ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A75
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2007)
24 Φεβρουαρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
xxx ΝΙΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 2021:
xxx ΝΙΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ, ΥΠΟ ΕΚΟΥΣΙΑ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ
κ.κ. DAVID DUNCKLEY ΚΑΙ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΘΩΜΑ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2020
____________________
Ο Αιτητής - Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Γιώργος Μίτλεττον, μαζί με Νικόλα Καμένο, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
____________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα. Με αυτή συμφωνά η Δικαστής Α. Πούγιουρου. Η απόφαση της
μειοψηφίας θα δοθεί από το Δικαστή Χ. Μαλαχτό.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Υπό εξέταση είναι αίτηση του κ. xxx Νίκολα, (ο αιτητής), ημερομηνίας 3.6.2020, (η αίτηση). Με αυτή, ζητείται το επανάνοιγμα της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεσης, (η έφεση), η οποία απορρίφθηκε από το Εφετείο, κατόπιν ακροάσεως, με απόφασή του ημερομηνίας 21.4.2010. Καταχωρίστηκε με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), ημερομηνίας 9.1.2018, στην υπόθεση Nicholas v. Cyprus, Application No. 63246/2010.
Με την πιο πάνω απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., έγινε δεκτή αίτηση του αιτητή ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου παραβίαζε το ΄Αρθρο 6.1[1] της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (η «Σύμβαση»), και, δη, την πρόνοια που αφορά στο αμερόληπτο εκδικάζοντος δικαστηρίου. Η αίτηση ερείδεται στη σύμφυτη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην υπόθεση Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 3) (2013) 1 Α.Α.Δ. 1263, στην οποία ο αιτητής έκαμε ιδιαίτερη αναφορά. Ο λόγος που προβάλλεται για την αποδοχή της είναι για να δοθεί η ευκαιρία η έφεση να ακουστεί εκ νέου και να οδηγηθεί, έτσι, σε τελεσιδικία. Οι καθ' ων η αίτηση, ενιστάμενοι στην αίτηση, προβάλλουν, βασικά, τη θέση ότι δεν υπάρχει νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία να υποστηρίζει την αξίωση, ανωτέρω, του αιτητή.
Σύμφωνα με τα σχετικά γεγονότα, η έφεση καταχωρίστηκε από τον αιτητή εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 7562/1998 κατά των, εδώ, καθ' ων η αίτηση, εφεσιβλήτων σε εκείνην. Μετά την απόρριψή της, ο αιτητής, στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων που περιήλθαν στη γνώση του, προσέφυγε στο Ε.Δ.Α.Δ., όπως καταγράφεται πιο πάνω. Η παράβαση που διαπιστώθηκε από αυτό του ΄Αρθρου 6.1 αφορούσε, συγκεκριμένα, την απουσία αντικειμενικής αμεροληψίας του Εφετείου που εκδίκασε την έφεση, με αναφορά σε συγκεκριμένο μέλος του το οποίο μετείχε στη σύνθεσή του. Τα γεγονότα, συναφώς, αναφέρονται λεπτομερώς στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. Η κατάληξή του δε, όσον αφορά την αίτηση του αιτητή, ήταν η εξής:-
"FOR THESE REASONS, THE COURT, UNANIMOUSLY,
1. Declares the application admissible;
2. Holds that there has been a violation of Article 6 § 1 of the Convention."
Το Ε.Δ.Α.Δ., στο στάδιο της εξέτασης της δεκτότητας της αίτησης του αιτητή, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στη νομολογία, σχετικά, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (παράγραφοι 19 έως 23), διαπίστωσε ότι το επανάνοιγμα έφεσης, σύμφωνα με το δίκαιο της Κύπρου, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση σύμφυτης εξουσίας, (παράγραφος 39). Πρόσθεσε, όμως, στη συνέχεια, και τα εξής: "This is exercised in exceptional circumstances and on a case-to-case basis. There is no indication on the basis of the domestic case-law that the alleged non-impartiality of a judge could be regarded as a ground for reopening and re-examining an appeal ." Κατέληξε δε, συναφώς, πως: "It has not been established, therefore, that under domestic law such an application could constitute an effective remedy within the meaning of Article 35 § 1 of the Convention."
Το Ε.Δ.Α.Δ., λοιπόν, στην απόφασή του να κάμει δεκτή την αίτηση του αιτητή, έλαβε υπόψη του ότι η σύμφυτη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάζει επανάνοιγμα έφεσης ασκείται, κατά περίπτωση, στη βάση της διακριτικής εξουσίας του. Συγχρόνως, διαπίστωσε την απουσία νομολογίας, στην οποία να έχει αποφασιστεί η ύπαρξη δυνατότητας απόδοσης θεραπείας σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία να αναγνωρίζει τη δυνατότητα απόδοσης θεραπείας σε περίπτωση διαπίστωσης, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 6.1 ή του αντίστοιχου ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, απουσίας αμεροληψίας του Δικαστηρίου, στο επίπεδο του Εφετείου.
Η παράβαση, ανωτέρω, που διαπίστωσε το Ε.Δ.Α.Δ. σε σχέση με τη συγκεκριμένη πρόνοια του ΄Αρθρου 6.1, ουσιαστικά, αποτελεί παραβίαση του ανθρωπίνου δικαιώματος του αιτητή να τύχει δίκαιης δίκης, υπό την έννοια της διασφάλισης του αμερόληπτου της δικαστικής εξουσίας και, κατά συνέπεια, της διεξαγωγής της δικαστικής διαδικασίας της έφεσης, (βλ. Ex p Pinochet Ugarte (No 2) (1999) 1 All ER 577). Διαγνώστηκε, έτσι, παραβίαση συγκεκριμένης αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, η οποία προστατεύεται με το πιο πάνω άρθρο και αναπαράγεται, σχεδόν αυτούσια, στο ΄Αρθρο 30.2[2] του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά το δίκαιο που εφαρμόζεται στην Κύπρο, η παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής απόφασης του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Τούτο, βέβαια, ισχύει αναφορικά και με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, ως Εφετείο, όταν τέτοια παραβίαση διαπιστώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο άσκησης της σύμφυτης εξουσίας του, (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 3), ανωτέρω, και την εκεί αναφερόμενη σχετική νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοια είναι, ουσιαστικά, η επίδραση της απόφασης του Ε.Δ.Α.Δ. επί της απόφασης στην έφεση, χωρίς, ωστόσο, να επιφέρει η ίδια την ακύρωση ή την ανάκλησή της. ΄Οπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Marckx v. Belgium, Application no. 6833/74, 13.6.1979, στην παράγραφο 58: "...: the Court's judgment is essentially declaratory and leaves to the State the choice of the means to be utilised in its domestic legal system for performance of its obligation under Article 53", (τώρα ΄Αρθρο 46). Σχετικές επί του ιδίου θέματος είναι και οι υποθέσεις Vermeire v. Belgium, Application no 12849/87, 29.11.1991, παράγραφος 26 και Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, Application no. 15172/13, 29.5.2019, παράγραφοι 148 έως 150, καθώς, επίσης, η συζήτηση που διεξάγεται, σχετικά, στο σύγγραμμα των Harris, O'Boyle and Warbrick, "Law of the European Convention on Human Rights", 4η έκδοση 2018, στις σελίδες 32 έως 34.
Εν πάση περιπτώσει, για το Δικαστήριο τούτο, η παραβίαση του συγκεκριμένου δικαιώματος του αιτητή έχει ως συνέπεια η υπό αναφορά απόφαση του Εφετείου να θεωρείται, ουσιαστικά, άκυρη. ΄Ιδιο είναι το αποτέλεσμα, όταν παραβιάζεται η ετέρα αρχή της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, που προβλέπεται, επίσης, στο ΄Αρθρο 6.1 της Σύμβασης, ως και στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, όπως καταδείχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060 και Γεωργοκτηνοτροφική Εταιρεία Α/φοί Γ.Χ.Γ. Λύτρα Λίμιτεδ ν. xxx Γεωργίου Λύτρα κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 112/2018, 29.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:D111). Κατά αντιστοιχία, ανάλογη θεραπεία μπορεί να απονεμηθεί και στην περίπτωση τούτη, όπως συνέβη στις προαναφερθείσες υποθέσεις, ειδικά στην απουσία άλλης θεραπείας, με την οποία να αποκαθίσταται η πιο πάνω παραβίαση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, ασκώντας τη σύμφυτη εξουσία του, δύναται, προς το σκοπό απονομής δικαιοσύνης μεταξύ των διαδίκων, να διατάξει το επανάνοιγμα έφεσης, προκειμένου αυτή να εκδικαστεί «ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου» εφετείου, (΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος).
Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται πως, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 46 της Σύμβασης, η Δημοκρατία είχε υποχρέωση να προχωρήσει σε συμμόρφωση με την, ως άνω, οριστική απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., διά της λήψεως διορθωτικών μέτρων, προς αποφυγή επαναλήψεως. Τούτο επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση, από το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 8.3.2018, νέας τροποποιημένης Δικαστικής Πρακτικής, η οποία προβλέπει για τη διασφάλιση του αμερόληπτου των δικαστικών διαδικασιών. Τοιουτοτρόπως, η Δημοκρατία συμμορφώθηκε με την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., προς ικανοποίηση της, εξ Υπουργών, Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως αναφέρεται στην απόφασή της ημερομηνίας 3.10.2018. Ωστόσο, η πιο πάνω συμμόρφωση δεν αποτελεί, συγχρόνως, θεραπεία για τον αιτητή, η έφεση του οποίου, όπως έχει διαπιστωθεί, ουσιαστικά, κατέστη ατελέσφορη.
Βέβαια, πρέπει να λεχθεί πως το Ε.Δ.Α.Δ., στην υπόθεση του αιτητή, Nicolas v. Cyprus, ανωτέρω, διαπίστωσε ότι αυτός δεν υπέβαλε αίτημα για την απόδοση προς τον ίδιο «δίκαιης ικανοποίησης», δυνάμει του ΄Αρθρου 41 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, δεν επιδίκασε προς όφελός του οποιοδήποτε ποσό, θεωρώντας ότι, στην περίπτωσή του, δε συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, στη βάση της υπόθεσης Nagmetov v. Russia, Application no. 35589/08, 30.3.2017, §§ 76-78, (βλ. παραγράφους 68 και 69). ΄Οπως επεξηγείται στην υπόθεση Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, ανωτέρω, στην παράγραφο 156: "The purpose of awarding sums by way of just satisfaction is to provide reparation solely for damage suffered by those concerned to the extent that the relevant events constitute a consequence of the violation that cannot otherwise be remedied ... The general logic of the just-satisfaction rule (Article 41, or former Article 50, of the Convention), as intended by its drafters, is directly derived from the principles of public international law relating to State liability, and has to be construed in this context."
Η μη ενάσκηση, κατά συνέπεια, από το Ε.Δ.Α.Δ. της πιο πάνω εξουσίας του, δυνάμει του ΄Αρθρου 41, δεν αποστερεί από τον αιτητή τη δυνατότητα αυτός να διεκδικήσει το επανάνοιγμα της έφεσης, ως η αιτούμενη θεραπεία στην παρούσα αίτηση. Η θεραπεία τούτη μπορεί να απονεμηθεί κατ' αναλογία άλλων περιπτώσεων, όπως έχει προηγουμένως καταδειχθεί, όπου διαπιστώθηκε παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, στη βάση της άσκησης από το Εφετείο της σύμφυτης εξουσίας του, προς απονομή δικαιοσύνης μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων μερών στην έφεση. Αναμφίβολα, η έκδοση τέτοιας διαταγής είναι συμβατή με τις σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης και την προαναφερθείσα νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., σύμφωνα και με την απαίτηση του ΄Αρθρου 46.1. Επιτυγχάνεται, έτσι, επιπρόσθετα της τυχόν καταβολής σε αιτητή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ως «δίκαιης ικανοποίησης», και αποκατάσταση των δικαιωμάτων του, δυνάμει του ΄Αρθρου 6.1 αυτής. ΄Οπως αναφέρεται στην υπόθεση Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, ειδικά στην παράγραφο 150:-
"The State Party in question will be under an obligation not only to pay those concerned the sums awarded by way of just satisfaction, but also to take individual and/or, if appropriate, general measures in its domestic legal order to put an end to the violation found by the Court and to redress the effects, the aim being to put the applicant, as far as possible, in the position he would have been in had the requirements of the Convention not been disregarded ..."
Στο στάδιο τούτο, πρέπει να αναφερθούν και τα εξής: Μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην αίτηση, εκδόθηκε η απόφαση στην υπόθεση Ζ. Κουλίας ν. Κ. Θεμιστοκλέους, Πολιτική Εφεση Αρ. 79/2013, 16.11.2021. Από τη μελέτη της, είναι πρόδηλο ότι αυτή διακρίνεται από την παρούσα. Στην περίπτωση εκείνην, το Ε.Δ.Α.Δ., με την οριστικοποίηση της απόφασής του, (΄Αρθρο 44.2 της Σύμβασης), απέδωσε στον εκεί αιτητή «δίκαιη ικανοποίηση», επιδικάζοντας υπέρ του και εναντίον της Δημοκρατίας συγκεκριμένο ποσό χρημάτων, δυνάμει του ΄Αρθρου 41, (βλ. Case of Koulias v. Cyprus, Application no. 48781/12, 26.8.2020, στην οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του ΄Αρθρου 6.1, παρόμοια με αυτήν που διαπιστώθηκε στη Nicolas v. Cyprus.) Επιπρόσθετα, η πιο πάνω πολιτική έφεση διακρίνεται, ιδιαίτερα, και από το γεγονός ότι εκείνη δεν εξετάστηκε στη βάση της σύμφυτης εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με προοπτική το επανάνοιγμα της έφεσης. ΄Ο,τι ζητείτο εκεί ήταν μόνο η ακύρωση της απόφασης του Εφετείου με ό,τι τούτο συνεπαγόταν στην υπόθεση εκείνη, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της.
Τέλος, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, τέθηκαν δύο επιπρόσθετα θέματα, τα οποία αφορούν στην καθυστέρηση που, κατά την εισήγησή τους, σημειώθηκε στην καταχώριση της αίτησης και στο γεγονός ότι οι ίδιοι τελούν υπό εκκαθάριση. Τα θέματα αυτά, εμφανώς, έχουν μια συνάφεια μεταξύ τους, όμως, συγχρόνως, θεωρείται πως δεν είναι σχετικά με την παρούσα διαδικασία και, επομένως, δεν εξετάζονται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα για επανάνοιγμα της έφεσης, προκειμένου αυτή να εξεταστεί από αρμόδιο Εφετείο. Με δεδομένο ότι ο αιτητής χειρίζεται ο ίδιος προσωπικά την υπόθεσή του, επιδικάζονται υπέρ του και εναντίον των καθ' ων η αίτηση μόνο τα πραγματικά έξοδα της διαδικασίας. Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2007)
24 Φεβρουαρίου 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
xxx ΝΙΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση.
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 2021:
xxx ΝΙΚΟΛΑΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ, ΥΠΟ ΕΚΟΥΣΙΑ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ
κ.κ. DAVID DUNCKLEY KAI
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΘΩΜΑ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ων η Αίτηση.
____________________
Αίτηση ημερομηνίας 3.6.2020
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διιστάμενη)
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση διεκπεραιώθηκε την 21.4.2010 με την έκδοση απόφασης με την οποία αυτή απορρίφθηκε (Νικόλας ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 513). Την 3.6.2020, δέκα περίπου χρόνια μετά, καταχωρίστηκε η υπό κρίση Αίτηση με την οποία ο Αιτητής, εφεσείων στην πιο πάνω έφεση, αιτείται την ακύρωση και τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης «λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και αμεροληψίας» και την έκδοση διατάγματος για την επανεκδίκαση της έφεσης από Εφετείο με νέα σύνθεση.
Μετά την έκδοση της εφετειακής απόφασης, είχε περιπέσει στην αντίληψη του Αιτητή ότι ο γιος του Δικαστή που προέδρευε του Εφετείου ήταν νυμφευμένος με την κόρη του δικηγόρου της εφεσίβλητης και εργοδοτείτο στο δικηγορικό του γραφείο. Το γεγονός δεν είχε αποκαλυφθεί από το Εφετείο κατά την εκδίκαση της έφεσης.[3] Επί τούτου, ο Αιτητής προσέφυγε εναντίον της Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ., εξασφαλίζοντας απόφαση (Case of Nicolas v. Cyprus, Application no. 63246/10, 9.4.2018) ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. Είναι σε αυτή τη βάση που καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση.
Η Εφεσίβλητη εταιρεία που, ειρήσθω εν παρόδω, βρίσκεται από το 2015 υπό εκκαθάριση και δεν είχε συμμετοχή στη διαδικασία ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ., καταχώρισε ένσταση.
Έχω διαβάσει με προσοχή την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία η Αίτηση επιτυγχάνει, αδυνατώ όμως να συμφωνήσω με το αποτέλεσμα. Η άποψη μου είναι ότι η επίδικη περίπτωση καλύπτεται από το δικαστικό προηγούμενο της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου στην Κουλίας ν. Θεμιστοκλέους, Πολ. Έφ. Αρ.79/2013, ημερ.16.11.2021. Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ με την άποψη των αδελφών μου Δικαστών της πλειοψηφίας ότι η Κουλίας διακρίνεται, ούτε και βρίσκω να υπάρχει έδαφος ή να ενδείκνυται απόκλιση από το λόγο της.
Τα γεγονότα στην Κουλίας, ήταν, στην έκταση που ενδιαφέρει, πανομοιότυπα με τα γεγονότα στην παρούσα. Η έφεση του καθ΄ου η αίτηση ήταν επιτυχής (Θεμιστοκλέους ν. Κουλία (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 76). Η υπόθεση είχε εκδικαστεί από Εφετείο του οποίου προέδρευε Δικαστής, ο γιος του οποίου εργαζόταν στη δικηγορική εταιρεία που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση του καθ΄ου η αίτηση πριν την έφεση. Το γεγονός δεν είχε αποκαλυφθεί κατά τη διαδικασία της έφεσης. Ο αιτητής το πληροφορήθηκε αργότερα και προσέφυγε στο Ε.Δ.Α.Δ., που αποφάνθηκε ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α. Το Ε.Δ.Α.Δ. επιδίκασε υπέρ του αιτητή ποσό €9.600 ως μη χρηματικές αποζημιώσεις (non-pecuniary damages) σε σχέση με τη διαπιστούμενη παράβαση (Case of Koulias v. Cyprus, Application no. 48781/12, 26.8.2020). Με εφαλτήριο την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. ο αιτητής καταχώρισε αίτηση[4] επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης του Εφετείου του 2012. Η αίτηση του εδραζόταν σε διάφορες νομοθετικές πρόνοιες και «στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου στο να απονέμει δικαιοσύνη».
Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α. καθιστά, απαρέγκλιτα και χωρίς άλλο, άκυρη τη δικαστική διαδικασία στην οποία διαπιστώνεται η παραβίαση ή, όπως τέθηκε στην Κουλίας, κατά πόσο η επιτυχία του αιτητή στην ατομική προσφυγή απαιτούσε το επανάνοιγμα της υπόθεσης του και την επιστροφή στο σημείο πριν την έκδοση της απόφασης για την οποία διαπιστώθηκε η παραβίαση. Η απάντηση που δόθηκε ήταν «σαφώς αρνητική». Παρατέθηκαν λόγοι οι οποίοι δεν επέβαλλαν, αλλά ούτε επέτρεπαν την ακυρότητα κάθε διαδικασίας που ακολούθησε. Προβάλλεται με τρόπο εμφατικό ότι η διαπίστωση του Ε.Δ.Α.Δ. «έγκειτο σε εύρημα παραβίασης της αντικειμενικής και όχι υποκειμενικής αμεροληψίας» και ότι δεν υπήρξε οτιδήποτε που να υποδηλούσε ότι υπήρξε πραγματική προκατάληψη. Δεν είχαν διαπιστωθεί, αναφέρεται, διαδικαστικά λάθη, ελλείψεις ή νομικά σφάλματα τα οποία να μόλυναν τη διαδικασία.
Σημειώνεται ακόμα πως δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν τα δικαιώματα του εφεσίβλητου και η ισχύς του δεδικασμένου και μνημονεύεται απόσπασμα από την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στην Gudmundur Andri Astradsson v. Island (GC), Application no.26374/18, 1.12.2020, παρ.238, ότι: «According to the Court's settled case-law, while the requirements of the principle of legal certainty, and the force of res judicata, are not absolute ... a departure from that principle is justified only when made necessary by circumstances of a substantial and compelling character, such as the correction of fundamental defects or a miscarriage of justice».
Ήταν η κατάληξη του Εφετείου στην Κουλίας ότι «ο αιτητής δεν έχει υποστεί τέτοια παραβίαση η οποία να μην είναι επιδεκτική αποζημίωσης και να μην εξαντλείται με αυτή».
Επιβεβαιώνεται, επομένως, ότι δεν είναι η κάθε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α. που καθιστά άκυρη τη διαδικασία. Σε αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα στην Κουλίας θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό, αφού μια άκυρη διαδικασία δεν μπορεί να διασωθεί και να αποκτήσει κύρος, ως αποτέλεσμα της επιδίκασης και καταβολής ποσού αποζημίωσης για την παράβαση στον παραπονούμενο.
Κυρίαρχο και καταλυτικό είναι ότι τόσο στην Koulias όσο και στη Nicholas η παράβαση διαπιστώθηκε με αναφορά στην αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστή. Γι' αυτό και οι περιπτώσεις είναι, με αναφορά στο ζήτημα που εξετάζεται, πανομοιότυπες.
Στην παρούσα περίπτωση, το Ε.Δ.Α.Δ. δεν επιδίκασε αποζημίωση υπέρ του Αιτητή. Αναφέρεται στην απόφαση ότι ο Αιτητής δεν είχε υποβάλει απαίτηση για δίκαια ικανοποίηση. Το Ε.Δ.Α.Δ. έχει διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει αποζημίωση παρά το ότι δεν έχει ζητηθεί, δυνάμει του Άρθρου 41 της Ε.Σ.Δ.Α. Η ευχέρεια αυτή ασκείται εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Στην περίπτωση του Αιτητή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχαν και δεν επιδίκασε αποζημίωση υπέρ του. Αναφέρθηκε ότι: «The Court therefore makes no award in this regard and finds no exceptional circumstances which would warrant a different conclusion».
Ότι στην περίπτωση της Κουλίας στην σχετική απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. επιδικάστηκε αποζημίωση, ενώ στην επίδικη περίπτωση όχι, δεν την διακρίνει ουσιωδώς από την παρούσα. Η ουσία συνίσταται στη φύση και τις συνέπειες της παράβασης της Ε.Σ.Δ.Α. που διαπιστώνεται και όχι στο κατά πόσο ο παραπονούμενος αξίωσε ή και έλαβε αποζημίωση. Και στην προκειμένη περίπτωση η παράβαση ήταν ακριβώς η ίδια όπως και στην περίπτωση της Κουλίας. Σύμφωνα με το λόγο της Κουλίας, και στην περίπτωση του Αιτητή στην παρούσα η παράβαση «είναι επιδεκτική αποζημίωσης» και «εξαντλείται με αυτή». Το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε και δεν αποδόθηκε τέτοια δεν δημιουργεί δικαίωμα για ακύρωση της απόφασης και επανακρόαση, εκεί που οι ουσιώδεις περιστάσεις, με κανένα τρόπο δεν το δικαιολογούσαν.
Άλλωστε, όπως προκύπτει από την Nagmentov v. Russia [GC], no.35589/08, 30.3.2017, παρ.81, που μνημονεύεται στην Nicholas, η βαρύτητα και συνέπειες της παράβασης συνιστούν παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει στην επιδίκαση αποζημίωσης, ακόμα και όταν δεν έχει ζητηθεί και στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι δεν επιβαλλόταν από τις περιστάσεις της υπόθεσης η επιδίκαση τους.
Στην ίδια απόφαση, παρ.79, αναφέρεται ότι κατά πόσο το Ε.Δ.Α.Δ. θα επιδικάσει αποζημίωση όταν δεν ζητείται, λαμβάνεται υπόψη ότι ο αιτητής μπορεί να έχει επιλέξει να περιορίσει το αίτημα του σε αναγνώριση της παραβίασης, χωρίς να επιδιώκει αποκατάσταση σε χρήμα ή να προτιμά να αναζητήσει αποζημίωση αργότερα ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων.
Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ονουφρίου, Πολ. Έφ. Αρ.463/2012, ημερ.23.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A517 αναφέρθηκε ότι: «Το ότι αναγνωρίζεται το δικαίωμα σ΄ αποζημίωση ως απότοκο ευθείας παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα αναγνωρίστηκε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την απόφαση στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558. Προϋπόθεση είναι βεβαίως η διαπίστωση της παραβίασης. Με τη στοιχειοθέτηση της ανοίγει ο δρόμος για την απόδοση αποζημιώσεων». Τα ίδια ισχύουν και όταν η παραβίαση στοιχειοθετείται με αναφορά στην Ε.Σ.Δ.Α. Ότι ο Αιτητής δεν αιτήθηκε αποζημίωσης ενώπιον του Ε.Δ.Α.Δ. δεν συνιστά κώλυμα στο να αποταθεί στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας για αποζημίωση. Αναφέρεται στην Ονουφρίου ότι: «Δεδικασμένο, λοιπόν, δημιουργείται όταν ο προσφεύγων αναζητήσει αποζημιώσεις και αποφασίσει επί τούτου το ΕΔΑΔ, οπότε δεν μπορούν να αναζητηθούν περαιτέρω αποζημιώσεις ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων. Όπου όμως δεν έχουν αναζητηθεί, δεδικασμένο δεν δημιουργείται».
Για τους πιο πάνω λόγους και στη βάση του δικαστικού προηγούμενου της Κουλίας, θα απέρριπτα την Αίτηση.
X. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
[1] «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, ..., υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, ...»
[2] «2. ΄Εκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ..., δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας ..., ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»
[3] Η σε ισχύ τότε Δικαστική Πρακτική δεν απαγόρευε τη συμμετοχή του Δικαστή στη σύνθεση του Εφετείου. Αυτή τροποποιήθηκε την 28.1.2019 μετά την απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ. στη Case of Nicolas v. Cyprus, Application no. 63246/10, 9.4.2018.
[4] Η απόφαση στην έφεση το 2012 έκρινε ότι ο αιτητής είχε δυσφημίσει τον εφεσείοντα και παράπεμψε την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Η αίτηση για ακύρωση της απόφασης του 2012 καταχωρίστηκε στα πλαίσια έφεσης κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης.