ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A539
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε212/14)
30 Νοεμβρίου, 2021
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
Μ.A.C. BOUTIQUE HOTELS LTD,
Εφεσείοντες.
ν.
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΛΤΔ
2. XXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
3. XXX ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
--------------------
Β. Παρπαρίνος, για Λούκας & Βίας Παρπαρίνος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Α. Τσάρκατζης, για Χρίστος Πατσαλίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες/ενάγοντες («oι Εφεσείοντες»), με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητούν το ορθόν ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 15.9.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας απορρίφθηκε αίτημα τους ημερομηνίας 30.6.14 («η ενδιάμεση αίτηση») - στο πλαίσιο της αγωγής 3702/14 («η αγωγή») - για έκδοση προστακτικού διατάγματος («το προστακτικό διάταγμα») που να διατάζει όπως οι Εναγόμενοι («οι Εφεσίβλητοι») «. και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι υπάλληλοί τους, όπως παραδώσουν εντός 10 εργασίμων ημερών στους ενάγοντες όλα τα αντικείμενα που αναφέρονται στο επισυνημμένο «Παράρτημα Α» της απολύτου ιδιοκτησίας των εναγόντων, μέχρι την αποπεράτωση της . αγωγής και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου .» (η περικοπή είναι αυτούσια ως και οι υπόλοιπες που ακολουθούν).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνόψισε τις αξιώσεις στην αγωγή, ως εξής:
«...................................
Με την αγωγή τους, που καταχωρήθηκε με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 30.6.2014, οι ενάγοντες προβάλλουν εναντίον των εναγομένων αξιώσεις που σχετίζονται με την ενοικίαση από αυτούς του ξενοδοχείου υπό την επωνυμία «Crystal». Συγκεκριμένα, αξιώνουν διάταγμα του Δικαστηρίου για επιστροφή και/ή παράδοση των αντικειμένων «που αναφέρονται στο Παράρτημα Α», τα οποία παράνομα κατακρατούν και/ή ιδιοποιήθηκαν και/ή παράνομα επενέβησαν οι εναγόμενοι από κοινού και διαζευκτικά απόφαση για την αξία τους ύψους €96.725,86. Περαιτέρω, οι ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της εναγομένης 1 εταιρείας το ποσό των €4.000 μηνιαίως από 6.3.2014 ως ενοικιαστική αξία χρησιμοποιήσεως των αντικειμένων του «Παραρτήματος Α» μέχρι την παράδοσή τους σύμφωνα με την παράγραφο 26 της έκθεσης απαίτησης, το ποσό των €32.261,82 για τις εργασίες στις οποίες προέβησαν οι ενάγοντες για να καταστεί το ξενοδοχείο λειτουργήσιμο σύμφωνα με την παράγραφο 11 της έκθεσης απαίτησης, το ποσό των €15.371,13 για ζημιές που υπέστησαν οι ενάγοντες συνεπεία των κακοτεχνιών και/ή ατελειών και/ή δυσλειτουργιών που περιγράφονται στην παράγραφο 15 της έκθεσης απαίτησης, το ποσό των €38.000 ως ενοίκια που κατέβαλαν οι ενάγοντες και οι εναγόμενοι υποχρεούντο να τους επιστρέψουν μετά τον τερματισμό της ενοικίασης σύμφωνα με την παράγραφο 24 της έκθεσης απαίτησης, το ποσό των €240.000 ως διαφυγόν και/ή απωλεσθέν κέρδος από τη μη λειτουργία του ξενοδοχείου σύμφωνα με την παράγραφο 27 της έκθεσης απαίτησης, το ποσό των €3.436 για την απώλεια επιδότησης του σχεδίου της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού σύμφωνα με την παράγραφο 27 της έκθεσης απαίτησης, αξιώνοντας επίσης αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, πλέον τόκο και έξοδα.
.....................................».
Μετά από την επίδοση της ενδιάμεσης αίτησης, εκδόθηκε (την 7.7.14) εκ συμφώνου διάταγμα - με κάποιες διαφοροποιήσεις - ως το αιτητικό Β της ενδιάμεσης αίτησης «. απαγορεύον στους εναγόμενους 1 να πωλήσουν και/ή να αποξενώσουν το ξενοδοχείο με την επωνυμία «Crystal» . στο χωριό Κακοπετριά, Λευκωσίας . μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας αγωγής».
Εν σχέσει προς το εναπομείναν αιτητικό Α της ενδιάμεσης αίτησης (για την έκδοση προστακτικού διατάγματος), δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών και έτσι διεξήχθη ακροαματική διαδικασία (την 29.7.14).
To Πρωτόδικο Δικαστήριο (την 15.9.14), απέρριψε το αίτημα για προστακτικό διάταγμα, θεωρώντας πως δεν ικανοποιήθηκε η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 («ο Ν.14/60»), και δη ότι «. θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα .».
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς απέρριψε το αίτημα για προστακτικό διάταγμα γιατί (μεταξύ άλλων), παρερμήνευσε το Άρθρο 32, Ν.14/60 (ως και τη συναφή με αυτό νομολογία), εκτιμώντας, το ίδιο σφαλερώς «. την ουσία των ενεργειών των εφεσίβλητων, που συνιστούσαν τα αστικά αδικήματα των άρθρων 37, 39, 44 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και επέμβαση στα δικαιώματα τους εφεσείουσας και που ήταν εμφανείς από το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του και/ή ήταν παραδεκτές από τους εφεσίβλητους», επιτρέποντας με την απόφαση του τη διαιώνιση της παρανομίας (λόγος έφεσης 1). Περιπλέον, εσφαλμένη ήταν και η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχαν «. τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32 του Ν.14/60» (λόγος έφεσης 2), αλλά και η κρίση του ως προς την επιδίκαση των εξόδων της διαδικασίας εναντίον των Εφεσειόντων «. και υπέρ των καθ' ων η αίτηση-εναγομένων και θα πληρωθούν στο τέλος της αγωγής» (όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή), διότι η ενδιάμεση αίτηση «. πέτυχε κατά το ήμισυ, ήτοι η εφεσίβλητη 1 απεδέχθη την έκδοση Διατάγματος ως η Παράγραφος (Β) της Αίτησης», κάτι που δεν λήφθηκε «. καθόλου υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και ούτε γίνεται μνεία του γεγονότος αυτού στη Διαταγή για έξοδα» (λόγος έφεσης 3).
Ακούσαμε τους ευπαίδευτους δικηγόρους και μελετήσαμε τα περιεκτικά και επιμελή περιγράμματα αγόρευσης τους.
Ως εκ του αντικειμένου του λόγου έφεσης 2 και του ότι διά αυτού βάλλεται η Πρωτόδικη Απόφαση (και) για την (μη) ικανοποίηση των δύο πρώτων κριτηρίων του Άρθρου 32, Ν.14/60 (αναφορικώς προς τους Εφεσίβλητους 2 και 3), θα ενασχοληθούμε, κατά λογική δικαιική τάξη, πρώτα με αυτόν και μετά (διαδοχικώς), με τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Αρχίζουμε με τον λόγο έφεσης 2.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απολήγοντας πως δεν συνέτρεχαν τα δύο πρώτα κριτήρια του Άρθρου 32, Ν.14/60 (σε σχέση προς τους Εφεσίβλητους 2 και 3), είπε τα ακόλουθα:
«....................................
Χωρίς να προβαίνω σε αξιολόγηση της μαρτυρίας στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, είναι η αντίληψη μου ότι οι εκατέρωθεν θέσεις φανερώνουν ότι εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση στην παρούσα υπόθεση έναντι των καθ' ων η αίτηση-εναγομένων 1, οπότε ικανοποιείται ως προς αυτούς το πρώτο κριτήριο που θέτει η νομολογία προς έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Περαιτέρω, έχοντας κατά νου τους ισχυρισμούς των αιτητών ότι τα διεκδικούμενα αντικείμενα τους ανήκουν και με αυτά λειτουργεί το ξενοδοχείο, από την λοιπή υπάρχουσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και από τα στοιχεία που επικαλούνται και οι καθ' ων η αίτηση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής κατά το στάδιο της δίκης, οπότε ικανοποιείται ως προς τους καθ' ων η αίτηση-εναγόμενους 1 και το δεύτερο κριτήριο που θέτει η νομολογία προς έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Τα δυο όμως αυτά κριτήρια δεν φαίνεται να πληρούνται σε σχέση με τους εναγόμενους 2 και 3, εναντίον των οποίων, όπως ορθά εισηγήθηκε ο συνήγορος τους, δεν απεδείχθη αγώγιμο δικαίωμα, εφόσον η συμφωνία ενοικίασης συνήφθη μεταξύ των αιτητών και των καθ' ων η αίτηση 1-που είναι εταιρεία και ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, από την οποία εξ άλλου είχε ζητηθεί με επιστολή των εναγόντων ο επίδικος εξοπλισμός, ενόσω μάλιστα οι εναγόμενοι 2 και 3 δεν διεφάνη ότι κατέχουν τον εξοπλισμό αυτό. Υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, η εισήγηση του συνηγόρου των εναγόντων ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 ευθύνονται εφόσον, λόγω της ιδιότητας τους, λαμβάνουν τις αποφάσεις για τους εναγόμενους 1, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
.....................................».
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται πως οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθές καθότι το τελευταίο τελούσε υπό τη λανθασμένη ιδέα πως η διαφορά των Εφεσειόντων με τους Εφεσίβλητους 2 και 3 στηριζόταν σε συμβατική σχέση, δηλαδή στην επίδικη συμφωνία μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσίβλητων 1 για ενοικίαση του ξενοδοχείου Crystal («το ξενοδοχείο»), ως το Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που επικουρεί την ενδιάμεση αίτηση («η συμφωνία ενοικίασης»). Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε, κατά τους Εφεσείοντες, πως η βάση αγωγής εναντίον των Εφεσίβλητων 2 και 3 ήσαν τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης πράγματος, της ιδιοποίησης και της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, κατά παράβαση αντίστοιχων προνοιών του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 («Κεφ.148»), ως και το ότι οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ενεργούσαν ως συναδικοπραγούντες κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι υπό την ιδιότητα τους αυτή δεν είχε σημασία αν ο εξοπλισμός ήταν στην κατοχή τους ή όχι.
Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Επεξηγούμε.
Παρότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ανάπτυξη του σκεπτικού του δεν προέβη, όντως, σε εξειδικευμένη φραστική μνεία των διαζευκτικών βάσεων αγωγής που παρατίθενται στην Έκθεση Απαιτήσεως - τις οποίες μολαταύτα υπογράμμισε στα εισαγωγικά στάδια της απόφασης του επεξηγώντας τη φύση των αξιώσεων των Εφεσειόντων - η ανάπτυξη της συλλογιστικής του (μέρος της οποίας φαίνεται στο τελευταίο απόσπασμα που παραθέσαμε ανωτέρω), δεικνύει καθαρώς πως είχε εναργώς στη σκέψη τα συστατικά στοιχεία των προειρημένων αδικημάτων αλλά και τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε για αυτά. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από κατάλληλη αυτοκαθοδήγηση επί των νομοθετικών και νομολογιακών αρχών που διέπουν την προβληματική - και με παραπομπή στα της ιδιότητας των Εφεσίβλητων 2 και 3 συναρτώμενης τούτης και προς όσα περιέβαλαν τη συμφωνία ενοικίασης, όπως και πέραν αυτής, τα άλλα που τέθηκαν για την υποτιθέμενη εμπλοκή τους στα καταλογιζόμενα από τους Εφεσείοντες - έκρινε, ορθώς, ότι δεν στοιχειοθετούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32, Ν.14/60.
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πραγμάτευση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί των δύο πρώτων προϋποθέσεων του Άρθρου 32, Ν.14/60.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Προχωρούμε στον λόγο έφεσης 1.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτιμώντας το κατά πόσον καταδείχθηκε η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, Ν.14/60, είπε και αυτά:
«....................................Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση παρόλο που οι αιτητές-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η οποιαδήποτε ζημιά έχουν ή τυχόν θα υποστούν συνεπεία των κατ' ισχυρισμόν ενεργειών των καθ' ων η αίτηση-εναγομένων 1- αλλά και των λοιπών εναγομένων αν ήθελε θεωρηθεί ότι πληρούνται και ως προς αυτούς τα δυο πρώτα κριτήρια- μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Όπως επαναλήφθηκε βέβαια πρόσφατα στην απόφαση Zena Co. Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 1848, σύμφωνα με τη νομολογία «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και διάφορα άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως έχει υποδείξει και η υπόθεση Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231» (βλ. και Highgate Primary School Ltd κ.α. ν. Φυλακτίδη κ.α. (2009) 1(Α) ΑΑΔ 317 και Όξυνος κ.α. ν. Λου (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1066).
Έχω την άποψη ότι στην παρούσα υπόθεση οι ισχυρισμοί των αιτητών-εναγόντων δεν καταδεικνύουν ότι δεν θα μπορέσουν να αποζημιωθούν πλήρως με χρήματα κατά το πέρας της αγωγής. Οι οποιεσδήποτε ζημιές τους είναι αποτιμητές σε χρήμα, εφόσον με την αγωγή τους αξιώνουν διαζευκτικά την αξία, ακόμη δε και την ενοικιαστική αξία χρησιμοποιήσεως, των αντικειμένων που ζητούν να τους παραδοθούν με το αιτούμενο διάταγμα, την οποία οι ίδιοι καθορίζουν, νοουμένου βέβαια ότι αποδειχθούν από αυτούς κατά τη δίκη. Ούτε και έχουν τεθεί εκ μέρους των αιτητών ικανοποιητικά στοιχεία για την οικονομική κατάσταση των καθ' ων η αίτηση-εναγομένων που να υποστηρίζουν τη θέση ότι θα εμποδισθούν από του να ικανοποιήσουν την υπέρ αυτών τυχόν εκδοθησόμενη απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία προκύπτει ότι η αξία του ξενοδοχείου, του οποίου, ως προαναφέρθηκε, απαγορεύθηκε με το εκδοθέν εκ συμφώνου διάταγμα η αποξένωση μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής, υπερβαίνει κατά πολύ τις αξιώσεις των αιτητών (βλ. όρο 11.2 του Τεκμηρίου 1 της αίτησης). Διαπιστώνεται κατά συνέπεια ότι δεν έχει ικανοποιηθεί η προϋπόθεση ότι οι αιτητές-ενάγοντες εάν επιτύχουν στην αγωγή τους δεν θα μπορούσαν να αποζημιωθούν πλήρως στο μεταγενέστερο εκείνο στάδιο αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
......................................».
Τα ως άνω αναφερθέντα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - σωστά ως είναι -εναρμονίζονται και με την πιο πρόσφατη νομολογία επί του θέματος (βλ. Lariena Investments Ltd και Άλλων ν. RFI Consortium Limited, Π.Ε. Ε164/19, ημ. 22.1.21).
Προσθέτουμε - σε σύγκλιση με εύστοχη τοποθέτηση του κ. Τσάρκατζη - ότι στην αγωγή οι Εφεσείοντες αξιώνουν διάταγμα «. επιστροφής και/ή παράδοσης των αντικειμένων που αναφέρονται στο Παράρτημα «Α» .» και διαζευκτικώς, απόφαση για την αξία των αντικειμένων ύψους €96.725,86, τα οποία οι Εφεσίβλητοι 1 λέγουν πως τα έχουν στην κατοχή τους. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες καθόρισαν (δικογραφικώς έστω), την αξία του εξοπλισμού, καταδεικνύοντας έτσι (ελλείψει άλλου υποβάθρου στο διαδικαστικό στάδιο που συζητήθηκε η ενδιάμεση αίτηση), ότι η ζημιά που μπορούσαν να υποστούν σε περίπτωση μη έκδοσης του προστακτικού διατάγματος θα ήταν χρηματική και αριθμητικώς προσδιορίσιμη.
Εν πάση περιπτώσει, έχουμε την αίσθηση ότι οι Εφεσείοντες προσέγγισαν την Πρωτόδικη Απόφαση υπό ένα μικροσκοπικό πρίσμα, παραγνωρίζοντας το σύνολο του σκεπτικού που εκφράζεται εκεί, κάτι που, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατατάσσεται ως επισφαλές (βλ. Αδάμου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 68/14, ημ. 30.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A435, Γαλινιώτης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2572, 2584).
Το διασαφηνίζουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την αντίθετη άποψη των Εφεσειόντων, είχε, προσθέτως, κατά νουν, για την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, Ν.14/60 (και τη νομολογία που το ερμήνευσε) - καταγράφοντας το και ως αυτοκαθοδήγηση στο σκεπτικό του - ότι «. δεν λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης αλλά και άλλα δεδομένα που μπορεί να εμποδίσουν την πλήρη απονομή της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο .».
Ο κ. Παρπαρίνος προέταξε σθεναρώς πως η περί του τρίτου κριτηρίου τού Άρθρου 32, Ν.14/60 εντρύφηση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν, κατά το έλασσον, ελλιπής και ότι νομολογία όπως η P & MA. Restaurant Limited και Άλλων ν. Wakeham (2013) 1(Α) A.A.Δ. 464, υποδηλώνει ακριβώς αυτό.
Αποκλίνουμε με κάθε σεβασμό από τις θέσεις του συνηγόρου.
Τα γεγονότα στην P & MA. Restaurant Limited και Άλλων ν. Wakeham (2013) 1(Α) A.A.Δ. 464 - στην οποία δεν παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες κατά την αγόρευση τους ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - διακρίνονται ουσιωδώς από τα επίδικα αφού η ενεστώσα δεν αφορά σε περίπτωση όπου οι Εφεσείοντες απομακρύνθηκαν από την επιχείρηση τους, ως έγινε στην υπό ανάλυσιν αυθεντία, αλλά (σύμφωνα με αυτούς), εξαιτίας τού ότι οι ίδιοι τερμάτισαν τη συμφωνία ενοικίασης αφού ως διατείνονται, δεν υπήρχαν άδειες λειτουργίας του ξενοδοχείου και έτσι δεν μπορούσαν να εργαστούν.
Αυτή η θεματική, μας φέρνει και σε ένα άλλο παράπονο των Εφεσειόντων, ως τούτο αναπτύσσεται σε μία των αιτιολογιών που συνοδεύει τον λόγο έφεσης 1. Αυτό, αφορά στην (κατ' ισχυρισμόν λαθεμένη) κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τυχόν έκδοση του προστακτικού διατάγματος θα ικανοποιούσε κατ' ουσίαν - και ανεπιτρέπτως υπό τις περιστάσεις - μία των κύριων θεραπειών που απαιτούνται στην αγωγή.
Δεν συγκλίνουμε με τη θέση των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πραγματευόμενο το θέμα, είπε, με ορθή γνώση της αφορώσας νομολογίας, ότι:
«...................................Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.α. (2000) 1(Α) ΑΑΔ 169, υπό συνήθεις συνθήκες η έννοια του ενδιάμεσου διατάγματος είναι να διατηρηθεί το status quo ante μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και όχι να προκαταληφθεί η έκβαση της υπόθεσης επί της ουσίας. Δεν διαφεύγει της προσοχής ότι το αιτούμενο διάταγμα αποτελεί μια από τις θεραπείες της αγωγής. Όπως βέβαια υποδεικνύεται στη νομολογία, δεν αποκλείεται η έκδοση προσωρινού διατάγματος αντίστοιχου προς τη θεραπεία που ζητείται με την αγωγή, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο υπό τις συνθήκες της υπόθεσης (βλ. μεταξύ άλλων, Jonitexo v. Adidas (πιο πάνω), Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.α. (πιο πάνω), Goody's Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1572).
Στην παρούσα υπόθεση με βάση όσα πιο πάνω λέχθηκαν και έχοντας υπόψη ότι το ξενοδοχείο, όπως οι ίδιοι οι αιτητές υποδεικνύουν, άρχισε ήδη τη λειτουργία του από το τέλος Μαρτίου του 2014 και λειτουργεί με τον εν λόγω εξοπλισμό για τρεις μήνες πριν από την έγερση της παρούσας αγωγής, η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος θα οδηγούσε σε ουσιαστική ικανοποίηση μιας από τις κυρίως θεραπείες που ζητούνται με την αγωγή, κάτι που, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα μπορούσε να γίνει μόνο κατόπιν ακρόασης των θέσεων των μερών επί της ουσίας, υπό το φως της εγειρόμενης υπεράσπισης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Τα γεγονότα άλλωστε της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης Κυρισάββα κ.α. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245 όπου επισημάνθηκε ότι αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να διαφυλάττει το κράτος δικαίου όταν διαπιστώνεται παρανομία αλλά και από αυτά της υπόθεσης Highgate Primary School Ltd κ.α. ν. Φυλακτίδη κ.α. (πιο πάνω).
.....................................».
Δεν διαφεύγει την προσοχή - κάτι εξάλλου που επισήμανε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις αποφάσεις The Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Κοσμά ν. Χατζηκυπρή και Άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ 169 και Goody's Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1572) - ότι η ταυτοσημία αιτήματος για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ως το προστακτικό διάταγμα, με την αξίωση για έκδοση ανάλογου διατάγματος σε αγωγή (εδώ ως η παράγραφος (Α) τής Έκθεσης Απαιτήσεως), είναι δυνατόν (εάν το αίτημα πετύχει ενδιαμέσως), να επιφέρει (απαραδέκτως), τερματισμό τής επί της ουσίας διαφοράς ή να δώσει αντικειμενικώς τέτοια αντίληψη εξαιτίας αντικειμενικής εντύπωσης δικαστική προαπόφαση επί του ζητήματος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έδρασε με τρόπο άτεγκτο και δογματικό (ως άφησαν να νοηθεί οι Εφεσείοντες), αλλά αυτοπροειδοποιήθηκε ευστόχως για το ότι, κατά τη νομολογία, δεν αποκλείεται η έκδοση προστακτικών διαταγμάτων αν κριθεί αναγκαίο υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, νοουμένου πως τούτο δεν θα εισχωρήσει στην ουσία της διαφοράς και στις μεταξύ των διαδίκων διαφωνίες ως προς τα αληθή γεγονότα που συγκροτούν την υπόθεση, κάτι άκρως ανεπιθύμητο και αντίθετο προς την ανάγκη έκδοσης προσωρινών και μόνον μέτρων (βλ. Ε.Λ. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Π.Ε. Ε149/20, ημ. 17.9.21, Σταυράκης και Άλλου ν. Δήμος Λευκωσίας (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 731, ECLI:CY:AD:2015:A213, 737, Penderhill Holdings Ltd και Άλλων ν. Αbramchyk και Άλλων (2014)1(Α) Α.Α.Δ. 118, ECLI:CY:AD:2014:A21, 139-140, Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1(Α) A.A.Δ. 734, 743, Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 209, 216).
Πάντως, θα μπορούσε κανείς να παραπέμψει (με μια ευρύτερη προοπτική και διάσταση) και στην Michael v. Brevinos Limited (1969) 1 C.L.R. 578, 582, όπου επιτράπηκε έφεση κατά απόφασης έκδοσης προσωρινού διατάγματος επιτρέποντος στους ενάγοντες να κατέχουν και χρησιμοποιούν μηχανήματα που απάρτιζαν επίδικο ζήτημα της αγωγής, εφόσον κάτι τέτοιο θα διεκπεραίωνε και τον πυρήνα τής πρωτοδίκως εκκρεμούσας διαφοράς.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την περίπτωση (και τη συζητούμενη πτυχή) - πράττοντας ομοίως και κατ' αναλογίαν για τον λόγο έφεσης 2 - εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές, στη βάση του περιεχομένου της αγωγής και των περιστατικών που περιστοίχιζαν την ενδιάμεση αίτηση, στην έκταση, πάντα, που ήταν επιτρεπτό σε ενδιάμεση διαδικασία προκειμένου να μη διατυπωθούν και τελεσίδικα ευρήματα επί των όσων επιδίκως απασχόλησαν (βλ. Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries Ltd, Π.Ε. Ε127/20, ην. 29.9.21, CJSC "TV Company Stream" και Άλλων ν. Content Union SA, Π.Ε. Ε34/18, ημ. 8.4.21).
Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 3, οι Εφεσείοντες αντιτάσσουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην εκδοθείσα διαταγή για έξοδα, λόγω του ότι η ενδιάμεση αίτηση πέτυχε κατά το ήμισυ.
Διαφωνούμε με τους Εφεσείοντες.
Οι Εφεσείοντες δεν πέτυχαν κατά το μισό.
Οι Εφεσίβλητοι δέχθηκαν την εκ συμφώνου (με τους Εφεσείοντες) έκδοση διατάγματος ως το αιτητικό Β τής ενδιάμεσης αίτησης πολύ πριν από την ακροαματική διαδικασία στην ενδιάμεση αίτηση (με τα «. έξοδα στην πορεία»).
Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι λοιπόν συμβατή με τη νομολογία και επί αυτού του σημείου αφού τήρησε τον κανόνα πως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, χωρίς να υπάρχει εδώ ανάγκη για παροχή άλλης αιτιολογίας ή ικανοί λόγοι που να δικαιολογούν παρέκκλιση (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα και Άλλων Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Σιδεράς και Άλλης ν. Αndros Tryfonos Constructions Co Ltd (2008) 1(A) A.A.Δ. 463, 468-469, Μιχαηλίδης ν. Πουργουρίδη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1263, 1276, Αlam v. Τουμαζίδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 968, 982-983).
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ενήργησε δεόντως εντός του αποδεκτού πλαισίου των εξουσιών του σε κάθε έκφανση της απόφασης του. Δεν τέθηκε κάτι που να δείχνει στην προκειμένη - σε βαθμό που να δικαιολογεί την επέμβαση μας - πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εκτός των παρεχόμενων νομοθετικών και νομολογιακών παραμέτρων, ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της ευχέρειας του εξωγενείς παράγοντες, πως η ενάσκηση της οδήγησε σε πασιφανή αδικία, ή ότι εντοπίστηκε πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου και συνεκτίμηση άσχετων (ή και παραγνώριση σχετικών) στοιχείων (βλ. Ανδρονίκου και Άλλης ν. Μαυρόπουλου, Π.Ε. 14/14, ημ. 30.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A415, Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364, 379, Γρηγορίου και Άλλοι ν. Χριστοφόρου και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 267).
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €2.500,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ