ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Δ. Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ για τους Εφεσείοντες-Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ ΟΜΗΡΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2020, 6/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A298

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2020)

 

6 Ιουλίου, 2021

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ ΟΜΗΡΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΛΤΔ, xxx xxx ΑΡΓΥΡΟΥ ΚΑΙ xxx ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ THN ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΕΝΤΙΜΟΣ Κ. Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Ε.Δ.) ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 148/2018 - ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ ΟΜΗΡΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ) 8549

 

_ _ _ _ _ _

 

 

Δ. Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι απόφαση αδελφού μας Δικαστή, με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για παροχή άδειας για να καταχωρήσουν αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari,  με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 30.3.2020.

 

Τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 29.10.2016 έλαβε χώρα έκτακτη γενική συνέλευση της εφεσείουσας εταιρείας, κατά την οποία οι μέτοχοι αποφάσισαν όπως αυτή τεθεί υπό εκούσια εκκαθάριση, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 261(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και ορίστηκαν ως εκκαθαριστές ο Χ.Ν. και η Κ.Μ..

 

Ο εκ των διορισθέντων εκκαθαριστών Χ.Ν., καταχώρησε την Εταιρική Αίτηση 148/2018, με την οποία επεδίωξε, αφενός, να απαγορευτεί στους μετόχους και διευθυντές της εταιρείας να προβάλλουν εμπόδια στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης και, αφετέρου, να διατάσσεται ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης να αποδεχτεί τη θέσμια δήλωση φερεγγυότητας της διευθύντριας της εταιρείας, για σκοπούς της διαδικασίας εκούσιας εκκαθάρισης της εταιρείας.

 

Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που επιλήφθηκε της αίτησης («πρώτος δικαστής»), την απέρριψε στις 30.3.2018, καθότι έκρινε ότι δεν είχε τηρηθεί η πρόνοια του άρθρου 266 περί θέσμιας δήλωσης φερεγγυότητας εκ μέρους των συμβούλων της εταιρείας, αναφέροντας τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Συνεπώς κρίνω ότι το ψήφισμα ημερ. 29.10.2016 για εκκαθάριση της υπό αναφορά εταιρείας δεν εγκρίθηκε νομότυπα καθότι αυτού του ψηφίσματος δεν προηγήθηκε χρονικά η Θέσμια Δήλωση Φερεγγυότητας από τους συμβούλους της εταιρείας και συνεπώς δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Για τον ίδιο λόγο κρίνω ότι ούτε το ψήφισμα για διορισμό του κ. Χ.Ν. και της κας Κ.Μ. εγκρίθηκε νομότυπα.»

 

O X.N. καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη και ακυρώθηκε η απόφαση. Όμως, στην έφεση που ασκήθηκε, (Πολιτική Έφεση αρ. 370/2018 Αναφορικά με την Αίτηση Νεοφύτου, 24.10.2019), αποφασίστηκε ότι δε χωρούσε εναντίον της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου προνομιακό ένταλμα certiorari, εφόσον κρίθηκε ότι ακόμα και εάν θα επρόκειτο για λανθασμένη απόφαση, θα μπορούσε να διορθωθεί με έφεση. Ως εκ τούτου, επανήλθε ουσιαστικά η ισχύς της απόφασης ημερομηνίας 30.3.2018.

 

Ακολούθησε αίτηση του Χ.Ν. για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης εναντίον της εν λόγω απόφασης, η οποία  εγκρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπό άλλη σύνθεση («δεύτερος δικαστής») και η έφεση καταχωρίστηκε στις 14.1.2020. Την επομένη, 15.1.2020, ο Χ.Ν. καταχώρησε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 30.3.2018 μέχρι την εκδίκαση της εν λόγω έφεσής του και για απαγόρευση σύγκλισης οποιασδήποτε γενικής συνέλευσης της εταιρείας, που αποσκοπεί στη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης, περιλαμβανομένης και της «ενεργοποίησης» της εταιρείας, της παύσης διευθυντών, το διορισμό λογιστών και της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Η αίτηση εξετάστηκε από τον «δεύτερο δικαστή», ο οποίος την απέρριψε με απόφασή του ημερομηνίας 27.3.2020.

 

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι ήταν οι καθ΄ων η αίτηση σε εκείνη την αίτηση, ζήτησαν άδεια για να καταχωρήσουν αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με σκοπό την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, ημερομηνίας 27.3.2020. Ο λόγος που προέβαλαν είναι ότι, στο σκεπτικό της απόφασης, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, ο «δεύτερος δικαστής» είχε προβεί σε αναφορές οι οποίες αναιρούσαν, καθ΄ υπέρβαση και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας, την προηγούμενη απόφαση του «πρώτου δικαστή», ήτοι απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση. Συγκεκριμένα, ενώ ο «πρώτος δικαστής» είχε αποφασίσει ξεκάθαρα ότι το ψήφισμα ημερομηνίας 29.10.2016 για εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας δεν εγκρίθηκε νομότυπα, καθότι αυτού του ψηφίσματος δεν προηγήθηκε χρονικά θέσμια δήλωση φερεγγυότητας από τους συμβούλους της εταιρείας και, συνεπώς, δεν παρήγαγε  έννομα αποτελέσματα, ο «δεύτερος δικαστής» έκρινε ότι δεν προκύπτει από την εν λόγω απόφαση πως ακυρώθηκε ουσιαστικά το καθεστώς εκκαθάρισης της εταιρείας, αλλά πως η ορθή ερμηνεία της απόφασης είναι ότι η εταιρεία «παρέμεινε μεν υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης αλλά πλέον υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης από τους πιστωτές της και το ψήφισμα της 29.10.2016 έπαυσε να ισχύει μόνο στο βαθμό που έθετε την ΟΜΗΡΟΣ υπό εκούσια εκκαθάριση από τα μέλη της και που έδινε στα εν λόγω μέλη τις εξουσίες των αρ. 267 μέχρι 274 κεφ. 113». Ζητήθηκε, επίσης, διάταγμα αναστολής της απόφασης και κάθε διαδικασίας αναφορικά με την Εταιρική Αίτηση Αρ. 148/2018.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να προσβάλουν με προνομιακό ένταλμα την απόφαση του «δεύτερου δικαστή» και απέρριψε την αίτηση, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Δεν είναι ανάγκη να υπεισέλθω, υπό τις περιστάσεις, στην ουσία εφόσον δεν θεωρώ ότι οι αιτητές νομιμοποιούνται να προσβάλουν με προνομιακό ένταλμα, για λόγους που αφορούν το σκεπτικό του δικαστηρίου, απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η εναντίον τους αίτηση.  Δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παραπονούμενα ή ζημιωθέντα ή θιγόμενα πρόσωπα εφόσον το αποτέλεσμα της διαδικασίας ήταν να απορριφθεί η εναντίον τους αίτηση.  Η αιτιολογία του δικαστηρίου δεν αποτελεί μέρος του διατακτικού και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τα δικαιώματα των αιτητών. 

Ούτε εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για αντιφατικό διάταγμα, τουλάχιστον  ως προς το αποτέλεσμα του, ώστε να στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας εν τη εννοία της Κυριάκος Αντρέα ν. Takis DChamboulides Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 6 (βλ. επίσης Κοσμά (2014) 1 ΑΑΔ 698, ECLI:CY:AD:2014:D218, Αίτηση Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου), Πολ. Αιτ. Αρ. 156/18, ημερ. 20.3.2019).»

Άλλωστε εάν, όπως επιδιώκουν τώρα οι αιτητές, οδηγούνταν εν τέλει τα πράγματα σε ακύρωση της απόφασης του δεύτερου δικαστή τούτο θα δημιουργούσε κενό και αδιέξοδο εφόσον θα άφηνε την αίτηση ημερ. 15.1.2020 να αιωρείται χωρίς να υπάρχει δικαστική κρίση.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της προνομιακής του ακυρωτικής δικαιοδοσίας δεν έχει τις εξουσίες που παρέχονται στο Εφετείο (άρθρο 25(3)) του περί Δικαστηρίων Νόμου) ώστε να μπορούσε να διατάξει επανεκδίκαση της αίτησης μετά την ακύρωση της απόφασης (Αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 314/17 ημερ. 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474, Αίτηση Λώλου, Πολ. Αιτ. Αρ. 125/18, ημερ. 8.11.2018), ECLI:CY:AD:2018:D484.   Ούτε η ακύρωση της απόφασης θα συμπαρέσυρε και την αίτηση, όπως θα συνέβαινε αντιστρόφως στην περίπτωση που η απόφαση θα ήταν θετική για τον αιτητή, οπότε ακριβώς σε τέτοια περίπτωση αποκτά και πρακτική, δικονομική σημασία η έννοια της νομιμοποίησης του θιγόμενου προσώπου να επιδιώκει ακύρωση μιας αρνητικής για το ίδιο απόφασης.»

 

Με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητούνται τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παραπονούμενα ή ζημιωθέντα ή θιγόμενα πρόσωπα, ώστε να νομιμοποιούνται να προσβάλουν με προνομιακό ένταλμα το σκεπτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι τα δικαιώματά τους έχουν επηρεαστεί από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου και το γεγονός ότι είναι τυπικά επιτυχόντες διάδικοι δεν επηρεάζει τη δυνατότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραχωρήσει άδεια για certiorari. Σύμφωνα με την εισήγηση, όταν μία απόφαση ασχολείται με πληθώρα θεμάτων, τότε εναπόκειται στο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να αποφασίσει κατά πόσο χωρεί η έκδοση εντάλματος certiorari, ενώ έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει και μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση R. V. Assessment Appeal Board, Ex Parte Cornwall 1965 CanLII 653 (BC SC).

 

Επιπρόσθετα, εισηγήθηκαν πως, σε περιπτώσεις όπου η απόφαση έχει δοθεί καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, η επέμβαση με προνομιακό ένταλμα για σκοπούς ακύρωσης των σχετικών αναφορών στην απόφαση είναι, όχι μόνο επιτρεπόμενη, αλλά και αναγκαία, ενώ το απορριπτικό αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να παραμείνει. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση Northern Taxi Ltd v. Matinoba Labour Board 1958 CanLII250 (MB QB).

 

Με το δεύτερο λόγο, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη τη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν επρόκειτο για αντιφατικό διάταγμα, τουλάχιστον ως προς το αποτέλεσμά του, ώστε να στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας, εκλαμβάνοντας λανθασμένα ότι για να υφίσταται υπέρβαση εξουσίας σε περιπτώσεις αντιφατικών αποφάσεων, η αντίφαση θα πρέπει να εντοπίζεται αποκλειστικά μεταξύ των διατακτικών των εν λόγω αποφάσεων. Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αντίφαση μεταξύ αποφάσεων ομόβαθμου δικαστηρίου, καθώς επίσης και όπου το δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται δεύτερο μίας υπόθεσης, επενεργεί ουσιαστικά ως εφετείο του προηγούμενου, ενεργοποιείται η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Το γεγονός ότι δεν πρόκειται για δύο αντιφατικά μεταξύ τους διατάγματα ή διατακτικά, αλλά καίριες αντιφάσεις, οι οποίες εντοπίζονται σε ουσιαστικό μέρος, δεν μπορεί να επηρεάσει την πάγια νομολογιακή αρχή επί του προκειμένου, κατά την εισήγηση.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ως λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, τυχόν ακύρωση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου,  θα δημιουργούσε κενό και αδιέξοδο, εφόσον θα άφηνε την αίτηση ημερομηνίας 15.1.2020 να αιωρείται, χωρίς να υπάρχει δικαστική κρίση. Σύμφωνα με την εισήγηση, αδιέξοδο υφίσταται ήδη, εφόσον ευρίσκονται σε ισχύ και οι δύο αποφάσεις.  Ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 27.3.2020 θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα και όχι θεωρητικό, αφού θα «εξαφανιζόταν» η αντιφατική κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου και θα τερματιζόταν η αντίφαση μεταξύ των δύο αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ευρεία εξουσία να ρυθμίσει και να δώσει οποιαδήποτε θεραπεία έκρινε δίκαιη υπό τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου και εντάλματος mandamus, εάν κάτι τέτοιο εκρίνετο απαραίτητο.

 

Εξετάσαμε τις εισηγήσεις των εφεσειόντων υπό το φως των αρχών που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων προνομιακής φύσης.

 

Όπως προκύπτει από την Αγγλική και την Κυπριακή νομολογία, πρόσωπο θιγόμενο από δικαστική απόφαση μπορεί να αποταθεί για την αναθεώρησή της και το δικαίωμα επεκτείνεται ώστε να καλύπτει κάθε παραπονούμενο ή ζημιωθέν πρόσωπο (person aggrieved), χωρίς να περιορίζεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης στους διαδίκους (Bλ. σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμη, σελ. 41 - 42, Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Boyko, Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2020, ημερομηνίας 18.12.2020).

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, third edition, Vol. 11, στις σελ. 140-141, αναφέρονται τα εξής:

 

« Application by party aggrieved:

Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction (l), if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public (m) and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief (o) and this case even though certiorari is taken away by statute (p), and although there is an alternative remedy (q). The order of certiorari will never be granted to remove an erroneous order at the instance of the party in whose favour the error was made." (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου).

 

Εν προκειμένω, η αίτηση υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες, διαδίκους στην Εταιρική Αίτηση Αρ. 148/18, οι οποίοι, όμως, ήταν οι επιτυχόντες διάδικοι.

 

Οι εφεσείοντες παρέπεμψαν στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R. v. Assessment Appeal Board, Ex Parte Cornwall, πιο πάνω:

 

«That an order brought up on certiorari is severable if only part of it is bad was decided by our Court of Appeal in R. v. Cox, [1929] 2 D.L.R. 785, 51 C.C.C. 203, 41 B.C.R. 9, [1929] 1 W.W.R. 542 (vide, especially, the judgment of Martin, J.A., at pp;. 787-90 D.L.R., pp. 205-8 C.C.C., pp. 12-5 B.C.R. referring to the English case referred to below). In England the principle of severability appears to be adopted (vide, R. v. Goodall (1874), L.R. 9 Q.B. 557; R. v. Green et al. (1851), 20 L.J.M.C. 168 (reported as Ex p. Coley (1851), 15 J.P. 420); R. v. Robinson (1851), 17 Q.B. 466, 117 E.R. 1361; and I agree with counsel that adherence to this principle serves the ends of justice. Although in Simpson-Sears Ltd v. Department Store Organizing Committee, Local 100-4, (1956), 3 D.L.R. (2d) 517 at p. 522, 18 W.W.R. 492 at pp. 496-7, Martin, C.J.S., refused to quash only part of the order, Freedman, J., as he then was, in Northern Taxi Ltd. v. Manitoba Labour Board (1958), 18 D.L.R. (2d) 122 at pp. 132 and 133, 27 W.W.R. 12 at pp. 22 and 23, it appears preferred to follow our practice. In any event I read the Cox decision, supra, as binding upon me despite the fact that our Court of Appeal was then dealing with a specific statutory power. The learned Justice of Appeal by referring to the principles laid down in the English cases, was in my view adopting the principle of severability in general.»

 

Στη δεύτερη υπόθεση, στην οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, Northern Taxi Ltd v. Matinoba Labour Board, πιο πάνω, ένα σωματείο εργαζομένων αιτήθηκε την πιστοποίησή του ως διαπραγματευτής εκ μέρους ορισμένων εργαζομένων στην εταιρεία Northern Taxi Ltd από το Συμβούλιο Εργασίας της Καναδικής Επαρχίας Manibota. Το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση του σωματείου, ωστόσο στην απορριπτική του απόφαση αφαίρεσε την υποχρέωση αιτητών που έχουν αποτύχει να περιμένουν έξι μήνες μέχρι να αιτηθούν εκ νέου την ίδια πιστοποίηση, ως προνοείτο από τους σχετικούς κανονισμούς. Η εταιρεία Northern Taxi Ltd προσέβαλε το μέρος της απόφασης, το οποίο αφαιρούσε την υποχρέωση της εξάμηνης αναμονής για το σωματείο. Το Καναδικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ενέργεια του Συμβουλίου να παρέχει τη δυνατότητα στο σωματείο να αιτηθεί εκ νέου την πιστοποίηση, ήταν πέραν από τις εξουσίες του Συμβουλίου, δυνάμει των σχετικών κανονισμών, και, ως εκ τούτου, έγινε χωρίς δικαιοδοσία. Κατέληξε, δε, ως εξής:

 

«I am of the view, accordingly, that this is a case in which severance is not only permissible but proper. The order of the Board of August 27th, to the extent that it was made without jurisdiction, will be quashed. That means that in the operative part of Dismissal No. 144 the words «The Manitoba Labour Board DISMISSES the application» will stand, but that the balance of the order contained in what follows those words will be quashed. I direct accondingly.»

 

Στην παρούσα περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση ο «δεύτερος δικαστής» απέρριψε αίτηση, στην οποία οι εφεσείοντες ήταν καθ΄ ων η αίτηση, χωρίς να διαλαμβάνεται ο,τιδήποτε άλλο στο διατακτικό της μέρος. Δεν επρόκειτο για απόφαση με διατακτικό που αποτελείτο από διάφορα μέρη, όπου το Δικαστήριο θα μπορούσε, εφόσον πληρούντο οι προϋποθέσεις, να δώσει άδεια για ακύρωση μέρους της απόφασης. Εδώ οι εφεσείοντες αμφισβητούν το σκεπτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο, κατά την εισήγηση, έρχεται σε αντίφαση με την απόφαση του «πρώτου δικαστή». Υπό αυτές τις περιστάσεις, οι εφεσείοντες δεν αποτελούν ζημιωθέντα πρόσωπα (persons aggrieved). Το ένταλμα certiorari έχει ακυρωτικό χαρακτήρα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης αυτής του της δικαιοδοσίας, δεν έχει εξουσία να διατάξει επανεκδίκαση της αίτησης μετά την ακύρωση της απόφασης, όπως έχει ως Εφετείο, στα πλαίσια του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι την αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφεση 314/2017, ημερομηνίας 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474:

 

«Η φύση του εντάλματος certiorari είναι αποκλειστικά ακυρωτική.[1]  Απαιτείται δε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία.  Ένα διάταγμα certiorari  δεν εκδίδεται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο.  Ακόμα και αν καταδειχθεί καλός λόγος, η έκδοση του δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική  συνέπεια. Όπως αναφέρεται στους Halsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol. 11, σελ. 141:

 

«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»

 

«[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία το ένταλμα  certiorari έχει μετονομαστεί σε «quashing order», βλ. Senior Courts Act 1981 s. 29, όπως τροποποιήθηκε το 2004.»

 

 

Είναι σαφές, όπως ορθά ανέφερε και ο αδελφός μας Δικαστής, ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης και ακύρωσης της απόφασης του «δεύτερου δικαστή» η αίτηση ημερομηνίας 15.1.2020  θα παρέμενε να αιωρείται χωρίς να υπάρχει δικαστική κρίση. Εν πάση περιπτώσει, το αντικείμενο της υπό κρίση απόφασης ήταν η αναστολή εκτέλεσης της πρώτης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που ασκήθηκε και σ΄ αυτό περιορίζεται. Η ορθότητα της απόφασης του πρώτου δικαστή, ημερομηνίας 30.3.2018, θα κριθεί από το Εφετείο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο