ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A409
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 134/2014
28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
I.S.A. & E.B. LTD
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητο/ιΕναγόμενοι
--------------------
Κ. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες
Θ. Καουτζιάνη (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
-------------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Οι Ενάγοντες/Εφεσείοντες διατηρούσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο τραπεζικό λογαριασμό με τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους, Τραπεζικό Οργανισμό. Ο λογαριασμός έφερε τον αριθμό 0554-11-008753-00 και διατηρείτο στο υποκατάστημα των Εφεσίβλητων στην Λεωφ. Μακαρίου, Λάρνακα. Στις 18.12.2007 οι Εναγόμενοι μετέφεραν από τον ως άνω λογαριασμό το ποσό των Λ.Κ.18.000 στον λογαριασμό 0550-11-037312-00 της Δ.Μ. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ ΛΤΔ. Οι Εφεσείοντες με την αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι η άνω μεταφορά έγινε χωρίς τις οδηγίες και/ή εξουσιοδότηση και/ή εντολή τους και/ή κατά παράβαση της Τραπεζικής πρακτικής και αξίωσαν το ισόποσο ποσό πλέον τόκους προς 9% ετησίως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία βρήκε ότι η επίδικη μεταφορά έγινε κατόπιν "εκ των προτέρων επιβεβαιωτικών οδηγιών και έγκριση εκ μέρους της Διευθυντού της Εναγούσης[1] προς τους Εναγόμενους". Διεπίστωσε περαιτέρω ότι ο "ιδιοκτήτης" της Δ.Μ. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ ΛΤΔ ονόματι xxx Μεσαρίτης είχε συζυγική σχέση με την Διευθύντρια των Εφεσειόντων, είχαν "αγαστή συνεργασία σε επίπεδο εταιρειών κατά τρόπον που διακινούσαν χρήματα από τον λογαριασμό της μιας εταιρείας στο λογαριασμό της άλλης, αναλόγως των αναγκών και των επιθυμιών τους".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εμπεριστατωμένη απόφαση του ημερ. 31.3.2014 απόρριψε την Απαίτηση των Εφεσειόντων.
Οι Εφεσείοντες με 17 λόγους προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η εκδοχή των Εφεσειόντων τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από μια μάρτυρα, την κα xxx Αντωνίου (Μ.Ε.1) η οποία κατάθεσε στην Ρώσικη γλώσσα και χρησιμοποιήθηκαν οι υπηρεσίες μεταφράστριας για μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την μαρτυρία της, την έκρινε ως αναξιόπιστη με αποτέλεσμα να μην μπορεί να στηριχθεί επ' αυτής αναφορικά με τα αμφισβητούμενα ζητήματα.
Από τους λόγους έφεσης οι τέσσερις (4) αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Ε. 1 xxx Αντωνίου και ειδικότερα ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτή μιλούσε και καταλάβαινε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα (8ος λόγος), ότι γνώριζε για την εταιρεία του συζύγου της προ του Δεκεμβρίου 2007 (9ος λόγος), ότι μίλησε τηλεφωνικά και έδωσε οδηγίες για την επίδικη μεταφορά στην Μ.Υ.1 (12ος λόγος) και ότι δεν έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο την δέουσα σημασία στο γεγονός ότι δεν δόθηκε μαρτυρία για την τηλεφωνική κλήση που ισχυρίζονται οι υπαλλήλοι των Εφεσίβλητων ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ της Μ.Υ.1 και Μ.Ε. Διευθύντριας των Εφεσειόντων (16ος λόγος).
Διά το τελευταίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η επίδικη μεταφορά χρημάτων έγινε μετά από τηλεφωνική έγκριση που έλαβε η Μ.Υ.1 υπάλληλος των Εφεσιβλήτων. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως ακολούθως:
"Δεν θεωρώ ότι η Μ.Υ.1 είχε οποιοδήποτε λόγο να αγνοήσει την Μ.Ε και να προβεί στη μεταφορά ενός τέτοιου ποσού με βάση οδηγίες του συζύγου της διευθύντριας της δικαιούχου εταιρείας. Η επιβεβαίωση από την Μ.Ε ήταν το ελάχιστο που όφειλε να πράξει και δέχομαι πως έτσι ενήργησε. Μίλησε τηλεφωνικώς με την Μ.Ε, η οποία όντως τής έδωσε την έγκριση να προχωρήσει και ολοκληρώσει τη μεταφορά, εξηγώντας της ότι λόγω αιματολογικών προβλημάτων υγείας δεν θα μπορούσε να περάσει αυθημερόν να υπογράψει (όπως είχε πράξει στην προηγούμενη μεταφορά των Λ.Κ.8.000). Επιβεβαίωσε δε, στη Μ.Υ.1, πως θα διευθετούσε την υπογραφή των αναγκαίων εγγράφων σε επόμενη επίσκεψή της στο εν λόγω κατάστημα. Την πρωτογενή γνώση περί επικοινωνίας με την Μ.Ε κατέχει βεβαίως μόνον η Μ.Υ.1, η οποία γνώριζε και την ίδια προσωπικά και τη φωνή της σε βαθμό που δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ήταν σίγουρη με ποια συνομίλησε. Ο Μ.Υ.3 απλώς επιβεβαιώνει διάφορα τμήματα των παραπλήσιων αυτών διαδραματισθέντων γεγονότων, όπως η ενημέρωση του για τα τεκταινόμενα, η έγκριση και η υπογραφή του στα απαραίτητα έντυπα."
Επανερχόμενοι στους πιο πάνω λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγήθηκε ότι η Μ.Υ.1 είχε κίνητρο για να πει ψέματα. Ο ισχυρισμός της περί τηλεφωνικής επιβεβαίωσης από την Μ.Ε. για την επίδικη μεταφορά ήτο εκ των υστέρων σκέψεις, στην προσπάθεια της να αποκρύψει την αμέλεια της και να προστατέψει φυσικά την καριέρα της ή να αποφύγει τυχόν επιβολή κυρώσεων από τους Εφεσίβλητους. Το γεγονός ότι δεν δόθησαν οδηγίες από την Μ.Ε., σύμφωνα πάντοτε με τον συνήγορο, φαίνεται και από το Τεκμ. 1, το σχετικό έντυπο μεταφοράς των χρημάτων, όπου δεν σημειώνεται ότι δόθησαν τηλεφωνικές οδηγίες. Αντίθετη, βέβαια, ήτο η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσίβλητους η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα αξιοπιστίας επαναλαμβάνουμε για ακόμη μια φορά τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην Παπακόκκινου xxx κ.α. ν. xxx Σμυρλή κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653:
«Σχετικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Λευκαρίτη και Άλλων ν. Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, ν. Λευκαρίτη και Άλλων (2000) 1 Α.Α.Δ. 194, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 207 και 208:
"Aναφορικά με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει εκτενής νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πελεκάνου ν. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:
"Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714. Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος xxx ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1(ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου ν. Λοζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου ν. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351)."
Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας. (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).
Οι αρχές επέμβασης στα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο νομολογίας. Σχετικά παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Koudellaris v. Christoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366 στη σελ. 372:
"Τhe principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether the conclusion originally reached upon that evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.
The Court should be 'satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not be sufficient to explain or justify the trial judge's conclusion' (Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas (supra) at p. 488) before it disturbs its findings of fact. On the dispute,but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in as good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Bursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267."
Σχετικό είναι επίσης και το πιο κάτω απόσπασμα από την xxx Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010 από τις σελ. 2014 και 2015:
Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. xxx Χριστοδουλίδου και άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).
Περαιτέρω, στην Ιoannου ν. Μavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ.111:
"Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge. Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge's findings is wrong, this Court will not interfere with such findings."
Επίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα ευρημάτων αξιοπιστίας "it must be shown that the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so." (σελ.553). (Αρτέμης, Δ.).»
Εξετάσαμε τα όσα μας τέθησαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εφεσείοντες και ανατρέξαμε όπου αυτό ήτο αναγκαίο στα πρακτικά της υπόθεσης. Η εξέταση μας αυτή κατέδειξε ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου για τους Εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε με πλήρη λεπτομέρεια τους λόγους απόρριψης των ισχυρισμών της Μ.Ε. Σχετικά με τον λόγο έφεσης ότι η Μ.Ε. δεν καταλάβαινε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.
"Εν πρώτοις σχημάτισα την εικόνα ότι προσπαθούσε ανεπιτυχώς να πείσει ότι δεν αντιλαμβάνεται καλά την Ελληνική γλώσσα, κάτι το οποίο δεν ευσταθεί, όπως έχει διαφανεί. Αρχικά είπε ότι καταλαβαίνει και μιλά Ελληνικά, αλλά αμέσως έσπευσε με φανερή επιτηδειότητα να διευκρινίσει ότι καταλαβαίνει μόνο πολύ απλά πράγματα. Αργότερα δέχθηκε ότι όταν επισκέφθηκε, το 2007 τους Εναγόμενους μίλησε στα Ελληνικά μαζί τους και ζήτησε σ΄ αυτή τη γλώσσα ενοικιαγορές, δάνειο και τρεχούμενο λογαριασμό. Μάλιστα όπως θα διαφανεί υπέγραψε και σειρά σχετικών εγγράφων στα Ελληνικά για τα οποία στην ακρόαση παραδέχθηκε ότι δεν ζήτησε να της τα εξηγήσουν διότι ακριβώς κατανοούσε τη γλώσσα. Αλλά και πάλιν επανήλθε προσπαθώντας να πείσει ότι συνοδευόταν από άλλη κοπέλα (κάποια Λένα) η οποία καταλάβαινε Αγγλικά, αναιρώντας έτσι την προηγηθείσα θέση της και χωρίς να εξηγήσει ποιος μιλούσε στα Αγγλικά με την εν λόγω κοπέλα, ούτως ώστε η τελευταία να μεταφράζει στη μητρική γλώσσα της Μ.Ε.
Δεν μπορώ να δεχθώ ότι η Μ.Ε. είχε οποιοδήποτε πρόβλημα στη γλώσσα είτε κατά την άφιξη της στην Κύπρο, είτε μεταγενέστερα. Υπενθυμίζω ότι είχε νυμφευθεί Κύπριο (xxx Μεσαρίτη) με τον οποίο έζησαν μαζί για 4 έτη στην Ελλάδα πριν εγκατασταθούν στην Κύπρο το 2007. Η ικανότητα της όσον αφορά την Ελληνική γλώσσα επιβεβαιώνεται όχι μόνον από τις αρχικές αυθόρμητες θέσεις της, αλλά και από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, καθώς και από το ότι ενώπιον μου σε κάποιες ερωτήσεις η Μ.Ε. απαντούσε αυθόρμητα στα Ελληνικά πριν καν τής μεταφραστούν οι ερωτήσεις (π.χ. οι απαντήσεις «Δεν το θυμάμαι αυτό» και «Έτσι έγιναν τα πράγματα»). Θεωρώ ότι σκοπίμως η Μ.Ε. άφηνε να αιωρούνται κάποιες αμφιβολίες για την ικανότητα χρήσης της Ελληνικής, με απώτερο σκοπό να τίθενται σε αμφιβολία η δυνατότητα επικοινωνίας με υπαλλήλους των Εναγομένων ή η κατανόηση κάποιων εγγράφων, πράγμα όμως το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια."
Η πιο πάνω αξιολόγηση είναι πλήρως ορθή και δικαιολογημένη στηριζόμενη πάνω σε αποδεκτή μαρτυρία. Η αιτιολογία είναι επαρκής και βάσιμη χωρίς κανένα απολύτως έρεισμα επέμβασης μας. Το ίδιο ισχύει και για το συμπέρασμα του ότι η Μ.Ε. γνώριζε για την εταιρεία του συζύγου της προ του Δεκεμβρίου 2007. Αυτό πιστοποιείτο και τεκμηριώθηκε από τραπεζικές δοσοληψίες που προηγήθησαν. Συναφώς ούτε ο λόγος έφεσης αρ. 9 μπορεί να επιτύχει. Όσον αφορά τους υπόλοιπους δύο λόγους (12ος και 16ος), πέραν του ότι αποδέκτηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 περί τηλεφωνικής έγκρισης της επίδικης μεταφοράς χρημάτων, συνηγορούν προς τούτο πολλά άλλα κομμάτια της μαρτυρίας, όπως οι τραπεζικές καταστάσεις που λάμβανε η Μ.Ε. των επίδικων λογαριασμών και δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για τη σχετική χρέωση. Επίσης, όταν στις 19.8.2008 τερματίστηκε με επιστολή (τεκμ. 16) η λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και κλήθησαν οι Εφεσείοντες όπως καταβάλουν το χρεωστικό υπόλοιπο των €28.612 και πάλι δεν διαμαρτυρήθηκαν για την επίδικη μεταφορά που προηγήθηκε χρονικά. Ακόμη και όταν κινήθηκε η αγωγή αρ. 553/09 στις 25.2.2009 για το οφειλόμενο ποσό του τρεχούμενου επίδικου λογαριασμού (τεκμ. 22) οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να εμφανιστούν οπότε στις 6.7.2009 εξεδόθη απόφαση εναντίον τους. Αυτά είναι μερικά μόνο μέρη της μαρτυρίας που καταδεικνύουν χωρίς δυσκολία την ορθότητα της πρωτόδικης αξιολόγησης και παράλληλα απόρριψης της εκδοχής της Μ.Ε. και συνεπακόλουθα των Εφεσειόντων.
Δεδομένων των πιο πάνω , αλλά κυρίως τα όσα βάσιμα με λεπτομέρεια αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν καθόλα ορθή, μέσα στα λογικά πλαίσια και δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης μας.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα πιο πάνω και ειδικότερα ότι η επίδικη μεταφορά χρημάτων έγινε με τις προφορικές οδηγίες και εκ των υστέρων έγκριση της Μ.Ε., Διευθύντρια των Εφεσειόντων και ότι η εκδοχή των Εφεσειόντων όπως αυτή προωθήθηκε μέσω της Μ.Ε. απορρίφθηκε, δεν μένει οτιδήποτε άλλο για εξέταση παρά τυχόν ευθύνη των Εφεσιβλήτων για την μεταφορά των χρημάτων χωρίς τις έγγραφες οδηγίες και/ή γραπτής έγκρισης της Μ.Ε. ως Διευθύντριας των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την μεταξύ τους συμφωνία λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων δεν μας παρέπεμψε σε οτιδήποτε σχετικό για να υποστηρίξει το ζήτημα αυτό.
Στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.α. Π.Ε. 371/2009 ημερ. 16.2.2015, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
"Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία. Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.
Στο σύγγραμμα The Law and Practice of Banking, Vol. 1, Banker and Customer του M. Haiden, σελ. 241 αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη. Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι' αγωγή γι' αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. (1930) A.C. 657).
Επίσης στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking 13η έκδοση σελ. 408, αναφέρονται τ' ακόλουθα:
«When executing the customer's instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer's agent. (Royal Products Ltd. v. Midland Bank Ltd. (1981) 2 Lloyd's Rep. 194, 198). Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer's orders. The duty arises both at common law and under statute."
Μας βρίσκει συνεπώς σύμφωνους η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες κατά το χρόνο που αυτοί πλήρωναν την Ιταλική εταιρεία κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων 1/εναγόντων και σε συμφωνία με τη μέθοδο πληρωμής, ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι τους και όφειλαν να διεκπεραιώσουν την πληρωμή σύμφωνα με τις οδηγίες τους (άρθρο 171 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149) όπως και να καταβάλουν τη δεξιότητα που αναφέρεται στο άρθρο 172 του Κεφ. 149."
Σχετική επίσης είναι η Hellenic Bank Public Company v. xxx Ζαχαριάδου Π.Ε. 13/2014 ημερ. 11.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:A92 όπου υιοθετήθηκε η London Joint Stock Bank Limited v. McMillan & Another (1918) A.C. 777 όπου αποφασίστηκε ότι "εάν η τράπεζα πληρώσει σύμφωνα με το mandate του λογαριασμού τότε αυτή δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη".
Στην παρούσα υπόθεση, η συμφωνία των μερών για το άνοιγμα και λειτουργία του επίδικου λογαριασμού είναι το τεκμ. 5, συμφωνία ημερ. 21.9.1997. Από αυτή δεν διαπιστώνουμε αλλά ούτε και μας υπεδείχθη, παράβαση κάποιου όρου της. Είναι συνεπώς η κατάληξη μας ότι δεν παρατηρείται οποιαδήποτε παράβαση της μεταξύ των μερών συμφωνίας. Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κρίσης μας, καθίστανται ακαδημαϊκοί και χωρίς αξία στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης τους.
Η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/γκ
[1] [Σημ.: της Μ.Ε.1 xxx Αντωνίου]