ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A433
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 429/2019)
6 Οκτωβρίου, 2021
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]
1. ΜΕΑ ΙΩΑΝΝΟΥ PROPERTIES LTD
2. XXX ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσείoντες/Εναγόμενοι,
ν.
XXX VASILYEVA
Εφεσίβλητης/Eνάγουσας
_ _ _ _ _ _
Αίτηση ημερ. 3.6.2021 για παράταση του χρόνου καταχώρησης ειδοποίησης αντέφεσης.
Χρ.Πουργουρίδης, για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
Α.Ποιητής, για τους Εφεσείοντες/Καθ΄ων η αίτηση
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Δυνάμει της ως άνω αίτησης η εφεσίβλητη/ενάγουσα ως αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να παρατείνεται ο χρόνος καταχώρησης της ειδοποίησης αντέφεσης εκ μέρους της.
Η νομική βάση της αίτησης είναι κυρίως η Δ.35 θ.10 όπως τροποποιήθηκε, η Δ.35 θ.19 και η Δ.57 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Την πραγματική της δε βάση συνιστά η ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας η οποία καταθέτει τα γεγονότα, αφού δηλώνει πληροφόρηση από τους δικηγόρους της (κυρίως τον κ.Χρήστο Πουργουρίδη) και την κα xxx ΄Ιτταλου, δικηγορική υπάλληλο.
Ο κ.Πουργουρίδης, σύμφωνα με την ένορκη της δήλωση, είχε συντάξει, σύμφωνα με τις οδηγίες της αιτήτριας, ειδοποίηση αντέφεσης την οποία θα καταχωρούσε η κα ΄Ιτταλου στο Δικαστήριο στις 16.12.2019 (ημέρα Δευτέρα), «πριν δηλαδή από την ημερομηνία που εξέπνεε η σχετική προθεσμία για καταχώρηση της». Δυστυχώς, όμως η κα ΄Ιτταλου την Κυριακή, 15.12.2019, κτύπησε το πόδι της και ως αποτέλεσμα έμεινε δύο ημέρες με αναρρωτική άδεια. Όταν επέστρεψε στην εργασία της, την 18.12.2019 διαπίστωσε ότι η προθεσμία για καταχώρηση της πιο πάνω ειδοποίησης αντέφεσης είχε εκπνεύσει την προηγούμενη. Επίσης η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι αίτηση με το ίδιο αιτητικό είχε καταχωρηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο την 20.12.19 και είχε οριστεί για ακρόαση στις 20.1.20 αλλά «εκ παραδρομής και/ή καλόπιστου λάθους» των δικηγόρων της, αντίθετα με τις πρόνοιες της Δ.35 θ.19 των Θεσμών, η αίτηση αυτή καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώ θα έπρεπε να καταχωρηθεί αρχικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπου δικάσθηκε πρωτόδικα η αγωγή Αρ.307/12, δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Όταν έγινε αντιληπτή η παρατυπία, οι δικηγόροι της αιτήτριας απέσυραν την αίτηση ημερ. 20.12.19 «άνευ βλάβης» του δικαιώματος καταχώρησης νέας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όπως και έπραξαν στη συνέχεια.
Η νέα καταχωρηθείσα αίτηση συνάντησε την ένσταση της άλλης πλευράς. Κατόπιν εκδίκασης της αίτησης, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επί διαδικαστικών λόγων. ΄Εφεση επί της ενδιάμεσης αυτής απόφασης ομοίως απορρίφθηκε, ως αποσυρθείσα άνευ βλάβης, και πάλι, ως προς την καταχώρηση νέας αίτησης, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. ΄Οπως και εντέλει έγινε με την παρούσα.
Είναι η θέση της ενόρκως δηλούσας πως η αντέφεση έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ανάθεσε σε μη αδειούχο εργολάβο τις συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες, χωρίς να γνωρίζει ότι ο εργολάβος, ήταν μη αδειούχος, «κατόπιν συμβουλής του έμπειρου δικηγόρου της, ο οποίος ήταν και ο ντε φάκτο ιδιοκτήτης της εταιρείας η οποία παρόλο που δεν είχε άδεια εργολήπτη ανέλαβε τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες».
Ο λόγος αντέφεσης έχει ως εξής:
«Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, που προσβάλλεται από τους εφεσείοντες με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση, στο μέρος εκείνο με το οποίο απερρίφθη η αξίωση της εφεσίβλητης/ενάγουσας για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εφεσείουσα/εναγόμενη 1 για την εκτέλεση συγκεκριμένων οικοδομικών εργασιών είναι λανθασμένο και ως εκ τούτου θα πρέπει το μέρος αυτό της απόφασης να παραμερισθεί και να εκδοθεί απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης/εφεσείουσας για τα ποσά που κατέβαλε για τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες¨
Η ένσταση των εφεσειόντων ερείδεται σε ένορκη δήλωση του εφεσείοντα - εναγόμενου 2, όπου προβάλλεται η ανεπάρκεια ή το αβάσιμο του αιτήματος τόσο νομικά όσο και ουσιαστικά, θέσεις που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Πριν να προχωρήσουμε επί της ουσίας της αίτησης θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν συμφωνούμε με την πλευρά των εφεσειόντων ότι η αγόρευση για την εφεσίβλητη εκφεύγει των μέχρι τώρα θέσεων της. Ο σχολιασμός που γίνεται για την προθεσμία της καταχώρησης της αντέφεσης σε σχέση με την επίδοση της έφεσης προκύπτει από τον ίδιο το φάκελο της έφεσης αλλά και εμμέσως από την ένορκη δήλωση της αιτήτριας, στην οποία γίνεται ορθή αναφορά για το πότε έληγε η προθεσμία. Ούτε επίσης βρίσκουμε ότι είναι βάσιμο το επιχείρημα ότι η αίτηση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν «προηγηθείσα αίτηση» δυνάμει της σχετικής Διαταγής, αφού επιδίωκε ουσιαστικά, ταυτόσημο σκοπό.
Η Δ.35 θ.10 έχει ως εξής:
" It shall not under any circumstances be necessary for a respondent to make a cross-appeal; but if he intends upon the hearing of the appeal to contend that the decision of the Court below should be varied, he shall give a written notice of his intention, specifying in what respects he contends that the decision should be varied, to any parties or person who may be affected by his contention, and to the Registrar of the Court of Appeal. Such notice shall set forth fully the respondent's grounds and reasons therefor for seeking to have the decision varied on appeal. The notice given to the Registrar shall be filed by him with the record of the appeal. The notice required by this Rule shall be not less than a six days' notice in the case of an appeal from a judgment (whether final or interlocutory) or final order, and not less than a two days' notice in the case of an appeal from an interlocutory order; but these times may be varied by order of the President of the Court of Appeal, an office copy of which shall be served with the notice aforesaid. The omission to give such notice shall not diminish the powers conferred by Rule 8 of this Order upon the Court of Appeal, but may, in the discretion of the Court, be ground for an adjournment of the appeal, or for a special order as to costs".
Η Δ.35 θ.19 έχει ως εξής:
"Wherever under these Rules an application may be made either to the Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below".
Αν και δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης, εφαρμόζεται και ο Κ.9 του Περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 (4/1996), ο οποίος έχει ως εξής:
«Ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών καταχωρείται εντός τεσσάρων εβδομάδων από την επίδοση της έφεσης».
Στον ορισμό επίσης του ιδίου Κανονισμού αναφέρεται ότι «Αντέφεση» περιλαμβάνει και ειδοποίηση βάσει της Δ.35 θ.10.
Ο κ.Ποιητής εισηγείται ότι η απουσία του Κανονισμού από τη νομική βάση, είναι θνησιγενές γεγονός για την αίτηση. Δεν θα συμφωνήσουμε. Πρόκειται για απλή παρατυπία, που δεν χρήζει καν τροποποίησης, αφού συμπεριλαμβάνεται η Δ.35 ανωτέρω και δεν δημιουργείται οποιαδήποτε βλάβη στη πλευρά των εφεσειόντων.
Προκύπτει ότι εννοιολογικά έχουμε δύο τύπους ειδοποίησης εφεσιβλήτου είτε ως ειδοποίηση αντέφεσης, είτε ως ειδοποίηση βάσει της Δ.35 θ.10. Οι δύο τύποι συναρτώνται με τους λόγους που η πλευρά του εφεσιβλήτου δυνατό να πλήξει ή αμφισβήσει την πρωτόδικη απόφαση. Στο Annual Practice, 1960, επί του παλαιού αγγλικού θεσμού Ο.58 r.6 σημειώνονται τα εξής:
"Respondent's notice.—This subrule is new in so far as it requires that, like the appellant's notice of appeal, a respondent's notice of intention to ask that the decision of the Court below should be varied shall specify the grounds of that contention the form of the order for which he proposes to ask (see (nn.) to r. 3 (2) supra).
There are two kinds of notice that may be given by a respondent-one, a substantive, cross notice of appeal; the other, a notice under this rule, asking that the decision of the Court below should be varied (subr. (1)) or that it should be affirmed on grounds other than those relied upon by that Court (subr. (2)). A cross notice of appeal should be given where there are separate and distinct causes of action (whether both by the same party, or one by claim and another by counterclaim), and one party seeks to contest the decision upon one cause of action and the same or another party upon another cause of action (National Society for Distribution of Electricity v. Gibbs, [1900] 2 Ch. 281). So, too, where there are several parties, and a respondent seeks to vary the order of the Court on a point in which the appellant has no interest but other parties are interested (Re Cavander's Trusts (1881), 16 Ch. D. 270), Again, where the respondent intends to contest the jurisdiction of the Court below, he should serve a cross notice of appeal: a preliminary objection to the appeal is not appropriate (Re Wilson, [1916] 1 K. B. 382, C. A., as reported in 89 L. J. K. B. 337). In other cases the notice to be given is a respondent's notice, and it must be given whether the appellant has appealed from the whole of the judgment or only part (Harris v. Aaron (1877), 36 L. T. 43). But the only material difference, under the present rule, between a cross notice of appeal and a respon-dent's notice appears to be in the time within which they are to be served: in the former case the time specified in r. 4 (1); in the latter case in r. 6 (4). In each case the grounds relied upon, and the precise form of order asked for, must be specified".
Tελική σημασία έχει ότι πλέον η τεθείσα προθεσμία είναι με βάση τον Κ.9, η ίδια. Προκύπτει επίσης ότι οποιαδήποτε αίτηση για παράταση της προθεσμίας προς καταχώρηση τόσο ειδοποίησης αντέφεσης όσο και ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 θα πρέπει να υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο στο πρωτόδικο Δικαστήριο και σε περίπτωση αποτυχίας, τότε μόνο να υποβάλλεται σχετικό αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ακριβώς προνοείται στη Δ.35 θ.19. Μάλιστα, έχει κριθεί πως δεν είναι δυνατή η καταχώρηση έφεσης επί της απόρριψης της αίτησης εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το σωστό διάβημα είναι η καταχώρηση δεύτερης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στη Μιχαηλίδης ν. Τρύφωνος, πολ. εφ. 8746, 14.6.1996) λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Σύμφωνα με τη Δ.35 Θ2 η προθεσμία προς άσκηση έφεσης μπορεί να παραταθεί με διαταγή είτε του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε του Εφετείου. Σύμφωνα με τη Δ.35 θ19 οποτεδήποτε αίτηση μπορεί να υποβληθεί είτε στο κατώτερο Δικαστήριο είτε στο Εφετείο θα υποβάλλεται σε πρώτο στάδιο στο κατώτερο Δικαστήριο. Από το συνδυασμό των δυο διατάξεων αναπόφευκτα προκύπτει πως η κρίση του Εφετείου πάνω στο θέμα εξασφαλίζεται όχι με έφεση αλλά με δεύτερη αίτηση. Η θεώρηση πως το ένα δεν αποκλείει το άλλο παραγνωρίζει πως αυτό θα συνεπαγόταν ταυτόχρονη εμπλοκή του Εφετείου και με τους δυο τρόπους, και μάλιστα, με διαφορετικό για τον καθένα δικαιοδοτικό πλαίσιο. Στο πλαίσιο δεύτερης αίτησης το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί πρωτογενώς διακριτική εξουσία ενώ στο πλαίσιο έφεσης θα ελεγχόταν η διακριτική εξουσία όπως την άσκησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό το πρίσμα των περιοριστικών αρχών που διέπουν αυτό το ζήτημα.»
Προς τούτο είναι σχετικές οι Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2000)1 ΑΑΔ 748, Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (2005)1 ΑΑΔ 937 και Ιωάννου ν. Κράνου κ.ά. (Αρ.1) (2000)1 ΑΑΔ 7.
Στην Ιωάννου (ανωτέρω) ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αποπειράθηκε να καταχωρήσει αντέφεση 16 μήνες μετά την καταχώρηση της έφεσης λόγω του ότι δεν γνώριζε πως τα χρονικά πλαίσια της Δ.35 θ.10 είχαν τροποποιηθεί δια του Κ.9 του Κανονισμού ως ανωτέρω. Κρίθηκε πως υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτό δεν έπρεπε να οδηγήσει στην αποστέρηση του δικαιώματος προς καταχώρηση αντέφεσης.
Θα συμφωνήσουμε με τον κ.Ποιητή πως υπήρξαν λάθη χειρισμού ή διαδικασιών εκ μέρους των δικηγόρων της εφεσίβλητης. Φαίνεται όμως ότι η αφετηρία του όλου προβλήματος ήταν ο τραυματισμός της δικηγορικού υπαλλήλου που ήταν επιφορτισμένη με την καταχώρηση της αντέφεσης. Παρά το ότι ακολούθησαν λανθασμένοι χειρισμοί καταχώρησης της πρώτης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο αντί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, και ακολούθως καταχώρηση έφεσης αντί δεύτερης αίτησης στο Ανώτατο Δικαστήριο, διαφαίνεται κατά πάντα χρόνο αφενός σαφής πρόθεση της αιτήτριας στο να καταχωρήσει αντέφεση και αφετέρου - κατά πάντα χρόνο - γνώση της πλευράς των εφεσειόντων για τα διαβήματα αυτής.
Είναι ορθό ότι το Δικαστήριο στη διαχείρηση τέτοιων αιτήσεων όπως η παρούσα - έχει να αντιμετωπίσει πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα. Αποκλειστικός δε οδηγός στην άσκηση της εξουσίας του είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Στη Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140 λέχθηκαν από τον Πική, Δ., (όπως ήταν τότε) τα εξής:
«Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα αυτής της φύσης (παράταση χρόνου) είναι πρωτογενής· επομένως συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε εκτενής αναφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ' αυτό τον τομέα δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελιώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. [Βλ. The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. xxx Kiamil & Another, (1973) 1 C.L.R. 1, xxx xxx HadjiMichael v. xxx Karamichael and two Others (1967) 1 C.L.R. 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ. ν. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, Σο-λιάτης & Συνεργάται ν. Α. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και xxx Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, (Προσφ. Αρ. 547/90, ημερ. 30/4/92].
Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Η τήρηση τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος»
(Βλ. Κωμοδρόμου ν. Αλεξάνδρου (2012)1 ΑΑΔ 125).
Στην κρινόμενη περίπτωση έχουν σημασία τα κάτωθι:
(α) Κατά πάντα χρόνο, η αιτήτρια εξωτερίκευσε την πρόθεση της για καταχώρηση αντέφεσης, πλην όμως λάθη των δικηγόρων που ακολούθησαν τον τραυματισμό της εντεταλμένης προς καταχώρηση υπαλλήλου, δεν κατέστησαν δυνατή την υιοθέτηση της ορθής διαδικασίας.
(β) Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση δεν κατέδειξε συγκεκριμένη βλάβη. Η δε ενδεχόμενη βλάβη τέθηκε με γενικό τρόπο, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η έφεση δεν είναι καθυστερημένη και θα μπορεί να ορισθεί σε σύντομο χρόνο για ακρόαση. Σημειωτέον δε επίσης ότι ούτε καν οδηγίες για περιγράμματα δεν δόθησαν, η δε έφεση έχει καταχωρηθεί το 2019 όμως υπήρξε και καταχώρηση αίτησης εκ μέρους των εφεσειόντων που μεσολάβησε με χρονική επίπτωση επί της συνολικής εκδίκασης.
(γ) Η αντέφεση στο περιεχόμενο της φαίνεται να άπτεται ιδίων επιδίκων θεμάτων (με άλλη φυσικά οπτική γωνία) που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και η «διεύρυνση» εξέτασης που ζητείται δια της αντέφεσης και πάλι δεν φαίνεται να στοιχειοθετεί βλάβη των εφεσειόντων, ειδικά έχοντας υπόψη το ίδιο το περιεχόμενο της Δ.35 θ.8 με βάση την οποία το Εφετείο έχει ευρείαν εξουσία αναθεώρησης ευρημάτων. Όπως σαφώς δεν τέθηκε στην Α/φοι Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ ν. Χ΄Νικόλα (1990)1 ΑΑΔ 470 «η συνάφεια και η σύνδεση των ζητημάτων που εγείρονται στην αντέφεση με τους όρους της έφεσης είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη».
(δ) Η όποια ταλαιπωρία της πλευράς των εφεσειόντων μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα στην παρούσα, ενώ επίσης σε προηγούμενα διαβήματα ομοίως υπήρξε τέτοια αποζημίωση με έξοδα.
(ε) Δεν έχουμε διαγνώσει αλλότρια κίνητρα στην καταχώρηση της αίτησης.
Θεωρούμε ότι ισχύουν τα λεχθέντα στην Ιωάννου, οι περιστάσεις της οποίας έχουν αρκετά κοινά με την παρούσα. Τα μεταφέρουμε:
«Στην παρούσα έφεση, το αίτημα υποβλήθηκε πριν την ακρόαση της έφεσης. Η αντέφεση στρέφεται κατά της ίδιας απόφασης, που αποτελεί αντικείμενο της έφεσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, το οποίο να καταδεικνύει ότι επενέργησε οποιοσδήποτε άλλος λόγος από το σφάλμα του δικηγόρου στην εμπρόθεσμη καταχώρηση της αντέφεσης, δικαιολογεί, μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων, την αποδοχή του αιτήματος. Ως εκ τούτου ο χρόνος για υποβολή αντέφεσης παρατείνεται κατά επτά ημέρες».
Όπως ελέχθη στη Χόππη (ανωτέρω) επειδή ακριβώς το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με τα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνουμε πως οι περιστάσεις εν προκειμένω, μας επιτρέπουν να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αιτήτριας, επιδικάζοντας όμως τα έξοδα της παρούσης εναντίον της. Η αίτηση εγκρίνεται. Ο χρόνος για την υποβολή ειδοποίησης αντέφεσης παρατείνεται για 10 ημέρες. ΄Εξοδα εκ ποσού €1.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.