ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης A. Πελεκάνος και Χ. Γεωργίου για Πελεκάνος amp;amp;amp; Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-10-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 131/2021, 27/10/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D483

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 131/2021)

 

27 Οκτωβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. xxxx90, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18.7.2019, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ Α/ΑΣΤΥΦ. 2xx0 A.Π., ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21.

_ _ _ _ _ _

 

A. Πελεκάνος και Χ. Γεωργίου για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

Χ. Καραολίδου (κα), για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 18.7.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα σύλληψης, εναντίον του Αιτητή, στη βάση ένορκης δήλωσης αστυφύλακα της ΥΚΑΝ Λεμεσού. Του αποδίδεται εμπλοκή σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και παράνομης κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 18.3.2019, στη Λεμεσό. 

 

Ο Αιτητής, προβάλλοντας ότι η έκδοση εναντίον του εντάλματος σύλληψης ήταν παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιζητώντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, προς ακύρωση του υπό αναφορά εντάλματος.

 

Αδελφός Δικαστής, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει αφυπηρετήσει, κρίνοντας ότι η ενώπιόν του αίτηση δεν είχε περιθώρια επιτυχίας, απέρριψε το διάβημα, καταλήγοντας ως εξής:

 

«Σε αυτού τους είδους τις υποθέσεις και επειδή περί  «εύλογης υποψίας» ο λόγος και όχι στοιχειοθέτηση ή απόδειξη της  υπόθεσης εναντίον του αιτητή, πρέπει να διατηρείται μια λογική ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διερεύνησης παρανόμων πράξεων από πλευράς της αστυνομίας δίδοντας σ΄ αυτή τα  ανάλογα και νόμιμα εφόδια για καταστολή του εγκλήματος και της ελευθερίας του πολίτη, η οποία παρά την προεξάρχουσα της  θέση, για καλό πάντοτε  λόγο που πιστοποιείται από δικαστική απόφαση, μπορεί να υποχωρήσει αναλόγως των αναγκών της υπό διερεύνησης υπόθεσης.  Στο πλαίσιο αυτό, η αναγκαιότητα έκδοσης του υπό κρίση εντάλματος διαφάνηκε να ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Κρίνεται ότι τηρήθηκε η αναγκαία αναλογία μεταξύ των αντικρουομένων συμφερόντων και των αρχών που προεκτάθηκαν.  Η δικαστική κρίση περί του εύλογου της υποψίας ή αιτίας δεν είναι δυνατόν να είναι αυθαίρετη, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να ελέγχεται μικροσκοπικά και με τέτοια εξονυχιστική διάθεση που να απολήγει σε ανεπίτρεπτη συμπίεση της δικαστικής ευχέρειας.»

 

 

 

Ακολούθησε καταχώρηση έφεσης εκ μέρους του Αιτητή, με δύο κύριες θέσεις να καλύπτουν τους προβληθέντες λόγους έφεσης: Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η πληροφορία, χωρίς την παράθεση μαρτυρίας, στοιχειοθετούσε «εύλογη υπόνοια» για τη διάπραξη των κατ΄ ισχυρισμό αδικημάτων και ότι, εσφαλμένα, αποφάσισε πως η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας και η αναγκαιότητα διερεύνησης αδικημάτων οδηγούσαν αυτόματα στην ανάγκη σύλληψης του Αιτητή.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίζοντας επί της εφέσεως, έκρινε ότι τα γεγονότα που κάλυπταν την υπόθεση, όπως αυτά προέβαλλαν μέσα από την ένορκο δήλωση που τέθηκε ενώπιον του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου, «.. εύλογα επέτρεπαν την κατάληξη περί ύπαρξης «εύλογης υποψίας» ώστε να θεμελιώνεται η πρώτη από τις δύο προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης.». Η Ολομέλεια, επεκτείνοντας, σημείωσε ότι:

 

«Η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, περί εύλογης υποψίας, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην πλήρωση και της δεύτερης.  Το άρθρο 19(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155προνοεί για βεβαίωση του δικαστή, όταν εκδίδει το ένταλμα σύλληψης, περί ικανοποίησης του λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του, κάτι το οποίο απαιτεί νοητική διεργασία από τον δικαστή στη βάση του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του. 

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα προσέγγισε τα δύο απαιτούμενα κριτήρια για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης ουσιαστικά ως ένα, θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας που διαπίστωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν φαίνεται να είχε προβεί σε τέτοια διαπίστωση, περιοριζόμενο στην καταγραφή της διαπίστωσης του για την ύπαρξη εύλογων υποψιών, με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, Α/Αστυφύλακα ΑΠ, «που δικαιολογούν την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης]» και της ικανοποίησης του για την αναγκαιότητά έκδοσης του εντάλματος, χωρίς αναφορά στην ικανοποίηση της πρώτης προϋπόθεσης ή σε οποιαδήποτε άλλη αιτιολογία.  Σημειώνουμε δε ότι, παρά την αναφορά στην ένορκη δήλωση του Α/Αστυφύλακα ΑΠ στο σκοπό της σύλληψης του εφεσείοντα, προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων, δεν  αναφέρεται οτιδήποτε ευθέως σχετικό με την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.  Δεν χρειάζεται να συζητηθεί το θέμα σε λεπτομέρεια, με κίνδυνο να προκαταληφθεί η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης,  αφού οι διαπιστώσεις αυτές επαρκούν για να θεμελιώσουν συζητήσιμη  υπόθεση για την παροχή άδειας στον εφεσείοντα να ακουστεί για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο αίτησης δια κλήσεως για τον περιορισμένο αυτό λόγο.»

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δόθηκε άδεια προς υποβολή αίτησης διά κλήσεως, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Δεδομένου ότι το ζήτημα της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας έχει ήδη κριθεί, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επικεντρώθηκαν στο μόνο θέμα που παραμένει υπό εκκρεμότητα, το κατά πόσο δηλαδή η έκδοση του επίδικου εντάλματος ήταν αναγκαία, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης, τα οποία και αποτυπώνονται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Σε συντομία τα δεδομένα που οδήγησαν στο αίτημα για σύλληψη του αιτητή προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων ήταν ότι είχε εξασφαλιστεί   πληροφορία   στις 14.3.2019  στη  βάση  της   οποίας κατονομαζόμενο πρόσωπο  από  τη  Βοσνία-Ερζεγοβίνη, θα εισήγαγε με τη βοήθεια συνεργατών μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στη Δημοκρατία ατμοπλοϊκώς σε εμπορευματοκιβώτια.  Τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση τόσο το πρόσωπο αυτό, όσο και άλλο πρόσωπο, που επίσης κατονομάζεται, με το οποίο είχε συνάντηση.  Στη βάση νεότερης ενημέρωσης  από  την  ίδια πηγή, τα ναρκωτικά  θα εισάγονταν από τον Καναδά.  Μετά από περαιτέρω διακριτικές παρακολουθήσεις από μέλη της ΥΚΑΝ, εντοπίστηκε συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο που εισήχθηκε στο όνομα εταιρείας που ανήκε σε τρίτο πρόσωπο εντός του οποίου στις 18.3.2019, κρυμμένα σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια από ψευδοτάβανα, υπήρχαν συσκευασίες από νάϋλο και αλουμινόχαρτο που περιείχαν ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης συνολικού βάρους 83 κιλών και 627,2 γραμμαρίων.  Επ΄ αυτοφώρω συνελήφθησαν το ένα εκ των προαναφερθέντων προσώπων και άλλα τρία πρόσωπα, ενώ συνελήφθησαν επίσης στη βάση δικαστικών ενταλμάτων το έτερο των προαναφερθέντων προσώπων και ο διευθυντής της εταιρείας στο όνομα της οποίας είχε εισαχθεί το εμπορευματοκιβώτιο. Στη συνέχεια, στη βάση διατάγματος προσωποκράτησης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τα πρόσωπα αυτά τέθηκαν υπό κράτηση για περίοδο οκτώ ημερών προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.  Στις 29.3.2019 δυνάμει γραπτής μαρτυρίας συνελήφθησαν ακόμη δύο πρόσωπα τα οποία επίσης τέθηκαν υπό προσωποκράτηση, ενώ καταζητείτο ακόμη ένα.  Στις 12.4.2019 καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενους έξι από τα διάφορα αναμειχθέντα στην υπόθεση πρόσωπα, τα ονόματα των οποίων δεν είναι αναγκαίο να αναφερθούν για σκοπούς της παρούσης, και παραπέμφθηκαν ενώπιον Κακουργιοδικείου. 

 

    Σε ό,τι αφορά τον αιτητή, ο ενόρκως δηλών κατέγραψε ότι πρόσφατα είχε ληφθεί πληροφορία ότι ο αιτητής είναι το πρόσωπο που διοργάνωσε την εισαγωγή των ναρκωτικών από τον Καναδά στη Δημοκρατία, σύμφωνα δε με την ίδια πληροφορία ο αιτητής είχε ταξιδέψει κατά την επίδικη χρονική περίοδο στον Καναδά προσωπικά και διευθέτησε την αποστολή ναρκωτικών στην Κύπρο.  Από εξετάσεις που έγιναν, πράγματι κατά την επίδικη χρονική περίοδο ο αιτητής βρισκόταν στο εξωτερικό και σύμφωνα με μαρτυρία που είχε προκύψει κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, ο αιτητής διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα τα οποία παραπέμφθηκαν στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τη συγκεκριμένη  υπόθεση.  Ενόψει των ανωτέρω, ο αστυφύλακας ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης «... για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα και έρευνα της οικίας του, για ανεύρεση και περισυλλογή τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, όπως ναρκωτικά, έγγραφα, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.ά., για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.».

 

Το Δικαστήριο εξέδωσε το σχετικό ένταλμα αναγράφοντας τα εξής:

 

«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου του Α/αστυφ. ΧΧΧ, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες που δικαιολογούν την έκδοση του με βάση το Σύνταγμα, το Νόμο και τη Νομολογία.  Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.»»

 

    

 

Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή ότι στην ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης δεν αναφέρεται οτιδήποτε «ευθέως σχετικό» με την αναγκαιότητα έκδοσής του. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι το όλο φάσμα των γεγονότων, στη βάση των οποίων επιδιώχθηκε το ένταλμα, δεν αποκαλύπτει σε καμία περίπτωση λόγους προς στοιχειοθέτηση του απολύτως αναγκαίου της έκδοσής του.

 

Η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της, ιδιαίτερων, περιστατικών. Η υποστηρικτική ένορκη δήλωση, που συνοδεύει αίτημα προς έκδοση εντάλματος σύλληψης, θα πρέπει να προσεγγίζεται και να εξετάζεται στην ολότητά της και όχι αποσπασματικά και μικροσκοπικά.

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου (2004) 1 ΑΑΔ 1094, που αφορούσε διερεύνηση αδικήματος κλοπής υπό υπαλλήλου, εξετάσθηκαν οι απαιτήσεις του ΄Αρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155. Πέραν της εκτενούς ανάλυσης της βασικής προϋπόθεσης απόδειξης του στοιχείου της «εύλογης υπόνοιας», εξετάσθηκαν και απαντήθηκαν τα ζητήματα της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος και αιτιολογίας του. Κατέληξε ως ακολούθως ο Δικαστής Καλλής, εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σελ. 1103-1104:       

«Τα επόμενα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πόσο,

 

(α) τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν ή όχι την έκδοση του εντάλματος αναγκαία (βλ. Πολυκάρπου, πιο πάνω), και

 

(β) κατά πόσο το ένταλμα είναι αιτιολογημένο όπως απαιτείται από το αρ. 11.3 του Συντάγματος.

 

Ως προς το πρώτο ερώτημα έχουμε την άποψη πως οδηγός για τον προσδιορισμό της αναγκαιότητας είναι η φύση και σοβαρότητα των αδικημάτων. Θεωρούμε ότι η σοβαρότητα και η φύση των αδικημάτων καθιστούσαν αναγκαία την έκδοση του επίδικου εντάλματος.

 

Ως προς το δεύτερο ερώτημα το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης (βλ. Μ.Χ. Δικηγόρος (1993) 1 Α.Α.Δ. 734).

 

Μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση  (Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195).

 

Στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί ένα από τους τύπους της πράξης. Στην περίπτωση που μας απασχολεί ο τύπος του εντάλματος προδιαγράφεται από το αρ. 19 του Κεφ. 155. Υπογραμμίζεται ότι το άρθρο αυτό απαιτεί «επίσης και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος».

 

Εξέταση του επίδικου εντάλματος αποκαλύπτει ότι συνάδει πλήρως με τις προδιαγραφές του αρ. 19 του Κεφ. 155. Η συμπερίληψη της πιο πάνω βεβαίωσης δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος προκύπτει από τη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος, όπως περιγράφεται στη σχετική ένορκη δήλωση.

 

Από το κείμενο του επίδικου εντάλματος προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος. Αυτός είναι η ύπαρξη υπόνοιας για τη διάπραξη αδικήματος από την εφεσείουσα. Ακολουθεί πως η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας δεν ευσταθεί.»

 

 

 

Τα κριθέντα στην υπόθεση Παναγιώτου βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην υπό εξέταση περίπτωση.

 

Η σοβαρότητα των υπό διερεύνηση αδικημάτων είναι δεδομένη. Τα όσα προηγήθηκαν της σύλληψης του Αιτητή επιμαρτυρούν το βάσιμο των πληροφοριών που εξασφάλισε η Αστυνομία, αξιοποίηση των οποίων οδήγησε στον εντοπισμό εμπορευματοκιβωτίου, που εισήχθη στη Δημοκρατία ατμοπλοϊκώς από τον Καναδά και εντός του οποίου ανευρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Η διερεύνηση  οδήγησε στην καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον έξι φυσικών προσώπων, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού.

 

Μεταγενέστερα, λήφθηκε η πληροφορία που αφορούσε τον Αιτητή και στοιχειοθετήθηκε, στη βάση σφαιρικής αντίκρισης του επίδικου όρκου, η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας στο πρόσωπό του. Το γεγονός ότι προηγήθηκαν έρευνες της Αστυνομίας που οδήγησαν στη σύλληψη άλλων προσώπων, αλλά και στην ανεύρεση των ναρκωτικών ουσιών, δεν αναιρούσε την αναγκαιότητα σύλληψης του Αιτητή. Ηταν επιβαλλόμενη ενέργεια προς την κατεύθυνση ορθής, αποτελεσματικής και εις βάθος εξιχνίασης της όλης υπόθεσης. Το ανακριτικό έργο επέβαλλε πλέον τη διερεύνηση όλων των νέων στοιχείων που προέκυπταν και την νομικά επαρκή στοιχειοθέτηση τυχόν παράνομης εμπλοκής του Αιτητή στην όλη έκνομη συμπεριφορά. Παρεμβάλλεται ότι της σύλληψης του Αιτητή ακολούθησε προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς προσωποκράτησής του.  Εκδόθηκε εναντίον του σχετικό διάταγμα, το οποίο, σε αντίθεση με το υπό εξέταση ένταλμα σύλληψης, δεν έχει προσβληθεί με έφεση.

 

Καταληκτικά, η συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων, το πρώιμο στάδιο και η ανάγκη για πλήρη εξιχνίαση, δεδομένων των νέων πληροφοριών που είχε στα χέρια της η Αστυνομία, οι οποίες και οδήγησαν στον εντοπισμό του Αιτητή, επισφράγιζαν και την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου εντάλματος σύλληψης, το οποίο ήταν δεόντως αιτιολογημένο και κάλυπτε το σύνολο των προνοιών και προϋποθέσεων του Νόμου.

 

Αναπόδραστα, η αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο