ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Π. Παναγίδης με Eιρ. Μαδέλλα (κα), για CHRYSSES DEMETRIADES amp;amp;amp; CO LLC, για τους Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-11-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ KAZAKHSTAN KAGAZY PLC κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2021, 11/11/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D509

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 213/2021)

 

 

11 Νοεμβρίου, 2021

 

 

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ KAZAKHSTAN KAGAZY PLC, ΑΠΟ ΤΗ ΝΗΣΟ MAN, ΚΑΙ KAZAKHSTAN KAGAZY JSC, PRIME ESTATE ACTIVITIES KAZAKHSTAN LLP KAI PEAK AKZHAL LLP ΑΠΟ TO ΚΑΖΑΚΣΤΑΝ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/΄Η ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/9/2021 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ 20/2018

 

 

 

 

Π. Παναγίδης με Eιρ. Μαδέλλα (κα), για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για τους Αιτητές.

_______________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex-tempore)

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας καταχωρήθηκε στις 22/1/2018 από την xxx Arip εναντίον των Αιτητών και άλλων προσώπων η Εναρκτήρια Κλήση υπ'. αρ. 20/2018 με την οποία επιζητείται αριθμός θεραπειών που έχουν ως απώτερο σκοπό την εξαίρεση και προστασία του Κυπριακού Εμπιστεύματος WS Settlement από μέτρα εκτέλεσης σε σχέση με Αποφάσεις που εκδόθηκαν από Αγγλικό Δικαστήριο και στις οποίες επιδικάστηκαν αποζημιώσεις προς όφελος των Αιτητών ύψους περίπου $300.000.000 Δολάρια Αμερικής.

 

Στις 23/5/2018 καταχωρήθηκε από τους Αιτητές Αίτηση Παραμερισμού της Εναρκτήριας Κλήσης υπ'. αρ. 20/2018, με την οποία οι Αιτητές προσβάλλουν τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με βάση το Εθνικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, την οποία (Αίτηση) το Κατώτερο Δικαστήριο με την Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 24/9/2021 απέρριψε ως πρόωρη.

 

Οι Αιτητές θεωρούν ότι η πιο πάνω Απόφαση εξεδόθη κατά παράβαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης και ότι αποτελεί προϊόν νομικής πλάνης η οποία είναι καταφανής από το πρακτικό.

 Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν να τους δοθεί άδεια για καταχώρηση Αίτησης προς έκδοση Εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει την Ενδιάμεση Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου ημερ. 24/9/2021 και Διάταγμα Mandamus το οποίο να διατάσσει το Κατώτερο Δικαστήριο να εξετάσει και αποφασίσει κατά προτεραιότητα την Αίτηση Παραμερισμού ημερ. 23/5/2018, χωρίς την προηγούμενη καταχώρηση από μέρους των Αιτητών Ένστασης στην Εναρκτήρια Κλήση υπ'. αρ. 20/2018.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση της Σπυρούλλας Ιάσωνος, δικηγόρου στη δικηγορική Εταιρεία που εκπροσωπεί τους Αιτητές.

 

Ως Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται οι ακόλουθοι:

 

1)   Το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με νομική πλάνη όταν, απορρίπτοντας την Αίτηση, αποφάσισε ότι όλα τα εγειρόμενα θέματα αποφασιστούν μετά την καταχώρηση της Ένστασης στην Αίτηση, καθότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θα πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα κατά το συντομότερο δυνατό και/ή ακόμα αυτεπάγγελτα όταν εγείρεται ζήτημα αποκλειστικής δικαιοδοσίας άλλου κράτους, είτε βάση των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 44/2001 και 1215/2012, είτε βάσει της Σύμβασης του Λουγκάνο του 2017.

 

2)   Ενόψει του ότι οι Αιτητές είχαν, μεταξύ άλλων, εγείρει ζήτημα παραβίασης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας άλλων Κρατών το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των άλλων Κρατών άμεσα, ακόμη και αυτεπάγγελτα, αντί να απορρίψει την Αίτηση και να δώσει οδηγίες για καταχώρηση Ένστασης επί της ουσίας αφήνοντας το ζήτημα της δικαιοδοσίας του να εκκρεμεί.

 

3)   Όλα τα αναγκαία στοιχεία, γεγονότα και έγγραφα βρίσκονταν ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου. Παρά τη διαφωνία ως προς το κατά πόσο εφαρμόζετο ο περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμος Ν.69(Ι)/1992, το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορούσε να αποφασιστεί καθότι δεν υπήρχαν οποιαδήποτε ουσιαστικά γεγονότα υπό αμφισβήτηση, απλώς διαφωνία ως προς τη νομική ερμηνεία των προϋποθέσεων που πρέπει να ικανοποιεί ένα διεθνές Εμπίστευμα σύμφωνα με το σχετικό Νόμο.

 

4)   Αποφασίζοντας το Κατώτερο Δικαστήριο ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας θα πρέπει να αποφασιστεί μετά που οι Αιτητές θα καταχωρήσουν την Ένσταση τους επί της ουσίας, παρέβη τους Κανόνες Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή έχει αποστερήσει από τους Αιτητές το δικαίωμα τους για ακρόαση και διάγνωση των δικαιωμάτων τους.

 

5)   Ως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης Απόφασης, οι Αιτητές θα πρέπει τώρα να προβάλουν ενώπιον και των Κυπριακών Δικαστηρίων τις θέσεις τους επί της ουσίας σε σχέση με το υπό αναφορά Εμπίστευμα, ενώ το ζήτημα της δικαιοδοσίας θα μπορεί να εξεταστεί μόνο μεταγενέστερα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών προώθησε τους προαναφερθέντες Λόγους με γραπτή αγόρευση, αλλά και δια ζώσης σήμερα κατά την                        επ' ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία.

 

Έχω διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι οι                   Αιτητές μέσω των συνηγόρων τους έχουν θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς όσο και δια ζώσης.

 

Να υπενθυμίσω καταρχάς ότι, σύμφωνα με πάγια και διαχρονική νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας της εξεταζόμενης φύσεως, όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης.

 

Στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 αναφέρθηκε από το Εφετείο ότι:

 

«Για την χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσι΅ο ζήτη΅α", στην έννοια που δόθηκε στις φράσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson [1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η πλάνη περί το νό΅ο πρέπει να είναι έκδηλη στο πρακτικό. Το πρακτικό είναι η ελεγχό΅ενη απόφαση και το πρακτικό του Δικαστηρίου χωρίς προσθήκες ή ενόρκους ο΅ολογίες - (Rex v. Nat Bell Liquors Ltd. [1922] 2 A.C. 128στη σελ. 159, Baldwin & Francis v. Patent Appeal Tribunal [1959]    2 All E.R. 433, In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23). Πλάνη νό΅ου, (error of law), όπως ειπώθηκε στην υπόθεση R. v. Preston Appeal Tribunal [1975]  2 All E.R. 807, στη σελ. 810 από τον Λόρδο Denning MR., περιλα΅βάνει εσφαλ΅ένη ερ΅ηνεία νό΅ου, ή εσφαλ΅ένη εφαρ΅ογή του νό΅ου στα γεγονότα της υπόθεσης

 

 

Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης[1]. Και τούτο, διότι η  έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης.

 

Με την παρούσα Αίτηση επιζητείται επιπρόσθετα και άδεια για καταχώρηση Mandamus. Δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδονται Προνομιακά Εντάλματα προκειμένου να υπαγορευθεί στο Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ένα ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια (Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 2)). Ειδικότερα, αντικείμενο εντάλματος Mandamus μπορεί να αποτελέσει η άρνηση του Δικαστηρίου να ασκήσει τη δικαιοδοσία του (αρνησιδικία), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως απόλυτη άρνηση, είτε υπό τη μορφή συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με άρνηση (Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου, Πολιτική Αίτηση αρ. 102/2021, ημερ. 9/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:D247).

 

Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρ. 177:

 

"177. Inferior tribunals. The order of mandamus will issue to tribunals exercising an inferior jurisdiction, commanding them to adjudicate according to their powers in matters which are judicial in their character (d).

 

A refusal to exercise jurisdiction may be conveyed in one of two ways: there may be an absolute refusal in terms, or there may be conduct amounting to a refusal. In the latter case a tribunal will be held to have refused to hear and determine only when it has been guilty of such delay as to amount to refusal (e), or when it has in substance shut its ears to the application which was made to it and has determined upon an application which was not made to it (f). A tribunal does not decline jurisdiction where in the honest exercise of its discretion it has adopted a policy, and, without refusing to hear an applicant, intimates to him what its policy is and that after hearing him it will decide against him in accordance with that policy, unless there is something exceptional in his case (g)."

 

Το ένταλμα Mandamus εκδίδεται για να διαταχθεί ένα κατώτερο Δικαστήριο  που έχει αρνηθεί να ασκήσει τα καθήκοντα του στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, να ασκήσει αυτά τα καθήκοντα. Mandamus χωρεί όταν υπάρχει υποχρέωση που να προκύπτει από το Σύνταγμα, το Νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από Κανονισμούς ή Οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση (Αίτηση Λοϊζου, Πολιτική Έφεση aρ. 138/2018, ημερ. 20/7/2018). Είναι η εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης που συνιστά δημόσιο καθήκον, συνυφασμένη με τη θέση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, που μπορεί να επιβληθεί με Mandamus. Συνεπώς, ένα κατώτερο Δικαστήριο μπορεί να διαταχθεί μόνο σε περίπτωση αρνησιδικίας «να δικάσει και να αποφασίσει σύμφωνα με το νόμο» χωρίς να του υπαγορευθεί ποια θα είναι η απόφαση του (Προνομιακά Εντάλματα,              Π. Αρτέμης, σελ. 251)[2].

 

Σχετικό, επίσης, είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 101,                   παρ. 187:

 

"In cases where application is made for the issue of an order of mandamus to tribunals of a judicial character, the order will only be allowed to go commanding the tribunals to hear and decide a particular matter. No writ will be issued dictating to them in what manner they are to decide (u).

 

Where, accordingly, a county court judge, or a court of quarter, sessions (b), or magistrates (c), or the Railway and Canal Commissioners Act, 1949 (e), to inquire as to corrupt practices at parliamentary elections (f), or income tax commissioners (g), or any other tribunal of a judicial character have in fact heard and determined any matter within their jurisdiction no mandamus will issue for the purpose of reviewing their decision (h). The rule holds good even though the decision is erroneous (i), not only as to facts, but also in point of law (j), and although the particular circumstances of the case are such that there is only one way of performing the duty in question (k). ...."

 

 

Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις εντοπισμού εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, τέτοια άδεια δεν χορηγείται όταν προβλέπεται άλλο υπαλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία και ειδικά έφεση, εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον Κανόνα[3] εφόσον η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης[4] και ούτε στοχεύει στον έλεγχο της πρωτόδικης απόφασης αλλά στη νομιμότητα της απόφασης[5].

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του  Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2/4/2019, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός                χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης».

 

Υποστηρίχθηκε από πλευράς Αιτητών ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, με δεδομένο ότι η Αίτηση στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς 44/2001 και 1215/2012, καθώς και τη Σύμβαση του Λουγκάνο του 2017, θα έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα της ύπαρξης αποκλειστικής δικαιοδοσίας των άλλων Κρατών για τις θεραπείες που επιζητούνται με την Εναρκτήρια Κλήση άμεσα, ακόμη και αυτεπάγγελτα, αντί να απορρίψει την Αίτηση δίδοντας οδηγίες για καταχώρηση Ένστασης επί της ουσίας, αφήνοντας το ζήτημα της δικαιοδοσίας του να εκκρεμεί. Επιπλέον, τονίστηκε ότι ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το ζήτημα της δικαιοδοσίας ως θέμα δημόσιας τάξης θα έπρεπε να εξεταστεί κατά προτεραιότητα σε κάθε περίπτωση. Ήταν, συναφώς, η θέση των Αιτητών ότι όλα τα αναγκαία στοιχεία, γεγονότα και έγγραφα, βρίσκονταν ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου για τους σκοπούς εξέτασης του ζητήματος δικαιοδοσίας.

 

Με βάση τη σχετική νομολογία, την οποία ορθά διατύπωσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών στην αγόρευση τους, τα ζητήματα δικαιοδοσίας είναι θεμελιακά και αντιμετωπίζονται ως ζητήματα δημόσιας τάξης, ενώ εγείρονται και αποφασίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αποτελεί δε καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάσει ζητήματα δικαιοδοσίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα, και μόνο αν διαπιστώσει ότι κέκτηται αρμοδιότητας να προχωρήσει με την ανάληψη δικαστικής εξουσίας, καθότι ενδεχόμενη έλλειψη αρμοδιότητας θα οδηγήσει σε ακύρωση της διαδικασίας. Όπως είναι νομολογημένο, «Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό. Είναι αντινομικό το δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του

 

Όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160, τέτοιας φύσης ζητήματα είναι ορθότερο να επιλύονται το συντομότερο δυνατό, αφού απόφαση για έλλειψη δικαιοδοσίας καθιστά όσα προηγήθηκαν εντελώς μάταια (Koloukoudias v. Varnavidou (1988) 1 C.L.R. 566 και Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225). Από τη στιγμή που το Δικαστήριο είναι σε θέση να διαγνώσει ότι στερείται αρμοδιότητας, τότε, οφείλει να μην προχωρήσει πιο πέρα γιατί ως αναρμόδιο, η όποια απόφασή του, δεν θα μπορούσε να έχει νόημα.

 

Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο επιλαμβάνεται θεμάτων που άπτονται της δικαιοδοσίας του σ' οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του.

 

Όπως είχε συναφώς τονισθεί στην υπόθεση Rostovtsev v. Shchukin, Πολιτική Έφεση αρ. Ε415/2016, ημερ. 5/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A282, θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να εξεταστεί και αποφασιστεί ακόμη και σε ενδιάμεση διαδικασία, νοουμένου ότι αυτό προκύπτει ή τίθεται στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων[6]. Εκεί δε που κρίνεται ότι παρέχονται τα εχέγγυα για αποτελεσματική επίλυση του ζητήματος δικαιοδοσίας αυτό επιλύεται ως αυτοτελές ζήτημα και όχι ως παρεμφερές για τις ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η κατάληξη του Κατώτερου Δικαστηρίου ήταν «όπως όλα τα εγειρόμενα θέματα αποφασιστούν μετά την καταχώρηση της ένστασης στην αίτηση κατά την προσκόμιση ολόκληρης της σχετικής μαρτυρίας». Στη βάση αυτή έκρινε την υπό κρίση Αίτηση ως πρόωρη και     γι' αυτό το λόγο την απέρριψε. Προηγουμένως στην Απόφαση του κατέγραψε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν κοινώς παραδεκτά γεγονότα, αλλά, αντιθέτως, όπως σημείωσε, τα γεγονότα που υπήρχαν ήταν αμφισβητούμενα. Συνέχισε δε καταγράφοντας ότι, «από τις καταχωρηθείσες ένορκες δηλώσεις προκύπτει διάσταση ως προς τα γεγονότα. Το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων δεν αποτελείται από κοινά παραδεκτά γεγονότα».

 

Όπως προκύπτει, στην προκείμενη περίπτωση το Κατώτερο Δικαστήριο δεν αρνήθηκε να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, αλλά για τους λόγους που ανέφερε θεώρησε ορθό όπως τα εγειρόμενα θέματα, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος της δικαιοδοσίας του, αποφασιστούν μετά την καταχώρηση της Ένστασης και την προσκόμιση «ολόκληρης της σχετικής μαρτυρίας».

 

Η ορθότητα της Απόφασης του αυτής δεν ελέγχεται με την παρούσα διαδικασία. Με άλλα λόγια, δεν εξετάζεται τώρα αν το Κατώτερο Δικαστήριο ορθά ή λανθασμένα έκρινε ότι η Αίτηση Παραμερισμού ήτο πρόωρη. Ενδεχομένως η προσέγγιση του αυτή να ήταν λανθασμένη. Δεν είναι όμως, επαναλαμβάνω, αυτό το ζητούμενο.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Re Apak Agro Industries κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 563, η παραχώρηση άδειας υπό τέτοιες συνθήκες ουσιαστικά θα ισοδυναμούσε με ανάμειξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη διαδικασία και διαταγή ουσιαστικά προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο να ενεργήσει με σαφή τρόπο. Θα σήμαινε στην ουσία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα υπαγόρευε στο Κατώτερο Δικαστήριο πώς θα έπρεπε να ενεργήσει, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό (Re Κιταλίδη κ.ά., Πολιτική Αίτηση αρ. 99/2000, ημερ. 2/11/2000). Με άλλα λόγια, δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τη διαδικασία του εντάλματος Certiorari παρέχεται η ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, όμως η διαδικασία δεν αποσκοπεί στην αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης (Αναφορικά με την xxx Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου που αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης σε αιτήσεις αυτής της μορφής.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές, στο πλαίσιο της Ένστασης που αναμένεται να καταχωρίσουν, δύνανται εκ νέου να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Κατώτερου Δικαστηρίου με βάση το Εθνικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι οι Αιτητές με τα όσα έχουν πιο πάνω αναφέρει έχουν καταδείξει τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

       Δ.



[1]Δέστε Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της xxx Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96.

[2] Δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου (ανωτέρω).

 

[3]Δέστε Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.

[4]Δέστε Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017, ημερ. 2/4/2018.

[5]Δέστε, μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42, Global Consolidation Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464 και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116.

[6]«Συγχρόνως, τονίζεται, παρεμπιπτόντως, ότι σε ενδιάμεση διαδικασία μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί οριστικά θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, μόνο εφόσον αυτό προκύπτει ή τίθεται στη βάση αδιαμφισβήτητων γεγονότων, η παρούσα περίπτωση, όμως, δεν είναι τέτοια.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο