ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A588
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 150/2014)
14 Δεκεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΦΑΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
Εφεσείων/Eνάγων,
v.
ΛΕΣΧΗΣ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
--------------------
Στ. Σάββα, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τον
εφεσείοντα
Χ. Σταυράκης, για την εφεσίβλητη
----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:Η εφεσίβλητη Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας διεξήγαγε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιπποδρομίες σε ιδιόκτητο χώρο και είχε άδεια να διεξάγει ιπποδρομιακά στοιχήματα. Ο εφεσείων, για κάποιο χρονικό διάστημα έξι ετών ήτοι μεταξύ 8/2/2000 και 7/6/2006, ήταν διορισμένος αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης και διενεργούσε πωλήσεις ιπποδρομιακών στοιχημάτων στη Λεμεσό. Η συνεργασία τους διεπόταν από τους όρους της συμφωνίας με τίτλο Συμβόλαιο Διορισμού Αντιπροσώπων (τεκμ. 1 στην πρωτόδικη διαδικασία), αναπόσπαστο μέρος της οποίας ήταν η Γενική Συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής της Λέσχης Ιπποδρομιών Λευκωσίας και της Επιτροπής του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Αντιπροσώπων Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων.
Το σύνολο των λογιστικών πράξεων των ιπποδρομιακών στοιχημάτων, διενεργείτο μέσω αυτόματης μηχανής ηλεκτρονικού υπολογιστή τον οποίο η εφεσίβλητη εγκατέστησε στα υποστατικά του εφεσείοντα, διεξάγοντας μέσω αυτού, το σχετικό έλεγχο. Η ακολουθητέα πρακτική ως επεξηγήθηκε και δεν αμφισβητήθηκε, ήταν: ο εφεσείων δεχόταν στοιχήματα κατά τη διάρκεια των ιπποδρομιακών συναντήσεων και ως εκ τούτου εισέπραττε χρήματα για λογαριασμό και εξ ονόματος της εφεσίβλητης. Στο τέλος κάθε ιπποδρομιακής συνάντησης αφαιρούσε από τις εισπράξεις τυχόν χρήματα που πλήρωσε για λογαριασμό της εφεσίβλητης, όπως και την προμήθεια του. Σε εκείνο το στάδιο, ο εφεσείων δεν απέκοπτε φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) επί των υπηρεσιών που πρόσφερε. Η πρακτική ήταν ότι ο ΦΠΑ καταβαλλόταν από την εφεσίβλητη στους αντιπροσώπους και στον εφεσείοντα κάθε τρίμηνο, σε ποσοστό 8% το οποίο αργότερα αυξήθηκε στο 10%.
Στη συνέχεια όταν ο ΦΠΑ αυξήθηκε σε ποσοστό 13% και 15% η εφεσίβλητη αρνήθηκε να καταβάλλει οποιοδήποτε, πέραν του 10%, ποσοστό.
Το επίδικο θέμα που κλήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο να απαντήσει και αποφασίσει ήταν εάν, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, είχε υποχρέωση η εφεσίβλητη να καταβάλει ολόκληρο το ποσοστό ΦΠΑ ενώ, όπως διατεινόταν η εφεσίβλητη, η καταβολή ΦΠΑ ήταν αποκλειστική υποχρέωση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, δηλαδή του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλυσε το ζήτημα αποδεχόμενο την εκδοχή της εφεσίβλητης, απορρίπτοντας την αξίωση του εφεσείοντα. Αποδέχθηκε και τους δύο πυλώνες υπεράσπισης της εφεσίβλητης. Η πρώτη, η οποία εδραζόταν στη συμφωνία, Τεκμήριο 1 και η δεύτερη στο έγγραφο απαλλαγής (Τεκμήριο 2) το οποίο υπέγραψε ο εφεσείων κατά τη λύση της συνεργασίας τους και το οποίο δημιουργούσε κώλυμα στη διεκδίκηση των αξιώσεων του.
Η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλήττεται με δύο λόγους έφεσης, τους οποίους παραθέτουμε:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυσε στην δικανική του σκέψη τον όρο 1(γ) της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας (Τεκμήριο 1) με τις πρόνοιες του άρθρου 37 του Νόμου 95(Ι)/2000 Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και οδηγήθηκε σε εντελώς λανθασμένα ευρήματα και συμπεράσματα ως προς την συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης για καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ στον Ενάγοντα αποτυγχάνοντας έτσι να κατανοήσει την ουσία της διαφοράς των διαδίκων (σελ.9, 2η παράγραφος εκκαλούμενης απόφασης).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Δήλωση - Απαλλαγή (Τεκμήριο 2) κάλυπτε και την απαλλαγή από την συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλει το ποσοστό του ΦΠΑ αφού η μη απορρόφηση του από την Εναγόμενη θα σήμαινε μείωση της συμφωνηθείσας προμήθειας του Ενάγοντος, ήτοι του μισθού του και αντινομικά δεν προστάτευσε αυτόν (σελ. 16 και 17 εκκαλούμενης απόφασης).»
Όπως ανωτέρω λέχθηκε η συνεργασία των διαδίκων διέπετο από το Τεκμήριο 1 και είναι σαφές ότι η ερμηνεία των όρων αυτής, προσδιορίζει την επίλυση του επίδικου θέματος. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέτρεξε στον όρο 1(γ), ο οποίος αναφέρει:
«Ο ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ εις αντάλλαγμα των υπηρεσιών τας οποίας προσφέρει δυνάμει της παρούσης συμφωνίας θα λαμβάνη, υπό μορφήν προμηθείας, ποσοστά 8% (οκτώ επί τοις εκατόν) και 12% (δώδεκα επί τοις εκατόν) επί των πωλήσεων των προείρηται ιπποδρομιακών στοιχημάτων και λαχείων Sweepstakes αντιστοίχως απηλλαγμένων του Φόρου Προστιθεμένης Αξίας (Φ.Π.Α.), ο οποίος θα βαρύνη την ΛΕΣΧΗΝ εφόσον ούτος ευρίσκεται εις το σημερινόν ύψος του 8% (οκτώ επί τοις εκατόν).
Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο εν λόγω Φόρος Προστιθεμένης Αξίας (Φ.Π.Α.) ήθελεν αυξηθή πέραν του 8% (οκτώ επί τοις εκατόν) θα συζητηθή μεταξύ της ΛΕΣΧΗΣ και του Συνδέσμου Αντιπροσώπων Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων το οικονομικόν πρόβλημα το οποίον θα προκύψη.»
Παρεμβάλλεται προς πληρέστερη καταγραφή των αδιαμφισβήτητων γεγονότων πως ο ΦΠΑ αυξήθηκε από ποσοστό 8% στο 10% τον Ιούλιο του 2000, σε 13% τον Ιούλιο του 2002 και στο 15% τον Ιανουάριο του 2003. Ο εφεσείων κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εγγεγραμμένος στο μητρώο του ΦΠΑ. Στα πλαίσια της συνεργασίας των διαδίκων, ο εφεσείων εξέδωσε τιμολόγια προς την εφεσίβλητη, δυνάμει των οποίων κατέβαλε ΦΠΑ, πλην όμως το ποσοστό πέραν του 10% δεν του κατεβλήθη από την εφεσίβλητη.
Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα προβάλλουν τη θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο «σύγχυσε στη δικανική του σκέψη» τις συμβατικές υποχρεώσεις της εφεσίβλητης να καταβάλει τα αναλογούντα στον εφεσείοντα ποσό ΦΠΑ με τη νόμιμη υποχρέωση για καταβολή του φόρου.
Μέμφεται επίσης το Δικαστήριο πως απέτυχε να κατανοήσει τη διαφορά των διαδίκων, γι΄ αυτό και πραγματεύθηκε το Άρθρο 37 του Νόμου 95(3)/2000.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης υποστηρίζει πλήρως την πρωτόδικη κρίση, με την εισήγηση πως η σύγχυση και μη κατανόηση των επίδικων θεμάτων βαραίνει τον εφεσείοντα.
Έχουμε μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις όπως αυτές αναπτύχθηκαν με τα περιγράμματα αγορεύσεων σε συνάρτηση με την πρωτόδικη απόφαση.
Παρατηρούμε πως ενώ ο πρώτος λόγος και η αιτιολογία αυτού περιστρέφεται γύρω από την ερμηνεία της συμφωνίας αντιπροσωπείας και των όρων αυτής ως την κατ' εξοχήν ρύθμιση των συμβατικών υποχρεώσεων καταβολής του ΦΠΑ, ωστόσο με το περίγραμμα αγόρευσης, προωθείται κάτι εντελώς διαφορετικό. Ότι δύο συμβαλλόμενοι - εδώ οι διάδικοι - δεν είχαν δικαίωμα να ρυθμίσουν συμβατικά την καταβολή του ΦΠΑ διότι αντιστρατεύεται δημόσια πολιτική. Εισηγούνται ότι δεν μπορούν δύο συμβαλλόμενοι να συμφωνήσουν μεταξύ τους ότι μια δοσοληψία δεν θα υπόκειται σε χρέωση ΦΠΑ. Για να δοθεί έμφαση στην εισήγηση αυτή, χρησιμοποιείται ένα «ατυχές» παράδειγμα, από το συνήγορο του εφεσείοντα το εξής: «.και ας μας επιτραπεί η έκφραση με όλο το σεβασμό προς το Δικαστήριο σας - να συμφωνήσουν δύο συμβαλλόμενοι να πωλήσουν την πλατεία Ελευθερίας και ο «αγοραστής» να ενάγει τον «πωλητή» ότι δεν του μεταβίβασε αυτήν.»
Παρά το γεγονός ότι οι ανωτέρω θέσεις φαινομενικά αλληλοαναιρούνται, ωστόσο, επειδή προωθήθηκε η βασιζόμενη στη σύμβαση, τεκμ. 1 εισήγηση, περί λανθασμένης ερμηνείας των προθέσεων των μερών της, εξετάζεται σε συσχέτιση με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε.
Με όλη την εκτίμηση προς το συνήγορο δεν ήταν αυτή η πρωτόδικη κρίση. Το Δικαστήριο σημείωσε πως υπόχρεος για καταβολή του ΦΠΑ ήταν ο εφεσείων, ο οποίος ήταν παροχέας των υπηρεσιών, και εκείνος που είχε την ευθύνη της χρέωσης του φόρου σε κάθε τιμολόγιο το οποίο εξέδιδε και κατόπιν πληρωμής του ΦΠΑ προς το δημόσιο, είτε το εισέπραττε είτε όχι. Κατέγραψε στη συνέχεια την άποψη του εφεσείοντα, την οποία εξέφρασε για πρώτη φορά, στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ότι δηλαδή, ήταν αντιπρόσωπος ΦΠΑ της Λέσχης, σύμφωνα με το Άρθρο 37 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(3)/2000, την οποία αφού εξέτασε, την απέρριψε. Αντλώντας καθοδήγηση από την υπόθεση Ακίνητα Ανθούπολης Λτδ ν. Εργοληπτικής Εταιρείας Δημήτρης & Αυξέντης Αυξεντίου Λτδ (1999) 1(Β) ΑΑΔ 877, υπέδειξε ορθά πως «το λεκτικό του άρθρου 5(4) του Ν.246/90 που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 5(2) του Ν.95(Ι)/2000. Από τα πιο πάνω αποκαλύπτεται ότι εκείνο που ρυθμίζει ο σχετικός νόμος δεν είναι το ποιος θα καταβάλει το Φ.Π.Α., αλλά ότι το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο οφείλει να καταβάλει τέτοιο φόρο σε κάθε φορολογητέα συναλλαγή. Αν όμως επιλέξει να απορροφήσει ο ίδιος το Φ.Π.Α. που προκύπτει από τη σύμβαση, δεν σημαίνει ότι αυτή η απόφασή του αντιστρατεύεται των προνοιών του νόμου. Όπως εύγλωττα αναφέρεται στην απόφαση το ζήτημα είναι αστικής φύσεως και μπορεί να τύχει ρύθμισης αναλόγως των προθέσεων των συμβαλλομένων.»
Στην απόφαση Ανθούπολις (ανωτέρω) υποδείχθηκε πως το ζήτημα καταβολής φόρου, είναι αστικής φύσεως και ασφαλώς μπορεί να ρυθμιστεί με συμφωνία των μερών, δεδομένου ότι δεν μεταβιβάζεται η υποχρέωση η απορρέουσα από το νόμο, σε βάρος άλλου προσώπου. Τέτοια συμφωνία δεν θα ασκούσε επίδραση επί του φορολογικού δικαιώματος του Δημοσίου.
Συνεπώς, ανεξαρτήτως της καθοριζομένης από το Νόμο υποχρέωσης καταβολής από τον παροχέα υπηρεσιών ΦΠΑ, ο οποίος χρεώνει με τιμολόγιο του, τον αποδέκτη των προσφερομένων υπηρεσιών, τίποτε δεν εμποδίζει τη μεταξύ τους συμφωνία για το πρόσωπο το οποίο θα καταβάλει και σε ποιό ποσοστό, το συγκεκριμένο φόρο.
Το λεκτικό του όρου 1(γ) έχει καταγραφεί και είναι σαφέστατο. Ορθά κρίνουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις νομολογιακές πρόνοιες ερμηνείας συμβάσεων (xxx xxx Λάμπρου ν. xxx xxx Παράσχου (1993) 1 ΑΑΔ 397) και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως πρόθεση των μερών ήταν όπως η εφεσίβλητη απορροφήσει το φόρο ενόσω αυτός κυμαινόταν στο ποσοστό του 8% και μετά στο 10%. Οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση και/ή καταβολή μεγαλύτερου ποσοστού θα αποφασιζόταν και θα συμφωνείτο μεταξύ των μερών. Είναι δε αναντίλεκτο γεγονός ότι παρά τις συζητήσεις, τέτοια συμφωνία δεν προέκυψε.
Με δεδομένη την αποκαλυφθείσα από τη συμφωνία πρόθεση, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ή προσπάθεια απόδοσης διαφορετικού νοήματος, θα μετέβαλλε ανεπίτρεπτα τους όρους της συμφωνίας.
Κρίνοντας ως ορθή και τεκμηριωμένη τη κρίση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αξίωση του εφεσείοντα, ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.
Με δεδομένη αυτή την κατάληξη, η εξέταση του δεύτερου λόγου για την ορθότητα της κρίσης περί κωλύματος του εφεσείοντα να αξιώνει όσα διεκδικούσε λόγω της δήλωσης απαλλαγής, ως σωρευτικής πτυχής υπεράσπισης, κρίνεται αχρείαστη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Α. Γ. Λιάτσος, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑΣ