ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A300
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 45/20
1 Ιουλίου, 2021
[Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ,
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/07/2019, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ Α/ΑΣΤΥΦ. ΧΧΧ ΠΑΝΤΕΛΗ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΧΧΧ, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. ΧΧΧ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Εφεσίβλητου/Αιτητή
......
Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα.
Χ. Γεωργίου, για Πελεκάνο και Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ν.Γ. Σάντης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της έφεσης είναι απόφαση η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Πρωτοβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») στην Αναφορικά με τον Κυριάκου, Πολ. Αίτ. 191/19, ημ. 21.1.20, ECLI:CY:AD:2020:D27 («η Πρωτόδικη Απόφαση»). Με αυτή, ακυρώθηκε (διά προνομιακού εντάλματος certiorari), ένταλμα έρευνας ημερομηνίας 18.7.19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το Κατώτερο Δικαστήριο»), που αφορούσε (κατά τη θέση της Αστυνομίας), στην οικία και υποστατικά του Εφεσίβλητου («το Ένταλμα Έρευνας»).
Το Ένταλμα Έρευνας - για ό,τι εδώ ενδιαφέρει - συμπεριλαμβάνει και τα εξής (τα οποία παραθέτουμε ανεπάφως όπως και όλες τις υπόλοιπες περικοπές στο ανά χείρας κείμενο, εκτός όπου δηλώνεται διαφορετικώς):
«..........................................Επειδή φαίνεται από την ένορκο καταγγελία του Α/Αστυφ. xxx Π., από την Υ.Κ.Α.Ν. Λεμεσού, ότι υπάρχει εύλογη υποψία βασισμένη σε μαρτυρία, ότι η οικία όπου διαμένει ο xxx Κυριάκου, Δ.Τ. xxx, Η.Γ. xxx, που βρίσκεται στην οδό xxx, αρ. xxx, Λεμεσός, παράνομα χρησιμοποιούνται για την φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β'.
Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στην πιο πάνω οικία και υποστατικά του πιο πάνω προσώπου, οποιαδήποτε μέρα και ώρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι, ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχ. Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.
Δικ.:- Κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες που συνδέουν τα αναζητούμενα τεκμήρια με την πιο πάνω οικία και υποστατικά και συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο και την Νομολογία.
Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
.........................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε ως την ουσία τής ενώπιον του υπόθεσης το κατά πόσον ήσαν επαρκή τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας ώστε να δημιουργείται εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι εντός της οικίας και υποστατικών του Εφεσίβλητου υπήρχαν τα σχετικώς αναζητούμενα πράγματα («τα πράγματα») που υποτίθεται συνδέονταν με τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων. Τα αδικήματα (τα οποία «. διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 18/03/2019, στην Λεμεσό .»), ήσαν η συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, η παράνομη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, η παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και η παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στον συνοδευτικό τού αιτήματος όρκο («ο όρκος»), με ειδικότερη μνεία στα ακόλουθα (που παραθέτουμε ανωνυμοποιημένα):
«............................................
Την 14/03/2019 εξασφαλίστηκε πληροφορία ο DM, A.R.C.xxx, από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μαζί με άλλους συνεργάτες του. εισάγουν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στην Κύπρο, ατμοπλοϊκώς σε εμπορευματοκιβώτια. Αυτός τέθηκε υπό διακριτική, περιστασιακή παρακολούθηση και το πρωί της 15/03/2019 εντοπίστηκε να έχει συνάντηση με τον ΞΚ, Δ.Τ.xxx, η οποία θεωρήθηκε ύποπτη αφού φαίνονταν να λαμβάνουν προφυλάξεις κατά πόσο τους έβλεπε οποιοσδήποτε. Κατόπιν τούτου τέθηκε υπό διακριτική, περιστασιακή παρακολούθηση και ο [ΞΚ].
Την ίδια μέρα 15/03/2019 λήφθηκε νεότερη ενημέρωση από την ίδια πηγή ότι ο M και οι συνεργάτες του εισήγαγαν ναρκωτικά στην Κύπρο από τον Καναδά σε εμπορευματοκιβώτιο. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε αυτό εισήχθηκε στην Κύπρο στο όνομα της εταιρείας xxx LTD, του ΑΚ, Δ.Τ.xxx. Δηλωμένη διεύθυνση της εταιρείας, που συστάθηκε στις 12/2/2019 είναι το διαμέρισμα όπου διαμένει ο [ΑΚ]. Το διατακτικό παραλαβής του εκδόθηκε στο όνομα της ίδιας εταιρείας με τηλέφωνο επικοινωνίας παραλήπτη, τον αριθμό τηλεφώνου του [ΞΚ], με αριθμό κλήσης xxx.
Από έλεγχο που έγινε διαπιστώθηκε ότι στις 12/3/2019 εισήχθηκαν στην Κύπρο ατμοπλοϊκώς τρία εμπορευματοκιβώτια από τον Καναδά. Το ένα από αυτά είναι το υπ' αριθμό TCKUxxx, το οποίο αφού εντοπίστηκε και θεωρήθηκε ύποπτο, τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Στις 16/3/2019 το πιο πάνω ύποπτο εμπορευματοκιβώτιο εξήχθηκε από το Νέο Λιμάνι Λεμεσού και μεταφέρθηκε σε αποθηκευτικό χώρο εταιρείας μεταφορών, όπου τέθηκε υπό συνεχή διακριτική παρακολούθηση, από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν.
Την 18/03/2019 και ώρα 14:30 έγινε συντονισμένη επέμβαση από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων σε συνεργασία με μέλη της Υ.ΚΑ.Ν, όπου από την έρευνα εντοπίστηκε κρυμμένη σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια από ψευδοτάβανα, που βρίσκονταν μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο, 373 αεροστεγείς συσκευασίες από νάυλον και αλουμινόχαρτο οι οποίες περιείχαν ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης συνολικού βάρους 83 κιλών και 627,2 γραμμαρίων και συνελήφθησαν επ' αυτοφώρω οι ΞΚ, Δ.Τ. xxx, ο ΝΠ, Δ.Τ.xxx καθώς και οι DSI, A.R.C.xxx και IΕ OJI, A.R.C.xxx, από την Νιγηρία.
Την ίδια ημέρα 18/3/2019 οι [DM] και [AΚ], συνελήφθηκαν δυνάμει δικαστικών ενταλμάτων η ώρα 22:50 και 22:40 αντίστοιχα.
Την 19/3/2019 οι [DM] και [AΚ] παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο διέταξε την κράτηση τους για περίοδο οκτώ ημερών προς διευκόλυνση των Αστυνομικών εξετάσεων.
Επίσης την ίδια ημέρα 19/3/2019 οι [ΞΚ], [ΝΠ], [DSI] και [IE OJI] παρουσιάστηκαν ενώπιον Δικαστηρίου των Βρετανικών Βάσεων το οποίο διέταξε την κράτηση τους για περίοδο επτά ημερών.
Την 20/03/19 οι [ΞΚ], [ΝΠ], [DSI] και [IE OJI], παραδόθηκαν από την Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου και συνελήφθηκαν με δικαστικά εντάλματα για συνέχιση των εξετάσεων, όπου την 21/03/19 οι[ΞΚ], [ΝΠ], [DSI] και [IE OJI], παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο διέταξε την κράτηση τους για περίοδο οκτώ ημερών προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.
Στις 29/3/2019 μετά από γραπτή μαρτυρία συνελήφθηκαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος οι 1) ΧΚ, Δ.Τ.:xxx, Η.Γ.:xxx, xxx, Λ/σός και 2) ΑΠ, Δ.Τ.:xxx, Η.Γ.:xxx, οδός xxx αρ. xxx, Λ/σός ενώ καταζητείται ο ΜΠ, Δ.Τ.:xxx, Η.Γ.:xxx, οδός xxx αρ. xxx, Αγ. Αθανάσιος, Λ/σός. Την 30/3/2019 οι πιο πάνω οδηγήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου όπου διέταξε την προσωποκράτηση τους.
Την 12/04/2019 η υπόθεση καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με κατηγορούμενους τους [DM], [AΚ], [ΞΚ], [ΝΠ], [ΧΚ] και ΑΠ, όπου παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου (Αρ. υπόθεσης xxx/2019). Οι πιο πάνω παρέμειναν υπό κράτηση, ενώ ο ΜΠ συνεχίζει να καταζητείται.
Πρόσφατα λήφθηκε πληροφορία ότι ο ύποπτος (xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ) είναι το πρόσωπο που διοργάνωσε την εισαγωγή των πιο πάνω ναρκωτικών από τον Καναδά στην Κύπρο. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία ο ύποπτος κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ταξίδεψε στον Καναδά ο ίδιος προσωπικά και διευθέτησε την αποστολή των ναρκωτικών στην Κύπρο.
Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι πράγματι κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ο ύποπτος βρισκόταν στο εξωτερικό. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με μαρτυρία που προέκυψε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης, ο ύποπτος διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα τα οποία παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας για την συγκεκριμένη υπόθεση.
Ενόψει των πιο πάνω αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του πιο πάνω υπόπτου, για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα και έρευνα της οικίας του, για ανεύρεση και περισυλλογή τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, όπως ναρκωτικά, έγγραφα, κινητά τηλέφωνα ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.α., για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.
...........................................».
Συναπάρτισε κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Ένταλμα Έρευνας στόχευε, εξ ορισμού, στην ανεύρεση και κατάσχεση «πράγματος», το οποίο δεν ήταν άλλο (ως διέκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), από το «. "αναζητούμενο" φάρμακο Τάξεως Β .», και πως εφόσον (στα περιστατικά της υπόθεσης) το υπό αναφοράν φάρμακο «. ήδη ευρίσκετο στα χέρια της Αστυνομίας από τετραμήνου, διερωτούμαι πώς δικαιολογείται η έκδοση του Εντάλματος Ερεύνης για ανεύρεση του στην οικία και υποστατικά του Αιτητή. Να σημειωθεί ότι το αίτημα της Αστυνομίας περιορίζετο στην οικία του Αιτητή και όχι σ' άλλα υποστατικά του Αιτητή». Με αυτά ως δεδομένα (κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο), κρίθηκε πως, εξ αντικειμένου, τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος «. δεν οδηγούσαν λογικά το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας ή υποψίας .» (προς έκδοσιν του Εντάλματος Έρευνας) και έτσι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κατά τα ειωθότα η έκδοση του, διότι ως το έθεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτελεί «. προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας συναρτημένης προς πράγματα (εδώ Φάρμακο Τάξεως Β), στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων νοείται να στοχεύει το Ένταλμα Ερεύνης». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πέρανε ότι δεν είχε παραχθεί «. τέτοιο υπόβαθρο και δεν πληρώθηκε η αναγκαία αυτή προϋπόθεση». Με κατά νουν τούτη την απόληξη, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να μην προχωρήσει «. στην εξέταση περαιτέρω λόγων».
Ο Εφεσείων προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με τέσσερεις, αλληλένδετους εν πολλοίς, λόγους έφεσης. Αυτοί, αδρομερώς, άπτονται της (κατ' ισχυρισμόν) εσφαλμένης ακύρωσης του Εντάλματος Έρευνας λόγω μη ικανοποίησης των προς τούτο νομοθετικώς προαπαιτούμενων (λόγος έφεσης 1), της φερόμενης παράλειψης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν «. στο σύνολο της την μαρτυρία επί της οποίας στηρίχθηκε η έκδοση του εντάλματος . με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα» (λόγος έφεσης 2), του γεγονότος ότι, παρ' όλον «. που το επίδικο ένταλμα είχε ως νομική του βάση το άρθρο 27 του Κεφ.155 και τον Ν.29/77 το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα και/ή θεώρησε ότι το επίδικο ένταλμα στηρίχθηκε αποκλειστικά στον Ν.29/77 και συνεπώς αυτό που ζητείτο αποκλειστικά ήταν ο εντοπισμός ναρκωτικών και συγκεκριμένα των ναρκωτικών που ήδη κατείχε η Αστυνομία» (λόγος έφεσης 3) και το ότι - με παραπομπή «. στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ODYSSEY RETRIEVER INC (Πολιτική έφεση αρ. 59/16) .» - διέλαθε την προσοχή «. του Δικαστηρίου και/ή δεν εξέτασε το εγερθέν ζήτημα στη βάση πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η εκ του Νόμου απαιτούμενη υποψία δεν αναγορεύεται στο βαθμό της εύλογης υποψίας αλλά στη διαπίστωση της ύπαρξης απλής και μόνον υποψίας» (λόγος έφεσης 4).
Ο Εφεσίβλητος (διά αντέφεσης), διατείνεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως δεν προχώρησε να εξετάσει και τον « . δεύτερο λόγο .» για τον οποίο ζητούνταν η ακύρωση του Εντάλματος Έρευνας αφού το τελευταίο «. είχε εκδοθεί κατά παράβαση των επιταγών των Άρθρων 27 και 28 του Κεφαλαίου 155 και του Άρθρου 16 Συντάγματος, αφού πέραν από το ότι δεν πληρείτο η εκ του Νόμου προϋπόθεση της εύλογης υποψίας, δεν στοιχειοθετείται ούτε και η δεύτερη σωρευτική προϋπόθεση της ύπαρξης αναγκαιότητας για έρευνα της οικίας και υποστατικών του Εφεσίβλητου-Αιτητή».
Προτού ενασχοληθούμε συγκεκριμένως με τους λόγους έφεσης (και αντέφεσης), κρίνουμε πρόσφορο να υπενθυμίσουμε - και ως επράχθη και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέου, ΠΕ 103/20, ημ. 21.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A164 - τα όσα αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (Ολομέλεια) στην Στυλιανού ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ΠΕ 67/14, ημ. 25.6.15, αναφορικώς προς το κατ' έφεσιν δικαιοδοτικό πεδίο εντός του οποίου κρίνονται (στην κανονική πορεία των πραγμάτων) οι πρωτοδίκως εκδοθείσες αποφάσεις επί προνομιακών ενταλμάτων:
«............................................Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).
..................................................».
Περνούμε στους λόγους έφεσης.
Ως θέμα λογικής (αλλά και δικαιικής) τάξης, θεωρούμε αναγκαία (ένεκα των δυνητικώς καταλυτικών συνεπόμενων αποδοχής του), την σε πρώτο στάδιο εξέταση του λόγου έφεσης 3 και των εκεί αναφερόμενων εκ πλευράς Εφεσείοντα περί πλάνης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη νομική βάση του Εντάλματος Έρευνας και (κατ' επέκτασιν), των αντίστοιχων παραμέτρων στις οποίες το Πρωτόδικο Δικαστήριο διάλεξε να εντάξει τη σχετική συζήτηση.
Θα ακολουθήσει - στη βάση όμοιας προσέγγισης - η ανάλυση του λόγου έφεσης 2, ο οποίος θα εξεταστεί και σε συνάρτηση προς τον λόγο έφεσης 3.
Αρχίζουμε από τον λόγο έφεσης 3.
Είναι γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι η αίτηση για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας βασιζόταν στο άρθρο 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 αλλά και στο άρθρο 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, εξέλαβε - και το κατέγραψε εξάλλου κατηγορηματικώς στην Πρωτόδικη Απόφαση - πως «. το Ένταλμα Ερεύνης, ως το ίδιο αναφέρει, εξεδόθη δυνάμει του .» άρθρου 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (στην Πρωτόδικη Απόφαση αναφέρεται εκ τυπικού λάθους ο « . Ν.27/77»).
Ήταν θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσίβλητου (ως την εξειδίκευσε στο στάδιο των προφορικών αγορεύσεων), πως δεν θα πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε - εκτός από το άρθρο 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77) - και τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, αφού, έτσι κι αλλιώς, το κριτήριο των δύο προβλέψεων είναι βασικώς ενιαίο.
Αποκλίνουμε.
Η τοποθέτηση του κ. Γεωργίου μπορεί (υπό μια αλλιώτικη διάσταση), να αντανακλάται και στη νομολογία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1(Α) ΑΑΔ 282, 290), επικεντρώνεται εντούτοις στο επίπεδο κατάδειξης των όσων συνθέτουν την «. εύλογη αιτία να πιστεύεται .» (κατά το άρθρο 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155), ή την εύλογη υποψία (συμφώνως του άρθρου 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77), και όχι στον προσδιορισμό των υπό αναζήτησιν αντικειμένων/τεκμηρίων και της επαρκούς σχέσης ή σύνδεσης τους με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Εξηγούμε.
Οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας δυνάμει των περί ων ο λόγος νομοθετικών προνοιών δεν εκκινούν από ταυτόσημη αφετηρία. Στην μεν περίπτωση του άρθρου 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77, προέχει - ως δικαιοδοτικός όρος - η κατάδειξη ύπαρξης ελεγχόμενου φαρμάκου (στον προς έρευνα χώρο), σε δε εκείνη του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, πρωτεύει η κατάδειξη επαρκούς μαρτυρίας για οτιδήποτε στο οποίο (ή σε σχέση προς το οποίο), διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως θα παρέχει απόδειξη για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό. Εδώ, επίδικο θέμα, δεν συνιστά το επίπεδο της δικαστικής πεποίθησης (ή η ποιότητα της δικαστικής εκτίμησης) για τα όσα θα μπορούσαν να συνθέσουν, αναλόγως, την εύλογη αιτία ή την εύλογη υποψία για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας, αλλά η σχετικότητα και εφαρμογή της νομικής βάσης τού αιτήματος για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας (υπό το δικαιοδοτικό πρίσμα που ενδιέφερε).
Κατ' ακολουθίαν, η υπό ανάλυσιν (λαθεμένη με κάθε σεβασμό) εντύπωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περιόρισε την πραγμάτευση του Εντάλματος Έρευνας (σε σχέση προς τα πράγματα), μονάχα σε συσχετισμό προς τα ναρκωτικά και τις διατάξεις του άρθρου 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77. Έτσι, δοσμένων και των κριτηρίων του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 - για έκδοση εντάλματος έρευνας διά στοιχειοθέτησης εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς τα αναζητούμενα αντικείμενα για τεκμηρίωση της απαραίτητης δικαιοδοτικής φύσεως προϋπόθεσης (βλ. Ανδρέου ν Κυπριακή Δημοκρατία, ΠΕ 103/20, ημ. 21.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A164, Αναφορικά με την Αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα και την Προαγωγή Άλλων Κοινοφελών Σκοπών (1997) 1(Β) ΑΑΔ 1014, 1021-1022) - το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε υπό πλάνη ως προς τα κρίσιμα γεγονότα, με όλα τα παρεπόμενα στην κρίση του, στα οποία εντάσσεται βεβαίως και το ότι διακριτική του ευχέρεια ενασκήθηκε με τρόπο πασιφανώς άδικο για τον Εφεσείοντα.
Άμεσα συναρτώμενο με τα πιο πάνω, υπό κάποια όμως διαφορετική οπτική για ό,τι κειμένως απασχολεί - και εισερχόμαστε στον λόγο έφεσης 2 - είναι και το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε (πεπλανημένως) ως δεδομένο πως τα αναφερόμενα πράγματα στο Ένταλμα Έρευνας - έστω υπό τη νομοθετική θεώρηση που καθόρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως τη μοναδική ισχύουσα για την περίπτωση (ήτοι το άρθρο 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77) - αφορούσαν εξ ολοκλήρου στη ξηρή φυτική ύλη καννάβεως συνολικού βάρους 83 κιλών και 627,2 γραμμαρίων, η οποία (ως αναφέρεται στον όρκο), είχε εντοπισθεί την 18.3.19, κρυμμένη «. σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια από ψευδοτάβανα, που βρίσκονταν μέσα στο εμπορευματοκιβώτιο .», και όχι (ως προσέτι εξάγεται από το περιεχόμενο του όρκου), σε άλλα ναρκωτικά που (σύμφωνα πάντα με τον όρκο) «. σχετίζονται με την υπόθεση .» και για τα οποία η Αστυνομία αιτήθηκε (ανάμεσα σε άλλα) την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας.
Η Αστυνομία αναζητούσε και άλλα ναρκωτικά, όπως και άλλα αντικείμενα.
Υπήρξε, επομένως, πλάνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά και σε αυτή την έκφανση των παρουσιαζόμενων ως γεγονότων στην υπόθεση.
Ως εκ του συνόλου των ανωτέρω - και ένεκεν των καταλυτικών επιδράσεων που έχουν στο όλον σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - οι λόγοι έφεσης 2 και 3 επιτυγχάνουν, δίχως να παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης με τις έτερες αιτιολογικές παραφυάδες τους, ή με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει, στην έκταση που προαναφέρθηκε.
Ως εκ της έκβασης της έφεσης (και του συνοδευτικού επί τούτω σκεπτικού), η αντέφεση καθίσταται κατ' ουσίαν άνευ αντικειμένου, αφού το μεδούλι της απορρέει από την παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (και γενεσιουργού αιτίας όλων όσων συνακολούθησαν και συζητήθηκαν εδώ) - και την οποία ο Εφεσίβλητος ουδέποτε αποδέχθηκε ως τέτοια (αφού η θέση του κατά την έφεση ήταν ευθύς εξ αρχής πως «. το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο ορθώς από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το επίδικο ζήτημα, προέβη σε ορθή διαπίστωση, πλήρως εναρμονισμένη με τα όσα επιτάσσει το Άρθρο 16 του Συντάγματος, τα Άρθρα 27 και 28 του Κεφαλαίου 155 και το Άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) .») - να αξιολογήσει (για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει), την απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου και διά της οπτικής του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Αυτό, γιατί, η αιτιολογία που συνοδεύει τον λόγο αντέφεσης, εκλαμβάνει ως δεδομένη την ορθότητα της απόληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα επίμαχα ναρκωτικά «. είχαν ήδη κατασχεθεί 4 μήνες πριν .». Μολαταύτα, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει αντικειμενικώς από τον όρκο συνδυαζόμενου μάλιστα τού εν προκειμένω αλληλένδετου και ενσωματωμένου με το Ένταλμα Έρευνας περιεχομένου του (βλ. Groh v Ramirez 540 US 551 (2004), People v Cahill, 2 NY 3d 14 [2003], Foster v State, 633 NE 2d 337 (1994), Maryland v Garrison, 480 US 79 [1987], United States v Womack, 509 F 2d 368, 382 [1974], People v Staes, 235 NE 2d 882, 885 [1968]).
Εν κατακλείδι.
H έφεση επιτυγχάνει.
Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.
Η αντέφεση απορρίπτεται.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ