ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A17
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 229/2014)
19 Ιανουαρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείουσα,
ν.
XXX ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Γ. Λουκαϊδης για Α. Ποιητής & Σία ΔΕΠE, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κυριακίδης, Ι. Λεωνίδου (κα) για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα κρίσιμα γεγονότα της υπόθεσης ανάγονται στο μακρινό 2006. Την 1.2.2006 επεσυνέβη δυστύχημα μεταξύ οχημάτων που οδηγούσαν ο σύζυγος της Εφεσείουσας και ο Εφεσίβλητος. Ο πρώτος προχώρησε στην καταχώρηση της αγωγής 1650/2007, διεκδικώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, μεταξύ των οποίων και τις ζημιές του οχήματος που οδηγούσε. Στα πλαίσια της αγωγής αυτής κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός το ύψος της ζημιάς του εν λόγω οχήματος. Στην πορεία όμως της ακροαματικής διαδικασίας διαφάνηκε ότι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ήταν η Εφεσείουσα. Εντέλει, το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερ. 14.5.2010, έκρινε ότι ο ενάγων, ήτοι ο σύζυγος της Εφεσείουσας, δεν δικαιούταν σε αποζημίωση σε σχέση με τις ζημιές που υπέστη το όχημα που οδηγούσε, αφού, ως δέχθηκε, ιδιοκτήτρια ήταν η Εφεσείουσα.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση. Καταχωρήθηκε όμως, στις 27.7.2010, αγωγή εκ μέρους της Εφεσείουσας, η υπ΄ αριθμό 2099/2010, μέσω της οποίας αξίωνε τις ειδικές ζημιές του οχήματός της. Ο Εφεσίβλητος, στην υπεράσπισή του, ήγειρε, μεταξύ άλλων, προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη αξίωση είχε παραγραφεί, επικαλούμενος το ΄Αρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιο 148. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την εισήγηση περί παραγραφής, έκρινε ότι η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη και κατέληξε στην αναστολή της. Παρά ταύτα, το καθοριστικό δηλαδή για την υπόθεση αποτέλεσμα, για σκοπούς πληρότητας, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε και σειρά άλλων θεμάτων που είχαν εγερθεί, ήτοι ισχυρισμούς του εναγόμενου-Εφεσίβλητου περί κωλύματος λόγω συμπεριφοράς ή δηλώσεως (estoppel by conduct/by representation) και εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου (res judicata), τους οποίους και απέρριψε.
Η ενώπιόν μας έφεση περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από την πρωτόδικη κατάληξη για παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος. Επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε περί τούτου. Παραπονείται, περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της επιδίκασης εις βάρος της Εφεσείουσας των εξόδων της αγωγής, εισηγούμενος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία υπό το πρίσμα των δεδομένων της ενώπιόν του υπόθεσης.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το καίριο θέμα της παραγραφής αποτυπώνεται στις σελίδες 2-4 της εκκαλούμενης απόφασης:
«Εξετάζοντας πρώτα τη θέση του Εναγόμενου για παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της Ενάγουσας, να αναφέρω, σαν γενικό σχόλιο, ότι η επιβολή χρονικών περιορισμών, με την έννοια της παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων, είναι θεμιτή και απαραίτητη, ως εργαλείο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης.
Σημειώνω ότι ο Εναγόμενος είχε εγείρει το διαδικαστικό εμπόδιο της παραγραφής δικογραφώντας το ρητά στην Υπεράσπιση του, ως όφειλε. Περαιτέρω, δεν παραιτήθηκε από του δικαιώματος του να το επικαλεστεί και προώθησε τη θέση του αυτή και στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Στην παρούσα περίπτωση, το επίδικο τροχαίο ατύχημα επεσυνέβη την 1.2.2006. Επομένως, για σκοπούς υπολογισμού του χρόνου παραγραφής, το αγώγιμο δικαίωμα προέκυψε την 1.2.2006.
Η βασική νομοθεσία επί του ζητήματος της παραγραφής στο κυπριακό δίκαιο ήταν ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15, μέχρι την κατάργηση του με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν.66(Ι)/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 15, εκτός όπου καθορίζετο διαφορετικά, οι περίοδοι παραγραφής για διάφορα αγώγιμα δικαιώματα που προβλέπονταν σε άλλους νόμους, δεν επηρεάζονται.
Η βάση αγωγής της Ενάγουσας είναι η ισχυριζόμενη αμέλεια του Εναγόμενου και επομένως ο χρόνος παραγραφής καθορίζεται στο άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 που τέθηκε σε ισχύ το 1959.
Με την ψήφιση του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964, Ν.57/64 ουσιαστικά αναστάληκαν όλοι οι χρόνοι παραγραφής που προβλέπονταν σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη και που ίσχυαν κατά την ημερομηνία που ο Ν.57/64 τέθηκε σε ισχύ, ήτοι από τις 30.10.1964. Συνεπεία αυτού, η ισχύς της περιόδου παραγραφής του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 αναστάληκε τότε με τον Ν.57/64.
Ο Ν.57/64 καταργήθηκε από τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο, Ν.110(Ι)/2002 που τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005. Συνεπώς, από 1.6.2005 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.110(Ι)/2002, τερματίστηκε κάθε αναστολή της περιόδου παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος εκτός αυτών που περιέσωσε ρητά ο Ν.110(Ι)/2002. Οι προθεσμίες του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 δεν περιλαμβάνονται σε εκείνες που ο Ν.110(Ι)/2002 διατήρησε την αναστολή τους και επομένως ενεργοποιήθηκαν.
Οι διαδοχικές αναστολές προνοιών του Ν.110(Ι)/2002 που θεσπίστηκαν με τους τροποποιητικούς Ν.60(Ι)/2007, Ν.28(Ι)/2008, Ν.34(Ι)/2008, Ν.16(1)/2009, Ν.20(Ι)/2010 και Ν.111(Ι)/2010 δεν επηρεάζουν το άρθρο 68 του Κεφ. 148 αφού ρητά προβλέπουν ότι αναστέλλουν την εφαρμογή μόνο του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15.
Ούτε και η μετέπειτα κατάργηση του Ν.110(Ι)/2002 δυνάμει του άρθρου 29 του περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, Ν.66(Ι)/2012 είναι σχετική αφού είναι μεταγενέστερη της έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος στην παρούσα περίπτωση.
Το άρθρο 68(α) του Κεφ. 148, όπως αυτό ήταν διατυπωμένο την 1.2.2006 οπόταν και εγέρθηκε το αγώγιμο δικαίωμα στην παρούσα αγωγή προνοούσε ότι:
«Καμία αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί-
(α) εντός δύο ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή.»
Η παράγραφος (α) του άρθρου 68, τροποποιήθηκε με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2006, Ν.171(Ι)/2006 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 29.12.2006, μετά δηλαδή από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος στην παρούσα αγωγή. Με την τροποποίηση αυτή, η αναφορά στο άρθρο 68(α) σε «δύο» χρόνια αντικαταστάθηκε με αναφορά σε «τρία» χρόνια. Όμως η τροποποίηση αυτή είναι μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου στην παρούσα αγωγή και δεν εφαρμόζεται.
Ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν.66(Ι)/2012 δεν λαμβάνεται υπόψη αφού θεσπίστηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας αγωγής και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Παρά το ότι το άρθρο 29 του Ν.66(Ι)/2012 καταργεί το άρθρο 68 του Κεφ. 148, εντούτοις η κατάργηση εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβηκε κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν.66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1.7.2012.
Εφόσον λοιπόν το αγώγιμο δικαίωμα στην παρούσα αγωγή προέκυψε την 1.2.2006, και με δεδομένες τις πρόνοιες του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 (όπως ήταν τότε σε ισχύ), το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα παραγράφηκε στις 1.2.2008, δηλαδή μετά την παρέλευση δύο ετών από την έγερση του. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 27.7.2010, ήτοι μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής που καθορίζετο από το άρθρο 68(α) του Κεφ. 148.»
Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, αναπτύσσοντας τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, που καλύπτουν το υπό εξέταση ζήτημα της παραγραφής, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως ο Ν.66(Ι)/2012 δεν έχει αναδρομική ισχύ, καθώς, σύμφωνα με τη θέση του, είναι νόμος διαδικαστικής φύσεως.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέπτυξε με επάρκεια και στην ορθή νομική του διάσταση το όλο θέμα. Η διάταξη που τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση ήταν το Άρθρο 68 του Κεφ. 148 και, με δεδομένο ότι το επίδικο τροχαίο ατύχημα έλαβε χώρα την 1.2.2006, οπόταν και ενεργοποιήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσείουσας, η προθεσμία καταχώρησης αγωγής εξέπνευσε μετά από δύο χρόνια, ήτοι την 1.2.2008. Η καταχώρησή της μετά την πάροδο πέραν των τεσσάρων ετών από της γένεσης του αγωγίμου δικαιώματος, αναπόδραστα οδήγησε στην πρωτόδικη κατάληξη επί του θέματος.
Η προσέγγιση της πλευράς της εφεσείουσας περί αναδρομικότητας του Νόμου 66(Ι)/2012 παραμένει μετέωρη, δεδομένου ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ μετά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής. Το Άρθρο 29 του υπό συζήτηση Νόμου επιδρά στο Άρθρο 68 του Κεφ. 148 μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1.7.2012. Εν πάση όμως περιπτώσει, οιαδήποτε νομοθετική πρόνοια προς παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορεί παρά να είναι ουσιαστικού δικαίου και όχι διαδικαστικού, αφού επηρεάζει το δικαίωμα διαδίκου προς έγερση ισχυρισμού περί παραγραφής, με όλες τις δραστικές παρεπόμενες συνέπειες, δικαίωμα που δεν αφορά ζήτημα διαδικασίας.
Ούτε και μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του συνήγορου για την Εφεσείουσα, κατ΄ επίκληση του Άρθρου 17 του Ν.66(Ι)/2012, ότι η περίοδος παραγραφής βρισκόταν σε αναστολή από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής 1650/2007 μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της υπό συζήτηση αγωγής 2099/2010. Πέραν του ότι ο Ν.66(Ι)/2012, ως ήδη λέχθηκε δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, οι δύο αγωγές δεν ήταν ταυτόσημες, αφού δεν αφορούσαν στους ίδιους διάδικους, ούτε και κάλυπταν τα ίδια επίδικα ζητήματα ως προς τη φύση των αποζημιώσεων.
Στη βάση των πιο πάνω, οι υπό εξέταση λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Ο τρίτος λόγος έφεσης επικεντρώνεται στο ζήτημα της επιδίκασης εξόδων από το πρωτόδικο Δικαστήριο εις βάρος της Ενάγουσας-Εφεσείουσας. Προβάλλεται η εισήγηση ότι το θέμα της παραγραφής επιβαλλόταν να εξεταστεί και να κριθεί προδικαστικά και πως η παράλειψη του εναγόμενου να αιτηθεί προδικαστικής εξέτασης θα έπρεπε να προσμετρήσει ως προς το θέμα των εξόδων, αφού στη συνέχεια αναλώθηκε όλος ο δικαστικός χρόνος στην εξέταση των υπολοίπων υπερασπίσεων.
Χωρίς αμφιβολία η πρωτόδικη διαδικασία θα έπρεπε να είχε λάβει διαφορετική μορφή. Το ζήτημα της παραγραφής είχε δεόντως δικογραφηθεί και όλα τα απαραίτητα προς κρίση στοιχεία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου από τα αρχικά στάδια της υπόθεσης. Η παράλειψη του Εφεσίβλητου να ζητήσει όπως εξεταστεί κατά προτεραιότητα, δεν ήταν βεβαίως μοιραία προς την κατεύθυνση απόρριψης της εισήγησης περί παραγραφής, ως θέτει ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας. Το ζήτημα μπορούσε να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες, όμως, που περιβάλλουν την όλη υπόθεση, προκλήθηκαν έξοδα τα οποία αφορούσαν ουσιαστικά σε θέματα που ηγέρθηκαν από την υπεράσπιση και τα οποία απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.
Η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η εξουσία του οποίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Τούτο διότι θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος, στην προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων του, να επωμίζεται τα έξοδα. Βεβαίως, το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Θα πρέπει να συνεκτιμάται το όλο πλαίσιο των δεδομένων, μεταξύ των οποίων διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο η διαγωγή της αντίδικης πλευράς και η τυχόν πρόκληση αδικαιολόγητων εξόδων εκ μέρους της.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα των εξόδων ασκήθηκε λανθασμένα. Στον επιτυχόντα διάδικο, Εφεσίβλητο, θα έπρεπε να επιδικαστεί μέρος και μόνο των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας. Ορθή και δίκαιη, υπό τις περιστάσεις, θα ήταν η επιδίκαση του ενός δευτέρου των εξόδων αυτών. Στην έκταση αυτή, ο τρίτος λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός.
Στη βάση των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Υπό το πρίσμα όλων των δεδομένων, μέρος των εξόδων της έφεσης, καθοριζόμενο στο ποσό των €600, επιδικάζεται προς όφελος του Εφεσίβλητου.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
ΣΦ.