το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά και πως η επέμβαση του Εφετείου γίνεται με φειδώ και μόνο όταν παρατηρούνται ευρήματα εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Όπως επίσης έχει επανειλημμένα αναφερθεί, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα του σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.΄Εφ. 125/17 και άλλες, ημερ. 26.4.2018).
Στην κρινόμενη περίπτωση με βάση την αιτιολογία που δόθηκε, μέρος της οποίας παραθέσαμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε με επάρκεια γιατί δεν δέχθηκε την ύπαρξη συμφωνίας λόγω πανδημίας και ειδικά αναφέρθηκε στο τηλεφωνικό μήνυμα θεωρώντας ότι η σημασία του περιοριζόταν στα στεγανά μιας επιμέρους και μόνο προσωρινής ρύθμισης χωρίς τη δυναμική αλλαγής του διατάγματος επικοινωνίας.
Δεν θα υπεισέλθουμε σε άλλες λεπτομέρειες γιατί ακριβώς δεν είναι το καθήκον μας να επαναξιολογήσουμε τη μαρτυρία. Είναι αρκετό να πούμε ότι ενόψει των παραδεδειγμένων αρχών δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας. Πόσο μάλλον όταν δεν πλήττεται ευθέως και συνολικώς το έργο της αξιολόγησης, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω. Αναφορικά δε με την απόδειξη του ηθελημένου ή μη της παρακοής, η αποδοχή της εκδοχής του Εφεσίβλητου, ευλόγως και χωρίς αμφιβολία οδηγούσε στο συμπέρασμα του ηθελημένου της παρακοής. Στην πρόσφατη απόφαση Γ.Κ. ν. Ε.Ζ., ΄Εφεση αρ. 8/21, ημερ. 13.5.2021, τονίστηκε ότι το ηθελημένο της παρακοής μπορεί να συνίσταται και να αποφασίζεται στην όλη συμπεριφορά του γονέα. Εύστοχα δε δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση ότι η πραγματική προσπάθεια για συμμόρφωση, συνίσταται και στο ότι πρέπει να δημιουργηθεί τέτοια κατάσταση μεταξύ των γονέων, ώστε το παιδί να αποδεκτεί ακριβώς την αμφίδρομη σχέση και με τους δύο γονείς και την αποφυγή κατάστασης αποξένωσης.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει οι λόγοι έφεσης επί της καταδίκης απορρίπτονται.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους λόγους έφεσης που αφορούν την ποινή, αφού τονίσουμε την αυστηρή προσήλωση της νομολογίας, ως προς αδικήματα αυτής της φύσης αφού η παρακοή δικαστικού διατάγματος πλήττει ευθέως το θεμέλιο της έννομης τάξης. (Βλ. Μιχαηλίδης ν. Poliakova (ανωτέρω)).
Στον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται η πλευρά της Εφεσείουσας πως το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η άλλη πλευρά αγορεύσει επί της ποινής, μετά την αγόρευση της Εφεσείουσας, κατά τρόπο που δεν συνάδει με την ποινική διαδικασία. Βεβαίως να θυμίσουμε ότι ενώ η απόδειξη της υπόθεσης πρέπει να γίνει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως σε μια ποινική δίκη, η διαδικασία που ακολουθείται στην αστική καταφρόνηση είναι ιδιόμορφη και δεν μπορεί να εκφεύγει των πλαισίων μιας πολιτικής δίκης, όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Γ.Κ. ν. Ε.Ζ. (ανωτέρω). Πέραν αυτού του τυπικού, ας μας επιτραπεί ο όρος, μέρους του πρώτου λόγου, η Εφεσείουσα παραπονείται «στην ουσία πως το Δικαστήριο επέβαλε την ποινή κατά παράβαση του Δικαίου και του Νόμου επί τη βάσει αναφορών του Εφεσίβλητου οι οποίες περιλαμβάνονται στην αγόρευση του, χωρίς να εντοπίσει ή να διαπιστώσει οιανδήποτε αναφορά ως προς τα γεγονότα κατά την επιμέτρηση της ποινής και να διατάξει, ως όφειλε, απόδειξη οιωνδήποτε εκατέρωθεν ισχυρισμών». Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος είναι, τρόπω τινά, συνέχεια του πρώτου αφού δι΄αυτού πλήττεται ως αυστηρή και δυσανάλογη η ποινή κυρίως, ενόψει όλων όσων έχουν αναφερθεί στον πρώτο λόγο. Η συνάφεια των λόγων είναι δεδομένη και θα εξεταστούν μαζί.
΄Εχουμε μελετήσει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ποινής ημερ. 17.3.2022 και τις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων που προηγήθηκαν. Δεν θα σταθούμε στην τυπική πτυχή για το κατά πόσο συνέτρεχε δικαίωμα αγόρευσης του Εφεσιβλήτου επί της ποινής και με ποία σειρά θα έπρεπε να γίνει αυτό. Το θέμα εν προκειμένω είναι ζήτημα ουσίας και ως τέτοιο θα μας απασχολήσει. Η πλευρά της Εφεσείουσας προέβαλε στις αγορεύσεις της κατά την επιμέτρηση της ποινής θέμα συμμόρφωσης της ή γενικότερα συμπεριφοράς εξομάλυνσης των σχέσεων των γονέων. Καταλήγει δε ως εξής:
«το παρήγορο είναι ότι υπάρχει μια υποφερτή κατάσταση μεταξύ των γονέων από το τέλος του 2020 μέχρι σήμερα και ασφαλώς δεν υπάρχει καμία συμπεριφορά τείνουσα σε παρακοή διατάγματος.... το γεγονός ότι πέραν της παρελθούσας περιόδου Μαϊου με Σεπτέμβρη του 2020 υφίσταται συνεργασία μεταξύ της καθ΄ης η αίτηση και του αιτητή ως προς την επικοινωνία της ανήλικης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για το ευ ζην της τελευταίας..»
Η πλευρά του Εφεσίβλητου έθεσε το ζήτημα σε άλλη βάση. Καμία εξομάλυνση δεν υπήρχε στις σχέσεις και εισηγήθηκε ότι μέχρι την ημέρα της αγόρευσης, η δράση της Εφεσείουσας «συνίσταται σε προσχεδιασμένες ενέργειες στη συστηματική συμπεριφορά με αποτέλεσμα στην επί δύο χρόνια τώρα άρση της επικοινωνίας πατέρα παιδιού ...»
Παρατηρείται, ως εκ των άνω, σαφής διάσταση ως προς ένα γεγονός, δηλαδή στη συμμόρφωση ή όχι μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Το γεγονός αυτό έχει - και πρέπει να έχει - ιδιαίτερη σημασία για σκοπούς ποινής ώστε να δύναται να επιδράσει όχι μόνο στο ύψος αλλά και στο είδος της ποινής στην οποία θα μπορούσε να οδηγηθεί το Δικαστήριο. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει αυτής της διάστασης, οδηγήθηκε στο να απορρίψει ουσιαστικά τη θέση της Εφεσείουσας και να αποδεχθεί τη θέση του Εφεσίβλητου. Είναι αυτή η πτυχή που θεωρείται εσφαλμένη εφαρμογή αρχών που αφορούν την ποινή. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με την πλευρά της Εφεσείουσας. Στην παλαιά και κλασσική αυθεντία επί του θέματος, Vryoni v. The Police (1986)2 C.L.R. 102 σε σχέση με την ύπαρξη διάστασης ως προς γεγονότα συναφή με την ποινή αναφέρθηκε ότι η σωστή πορεία είναι να ακούγεται μαρτυρία. Σίγουρα δε, το Δικαστήριο δεν δύναται να επιλέξει τη δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο εκδοχή χωρίς να υπάρχει βεβαιότητα. (Βλ. επίσης το Σύγγραμμα Criminal Procedure in Cyprus Loizou & Pikis, 1975, p.86).
Τίθεται επιπροσθέτως το ερώτημα αν ήταν σε θέση το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του εκ της δοθείσας μαρτυρίας την οποία αποδέκτηκε. Δηλαδή κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση ή εξομάλυνση των καταστάσεων που οι διάδικοι και κυρίως το παιδί τους βίωναν με αποτέλεσμα να μπορούμε να ομιλούμε για συνθήκες συμμόρφωσης ως η θέση της Εφεσείουσας. Εκείνο που παρατηρούμε είναι ότι δεν υπήρξαν επ΄αυτού συναφή, σαφή ευρήματα, και το τοπίο παρέμεινε θολό ως προς τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το παιδί, κατά το τελευταίο διάστημα. Ακροθιγώς δε, ετέθη η ύπαρξη άλλου διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που αφορούσε συμβάντα μεταξύ των διαδίκων στις 28.6.2020, άλλη διαδικασία γονικής μέριμνας ενώπιον της ιδίας Δικαστού που ήταν σε εξέλιξη, καθώς και ψυχοσωματικά προβλήματα του παιδιού και άλλα. Στα πλαίσια αυτά φαίνεται να είναι αδιαμφισβήτητη αλλά και απαραίτητη υπό τις περιστάσεις η συμβολή του Γραφείου Ευημερίας για να βοηθηθούν προφανώς οι γονείς και το παιδί ώστε να έχουν καλύτερη σχέση επ΄ωφελεία της μικρής. Οι συναντήσεις αυτές δεν μπορεί να θεωρηθούν απλώς ότι δεν αναιρούν τις πρόνοιες του επίδικου διατάγματος, όπως πρωτοδίκως σχολιάστηκε, και δεν οδηγούν άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε τουλάχιστον προσπάθεια συμμόρφωσης. Οι ένορκες μαρτυρίες της Εφεσείουσας και του Εφεσίβλητου δια της αντεξετάσεως που υπέστησαν συνετελέστηκαν τον Ιούνιο του 2021. Η απόφαση επί της ποινής δόθηκε τον Μάρτη του 2022. Συνεπώς, ενώ ήταν θεμιτό στην ευπαίδευτη δικαστή να δεχτεί (στηριζόμενη στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου) ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2021 δεν υπήρξε συμμόρφωση και άρχισε να εμφιλοχωρεί στις σχέσεις πατέρα θυγατέρα αποξένωση, δεν μπορούσε να τοποθετηθεί με τον απόλυτο τρόπο που το έπραξε ότι η Εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε ή ότι δεν προέβη σε προσπάθεια συμμόρφωσης τους τελευταίους 9 μήνες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας πλήττει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική, κυρίως σε συσχετισμό με υιοθέτηση γεγονότων που δεν ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Συμφωνούμε, όπως ήδη αναφέραμε, ότι ως προς το θέμα της συμμόρφωσης θα έπρεπε να ακούσει μαρτυρία ή τουλάχιστον, υπό εξαιρετικές συνθήκες, να υιοθετήσει την ευνοϊκότερη για την Εφεσείουσα εκδοχή ως καταδεικνύεται από τη Vryoni ανωτέρω. Εκτός όμως από αυτό το στοιχείο, η ποινή στην κρινόμενη περίπτωση δεν ήταν εκτός πλαισίων αφενός διότι η παρακοή ήταν μακρά και συστηματική και αφετέρου διότι οδήγησε τον πατέρα στη στέρηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, να έχει επικοινωνία με το παιδί. Γι΄αυτό δεν θεωρούμε την επιλογή ποινής φυλάκισης ως λανθασμένη επιλογή. Ενόψει όμως του λάθους που σημειώθηκε, ως εξηγήσαμε πιο πάνω, κρίνουμε ότι ο χρόνος φυλάκισης πρέπει να μειωθεί από 45 ημέρες σε 30 ημέρες. Εκδίδεται σχετική διαταγή.
Η έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται και η έφεση επί της ποινής επιτυγχάνει. Ενόψει του αμφίδρομου αποτελέσματος αλλά και της φύσης της υπόθεσης δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.