ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A402
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 1/2021)
21 Σεπτεμβρίου 2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ PAFICO LTD, PAFICO DEVELOPERS LTD ΚΑΙ ΤΟΥ xxx ΦΙΚΑΡΔΟΥ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ - CERTIORARI ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ - PROHIBITION ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡ. 19/11/2020 ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/08/2020 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡ. 704/2020, ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΩΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ΑΡ. 704/2020 ΠΟΥ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
-----------------
Ανδρέας Κασιανής για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για τους Εφεσείοντες.
-----------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
--------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση των Εφεσείοντων για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Οι Εφεσείοντες, που είχαν υποθηκεύσει ακίνητες ιδιοκτησίες τους προς όφελος τράπεζας (εναγόμενης 2), με αγωγή που καταχώρησαν στο Ε.Δ. Πάφου, αξίωναν, μεταξύ άλλων, ότι οι διαδικασίες εκποίησης τους, από εταιρεία (εναγόμενη 1) στην οποία η τράπεζα είχε μεταβιβάσει τα δικαιώματα της, ήταν παράνομες και άκυρες. Ένα περίπου μήνα μετά την καταχώρηση της αγωγής, καταχώρησαν αίτηση για διάταγμα που να απαγορεύει στην εναγόμενη 1 να προωθεί τις διαδικασίες εκποίησης και διάταγμα που να τις αναστέλλει. Διεξάχθηκε ακρόαση και την 19.11.2020 εκδόθηκε απόφαση με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε. Όπως διατυπώθηκε στο τέλος της απόφασης, δεν είχε ικανοποιηθεί η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), να ήταν δηλαδή δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα: «Συνεπώς κρίνεται ότι δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση». Και αυτό στη βάση ότι η εναγόμενη 1 ήταν φερέγγυα και θα μπορούσε να ικανοποιήσει χρηματικά τις ζημιές των Εφεσείοντων, αν ήθελε στο τέλος φανεί ότι οι ιδιοκτησίες τους πωλήθηκαν ενώ δεν θα έπρεπε.
Αποτάθηκαν στη συνέχεια οι Εφεσείοντες στο Ανώτατο Δικαστήριο, επικαλούμενοι την προνομιακή του δικαιοδοσία, ζητώντας άδεια για καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση «ή και αντικατάσταση» της απόφασης ημερ.19.11.2020, αλλά και της αναστολής της εκτέλεσης της, παρά το ότι ως απορριπτική απόφαση δεν υπόκειται σε εκτέλεση. Σημειώνουμε ακόμα πως ούτε και η τυχόν ακύρωση της θα επέφερε άμεσα το επιθυμητό για τους Εφεσείοντες αποτέλεσμα. Ευχέρεια για την «αντικατάσταση» της απόφασης, δηλαδή της έκδοσης του διατάγματος θα είχε, στην κατάλληλη περίπτωση, το Εφετείο, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 25(3) του Ν.14/1960, όχι όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.
Η επιχειρηματολογία των Εφεσείοντων ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου εδραζόταν στη νομική θέση ότι όταν το αιτούμενο διάταγμα αφορά σε περιουσία που είναι αντικείμενο της αγωγής, η έκδοση του οποίου εξετάζεται στη βάση των προνοιών του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6[1] και δεν πρέπει να εμπλέκονται οι προϋποθέσεις της επιφύλαξης του άρθρου 32 του Ν.14/1960.[2] Επικαλέστηκαν προς τούτο την Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231. Εφόσον τέτοια ήταν η περίπτωση, με αντικείμενο της αγωγής τα ενυπόθηκα ακίνητα των Εφεσείοντων, καταλογιζόταν στο κατώτερο Δικαστήριο ότι έσφαλε και αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι έπρεπε να λάβει υπόψη τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης του άρθρου 32. Το κατώτερο Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας την υπόδειξη στην Papastratis ότι όταν η περιουσία είναι αντικείμενο της αγωγής, τότε το άρθρο 4 μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/1960, ανάφερε ότι: «Όμως: Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο τούτο, πρέπει να οδηγηθεί από τις γενικές αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και είναι συνετό οι προϋποθέσεις εκείνες να ληφθούν υπόψη, αφού το άρθρο 32 έχει μια ευρύτερη εμβέλεια».
Κατά τους Εφεσείοντες, η προσέγγιση του κατώτερου Δικαστηρίου συνιστούσε νομική και πραγματική πλάνη, καταφανή από την απόφαση του και ότι υπερέβηκε την εξουσία και δικαιοδοσία του με αποτέλεσμα η απόφαση του να είναι παράνομη. Επειδή η αίτηση τους δεν αποφασίστηκε «υπό το πρίσμα του άρθρου 4 του Κεφ.6» έθεσαν ζήτημα παραβίασης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων για δίκαια δίκη, αλλά και στην περιουσία τους, Άρθρα 30 και 23 του Συντάγματος αντίστοιχα. Ακόμα ήγειραν ζητήματα που αφορούσαν στη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα νομικά σφάλματα που οι Εφεσείοντες καταλόγιζαν στο κατώτερο Δικαστήριο δεν ήταν κατάδηλα. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε υπόψη του τόσο το άρθρο 4 του Κεφ.6, όσο και το άρθρο 32 του Ν.14/1960 και άσκησε τη δικαστική του κρίση. Διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ουσιαστικά αυτό που πληττόταν ήταν η ορθότητα και όχι η νομιμότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Προς τούτο, ανάφερε, οι Εφεσείοντες είχαν στη διάθεση τους το ένδικο μέσο της έφεσης, στα πλαίσια της οποίας θα μπορούσε να κριθεί κατά πόσο η κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ορθή ή εσφαλμένη.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Όλοι περιστρέφονται γύρω από το ίδιο ζήτημα. Στη βάση της κύριας τους θέσης ότι στην περίπτωση τους εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.6, χωρίς να υπεισέρχονται προς εξέταση οι προϋποθέσεις της επιφύλαξης του άρθρου 32 του Ν.14/1960, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά: αποφάσισε ότι οι Εφεσείοντες στόχευαν στην ορθότητα και όχι νομιμότητα της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου (λόγος έφεσης 1), απέρριψε την θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε υπό έκδηλη νομική πλάνη και υπέρβαση εξουσίας (λόγος έφεσης 2), έκρινε ότι δεν παραβιάστηκαν τα συνταγματικά τους δικαιώματα (λόγος έφεσης 3), διαπίστωσε ότι δεν καταδεικνυόταν νομικό σφάλμα στην όψη του πρακτικού (λόγος έφεσης 4), έκρινε ότι παρεχόταν εναλλακτική θεραπεία μέσω του ενδίκου μέσου της έφεσης (λόγος έφεσης 5) και εν κατακλείδι απέρριψε την αίτηση για άδεια (λόγος έφεσης 6).
Αυτό που κατ' ουσία καταλογιζόταν στο κατώτερο Δικαστήριο και στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι απέτυχε να διακρίνει, είναι ότι από μόνο του περιόρισε τη διακριτική ευχέρεια που του έδινε το άρθρο 4 του Κεφ.6, θεωρώντας ότι «πρέπει» ή «είναι συνετό» να ληφθούν υπόψη οι γενικές αρχές του άρθρου 32 του Ν.14/1960. Προσεκτική, όμως, ανάγνωση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου αναδεικνύει ότι αυτό δεν είχε θεωρήσει, υπό πλάνη όπως του καταλογίστηκε, ότι το άρθρο 32 εφαρμοζόταν. Αυτό που έκανε ήταν, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 4 του Κεφ.6, να καθοδηγηθεί από τις γενικές αρχές του άρθρου 32 του Ν.14/1960. Και στην Papastratis, που ήταν η προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας των Εφεσείοντων, δεν αποφασίστηκε κατά τρόπο θετικό ότι όταν η περιουσία είναι το αντικείμενο της αγωγής δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη οι αρχές του άρθρου 32 του Ν.14/1960. Ό,τι αποφασίστηκε ήταν πως με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου η περιουσία είναι το αντικείμενο της αγωγής, το άρθρο 4 του Κεφ.6 δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/1960.
Το άρθρο 4 του Κεφ.6 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα για τη διατήρηση, φύλαξη ή κατακράτηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής (Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 258-9, Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Tr. Co. Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1661, Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980, 1988 και Rapp v. Sinden κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. Ε191/2014, ημερ.20.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:A106). Τέτοιο διάταγμα εκδίδεται για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία.
Όταν μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, δηλαδή με την έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή, ό,τι προβλέπει δηλαδή η τρίτη προϋπόθεση της επιφύλαξης του άρθρου 32 του Ν.14/1960, η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι συνήθως αχρείαστη. Αυτό συμβαίνει σε κάθε περίπτωση, περιλαμβανομένων εκείνων όπου εφαρμόζεται το άρθρο 4 του Κεφ.6 και το αιτούμενο διάταγμα αφορά σε περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής. Το άρθρο 4 με εξειδικευμένες αναφορές σε σχέση με την περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, ουσιαστικά ενσωματώνει την ίδια φιλοσοφία. Η αναφορά σε «παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό . να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία» αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, απολήγει στο ότι αν δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί κατά της έκδοσης του διατάγματος. Κατά πόσο μπορεί να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αν η περιουσία αντικείμενο της αγωγής δεν προστατευτεί με την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, είναι ζήτημα πραγματικό, που εξετάζεται στη βάση των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης.
Παρεμβάλλουμε στο στάδιο αυτό το απόσπασμα που ακολουθεί από την Rapp, όπου είχε αναφερθεί σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 4 του Κεφ.6 ότι:
«Το άρθρο 4 του Κεφ.6 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα για τη διατήρηση, φύλαξη ή κατακράτηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής και το επίδικο στην αίτηση ακίνητο ήταν αντικείμενο στην αγωγή.
Ενδιαφέρει η προϋπόθεση για την εφαρμογή του που αφορά στην παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, να προκληθούν στην περιουσία που αποτελεί αντικείμενο της αγωγής. Το μέτρο είναι συνυφασμένο με αυτό που εφαρμόζεται σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Στην Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Tr. Co. Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1661, αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 4 δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου και πως αρκεί η διαπίστωση ότι η περιουσία που είναι αντικείμενο της αγωγής αντιμετωπίζει κίνδυνο. Το αντικείμενο της αγωγής ήταν αυτοκίνητα. Δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία που να υποστηρίζει την ύπαρξη κινδύνου καταστροφής τους, ούτε και πρόθεσης του εναγομένου να τα αποξενώσει ή διαθέσει. Κρίθηκε πως επειδή τα επίδικα αντικείμενα ήταν αυτοκίνητα, υπόκειντο σε κινδύνους καταστροφής ή πρόκλησης ζημιάς. Εγγενείς δηλαδή κινδύνους απώλειας ή ζημιάς λόγω της φύση των αντικειμένων.
Στην περίπτωση ακίνητης ιδιοκτησίας, ακόμα και όταν είναι αναπτυγμένη, συνήθως οι κίνδυνοι αφορούν στην αποξένωση ή επιβάρυνση της παρά στην πρόκληση ζημιάς σε αυτή. Η αποξένωση ακινήτου από τον ιδιοκτήτη του δεν συνιστά εγγενή κίνδυνο της ακίνητης ιδιοκτησίας, αλλά μια πιθανότητα, μικρή ή μεγάλη ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης. Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για διαφήμιση του ακινήτου προς πώληση, έστω και αν δεν μπορούσε να διαπιστωθεί κατά πόσο η ανάρτηση της στο διαδίκτυο ήταν πρόσφατη σε σχέση με τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης, δικαιολογούσε την ενεργοποίηση του άρθρου 4, εφόσον θα συνέτρεχαν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Καταλήγουμε ότι η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί δεν είχε τεκμηριωθεί πραγματικός κίνδυνος πώλησης του επίδικου ακινήτου ήταν εσφαλμένη. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το νομικό ζήτημα λανθασμένα, οδηγούμενο έτσι να αναζητήσει γεγονότα που δεν ήταν απαραίτητο να καταδειχθούν.»
Και στην προκειμένη περίπτωση, όπου επικεντρώθηκε το ζήτημα ήταν στην ενδεχόμενη πρόκληση απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού των Εφεσείοντων και όχι στην ίδια την περιουσία. Δεν εγέρθηκε ζήτημα ζημιάς στα ακίνητα, αλλά μεταβίβασης της κυριότητας τους σε τρίτα πρόσωπα. Η ουσία του παραπόνου των Εφεσείοντων, όπως εκφράζεται στην αγόρευση των δικηγόρων τους, είναι ότι το κατώτερο Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει τον κίνδυνο εκποίησης των επίδικων ακινήτων, εξομοίωσε το δικαίωμα τους σε αυτά με την απόδοση σε αυτούς της χρηματικής τους αξίας, στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής και έτσι έκρινε ότι μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη στο τέλος της αγωγής χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Η προσέγγιση αυτή του κατώτερου Δικαστηρίου, στην περίπτωση που είναι εσφαλμένη, είναι εσφαλμένη είτε η υπόθεση αντικριστεί κάτω από το άρθρο 32 του Ν.14/1960, είτε αποκλειστικά κάτω από το άρθρο 4 του Κεφ.6.
Όμως, το κατώτερο Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να θεωρήσει ότι οι Εφεσείοντες δεν θα είχαν απώλεια, ζημιά ή δυσμενή επηρεασμό εφόσον θα μπορούσαν να αποζημιωθούν σε χρήμα και επομένως, τα ακίνητα αντικείμενα της αγωγής δεν έχρηζαν προστασίας. Εάν η θεώρηση αυτή είναι εσφαλμένη αυτό δεν σημαίνει ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε περιορίσει την εξουσία του δυνάμει του άρθρου 4 του Κεφ.6, αλλά ότι την άσκησε με τρόπο εσφαλμένο.
Παρενθετικά, αφού θα μπορούσε να απασχολήσει μόνο σε έφεση κατά της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, σημειώνουμε πως όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, το επιμέρους ζήτημα είχε συζητηθεί σε άλλη βάση. Αναφέρεται στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι: «Η θέση των [Εφεσείοντων] είναι πως η μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα τους επιφέρει σημαντικές ζημιές και απώλειες, θα τους στερήσει εισοδήματα αφού ενοικιάζουν κάποια από τα ακίνητα και θα απωλέσουν την επαγγελματική τους στέγη, η οποία βρίσκεται επί του ακινήτου [περιγράφεται ένα από τα επίδικα ακίνητα].»
Συμφωνούμε λοιπόν με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση της αίτησης των Εφεσείοντων. Το κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του στο άρθρο 4 του Κεφ.6 και σε σχετική με την εφαρμογή του νομολογία (Papastratis και Compania Maritime v. Sponsalia Shipping (1987) 1 C.L.R. 11). Έκρινε ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας: «πρέπει να οδηγηθεί από τις γενικές αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και είναι συνετό οι προϋποθέσεις εκείνες, να ληφθούν υπόψη». Ότι η εναγόμενη 1 ήταν φερέγγυα και θα μπορούσε χρηματικά να ικανοποιήσει τις ζημιές των Εφεσείοντων, αν ήθελε στο τέλος φανεί ότι τα ακίνητα τους πωλήθηκαν ενώ δεν θα έπρεπε, οδήγησε το κατώτερο Δικαστήριο στο να μην ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Σε πλήρη συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγουμε ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση υπέρβασης εξουσίας ή έκδηλης νομικής πλάνης από το κατώτερο Δικαστήριο. Ό,τι πραγματικά εγειρόταν ήταν κατά πόσο η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ορθή ή εσφαλμένη. Προς διαπίστωση τούτου, το ένδικο μέσο της έφεσης, όχι μόνο ήταν διαθέσιμο στους Εφεσείοντες, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ήταν και η μόνη δικονομική οδός που θα μπορούσε να επιφέρει το επιθυμητό γι΄αυτούς αποτέλεσμα.
Η αναφορά στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 5 ότι η έφεση δεν παρείχε αποτελεσματική θεραπεία, αφού η εναγόμενη 1 επεδίωκε τη δημιουργία τετελεσμένων προτού τελεσφορήσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, δεν θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να δικαιολογήσει τη χορήγηση της άδειας, ακόμα και αν είχε διαπιστωθεί υπέρβαση εξουσίας. Και σε κάθε περίπτωση παραγνωρίζει αυτό που από την αρχή είχαμε διαπιστώσει, ότι δηλαδή ούτε με την αναστολή, αλλά ούτε και με την ακύρωση της υπό έλεγχο απόφασης θα εξασφαλιζόταν η διαφύλαξη της περιουσίας των Εφεσείοντων, δηλαδή η μη αποξένωση τους με την εκποίηση των σχετικών υποθηκών. Επί του προκειμένου, υιοθετούμε τα όσα εύστοχα επισημάνθηκαν στην Επί τοις αφορώσι την αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφ. 314/2017, ημερ.1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474, ότι:
«Η φύση του εντάλματος certiorari είναι αποκλειστικά ακυρωτική.[1] Απαιτείται δε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία. Ένα διάταγμα certiorari δεν εκδίδεται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο. Ακόμα και αν καταδειχθεί καλός λόγος, η έκδοση του δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική συνέπεια. Όπως αναφέρεται στους Halsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol.11, σελ. 141:
«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»
[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία το ένταλμα certiorari έχει μετονομαστεί σε «quashing order», βλ. Senior Courts Act 1981 s.29, όπως τροποποιήθηκε το 2004.»
Αυτό φαίνεται να αναγνωρίζεται από τους Εφεσείοντες που, ωστόσο, θεωρούν ότι αναγάγει την περίπτωση τους σε εξαιρετική περίσταση και εμμένουν ότι η άδεια θα έπρεπε να χορηγηθεί, χωρίς να εξηγούν το πρακτικό αποτέλεσμα που θα είχε, ακόμα και αν ήταν δυνατό να δοθεί.
Καταλήγουμε ότι ουδείς λόγος έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
I. Ιωαννίδης, Δ.
[1] 4.(1)- Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικήςαπόφασης.
[2] Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov.