ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σάντης, Νικόλας CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-07-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ κ.α. v. ΜΑΚΑΖΑ CONSTRUCTION LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 27/14, 22/7/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A351

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   Πολιτική Έφεση Αρ. 27/14

 

 

22 Ιουλίου, 2021

 

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ., Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.]

                                                    

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.     ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

2.     Αλ. Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

                                                                                                                                                                   Εφεσειουσών/Εναγόμενων

 

ΚΑΙ

 

ΜΑΚΑΖΑ CONSTRACTION LIMITED

                                                                   Εφεσίβλητων/Eναγόντων

 

 

Και ως ετροποποιήθη δυνάμει διατάγματος ημερ. 17/11/2016

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

1.  Aλ. (xxx) Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΩΣ

    ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

    ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

2.  Αλ. Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ

 

                                                         Εφεσειουσών/Εναγόμενων

 

ΚΑΙ

 

ΜΑΚΑΖΑ CONSTRUCTION LIMITED

                                                                   Εφεσίβλητων/Eναγόντων

 

......

 

Αλ. Παπακόκκινου (κα), προσωπικώς (για Εφεσείουσες).

Ι. Ζίγκα (κα) για Αρ. Κορακίδου Μακρίδου ΔΕΠΕ, για Eφεσίβλητους.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ν.Γ. Σάντη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Μετά από την καταχώριση της παρούσας έφεσης, η Εφεσείουσα 1 (Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου) απεβίωσε, με συνεπόμενο την τροποποίηση του τίτλου της έφεσης διά διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17.11.16. Με την τροποποίηση, η Εφεσείουσα 2 (Αλ. Π. Παπακόκκινου) προστέθηκε και ως Εφεσείουσα 1 υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας τής περιουσίας της αποβιωσάσης. Ως εκ τούτου - για πρακτικούς σκοπούς (και με σεβασμό) - θα αναφερόμαστε στην Αλ. Π. Παπακόκκινου (υπό την προσωπική και διαχειριστική της ιδιότητα), ως Εφεσείουσα.

 

      Η Εφεσείουσα, διά τεσσάρων λόγων έφεσης, προσβάλλει την εναντίον της εκδοθείσα ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 2.12.13 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία έγινε αποδεκτή αίτηση των εκεί Εναγόντων/Αιτητών («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 27.11.12 για τροποποίηση («η αίτηση τροποποίησης») του Κλητηρίου Εντάλματος στην αγωγή 1973/12 («το Κλητήριο Ένταλμα»).

 

      Συμφώνως του διατάγματος τροποποίησης (ως συντάχθηκε την 23.12.13), η υπό αναφοράν τροποποίηση θα γινόταν «. δια της διαγραφής των φράσεων Αριθ. 1-ΚΛΗΤΗΡΙΟΝ ΕΝΤΑΛΜΑ (Ο.2,1.) και [FORM J190G] και αντικατάσταση των με τις φράσεις Αρ. 2-ΚΛΗΤΗΡΙΟΝ ΕΙΔΙΚΩΣ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΝ (0.2, r.6) και (FORM J195G) αντίστοιχα. ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου επιτρέπεται η τροποποίηση του κλητηρίου στην υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή δια της διαγραφής της φράσης στην πρώτη σελίδα «Η εν τη αγωγή αξίωσις του ενάγοντος εκτίθεται εις την όπισθεν του παρόντος κλητηρίου οπισθογράφησιν» και την αντικατάσταση της με την φράση «Η εν τη αγωγή αξίωσις του ενάγοντος εκτίθεται εις έκθεσιν απαιτήσεως ως φαίνεται όπισθεν.» (η περικοπή μεταφέρθηκε αυτουσίως όπως και όλες οι άλλες στο ανά χείρας κείμενο).

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τροποποίηση αφορούσε σε θεραπεία τυπικής παράλειψης των Εφεσίβλητων μια που «. αυτό που ουσιαστικά επιζητείται, είναι η σωστή αναγραφή του τύπου του κλητηρίου εντάλματος και το λεκτικό που προηγείται πριν την καταγραφή της απαίτησης. Αποτελεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι όχι μόνο πρόκειται περί απλού τυπογραφικού λάθους, αλλά αποτελούσε και ξεκάθαρη πρόθεση των εναγόντων να καταχωρήσουν και να απαιτήσουν με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα την απαίτηση τους η οποία είναι εκκαθαρισμένη, ήτοι απαιτούν συγκεκριμένο ποσό, χωρίς να ζητούν οποιοδήποτε διάταγμα ή γενικές αποζημιώσεις ή κάτι που να μην είναι εκκαθαρισμένο αριθμητικά. Η επιζητούμενη τροποποίηση - θεραπεία, χωρίς κανένα δισταγμό είναι απλά θέμα παρατυπίας και τυπογραφικού λάθους και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παράβλαψη στα δικαιώματα των εναγομένων, διότι ούτως ή άλλως οι ενάγοντες είχαν το δικαίωμα και προώθησαν ουσιαστικά την αγωγή τους, ως δικαιούνταν και έπραξαν, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, με μόνη παρατυπία τα πιο πάνω αναφερόμενα τυπογραφικά λάθη που λόγω λάθους και απροσεξίας αναγράφησαν και επιπλέον οι εναγόμενες θα δύνανται απρόσκοπτα να δικογραφήσουν την οποιανδήποτε υπεράσπιση και τυχόν ανταπαίτηση επιθυμούν, που αν δεν υπήρχε αυτή η ενδιάμεση διαδικασία η οποία στοίχισε σε πολύτιμο Δικαστικό χρόνο, θα μπορούσε να είχε ήδη γίνει προ πολλού και τα δικόγραφα να είχαν συμπληρωθεί και η αγωγή να οδηγείτο στην ακροαματική διαδικασία».

 

      Στις αγορεύσεις, η μεν Εφεσείουσα εισηγήθηκε (με σθένος) την αποδοχή των λόγων έφεσης και ανατροπή της Πρωτόδικης Απόφασης οι δε Εφεσίβλητοι απόρριψη της έφεσης στη βάση ότι αυτή είναι ορθή και ληφθείσα εντός των παραμέτρων της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

      Με κατά νουν το περιεχόμενο των λόγων έφεσης, κρίνουμε πως επιβάλλεται η ενασχόληση μας, πρώτα με τον λόγο έφεσης 4, ακολούθως με τους λόγους έφεσης 1 και 2 και έπειτα με τον λόγο έφεσης 3.

 

      Αρχίζουμε με τον λόγο έφεσης 4.

 

      Με τον λόγο έφεσης 4, η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο σφαλερώς είναι που «. απέρριψε την αίτηση των Εναγομένων 7/11/12 που προηγείτο της αιτήσεως 27/11/12 χωρίς να την ακούσει χωρίς αιτιολογικό . κατέστησε άνευ αντικειμένου την Αίτηση 7/11/12 ενόψει της κατάληξης του στην αίτηση 27/11/12».

 

      Η αίτηση ημερομηνίας 7.11.12 (στην οποία επικεντρώνεται ο υπό συζήτησιν λόγος έφεσης), αφορά σε αίτημα της Εφεσείουσας για την έκδοση διατάγματος ακύρωσης ή και παραμερισμού του «. κλητηρίου Εντάλματος της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής και της επίδοσης αυτής που επεδόθη στις 31/10/12 σε αμφότερες τις Αιτήτριες-Εναγόμενες, λόγω αντικανονικότητος και μη συμμόρφωσης με τους Δικαστικούς Θεσμούς και/ή λανθασμένου και/ή ανυπάρκτου του εγγράφου που κατεχωρήθη, αντίθετο με τη Πολ. Δικονομία, του καταχωρηθέντος ως δήθεν κλητηρίου Δ.2 θ.1» («η αίτηση παραμερισμού»).

 

      Συγκροτεί άποψη της Εφεσείουσας ότι ο χειρισμός του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εκδικάσει πρώτα την αίτηση παραμερισμού αλλά την αίτηση τροποποίησης (η οποία ήταν και χρονολογικώς μεταγενέστερη της αίτησης παραμερισμού), παραβίασε τα συνταγματικά της δικαιώματα ως και το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη, αφού αν «. ακούετο [η αίτηση παραμερισμού] τότε το Δικαστήριο θα απέρριπτε την αίτηση του Ενάγοντος χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της .».

 

      Δεν συμφωνούμε.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δίχως η Εφεσείουσα να ενστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο την 2.12.13 (οπόταν και έλαβε χώραν η ταυτόχρονη ακροαματική διαδικασία και για τις δύο αιτήσεις), άκουσε τις αγορεύσεις των μερών (σε αμφότερες τις αιτήσεις) και μετέπειτα, έχοντας σαφώς υπόψιν το περιεχόμενο τους ως και τις αντίστοιχες τοποθετήσεις των δικηγόρων, έκρινε, ως συνάγεται με ασφάλεια από την ολότητα της Πρωτόδικης Απόφασης, ότι θα έπρεπε να αποφασίσει πρώτα επί της αίτησης τροποποίησης ώστε - προτού προχωρήσει η υπόθεση σε δίκη (βλ. Παναγιώτου ν Παναγιώτου (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1100, 1105-1106, Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου (1993) 1 ΑΑΔ 195, 200-201) - να παράσχει στους Εφεσίβλητους την ευκαιρία να προβούν καταλλήλως σε διόρθωση του Κλητήριου Εντάλματος (βλ. MI Holdings Public Ltd v Παναγή (2006) 1(Α) ΑΑΔ 298, 301-302). Εκ των πραγμάτων, αν η αίτηση τροποποίησης απορριπτόταν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα ασχολείτο, ως ύστερο στάδιο, με την αίτηση παραμερισμού. Δεν βλέπουμε, στην αφορώσα περίπτωση, οξύμωρο στον χειρισμό αυτό, μολονότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να καθόριζε με περισσότερη σαφήνεια και ευθύς εξ αρχής τον δικονομικό τρόπο επίλυσης των πραγμάτων εξ απόψεως προτεραιότητας στην εκδίκαση των αιτήσεων (βλ. AN Stasis Estates Co Ltd v GMP Katsambas Ltd (1998) 1(Δ) AAΔ 2195, 2199-2201). Πάντως, το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λειτούργησε ιδανικώς, με αυτό τον τρόπο (και υπό τη συζητούμενη οπτική), δεν αμβλύνει το καθήκον που είχε η Εφεσείουσα - και οι Εφεσίβλητοι - στο να αναδείξει από τότε εκείνο που σήμερα την αγωνιεί. Δεν το έκανε. Δεν αιτήθηκε, με άλλα λόγια, εκδίκαση της αίτησης παραμερισμού πρότερα της αίτησης τροποποίησης ούτε και έστρεψε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ευθέως και εναργώς σε οτιδήποτε θα μπορούσε, κατά τη γνώμη της, να την επηρεάσει δυσμενώς ως διάδικο. Εν πάση περιπτώσει, τα παράπονα της Εφεσείουσας (κατά το αιτιολογικό του λόγου έφεσης 4) πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που έδρασε, παραβίασε «. το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέβη το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. κλπ .», είναι πρόωρα. Τούτο, γιατί, οι όποιες επιπτώσεις στη δικαιότητα της δίκης χρήζουν απόφανσης στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (η οποία εν προκειμένω ακόμη να συμπληρωθεί) και όχι ενδιαμέσως (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) ν Σιακόλας, ΠΕ 4/17, ημ. 11.10.18, Σιακόλας ν Federal Bank of Lebanon (SAL) (1998) 1(Γ) AAΔ 1398, 1345-1348).

 

      Παραμένοντας στην ίδια θεματική, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το ότι το αντικείμενο της αίτησης παραμερισμού αλλά και το υποστηρικτικό της υπόβαθρο, ήταν, βασικώς, ταυτόσημο με εκείνο της αίτησης τροποποίησης, υπό την έννοια πως τούτο βασιζόταν (ως καταγράφεται στο σώμα της αίτησης παραμερισμού) «. ξεκάθαρα στο φάκελο της υπόθεσης ότι ενώ εχρησιμοποιήθη κλητήριο Ένταλμα writ of summons, φόρμα Δ.2, θ.1 γενικής οπισθογράφησης. Όμως στη 2η Σελίδα αυτής αντί να Υπάρχει τίτλος οπισθογράφηση της φόρμας Δ.2, θ.1 υπάρχει ο τίτλος της φόρμας Δ.2, θ.6 (ειδικής οπισθογράφησης) που δεν συνάδει με την φόρμα Δ.2, θ.1 ούτε και υπάρχει στη φόρμα Δ.2, θ.1, αλλά η Έκθεση Απαίτησης υπάρχει μόνο στη φόρμα Δ.2, θ.6 (ειδική οπισθογράφηση και όχι στην γενική οπισθογράφηση). Επίσης στο τέλος της Αγωγής υπάρχει και η στερεότυπη Ειδοποίηση που αρχίζει ότι «Αν το αξιούμενο.», ενώ αυτό δεν μπορεί να διαλαμβάνεται στην φόρμα Δ.2 θ.1 αλλά μόνο στη φόρμα Δ.2 θ.6. Και ως εκ τούτου η Αγωγή πάσχει εν τη γενέσει της, πάσχει από αντικανονικότητα και ακυρότητα δεν συνάδει και/ή είναι αντίθεση με τους Δικαστικούς θεσμούς ως και τις φόρμες που περιλαμβάνονται σ' αυτούς συμπεριλαμβανομένου και του appendix».

 

      Κατ' ακολουθίαν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, εν τέλει, επί των όσων προβλημάτιζαν την Εφεσείουσα για το αναλυόμενο, το έπραξε όμως δικάζοντας την αίτηση τροποποίησης (και όχι την αίτηση παραμερισμού στη λεπτομέρεια της). Η μεθοδολογία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδωμένη και υπό το πρίσμα της νομολογίας στην οποία παρέπεμψε, είχε, προσέτι, ένα πρόσθετο δικονομικό όφελος, και δη, ότι κρίθηκαν στην Πρωτόδικη Απόφαση οι επί της ουσίας θέσεις της Εφεσείουσας ως προς το καταλυτικόν ή όχι τού σφάλματος (ή παρατυπίας) των Εφεσίβλητων εν σχέσει προς το Κλητήριο Ένταλμα, κάτι που περίσωσε κιόλας πολύτιμο δικαστικό χρόνο και έξοδα, αφού αν απορριπτόταν η αίτηση παραμερισμού (εάν εκδικαζόταν πρώτη) - και εξακολουθούσαν οι ενστάσεις της Εφεσείουσας - θα έπρεπε να ακολουθήσει η εκδίκαση της αίτησης τροποποίησης, η οποία αν πετύχανε, θα έφερνε τα πράγματα, καθυστερημένως, εκεί όπου επιδίκως απέληξαν.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης, ενήργησε, σε ό,τι συνδέεται προς τον λόγο έφεσης 4, εντός του πλαισίου των εξουσιών του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Alpha Bank Cyprus Ltd (2013) 1(Α) ΑΑΔ 779, 783-785).

 

      Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

      Θα ενασχοληθούμε τώρα - και σωρευτικώς (ως εκ του περιεχομένου τους) - με τους λόγους έφεσης 1 και 2.

 

      Με τον λόγο έφεσης 1, η Εφεσείουσα προτάσσει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «. εσφαλμένα και κατά παράβαση εξουσίας και/ή καθ' υπέρβαση της και/ή άνευ εξουσίας και/ή ασκώντας λανθασμένα την εξουσία του και/ή κατά παράβαση της και/ή κατά παράβαση των Δικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας μεταξύ των οποίων Δ.25 Θ.1 και Δ.64 Θ.1, 2, 3 (που ποτέ δεν επεκαλέσθη ο Ενάγων τη Δ.64 Θ.3) ενέκρινε την αίτηση του Ενάγοντος ημερομηνίας 27/11/12 και εξέδωσε σχετικά διατάγματα τροποποιήσεως της Φόρμας Δ.1 Θ.2 δια διαγραφής λέξεων και φράσεων και προσθήκης άλλων».

 

      Με τον λόγο έφεσης 2, πλήττεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ως τυπογραφικό και όχι ως ουσιαστικό λάθος την «. αλλαγή της φόρμας αντί Δ.2 Θ.6 εχρησιμοποιήθη φόρμα Δ.2 Θ.1 δεν διορθώνεται δια τροποποιήσεως ως ανωτέρω (ΣΕΛ.1 ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ)».

 

      Ως αδρομερές αιτιολογικό των λόγων έφεσης 1 και 2, η Εφεσείουσα λέγει ότι κατά την Δ.25Θ1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, δεν παρεχόταν η δυνατότητα για τροποποίηση, αφού το «. κλητήριο που απεφάσισε να τροποποιήσει δεν είναι Δικόγραφο αλλά απεναντίας είναι φόρμα». Περιπλέον, διατείνεται πως το αβλέπτημα δεν μπορούσε να θεραπευθεί με επίκληση (και εφαρμογή) τής Δ.64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, επειδή τούτη - και ιδιαίτερα η Δ.64Θ2 - αναφέρεται «. σε τροποποίηση αναφορικά με τη διαδικασία όχι με τροποποίηση οιουδήποτε εγγράφου και ιδιαιτέρως όχι φόρμας που εν πάσει περιπτώσει αποκλείεται από τη Δ.25 Θ.1 .» και πως την «. Δ.64 Θ.3 εσφαλμένα την επεκαλέσθη το Δικαστήριο αφού δεν την επεκαλέσθη ο Αιτητής.».

 

      Διαφωνούμε.

 

      Κατ' αρχάς, δεν είναι ακριβής η θέση της Εφεσείουσας πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε το περί ου ο λόγος ζήτημα, βασιζόμενο επί νομικού υποβάθρου το οποίο δεν επικαλέστηκαν οι Εφεσίβλητοι.

 

      Η αίτηση τροποποίησης καθαρώς είναι που παραπέμπει (μεταξύ άλλων) «. στους θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας . Διαταγή 25 θεσμοί 1-6 . Διαταγή 64 θεσμοί 1 και 2 .».

 

      Προσθέτως - σε σχέση προς την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Εφεσείουσα για το εύρος εφαρμογής στην προκειμένη τής Δ.64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών - υποδεικνύουμε απλώς πως το ζήτημα απαντάται από τις ίδιες τις πρόνοιες της Δ.64θ1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ήτοι ότι η μη συμμόρφωση «. λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή την φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή» (η έμφαση είναι δική μας).

 

      Τέλος - με υπόμνηση στην αναφορά της Εφεσείουσας περί λαθεμένης επίκλησης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο τής «. Δ.64 Θ.3 .» - υπογραμμίζουμε ότι ουδέποτε έγινε τέτοια μνεία από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (και αυτό ήταν αναμενόμενο μια και δεν υφίσταται τέτοια κανονιστική πρόβλεψη). Η παραπομπή στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν στην Δ.64 θ1(3) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, την οποία και ανέλυσε αναφορικώς προς ό,τι συναφώς απασχολούσε (και ορθώς).

 

      Κατά τα άλλα (και επί της ουσίας), το Πρωτόδικο Δικαστήριο για να επιρρώσει την απόφαση του επί των υπό ανάλυσιν (σχετικώς προς τους λόγους έφεσης 1 και 2), παρέπεμψε και στον περιεκτικό δικαστικό λόγο - εντρύφηση θα λέγαμε - στην Φαλέκκος ν Χριστοφίδη (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2534, 2539-2545, όπου το Εφετείο είπε και τα ακόλουθα απολύτως σχετικά με όσα ενεστώτως απασχολούν:

«.....................................................

Η Δ.2 θ.6 βασικά προβλέπει ότι ο ενάγων σ' όλες τις αγωγές μπορεί να εναγάγει τον εναγόμενο με κλητήριο στο οποίο «δύναται» ("may") να οπισθογραφήσει και την έκθεση απαίτησης. Η χρήση της αγγλικής λέξης "may" υποδηλώνει δικαίωμα και επιλογή και όχι επιτακτική πρόνοια, οπότε θα χρησιμοποιείτο το ρήμα "shall". Όμως το δικαίωμα επιλογής δεν παρέχεται στον ενάγοντα όπου η φύση της αγωγής συμπεριλαμβάνεται στις εξαιρέσεις της Δ.2 θ.6(4).

Η διαφορά μεταξύ γενικής και ειδικής οπισθογράφησης, φαίνεται σήμερα να έχει περισσότερο ιστορική σημασία παρά πρακτική και ενδεχομένως οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπετο γενική οπισθογράφηση να ήταν εκείνες στις οποίες κρίθηκε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν τα στενά περιθώρια καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, καταχώρισης έκθεσης υπεράσπισης και οι κίνδυνοι διεκδίκησης απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης, που υπάρχουν στην περίπτωση που στο κλητήριο περιλαμβάνεται σε ειδική οπισθογράφηση και η έκθεση απαίτησης. Πέραν των πιο πάνω, φαίνεται ότι η μόνη άλλη πρακτική σημασία να ήταν ότι ο ενάγων, όπου είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει με ειδική οπισθογράφηση αλλά προχωρούσε με γενική οπισθογράφηση, δεν εδικαιούτο έξοδα για τη μετέπειτα σύνταξη έκθεσης απαίτησης (βλ. The Annual Practice, 1955, σελ. 17).

Όμως σήμερα, εκτός των περιπτώσεων που ο ενάγων δεν έχει όλες τις πληροφορίες για τη σύνταξη της έκθεσης απαίτησης του, η γενική οπισθογράφηση δεν είχε οποιαδήποτε άλλη χρησιμότητα, αλλά αντίθετα αποτελεί πηγή καθυστέρησης και δημιουργεί περιττά έξοδα. Στο παρελθόν υπήρξαν εισηγήσεις για κατάργηση της διάκρισης, πλην ορισμένων περιπτώσεων, π.χ. όπου η αγωγή κινδύνευε να αποκλειστεί λόγω παραγραφής ή όπου παρίστατο ανάγκη να διεκδικηθεί παρεμπίπτον διάταγμα, αλλά ο ενάγων δεν είχε όλα τα στοιχεία ή το χρόνο για να συντάξει την έκθεση απαίτησης του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ενάγων θα διατηρούσε το δικαίωμα να προχωρήσει με γενική οπισθογράφηση.

Παρά τις πιο πάνω παρατηρήσεις, η πρόνοια της Δ.2 θ.6 για γενική οπισθογράφηση συνεχίζει να υφίσταται για τις σοβαρές εκείνες περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (4) του θεσμού 6, με αποτέλεσμα σε αγωγή στην οποία υπάρχει ισχυρισμός για δόλο, ο ενάγων να μην έχει δυνατότητα επιλογής ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου σύμφωνα με τον Τύπο 2. Επομένως, η κατάληξη της πρωτόδικης δικαστού ότι στην προκειμένη περίπτωση η χρήση από τον Εφεσίβλητο του Τύπου 1 ήταν επιβεβλημένη, είναι απόλυτα ορθή.

Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσον η διαπιστωθείσα μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς είναι θεραπεύσιμη ή όχι. Η Δ.64 όπως τροποποιήθηκε με τον Τροποποιητικό Κανονισμό 2/1995 προβλέπει ότι:-

«Δ.64

1. (1) H μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.

(2) Τηρουμένης της παραγράφου (3), το Δικαστήριο δύναται, εφόσο διαπιστώσει τέτοια μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (1), και υπό τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, όπως κρίνει δίκαιο, να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία επεσυνέβη η μη συμμόρφωση, οποιοδήποτε βήμα έγινε στη διαδικασία εκείνη, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον.

(3) To Δικαστήριο δε θα παραμερίζει εξ ολοκλήρου οποιαδήποτε διαδικασία, ή το κλητήριο ένταλμα, ή άλλο εναρκτήριο μέσο με το οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία, για το λόγο ότι έχει χρησιμοποιηθεί διαφορετικό εναρκτήριο μέσο για την έναρξη της διαδικασίας από εκείνο που απαιτεί οποιοσδήποτε από τους παρόντες Κανονισμούς.

2. Αίτηση για παραμερισμό οποιασδήποτε διαδικασίας, οποιουδήποτε βήματος που έγινε σε οποιαδήποτε διαδικασία, ή οποιουδήποτε εγγράφου, αποφάσεως ή διατάγματος σε αυτή, λόγω παρατυπίας, δε θα επιτρέπεται, εκτός εάν υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρόνο και προτού o διάδικος που υπέβαλε την αίτηση προβεί σε οποιοδήποτε νέο βήμα, αφότου η παρατυπία περιήλθε σε γνώση του. Οι προτεινόμενοι λόγοι για παραμερισμό δυνάμει του παρόντος Κανόνα, θα αναφέρονται στην αίτηση

Βασικά η νέα Δ.64 κατάργησε τη διάκριση μεταξύ άκυρης και αντικανονικής διαδικασίας. Δόθηκε στο Δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς είτε να παραμερίσει τη διαδικασία, είτε να θεωρήσει τη μη συμμόρφωση θεραπεύσιμη και να εκδώσει διάταγμα για διόρθωση ή άρση της παρατυπίας.

Η νομολογία καθιέρωσε κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με προεξάρχων ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της άρσης της παρατυπίας, δεν θα οδηγούσε σε πασιφανή αδικία στην άλλη πλευρά. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 366, Landbroke Group Plc κ.ά. ν. Παπακόκκινου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 και η αγγλική υπόθεση Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 WLR 513.

Στην προκειμένη περίπτωση η μη συμμόρφωση με τη Δ.2 θ.6(4) ήταν μια από τις περιπτώσεις που προσπάθησε ρητά να καλύψει η Δ.64 θ.1(3), ώστε η λανθασμένη χρήση εναρκτήριου μέσου να μην οδηγεί σε ακύρωση. Επομένως, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συγκεκριμένη περίπτωση καλύπτεται πλήρως από τη Δ.64 θ.1(1) και(3) και ότι η διαδικασία δεν έπρεπε να παραμεριστεί, αλλά το δικαστήριο θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να την θεραπεύσει. Όπως υποδείξαμε και πιο πάνω, η σημασία τυχόν μη συμμόρφωσης με τη Δ.2 θ.6(4) δεν είναι πλέον τόσο σοβαρή και ουσιώδης ώστε να μην θεωρηθεί θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64, ιδιαίτερα όταν δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα του Εφεσείοντος, όπως στην παρούσα περίπτωση.

 

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο επέλεξε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να θεραπεύσει την παρατυπία. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα θεωρεί εσφαλμένη την έκδοση διατάγματος απαλλαγής της διαπιστωθείσας παρατυπίας. Ήταν η θέση του ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία να θεραπεύσει αυτεπαγγέλτως την παρατυπία, αλλά θα έπρεπε να αφήσει τον Εφεσίβλητο να αποταθεί ο ίδιος στο δικαστήριο για άρση της παρανομίας. Προς υποστήριξη της θέσης του, επικαλείται τις υποθέσεις Πέτριχου ν. Χ"Ιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81, Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου, ανωτέρω, M.I. Holdings Public Ltd v. Παναγή (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 298, Αρέστη ν. Ερμογένους (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1844.

 Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις του Εφεσείοντος. Οι υποθέσεις στις οποίες έκαμε αναφορά δεν υποστηρίζουν ένα τέτοιο άκαμπτο κανόνα. Αντίθετα στην υπόθεση Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου, ανωτέρω, στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, το Εφετείο υιοθετώντας τα όσα αναφέρθηκαν στην αγγλική υπόθεση Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union, ανωτέρω, ανέφερε τα εξής:-

 «Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

 1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

 2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

 3. Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

 4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

 5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον".

 Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Δικαστή Slade - στις σελ. 522-523 - είναι διαφωτιστικό:

 "Where, in the course of proceedings, the court finds that a failure of the nature referred to in Ord. 2, r. 1(1) has occurred, which has not been waived by the other party either expressly or by implication, it is given by Ord. 2, r. 1(2) a choice of courses to pursue at its own discretion, whether or not an application under Ord. 2, r. 2 is before it. In such a situation, in the exercise of its discretion under rule 1 (2), it may either adopt the more draconian course of setting aside wholly or in part the proceedings in which the failure occurred; ... alternatively, it may 'make such order ... dealing with the proceedings generally as it thinks fit'. The last-mentioned words are, in my opinion, manifestly wide enough to empower it to make a dispensing order waiving the relevant irregularity: see, for example, Leal v. Dunlop Bio-Processes International Ltd [1984] 1 W.L.R. 874, 880F, per Stephenson L.J.".

Σε ελληνική μετάφραση:

" Όπου στη διάρκεια της διαδικασίας, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι έχει επισυμβεί παράλειψη της φύσης που αναφέρεται στην Δ.2 θ.1(1) από την οποία το άλλο μέρος δεν έχει παραιτηθεί με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, η Δ.2 θ. 1(2) παρέχει στο Δικαστήριο επιλογή της πορείας που θα ακολουθήσει με δική του διακριτική ευχέρεια, είτε υπάρχει ενώπιον του ή όχι αίτηση δυνάμει της Δ.2 θ.2. Σε τέτοια περίπτωση στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει του θ. 1(2), μπορεί είτε να υιοθετήσει την πλέον δρακόντια πορεία πλήρους παραμερισμού ή μερικώς της διαδικασίας στην οποία έχει επισυμβεί η παράλειψη .... Διαζευκτικά μπορεί «να εκδώσει τέτοιο διάταγμα .. αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον». Οι τελευταίες λέξεις είναι, κατά την άποψη μου, έκδηλα τόσο ευρείες που του δίνουν εξουσία να εκδώσει διάταγμα παραίτησης από το δικαίωμα που παρέχεται λόγω της παρατυπίας: βλ. π.χ., Leal ν. Dunlop Bio-Processes International Ltd [1984] 1 W.L.R. 874, 880F, απόφαση του Δικαστή Stephenson."

 (Βλ. και Panayiotis Georghiou (πιο πάνω) και Αθανασιάδης ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 945).

Υιοθετούμε την πιο πάνω θέση της Αγγλικής Νομολογίας γιατί αντανακλά την ορθή ερμηνεία της νέας Αγγλικής Δ.2 η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64

Στην πιο πάνω υπόθεση το Εφετείο έκρινε ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να θεραπεύσει την παρατυπία με το να εκδώσει διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία» (βλ. σελ. 381 της απόφασης). Τα όσα αναφέρθηκαν μετέπειτα στις υποθέσεις M.I. Holdings Public Ltd v. Παναγή, ανωτέρω και Αρέστη ν. Ερμογένους, ανωτέρω, ότι η Δ.64 δεν «παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε διορθωτικές κινήσεις», ουδόλως επηρεάζουν το δικαστικό λόγο της Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου. Τα όσα αναφέρθηκαν στις πιο πάνω δύο υποθέσεις που επικαλέστηκε ο συνήγορος του Εφεσείοντος, έγιναν με αναφορά στην υπόθεση Πέτριχου ν. Χ"Ιωσήφ, ανωτέρω. Όμως εκείνο που τονίστηκε στην Πέτριχου, ήταν ότι η νέα Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια στη μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, τους οποίους δεν έχει σκοπό να καταργήσει. Τονίστηκε ότι η Δ.64 δημιουργεί ένα ένδικο μέσο το οποίο ο διάδικος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να θεραπεύσει παρατυπίες. Όμως το Δικαστήριο με κανένα τρόπο δεν περιόρισε τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου, όταν με κάποιο τρόπο εγείρεται ενώπιον του θέμα μη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς, να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τη Δ.64 θ.1(3) και είτε να παραμερίσει το μη θεραπεύσιμο εναρκτήριο μέσο, είτε να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, όπως κρίνει δίκαιο και πρέπον αναφορικά με τη διαδικασία. Δεν χρειάζεται και ούτε και θα ήταν ορθό να αποφασίσουμε τελεσίδικα την εμβέλεια της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, καθότι δεν είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας έφεσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε διαπίστωση ότι πρόκειται για θεραπεύσιμη παρατυπία, δεν βλέπουμε λόγο γιατί να μην μπορούσε στην ίδια διαδικασία να θεραπεύσει την παρατυπία δυνάμει της Δ.64, εφόσον το έκρινε αναγκαίο. Θα ήταν τυπολατρική προσέγγιση αν κρίναμε ότι για να θεραπευθεί η ήδη διαπιστωθείσα παρατυπία θα έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να αναβάλει την υπόθεση, ώστε να δοθεί χρόνος στον Εφεσίβλητο να καταχωρίσει αίτηση δυνάμει της Δ.64 για να θεραπεύσει την παρατυπία. Διερωτόμαστε σε τι θα εξυπηρετούσε η αίτηση, εφόσον η άλλη πλευρά δεν θα μπορούσε να έχει ουσιαστικούς λόγους ένστασης, αφού το ουσιαστικό θέμα είχε ήδη κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Βέβαια οι πιο πάνω παρατηρήσεις μας δεν πρέπει να τύχουν παρανόησης ως προς το καθήκον του κάθε δικηγόρου ή διαδίκου που διαπιστώνει την παρατυπία να λαμβάνει έγκαιρα στην κατάλληλη περίπτωση τα αναγκαία μέτρα για θεραπεία της και όχι να αφήνει τα πράγματα να τύχουν διόρθωσης από το Δικαστήριο. Επομένως ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.

.......................................................».

 

      Δεν έχουμε κάτι να προσθέσουμε στο πιο πάνω σκεπτικό, παρά να τονίσουμε πως, για τα τής εμβέλειας και στοχεύσεων της Δ.64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αποφάνθηκε και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί παρόμοιων γραμμών, στην Αναφορικά με την Αίτηση του Sergueyevich, ΠΕ 55/20, ημ. 5.4.21.

 

      Τα υιοθετούμε κι αυτά.

 

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εν σχέσει προς τα αφορώντα στους λόγους έφεσης 1 και 2, κινήθηκε εντός της σχετικής νομολογίας, χωρίς η απόφαση του, κατά τον τρόπο που επεξηγήθηκε, να προκαλέσει αδικία, δυσχέρεια ή δυσμενή επηρεασμό στην Εφεσείουσα (βλ. CMA Holdings Ltd v Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (ΠΕ 265/14, ημ. 21.12.18, ECLI:CY:AD:2018:A559).

 

      Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

      Περνούμε στον λόγο έφεσης 3.

 

      Με τον λόγο έφεσης 3, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα «. έξοδα της αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της υπόθεσης .» ήταν άδικη και αδικαιολόγητη και απόρροια κακής ενάσκησης διακριτικής ευχέρειας αφού, ανάμεσα σε άλλα, για «. τα σφάλματα του Ενάγοντος δεν έχουν ευθύνη οι Εναγόμενες .» και ότι για «. το αναίτιο μέρος τις Εναγόμενες, έπρεπε να επιδικαστούν τα έξοδα υπέρ των και εναντίον του Ενάγοντος και όχι διαφορετικά και δεν έτυχαν αι Εναγόμεναι της δίκαιης δίκης».

 

      Το παράπονο της Εφεσείουσας ευσταθεί.

 

      Αυτό, διότι, πράγματι, η ανάγκη για την επίμαχη τροποποίηση προέκυψε από αστοχίες των Εφεσίβλητων για τις οποίες δεν είχε υπαιτιότητα η Εφεσείουσα, μήτε και υποχρέωση εξάλλου να μην ενασκήσει το παρεχόμενο σε αυτήν συνταγματικό και κανονιστικό δικαίωμα να αμφισβητήσει, ασχέτως τελικού αποτελέσματος, την αίτηση τροποποίησης. Υπεύθυνοι για την εκτροπή από τη φυσιολογική διαδικαστική πορεία της υπόθεσης (ένεκα της αίτησης τροποποίησης), ήσαν οι Εφεσίβλητοι, και αυτοί θα έπρεπε να επωμισθούν, ως θέμα γενικής αρχής (αλλά και κατά τα γεγονότα της περίπτωσης), τα έξοδα (βλ. Χατζηιωάννου ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2000) 1(Γ) ΑΑΔ 1451, 1454, Αναφορικά με την Αίτηση του Πιερή (1999) 1(Β) ΑΑΔ 809, 814).

 

      Μολαταύτα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα χωρίς να δώσει κάποια ειδική αιτιολογία ως προς το γιατί τα έξοδα της αίτησης τροποποίησης «. θα είναι έξοδα στην πορεία της υπόθεσης .» (και άρα, κατά μια λελογισμένη πιθανότητα, δυνητικώς εναντίον της Εφεσείουσας σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής).

 

      Αποφαινόμαστε, ότι η ορθότερη και δικαιότερη υπό τις περιστάσεις διαταγή θα ήταν - και επ' αυτού το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με κάθε θεσμική εκτίμηση, δεν ενάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά τα δέοντα - όπως τα έξοδα της αίτησης τροποποίησης, ως τούτα θα υπολογισθούν στο τέλος της αγωγής, είναι έξοδα στην πορεία της υπόθεσης, σε καμιά όμως περίπτωση κατά της Εφεσείουσας, και έτσι διατάζουμε.

     

      Ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει κατά τα ανωτέρω.

 

      Εν κατακλείδι.

 

      Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 απορρίπτονται.

      Ο λόγος έφεσης 3 γίνεται αποδεκτός.

 

      Η έφεση επιτρέπεται, στον βαθμό που προαναφέρθηκε.

 

      Δοσμένης της κατάληξης της έφεσης και του αιτιολογικού που τη συνοδεύει, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

 

                                                                             Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

                                                                             Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                             Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο