ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A557
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 131/2021)
19 Νοεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ Τ. xxx ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΧΗΜΑ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ xxx x97 ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΤΗΝ 08/04/2021 ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΤΗΝ 10/04/21
____________________
Μαρίνος Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.
____________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (το Δικαστήριο), κατά την άσκηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας της δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης για παραχώρηση άδειας προς το σκοπό προώθησης διαδικασίας έκδοσης εντάλματος certiorari, ήταν δε απορριπτική.
Ο εφεσείων, αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία, επιδιώκει την ανατροπή της προαναφερθείσας απόφασης, ως εσφαλμένης, για σειρά λόγων. Αποτελεί δε βασική θέση του πως το Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι, κατά την έκδοση του εντάλματος έρευνας της οικίας του, (το ένταλμα έρευνας), ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που το εξέδωσε ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία, (δεύτερος λόγος έφεσης). Τούτο συνάγεται, όπως έχει η σχετική εισήγηση, από το ότι το ένταλμα έρευνας, στην όψη του, στηριζόταν σε λανθασμένη νομική βάση, γεγονός το οποίο το Δικαστήριο έκρινε πως δεν επηρέαζε την εγκυρότητά του. Στην ειδοποίηση έφεσης, προβάλλονται ακόμα τρεις παρεμφερείς λόγοι, η έκβαση των οποίων θα εξαρτηθεί από την κατάληξη σε σχέση με το βασικό λόγο, το δεύτερο, που έχει προαναφερθεί.
Το ένταλμα έρευνας, σύμφωνα με την υποστηρικτική του σχετικού αιτήματος ένορκη δήλωση, ο «όρκος», όπως αυτή καθιερώθηκε να αποκαλείται, ζητήθηκε από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό, (ο αιτητής), προκειμένου να ερευνηθεί, όπως έχει προαναφερθεί, η οικία του εφεσείοντος. Ζητήθηκε δε, στη βάση ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται πως, στην εν λόγω οικία, φυλάσσονταν αντικείμενα, τα οποία μπορούσε να αποτελέσουν τεκμήρια σε υπόθεση για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 47 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ηγέρθη, συγκεκριμένα, ως εκ της συμπερίληψης στην επικεφαλίδα του εντάλματος έρευνας άρθρων από δύο νομοθεσίες, τα οποία θεωρήθηκαν ως άσχετα με την εξουσία που το Επαρχιακό Δικαστήριο άσκησε για την έκδοσή του. Για την ακρίβεια, σε αυτήν, παρατίθεντο τα εξής: «Ποινικός Τύπος Αρ. 6 ΄Ενταλμα ΄Ερευνας (Κεφ. 155 ΄Αρθρο 28) (Νόμος 29/77, ΄Αρθρο 29(3))». Η πιο πάνω επικεφαλίδα, χωρίς την αναφορά στο Ν. 29/1977[1] και στο άρθρο 29(3) αυτού, υπάρχει στο εν λόγω έντυπο, όπως τούτο είναι διατυπωμένο στα Αγγλικά, με τα στοιχεία: "Criminal Form No 6 Search Warrant - (Section 26)". Αυτό εμφαίνεται στη σελίδα 345 του Τόμου ΙΙ της Δευτερογενούς Νομοθεσίας της Κύπρου, ως μέρος των Criminal Procedure Rules (Κανονισμών Ποινικής Δικονομίας), σελίδα 337, (οι «Κανονισμοί»). Τούτοι είχαν εκδοθεί δυνάμει του προϋπάρξαντος Criminal Procedure Law, Cap. 14, (βλ. Laws of Cyprus 1949, Vol. 1). Εξακολουθούν δε να βρίσκονται σε ισχύ και να εφαρμόζονται σε σχέση με τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, ο οποίος αντικατέστησε το Cap. 14.
Με το προαναφερθέν ΄Εντυπο Αρ. 6, το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα μεταφρασμένο στην Ελληνική, καθορίζεται ο τύπος του εντάλματος έρευνας που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ. 155, το οποίο είναι το αντίστοιχο του καταργηθέντος άρθρου 26 του Cap 14. Σε τούτο, παρατίθενται, εκτός από την αιτιολογία του δικαστηρίου, οι τυπικές οδηγίες προς τον υπεύθυνο αστυνομικό, αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο που αυτός πρέπει να ενεργήσει για την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Ιδίου τύπου είναι και το ένταλμα έρευνας που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 29(3) του Ν. 29/1977, γι' αυτό και, για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου, υιοθετήθηκε το ίδιο έντυπο εντάλματος έρευνας, όπως διαπιστώνεται από την επικεφαλίδα του.
Ο τύπος του εντάλματος έρευνας που ζητείται να εκδοθεί, σε κάθε περίπτωση, στην πράξη, είναι προεπιλεγμένος από τον αιτητή και συνάδει με το σκοπό της προτιθέμενης έρευνας που πραγματεύεται ο όρκος, ο οποίος υπέχει, συγχρόνως, τη θέση αίτησης για την έκδοσή του. Η συμπερίληψη, επομένως, στην επικεφαλίδα εντάλματος έρευνας συγκεκριμένων άρθρων καταδεικνύει, απλώς, τον τύπο του εντάλματος έρευνας που ζητείται να εκδοθεί, ο οποίος δεν καθορίζεται, άλλως πως, στους Κανονισμούς. Δεν είναι, όμως, τα άρθρα αυτά καθοριστικά για τη διαπίστωση της εξουσίας, την οποία το επαρχιακό δικαστήριο πρέπει να ασκήσει για την έκδοσή του. Τούτη διαπιστώνεται από τα γεγονότα που υποστηρίζουν το αίτημα και αναφέρονται στον όρκο. ΄Αλλωστε, στην κάθε περίπτωση, είναι στη βάση των γεγονότων που αποφασίζεται η ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας σε ένα δικαστήριο να ενεργήσει, ιδωμένων αυτών υπό το πρίσμα της αρχής η οποία την καθορίζει.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 45/2020, 1.7.2021, ουσιαστικά, υποδεικνύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντί να προσδώσει σημασία στα γεγονότα που αναφέρονταν στον όρκο και στις απαιτήσεις του σχετικού Νόμου, επί των οποίων το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας ενήργησε κατά την άσκηση της συγκεκριμένης εξουσίας του, προσέδωσε, αχρείαστα, σημασία στα άρθρα που αναγράφονταν στην επικεφαλίδα του εντάλματος έρευνας. Τέλος, σημειώνεται πως η υπόθεση Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238, που επικαλέστηκε ο εφεσείων, δεν είναι βοηθητική, αφού, εκεί, το θέμα τέθηκε παρεμπιπτόντως, εκτός των λόγων έφεσης, και εξετάστηκε ακροθιγώς.
Εν πάση περιπτώσει, η επιμονή στη διερεύνηση του τύπου του επιδιωκομένου εντάλματος έρευνας δε βοηθά στη διαπίστωση της εξουσίας για την έκδοσή του. Προς επιβεβαίωση τούτου, άμεσα σχετική είναι η πρόνοια στον Κ. 3 των Κανονισμών, όπου το μόνο το οποίο αναφέρεται για τον πιο πάνω σκοπό είναι ότι: "The forms in Appendix A shall be used in connection with the criminal procedure laid down in the Law, with such modifications as the circumstances of each case may require." Επιπρόσθετα, δεν προβλέπεται στους Κανονισμούς ή στο Νόμο, Κεφ. 155, πως, όταν υποβάλλεται αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ή στον όρκο οτιδήποτε πέραν των γεγονότων που είναι αναγκαία για την άσκηση της εξουσίας της οποίας γίνεται επίκληση από το περιεχόμενό τους. ΄Ο,τι έχει, άλλωστε, σημασία για τον αστυνομικό ο οποίος εντέλλεται να προβεί στην εκτέλεση ενός εντάλματος έρευνας είναι το περιεχόμενο του εντάλματος και, ειδικά, οι όροι που τίθενται εκεί, σχετικά, αφού είναι στη βάση αυτών που επιχειρεί κατά την εκτέλεσή του. Τέλος, πλέον σημαντικό είναι το γεγονός πως, όταν προκύπτει ανάγκη ελέγχου της νομιμότητας εντάλματος έρευνας, ο έλεγχος διενεργείται με αναφορά στην αιτιολογία που καταγράφεται στο ένταλμα και στο περιεχόμενο του όρκου, στη βάση του οποίου αυτό έχει εκδοθεί.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν προαναφερθεί, διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη χρήση, εν προκειμένω, του συγκεκριμένου τύπου εντάλματος έρευνας. Τούτο ήταν το ένταλμα έρευνας που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, δεδομένης της έρευνας η οποία θα επιδιωκόταν να διεξαχθεί, προς διερεύνηση του ποινικού αδικήματος για το οποίο αυτό είχε εκδοθεί. Η πιο πάνω διαπίστωση απαντά και στους υπόλοιπους συναφείς λόγους έφεσης, με τους οποίους δεν εγείρεται οτιδήποτε το διαφορετικό, πέραν του θέματος της έλλειψης δικαιοδοσίας, που προβάλλεται με τον εξετασθέντα, ανωτέρω, δεύτερο λόγο έφεσης.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο παρέβλεψε την εισήγηση πως το ένταλμα έρευνας ήταν παράτυπο. Τούτο στηρίζεται στο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 29(1) του Κεφ. 155, δεν καθοριζόταν σε αυτό η χρονική περίοδος εντός της οποίας το ένταλμα έπρεπε να εκτελεστεί. Το εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι ένταλμα έρευνας πρέπει «να εκτελείται μεταξύ της πέμπτης πρωινής ώρας και της όγδοης νυκτερινής, αλλά ο Δικαστής δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να εξουσιοδοτήσει την εκτέλεση του εντάλματος σε οποιαδήποτε ώρα.». Εμφανώς, ο Επαρχιακός Δικαστής ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα έρευνας ακολούθησε την πρώτη επιλογή που προβλέπει ο ίδιος ο Νόμος, Κεφ. 155. Η μη αναφορά δε στο ένταλμα έρευνας του χρονικού πλαισίου για την εκτέλεσή του, που προβλέπεται σε αυτή, δεν το καθιστά, ασφαλώς, παράτυπο. Επομένως, η πιο πάνω εισήγηση κρίνεται, επίσης, ανεδαφική.
Για τους λόγους, ανωτέρω, ορθώς κρίθηκε ότι δεν καταδείχθηκε η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και, ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ
[1] Ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, (Ν. 29/1977)