ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2021:10
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/21)
13 Μαΐου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Γ.Κ.
Εφεσείων
ΚΑΙ
Ε.Ζ.
Εφεσίβλητη
---------
Μ. Παπαμιχαήλ, για εφεσείοντα.
Αλ. Κληρίδης, για εφεσίβλητη.
------------
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη/αιτήτρια (μητέρα) είχε λάβει, στις 8.11.2018, τη φύλαξη και την φροντίδα των δύο ανήλικων τέκνων που απέκτησε με τον εφεσείοντα/καθ΄ ου η αίτηση (πατέρα), του Χ. και της Α., με προσωρινό διάταγμα, το οποίο αργότερα κατέστη απόλυτο (25.10.2019). Παρά το διάταγμα όμως, στις 22.3.2019, ο πατέρας παρέλαβε τα ανήλικα από το σχολείο χωρίς ποτέ να τα επιστρέψει. Τότε ήταν ηλικίας μόλις 7 σχεδόν χρονών η Α. και 8½ χρονών ο Χ. Έκτοτε, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου, τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο του πατέρα τους.
Στις 5.6.2020 εκδόθηκε εκ συμφώνου συμπληρωματικό διάταγμα με το οποίο ορίστηκε ο τόπος και ο χρόνος «παράδοσης» των παιδιών στη μητέρα. Ως τόπος καθορίστηκε η οικία του πατέρα και ως χρόνος, ο χρόνος εντός τεσσάρων ημερών από της ημέρας επίδοσης του διατάγματος. Το διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, επιδόθηκε στον πατέρα στις 11.6.2020, χωρίς όμως τα παιδιά να παραδοθούν, είτε εντός του καθορισθέντος χρόνου, είτε οποτεδήποτε μετά στη μητέρα. Ακολούθησε αίτηση παρακοής η οποία οδήγησε σε καταδίκη του πατέρα, σε άμεση φυλάκιση 45 ημερών. Εξ ου και η παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται τόσο η έγκριση της αίτησης, όσο και η επιβληθείσα ποινή.
Με την ένορκη δήλωση της που συνόδευε την αίτηση της η μητέρα προέβαλε τα γεγονότα και απέδωσε το ατελέσφορο εκτέλεσης του διατάγματος σε υπαιτιότητα του πατέρα. Ήταν η θέση της ότι ο πατέρας σκόπιμα και ηθελημένα επέλεξε την παρακοή, εφόσον δεν προέβη σε οποιαδήποτε θετική ενέργεια για την πραγματική και ψυχική προετοιμασία των παιδιών, προσπαθώντας, αντίθετα, εσκεμμένα και μεθοδευμένα να εμποδίσει την εφαρμογή του διατάγματος. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε τα εξής:
«(α) Τα παιδιά ήταν ξυπόλητα και δεν φάνηκε να γνώριζαν ή να ήταν ενημερωμένα για το τι θα επακολουθούσε.
(β) Δεν είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες και τα προσωπικά τους αντικείμενα για να μπορέσουν να μεταφερθούν και να μείνουν στην οικία μου.
(γ) Τα παιδιά δεν ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένα αφού δεν έγινε καμία προσπάθεια προηγουμένως από τον Καθ΄ ου η αίτηση/Αιτητή για να καθησυχαστούν και να είναι έτοιμα.
(δ) Όπως διαφάνηκε στην πορεία ο Καθ΄ ου η Αίτηση/Αιτητής είχε προετοιμάσει τα παιδιά για άλλου είδους δραστηριότητες, συγκεκριμένα ότι θα παίξουν ένα παιχνίδι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, γεγονός που δεικνύει ξεκάθαρα ότι ευθύς εξ αρχής δεν έχει πρόθεση να συμμορφωθεί με το Διάταγμα.
(ε) Ο Καθ΄ ου η Αίτηση/Αιτητής με το που άνοιξε την πόρτα της οικίας του δήλωσε ότι θα αποχωρήσει προτού προβεί στην ενεργή παράδοση των παιδιών μας ή να βοηθήσει στην παράδοση των παιδιών μας ως όφειλε και διατάσσετο από το Δικαστήριο.»
Ο πατέρας προέβαλε ως λόγο ένστασης τη θέση ότι η μη υλοποίηση των προνοιών του διατάγματος ημερ. 5.6.2020 οφείλεται αποκλειστικά σε παράγοντες πέραν του δικού του ελέγχου και στην αδυναμία του Γραφείου Ευημερίας και της μητέρας να εκτελέσουν το διάταγμα. Στην ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την ένσταση ισχυρίζεται πως έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν ώστε να συμμορφωθεί με το διάταγμα. Από τη στιγμή που του επιδόθηκε, στις 11.6.2020, άρχισε να προετοιμάζει τα παιδιά λέγοντας ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν τη μητέρα τους και ότι θα πρέπει να δημιουργήσουν σχέσεις μαζί τους. Παράλληλα επικοινώνησε με το Γραφείο Ευημερίας και σε συνεννόηση μαζί τους διευθέτησε συνάντηση με όλες τις πλευρές για τις 12.6.2020. Στη συνάντηση εκείνη, στην οποία η μητέρα παρέλειψε να αναφερθεί στη δική της ένορκη δήλωση όπως τονίζει, που έγινε στην οικία του παρέστησαν και δύο λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας καθώς και τέσσερις αστυνομικοί. Ο ίδιος τότε παρέδωσε τα παιδιά και με σκοπό να αποφύγει τις κατηγορίες που τελικά αντιμετώπισε, έφυγε από την οικία του και πήγε στο απέναντι πάρκο ώστε η παράδοση των παιδιών στη μητέρα να γίνει απρόσκοπτα, χωρίς καμιά παρέμβαση εκ μέρους του. Τούτο όμως στάθηκε αδύνατο γιατί τα παιδιά ήταν ανένδοτα και δεν δέχονταν να ακολουθήσουν τη μητέρα.
Προβάλλει περαιτέρω στην ένορκη του δήλωση ότι στις 15.6.2020 έγινε δεύτερη προσπάθεια παράδοσης. Ο ίδιος είναι που οργάνωσε την προσπάθεια αυτή σε συνεννόηση με το Γραφείο Ευημερίας. Παρουσίασε σχετικά δύο τηλεομοιότυπα τα οποία απέστειλε προς την αρμόδια προϊσταμένη του Γραφείου Ευημερίας (τεκμ. 2 και 3). Στη συνάντηση 15.6.2020 παρόντες ήταν ένας αστυνομικός, δύο λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας, η μητέρα και οι δικηγόροι των δύο πλευρών. Πράγματι τα παιδιά δεν φορούσαν τα παπούτσια τους. Ήταν όμως η θέση του ότι τα παιδιά ήταν έτοιμα και ο ίδιος τα ενθάρρυνε και τα παρότρυνε σθεναρά να ακολουθήσουν τη μητέρα τους. Όμως και αυτή τη φορά τα παιδιά αρνήθηκαν σθεναρά, ακόμα και όταν οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας τους διάβασαν και τους εξήγησαν το διάταγμα, αλλά τα παιδιά με πλήρη συνείδηση εξήγησαν στους λειτουργούς ότι δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους διότι αυτή τους θυμώνει, τα κακοποιεί και βρίζει τον πατέρα τους συνεχώς. Επίσης ανέφεραν ότι με τη μητέρα τους δεν νιώθουν ελεύθερα, αφού αυτή τους απαγορεύει, ενόσω είναι μαζί της, να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους, ενώ όταν είναι με τον πατέρα, όποια στιγμή το θελήσουν μπορούν να επικοινωνήσουν με τη μητέρα τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επέτρεψε την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της μητέρας με σκοπό να απαντήσει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένσταση, να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου ουσιώδη γεγονότα και να παρουσιάσει μαρτυρία για τον «κακό χαρακτήρα» του πατέρα, εφόσον ο ίδιος έθιξε το δικό της χαρακτήρα και προέβαλε «καλό χαρακτήρα» για το πρόσωπο του. Η ουσία είναι ότι με την συμπληρωματική ένορκη δήλωση απαντάται βασικά ο ισχυρισμός του πατέρα ότι έπραξε κάθε τι δυνατόν για να συμμορφωθεί και ότι η αδυναμία εκτέλεσης δεν οφειλόταν στον ίδιο.
Ειδικότερα ήταν η θέση της μητέρας στην συμπληρωματική της ένορκη δήλωση ότι από τις 22.3.2019 που παρέλαβε τα παιδιά από το σχολείο, χωρίς ποτέ να τα επιστρέψει, αυτά βρίσκονται στον αποκλειστικό έλεγχο του χωρίς καμιά ανθρώπινη και φυσιολογική επαφή μαζί της. Έχει αποκλείσει κάθε πρόσβαση της στα τηλέφωνα των παιδιών και κάθε επικοινωνία μαζί τους. Η ίδια δεν μπορεί να πλησιάσει την εξώπορτα του σπιτιού του αφού έχει αλυσοδέσει το κάγκελο και ρίχνει νερό με το λάστιχο ποτίσματος όταν βρίσκεται στο δρόμο έξω από το σπίτι του. Την καταγγέλλει στην Αστυνομία όταν επισκέπτεται το σπίτι του ή το σπίτι της μητέρας του, την βιντεογραφεί ή την εξυβρίζει όταν πλησιάζει τα παιδιά. Τα ανήλικα υπήρξαν πολλές φορές μάρτυρες συμπεριφοράς εκ μέρους του και άλλων μελών της οικογενείας του που αποτελούν ψυχολογική βία. Στις 12.6.2020 τα παιδιά ήταν εντελώς απροετοίμαστα χωρίς παπούτσια, τσάντες σχολικές ή βαλίτσες και ισχυρίζονταν ότι «εμείς δεν υπακούμε σε κανένα χαρτί και κανένας δεν μπορεί να μας κάμει τίποτε». Δεν έγινε καμιά παρότρυνση από τον πατέρα ο οποίος απλώς δήλωνε ότι «τα μωρά εν δαμαί και όποιος θέλει ας τα πιάσει». Σε σχέση με την ψυχολογική προετοιμασία των παιδιών και τον ισχυρισμό για παράδοση των τσαντών, η μοναδική προετοιμασία που έγινε ήταν μια χάρτινη τσάντα καταστήματος με 2-3 φανέλες.
Στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση η μητέρα επισύναψε ως τεκμήριο δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχε στείλει προς τον πατέρα προκειμένου να ενημερωθεί για το τι κάνουν τα παιδιά και γενικότερα για να έχει με κάποιο τρόπο πρόσβαση σε αυτά. Στα ηλεκτρονικά αυτά μηνύματα ουδεμία απάντηση έλαβε.
Στο ίδιο τεκμήριο επισύναψε αντίγραφα από εκατοντάδες μηνύματα sms που έστελλε στα παιδιά εκφράζοντας την αγάπη και το ενδιαφέρον της τα οποία είτε παρέμειναν αναπάντητα, στο μεγαλύτερο βαθμό, είτε ελάμβανε απαντήσεις του τύπου «εκουραστήκαμε με τα ψέματα σου ούλλη μέρα ψέματα λαλείς είπαμε σου είναι πράξις», «εσύ εν είσαι μάμα οι μάμες ένεν πελές σαν εσένα ούτε κατάλαβες τι σου γράψαμε αλάζισ κουβέντα», «ξιουρί», «καλημέρα είμαστε καλά με μας στίλης αστινομίες», «είμαστε καλά με καταγγίλις το παπά μας», «είμαστε τέλια με τον παπά μας». Σε μήνυμα της «μωρά μου σας παίρνω τηλέφωνο να σας μιλήσω» η απάντηση που έλαβε ήταν «δεν θέλουμε παρέτα» και «ξιουρί». Σε μήνυμα της «καλό βράδυ Χ. και Α.» η απάντηση που έλαβε ήταν «σκάσε πρίχτισα».
Δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία και οι ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς επί των ενόρκων δηλώσεων και με βάση τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο λόγος για τον οποίο τα παιδιά δεν παραδόθηκαν στις 15.6.2020, ημέρα που έπρεπε με βάση το διάταγμα να παραδοθούν, είναι γιατί τα παιδιά δεν επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τη μητέρα. Και αυτό γιατί την θεωρούσαν ως εχθρό τους, ως άτομο το οποίο συνεχώς τα ενοχλεί, όπως προκύπτει από τα δικά τους προαναφερθέντα μηνύματα.
Είναι γεγονός, συνεχίζει το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι όταν προκύπτει ζήτημα σοβαρής και σθεναρής άρνησης του τέκνου να συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε το δικαστήριο, ούτε ο υπόχρεος της επικοινωνίας γονέας, έχουν δικαίωμα να το πειθαναγκάσουν να την υποστεί, διότι αυτό θα ήταν τελικά αντίθετο στο συμφέρον του (ό.π. 117, ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1195, 555). Συμπλήρωσε αναφέροντας, πολύ ορθά, ότι «η πίεση που μπορεί να υποστεί το παιδί δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο της επιτρεπτής επέμβασης στην προσωπική του σφαίρα .το παιδί δεν μπορεί να είναι παιδί-βαλίτσα ή παιδί-πακέτο, το οποίο μπορεί να παραλαμβάνεται, να παραδίδεται, να «αρπάζεται», να «επιστρέφεται», σαν να ήταν αντικείμενο και όχι πρόσωπο».
Σημείωσε όμως παράλληλα την νομολογιακή αρχή ότι όταν ένα τέτοιας φύσεως διάταγμα δεν εκτελείται συνεπεία της αρνητικής στάσης και συμπεριφοράς του ίδιου του ανήλικου, το δικαστήριο «οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του ανήλικου μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα» (Ι. ν. Γ., Έφεση ΔΟΔ 4/14, ημερ. 2.6.2017).
Σε σχέση με την ευχέρεια με την οποία ένας ανήλικος που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, μπορεί να επηρεαστεί από τους γονείς και τις συνεπακόλουθες υποχρεώσεις τους ώστε να αποφεύγεται ο σχηματισμός εχθρότητας του παιδιού προς τον άλλο γονέα κατά τρόπο που να αντιβαίνει προς το συμφέρον του, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στο ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 1910/2005:
«Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξ άλλου της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιλογή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.»
Συνεπώς η αρνητική στάση των παιδιών, συνέχισε, ορθά, το δικαστήριο, δεν οδηγεί άνευ ετέρου και στην απαλλαγή του πατέρα, αλλά θεώρησε ότι είχε την υποχρέωση να αναζητήσει τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά αντιδρούν, ώστε να διαφανεί κατά πόσον αυτοί οφείλονται σε υπαίτιες, επί σκοπώ ενέργειες του πατέρα.
Υπέδειξε περαιτέρω ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η υποχρέωση για συμμόρφωση προς το διάταγμα απαιτεί θετική ενέργεια χωρίς να αρκεί μια μηχανιστική συμπεριφορά. Επιβάλλεται η θετική ενθάρρυνση και προτροπή του ώστε να υπάρχει πραγματική συμμόρφωση προς το διάταγμα. Παρέπεμψε σχετικά στο ακόλουθο απόσπασμα από την Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση». .»
Σε ό,τι αφορά στο βάρος απόδειξης, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη φύση της διαδικασίας ως οιονεί ποινικής ώστε το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους του αιτητή για να αποδείξει την κατηγορία γενικά και τα συστατικά της στοιχεία ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 ΑΑΔ 309, Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 ΑΑΔ 269). Παράλληλα όμως, υπέδειξε ότι στην Κ. ν. Ξ., Έφεση ΔΟΔ 2/12, ημερ. 9.5.2014, αναφέρθηκε ότι εκεί που ο υπόχρεος γονέας προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Προς αξιολόγηση των δεδομένων υπό το φως των παραπάνω νομικών αρχών, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι τα παιδιά τέθηκαν και βρίσκονται έκτοτε υπό τον πλήρη έλεγχο του πατέρα από το Μάρτιο του 2019, όταν ήταν ηλικίας μόλις 7 σχεδόν ετών η Α. και 8½ ο Χ., ήτοι παιδιά πολύ μικρής και ευαίσθητης ηλικίας. Η μαρτυρία της μητέρας ότι ο πατέρας την έχει αποκλείσει από κάθε πρόσβαση από τα παιδιά της χρησιμοποιώντας ακόμα και αλυσίδες και λάστιχα ποτίσματος παρέμεινε αναντίλεκτη, σημείωσε το δικαστήριο. Ήταν ενώπιον του ο όγκος ηλεκτρονικών μηνυμάτων που καταμαρτυρούν μια αδικαιολόγητη έλλειψη σεβασμού και αγένεια των παιδιών προς τη μητέρα τους, όπως την χαρακτήρισε το δικαστήριο και μια σταθερή εχθρική στάση απέναντι της, κάτι που δεν υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του πατέρα πως πράττει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να υπάρχει συμμόρφωση προς το διάταγμα. Καμιά μαρτυρία, αντιθέτως, δεν παρουσίασε στην οποία να καταδεικνύονται ως πραγματικές και ουσιαστικές οι κατ' ισχυρισμόν τέτοιες προσπάθειες του. Αντίθετα, αναντίλεκτη παρέμεινε η θέση της μητέρας ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί για την ψυχική στήριξη των παιδιών, επικαλούμενος τη δική τους άρνηση.
Έκρινε γενικά το δικαστήριο ότι ο πατέρας προβάλλει προσχηματικά την άρνηση των παιδιών ως ασπίδα προστασίας, χωρίς επί της ουσίας να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του, με δεδομένο ότι όσο αυξάνεται ο χρόνος αποκλεισμού της μητέρας από τη ζωή τους, τόσο αποξενώνονται από τη μητέρα τους με κίνδυνο τελικά να καταστεί, ως εκ των συνεπειών του χρόνου, τελείως ξένη για τα παιδιά της. Η όποια στιγμιαία προτροπή και οδηγία από πλευράς του την τελευταία στιγμή δεν είχε σημασία. Σημασία θα είχε να μην καλλιεργηθεί στα παιδιά η τόσο εχθρική στάση προς τη μητέρα τους.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στις ενέργειες του πατέρα στις 15.6.2020 το δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο για ενέργειες τις οποίες φαίνεται να κατασκευάζει προκειμένου να παρουσιάζεται ότι ο ίδιος επιδιώκει την παράδοση των παιδιών. Ωστόσο από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το δικαστήριο κατέληξε ότι πρόκειται για άτομο που έχει τροφοδοτήσει όλη αυτή την κατάσταση με την πρόφαση ότι είναι η θέση των παιδιών, κάτι που χρησιμοποιεί ως ασπίδα προστασίας προκειμένου να δημιουργήσει άλλοθι για τις πράξεις του. Έκρινε επίσης, ότι ο πατέρας παρουσιάζει τον εαυτό του ως πρόθυμο και ως άτομο που ενεργεί με σκοπό τα παιδιά να παραδοθούν στη μητέρα όταν είναι μπροστά τρίτα πρόσωπα. Άλλη όμως ήταν η συμπεριφορά του όταν δεν άφηνε τη μητέρα να πλησιάσει στην οικία του, όταν είχε αλυσοδέσει το κάγκελο του σπιτιού του, όταν δεν απαντούσε στα μηνύματα της και γενικότερα όταν συμπεριφερόταν με τον τρόπο που του απέδωσε και παρέμεινε αναντίλεκτη, η μητέρα.
Έχοντας αξιολογήσει ως άνω τα πράγματα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο πατέρας μεθοδευμένα, επί σκοπώ, συστηματικά και υπαίτια ενήργησε με τρόπο ώστε τα ανήλικα παιδιά να δημιουργήσουν αρνητικότατη εικόνα για τη μητέρα τους σε βαθμό που να τη θεωρούν εχθρό τους, διώκτη του πατέρα τους, πρόσωπο που επιδιώκει να τον φυλακίσει, με μόνο σκοπό να αποφύγει τις ευθύνες του που απορρέουν από το διάταγμα και την υποχρέωση του να παραδώσει τα παιδιά στη μητέρα τους. Γι' αυτούς τους λόγους έκρινε τον πατέρα ένοχο ηθελημένης παρακοής του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 5.6.2020 και τελικά του επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 45 ημερών.
Επιβάλλοντας την ποινή το δικαστήριο σημείωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του πατέρα προς μετριασμό της ποινής αναλώθηκε σε αναφορές περί των κατ' ισχυρισμόν προσπαθειών του πατέρα κατά τα τελευταία δύο χρόνια να πείσει τα παιδιά να αποδεχθούν να έχουν επαφή με τη μητέρα. Θεώρησε όμως το δικαστήριο ότι οι αναφορές αυτές δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν εφόσον συγκρούονται με τα ευρήματα του δικαστηρίου. Περαιτέρω η πλευρά της υπεράσπισης τόνισε τις επιπτώσεις που θα είχε στα τέκνα η τυχόν άμεση φυλάκιση του πατέρα εφόσον το αποτέλεσμα είναι να μην διαμένουν πλέον με τον γονέα που επιθυμούν. Αναφέρθηκε επίσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος του πατέρα στο γεγονός ότι κατά τους τελευταίους δύο μήνες πριν την αγόρευση για μετριασμό της ποινής η τηλεφωνική επικοινωνία των παιδιών με τη μητέρα έγινε σχεδόν καθημερινή, ενώ από την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης οι διάδικοι είχαν ξεχωριστές συναντήσεις με παιδοψυχολόγους και είχε προγραμματιστεί και κοινή συνάντηση. Επί τη βάσει αυτών των αναφορών, που δεν αντικρούστηκαν, το δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι ο πατέρας επιθυμεί πλέον να συμμορφωθεί με το διάταγμα πλην όμως θεωρεί ότι για τέτοια συμμόρφωση χρειάζεται χρόνος. Παρά ταύτα, συνέχισε το δικαστήριο, ο πατέρας θα έπρεπε ήδη να βρει τους τρόπους να προετοιμάσει κατάλληλα τα παιδιά, όχι βεβαίως με βία, αλλά με σωστή, συστηματική και επίμονη καθοδήγηση. Με αυτό το σκεπτικό και επί της αρχής ότι η τιμωρία για συνεχιζόμενη παρακοή διατάγματος είναι κατά κανόνα η φυλάκιση και δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη παρέχεται εάν υπάρχει συμμόρφωση και τούτο χωρίς να διαγράφεται η σοβαρότητα του αδικήματος (Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 227), έκρινε ως αναπόφευκτη την επιβολή ποινής φυλάκισης. Υπέδειξε παράλληλα ότι η συμμόρφωση προς τα διατάγματα των δικαστηρίων αποτελεί ένα από τα θεμέλια της σύγχρονης πολιτισμένης κοινωνίας και μια σημαντική πτυχή του κράτους δικαίου (Serafino v. Sunshoes (1964) 1 CLR 738, Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ν. (2002) 1 ΑΑΔ 133, Μ. ν. P. (Αρ.2) (2011) 1 (Β) ΑΑΔ 1007). Έχοντας τέτοια καθοδήγηση το δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Θεωρώ πολύ σοβαρό το αδίκημα που διέπραξε, δηλαδή της ηθελημένης παρακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου ημερ. 05/06/2020, παραβιάζοντας συνάμα τόσο το συνταγματικό δικαίωμα της Αιτήτριας (βλ. άρθρο 15 του Συντάγματος και άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) για οικογενειακή ζωή, όσο και το συμφέρον των παιδιών να είναι με τη μητέρα τους, όπως προβλέπει το διάταγμα. Η συμπεριφορά του καθ' ου η αίτηση αποτελεί ανάρμοστη επέμβαση στην απονομή της δικαιοσύνης και στο έργο του δικαστηρίου.»
Εξετάζοντας περαιτέρω το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής που επέβαλε, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι προαναφερθέντες μετριαστικοί παράγοντες και το λευκό ποινικό μητρώο του πατέρα δεν ήταν τέτοιοι που να δικαιολογούν την αναστολή. Προς τούτο θεώρησε ότι η τελική κρίση του δικαστηρίου και οι «λογικά αναμενόμενες συνέπειες της απόφασης» δεν επέδρασαν θετικά στον πατέρα ώστε αυτός έστω και την υστάτη να συμμορφωθεί. Κατέληξε ορίζοντας ότι αν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του ο πατέρας μεριμνούσε ώστε να επιτευχθεί τελικά η συμμόρφωση, το δικαστήριο να ενημερωθεί αμέσως, υπονοώντας ασφαλώς ότι σε τέτοια περίπτωση θα διέτασσε την άμεση αποφυλάκιση του.
Με την έφεση προσβάλλεται η διαπίστωση του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι υπήρξε ηθελημένη παρακοή εκ μέρους του πατέρα επί του δεδομένου ότι τα παιδιά αρνούνταν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους (λόγος έφεσης 9). Λανθασμένα το δικαστήριο έκρινε ότι ο πατέρας δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι ο λόγος που δεν συμμορφώθηκε ήταν ότι τα παιδιά αρνούνταν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους και όχι η δική του υπαιτιότητα (λόγος έφεσης 2). Είναι τα παιδιά που αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους αφού δεν υπήρχε διάταγμα επικοινωνίας με τον πατέρα μετά την «παράδοση» και η «παράδοση» θα σήμαινε για τα ίδια την απώλεια της ασφάλειας που ένιωθαν στην πατρική στέγη (λόγος έφεσης 1). Αντ' αυτού λανθασμένα έκρινε με ανεπίτρεπτες υποθέσεις ότι η μη εκτέλεση του διατάγματος «οφείλεται στη μεθοδευμένη, συστηματική, υπαίτια, επί σκοπώ συμπεριφορά και καθοδήγηση του καθ' ου η αίτηση» (λόγος έφεσης 6). Εγείρεται περαιτέρω ότι το διάταγμα ήταν ασαφές εφόσον δεν καθορίζει το τι σημαίνει «παράδοση», ενώ το δικαστήριο αναφέρεται σε «ενεργή παράδοση» χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει τούτο και γιατί κρίθηκε ότι ο πατέρας δεν εκπλήρωσε τέτοια υποχρέωση. Επιβάλλει στον πατέρα να «παραδώσει» τα παιδιά χωρίς να διευκρινίζει πού και σε τι ενέργειες θα έπρεπε να προβεί για να θεωρείται ότι τα παρέδωσε (λόγος έφεσης 8 και λόγος έφεσης 3). Το δικαστήριο δε, καταδίκασε τον πατέρα χωρίς μαρτυρία που να αποδεικνύει τα αμφισβητούμενα γεγονότα, μόνο επί των ενόρκων δηλώσεων, εφόσον οι διάδικοι δεν αντεξετάστηκαν και δεν προσέφεραν άλλη μαρτυρία (λόγος έφεσης 5). Τέλος, σε ότι αφορά την καταδίκη, εγείρεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την συμπληρωματική ένορκη δήλωση της μητέρας η οποία περιέχει αναλήθειες και άσχετα γεγονότα, επί της οποίας και βάσισε την καταδίκη (λόγος έφεσης 4). Το αποτέλεσμα ήταν να εκδώσει καταδικαστική απόφαση λαμβάνοντας υπόψιν γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα στο παρελθόν, αγνοώντας πλήρως τα όσα έλαβαν χώρα μετά τις 15.6.2020 (λόγος έφεσης 7).
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης (10 έως 16) προσβάλλεται η ποινή και η απόφαση να μην ανασταλεί η εκτέλεση της. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν ότι με την ποινή άμεσης φυλάκισης τα παιδιά θα έχαναν τη μόνη σταθερά την οποία είχαν στη ζωή τους με απρόβλεπτες συνέπειες για την ψυχοσωματική τους υγεία και ανάπτυξη, ότι δεν ζητήθηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τις προεκτάσεις που θα είχε η ποινή άμεσης φυλάκισης και μάλιστα το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει καν αίτημα αναβολής ώστε να ετοιμαστεί επί τούτου έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και να κατατεθεί έκθεση παιδοψυχολόγου, ότι η ποινή άμεσης φυλάκισης κατέστρεψε ή κατέστησε προβληματικές και ατελέσφορες τις όποιες προσπάθειες άρχισαν για την αποκατάσταση των σχέσεων μητέρας και τέκνων τους τελευταίους δύο μήνες σε συνεργασία με τη μητέρα και την παιδοψυχολόγο. Είναι η εισήγηση του ότι τα παιδιά στερήθηκαν τον πατέρα τους με αποτέλεσμα να εχθρεύονται περισσότερο τη μητέρα τους, την οποία θεωρούν υπεύθυνη για τη φυλάκιση και να αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα στο σχολείο όπου οι συμμαθητές τους έχουν πληροφορηθεί ότι ο πατέρας τους είναι στη φυλακή. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξάντλησε τα περιθώρια αυστηρότητας του με την ποινή άμεσης φυλάκισης και αγνόησε παντελώς τη βούληση των παιδιών εξυπηρετώντας μόνο την τιμωρία του πατέρα και με αυτό τον τρόπο τον εκδικήθηκε η μητέρα.
Τέλος εγείρεται και παράπονο γιατί το δικαστήριο να ζητά πληροφόρηση για την περίπτωση που θα υπήρχε συμμόρφωση κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής. Τίθεται με την έφεση το ερώτημα, εφόσον δεν κατάφερε να πείσει τα παιδιά ενώ ήταν εκτός φυλακής, πώς θα μπορούσε να συμμορφωθεί εντός φυλακής; Η έννοια όμως της σχετικής οδηγίας του δικαστηρίου ήταν, όπως παραπάνω εξηγήσαμε, η σκοπούμενη απελευθέρωση σε περίπτωση συμμόρφωσης. Όπως εξηγήθηκε στη Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203 η επιβολή ποινής δεν αποτελεί αυτοσκοπό σε αιτήσεις παρακοής, αλλά σκοπός είναι ο εξαναγκασμός σε υπακοή στα διατάγματα των δικαστηρίων.
Με το περίγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος δικηγόρος της μητέρας ήγειρε «προδικαστικές», όπως τις ονόμασε, ενστάσεις. Εισηγήθηκε καταρχάς ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη καθόσον αφορά τις αποφάσεις του δικαστηρίου ημερ. 10.12.2020 (απόφαση με την οποία επετράπη η συμπληρωματική ένορκη δήλωση) και 26.2.2021 (η τελική απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η αίτηση παρακοής). Εμπρόθεσμη, σύμφωνα με την εισήγηση, ήταν μόνο η έφεση για την επιβολή ποινής ημερ. 11.3.2021. Εισηγήθηκε ο κ. Κληρίδης ότι η αίτηση για παρακοή δεν αποτελεί αγωγή και συνεπώς δεν ισχύει ο κανόνας ότι ο διάδικος δεν μπορεί να εφεσιβάλει ενδιάμεση απόφαση και πρέπει να αναμένει την τελική για την συμπροσβάλει. Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σχέση της καταδικαστικής, κατ' ουσίαν, απόφασης και της απόφασης με την οποία επεβλήθη η ποινή. Άλλη «προδικαστική» ένσταση ήταν πως ο εφεσείων χρησιμοποίησε την έφεση για να καλύψει τα κενά της μαρτυρίας του. Αυτό δεν είναι ζήτημα προδικαστικής ένστασης εκτός αν ετίθετο όντως προδικαστικά, ήτοι ως ζήτημα εγκυρότητας μέρους της έφεσης κατά την προδικασία. Στο βαθμό που εισάγεται μαρτυρία με την έφεση ασφαλώς δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ληφθεί υπόψιν. Προβάλλεται περαιτέρω ότι η έφεση παρουσιάζει μια γενική και αόριστη επιχειρηματολογία καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη ως ακατόρθωτη την κατανόηση των λόγων επί των οποίων βασίζεται η έφεση. Είναι και αυτό ζήτημα που θα αναμενόταν να τεθεί στην προδικασία. Οι φερόμενες ως «προδικαστικές» ενστάσεις απορρίπτονται.
Ένα άλλο ζήτημα που ηγέρθη κατά την ημέρα της ακρόασης της έφεσης από τον κ. Κληρίδη ήταν ότι εφόσον ο πατέρας έχει εκτίσει την ποινή φυλάκισης η έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου. Μας παρέπεμψε σχετικά στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 124/14, ημερ. 2.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:B133, η οποία αφορούσε διάταγμα κράτησης του εφεσείοντα ημερ. 10.6.2014, ο οποίος όμως στις 17.9.2014 απολύθηκε δυνάμει αθωωτικής απόφασης. Κρίθηκε ότι εφόσον το διάταγμα κράτησης είχε προ πολλού εκπνεύσει και ακολουθήθηκε από αλλεπάλληλα διατάγματα τα οποία δεν εφεσιβλήθηκαν, η έφεση για το αρχικό διάταγμα είχε καταστεί άνευ αντικειμένου. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Η διαφορά από την παρούσα είναι προφανής. Αν μη τι άλλο, πέραν δηλαδή των δυσμενών συνεπειών που επιφέρει η καταδίκη, ως προηγούμενο, ο καταδικασθείς σε άμεση φυλάκιση δυνατόν να καταστεί μετά την απόλυση του κατόπιν έφεσης δικαιούχος σε αποζημίωση με βάση το άρθρο 3 του περί κατ' Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμος του 2001 (Ν. 144(Ι)/2001).
Σε ό,τι αφορά την ίδια την έφεση, αρχίζοντας από το βάρος απόδειξης ήταν ορθή η αντιμετώπιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Όπως υποδείχθηκε στην Δήμος Έγκωμης ν. Πέτρου (1997) 2 ΑΑΔ 70:
«Στο σύγγραμμα The Law of Contempt - Borrie & Lowe, (σελ. 322), διαπιστώνεται η ύπαρξη βαθμού αβεβαιότητας ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης του ηθελημένου της πράξης. Υιοθετείται η άποψη ότι κάποιος βαθμός υπαιτιότητας (fault) είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση παρακοής διατάγματος δικαστηρίου. Στην περίπτωση, όμως, προστακτικών διαταγμάτων, με τα οποία επιβάλλεται θετική ενέργεια από το άτομο προς το οποίο απευθύνονται, η αδυναμία εκτέλεσης τους, όπως επισημαίνεται, συνιστούσε ανέκαθεν υπεράσπιση, με την επιφύλαξη ότι το βάρος απόδειξης της αδυναμίας φέρει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η διαταγή - (βλ. A.G. v. Walthamstow Urban District Council, 1895, VOL. XI 1894-95, TLR, 533. Lewis v. Pontypridd, Caerphilly, and Newport Railway Company, 1895, VOL. XI 1894-95, TLR, 203).»
Βλ. επίσης Sligo Corporation v. Cartron Bay Construction Ltd [2001] IEHC 94 (High Court of Ireland).
Ναι μεν ο καθ' ου η αίτηση είχε το βάρος, υπό την έννοια που εξηγήθηκε, να στοιχειοθετήσει την υπεράσπιση που προέβαλε περί αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης, η αιτήτρια όμως, διατηρώντας πάντοτε το βάρος να αποδείξει την αίτηση/κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, όπως θα μπορούσε να το πράξει και με αντεξέταση (βλ. Κώστα (ανωτέρω)). Αυτή την έννοια είχε η συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Σε αντίθετη περίπτωση θα παρέμεναν αναντίλεκτοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο καθ' ου η αίτηση περί αντικειμενικής αδυναμίας συμμόρφωσης.
Συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έσφαλε ούτε σε ό,τι αφορά στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να επιτρέψει συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Ενέπιπτε στη διακριτική του ευχέρεια η απόφαση το κατά πόσο υπήρχε καλός λόγος, εν τη εννοία της Δ.48, κ.4(2), οπότε τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου είναι στενά (Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923). Το δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο από το αναγκαίο, αλλά τούτο δεν δικαιολογεί επέμβαση. Η κρίση του ήταν εύλογη, αλλά και ορθή.
Άλλο ζήτημα που τέθηκε με την έφεση αφορά στο γεγονός ότι ουδεμία των πλευρών προχώρησε σε αντεξέταση. Το δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και έκρινε την υπόθεση επί των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων. Τούτο δεν είναι πλέον μεμπτό. Υπό το φως της Δ.48 θ. 8(4) όπως ίσχυε πριν την με την ΚΔΠ 5/1999 ημερ. 23.12.1999, οποτεδήποτε υπήρχε αμφισβήτηση γεγονότων σε διαδικασία αίτησης δια κλήσεως, τα αμφισβητούμενα γεγονότα θα έπρεπε να αποδεικνύονται από το διάδικο που έφερε το βάρος απόδειξης (Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1 (Ε) AAΔ.750, Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 1453). Τέτοια όμως δικονομική υποχρέωση μετά την προαναφερθείσα τροποποίηση της Δ.48, κ.8(4), αναφέρεται στο παρελθόν (Yugos Finance BV κ.α. ν. Halebay Holdings Ltd (2013) 1 AAΔ 569). Εναπόκειται στο διάδικο που αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του είτε να επιδιώξει την αντεξέταση, είτε να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση εάν είναι κατάλληλη η περίπτωση (Κώστα ν. Κώστα (ανωτέρω)).
Αξιολογώντας, ως άνω, τη μαρτυρία επί των ενόρκων δηλώσεων το δικαστήριο έπραξε τούτο εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας και αντιπαραβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις. Έλαβε υπόψιν το γεγονός ότι τα παιδιά τόσο μικρής ηλικίας βρίσκονται από το Μάρτιο του 2019 υπό τον πλήρη έλεγχο του πατέρα και τούτο παρά το διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο η φύλαξη και η φροντίδα τους είχε ανατεθεί στη μητέρα. Είναι υπ' αυτό το πρίσμα που έκρινε τους, αναντίλεκτους άλλωστε, ισχυρισμούς της μητέρας ότι την είχε αποκλείσει από τα παιδιά της καταφεύγοντας σε ακραίες μεθόδους. Ο τέτοιος αποκλεισμός και η επίδραση του πλήρους ελέγχου του πατέρα επί των παιδιών επιμαρτυρείται από την οδυνηρή εικόνα που παρουσιάζει δύο παιδάκια τρυφερής ηλικίας να απευθύνονται με ακραία εχθρότητα προς τη μητέρα τους. Πολύ ορθά διερωτήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο πώς μια τέτοια σταθερά εχθρική στάση εναρμονίζεται με τους ισχυρισμούς του πατέρα πως πράττει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να εφαρμοστεί το διάταγμα. Δεν θα επεκταθούμε άλλο στην αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στα ευρήματα του, ούτε θα επαναλάβουμε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και ειδικά τις θέσεις της μητέρας οι οποίες, όπως σημείωσε το δικαστήριο, παρέμειναν αναντίλεκτες. Η αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εκτεταμένη και εύλογη ώστε να μην παρέχεται περιθώριο επέμβασης ούτε στην αξιολόγηση, μήτε στα ευρήματα στα οποία εύλογα κατέληξε το δικαστήριο.
Η τελευταία αναφορά μας οδηγεί στην ουσία του πράγματος που είναι το ηθελημένο ή μη της παρακοής. Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα κρίνουμε ότι ήταν καθόλα εύλογο το εύρημα του δικαστηρίου ότι η όλη συμπεριφορά του πατέρα δεν συνιστούσε πραγματική προσπάθεια προς συμμόρφωση, αλλά αντίθετα η στάση των μικρών και υπό τον έλεγχο του παιδιών ήταν το αποτέλεσμα της δικής του επίδρασης και μεθοδευμένης συμπεριφοράς.
Ούτε μπορεί να επικαλείται, όπως το πράττει, ασάφεια του διατάγματος. Δεν αμφισβητείται η αρχή ότι οι παραβιάσεις του διατάγματος πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο στις ποινικές υποθέσεις (Κrashias Shoe Factory (ανωτέρω)). Θα πρέπει τα διατάγματα να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και είναι στους όρους του ιδίου του διατάγματος που πρέπει να ανατρέξει κάποιος ώστε να εντοπίσει τις υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί (Μ. ν. P. (ανωτέρω), Αrlidge, Eady & Smith on Contempt, 4η έκδοση, παρ. 12-51, σελ.1017). Το διάταγμα ανέθετε τη φύλαξη και φροντίδα των παιδιών στη μητέρα και όπως τροποποιήθηκε εκ συμφώνου στις 5.6.2020 καθορίστηκε ο χρόνος και ο τόπος. Όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν σύγγραμμα The Law of Contempt - Borrie & Lowe, (σελ. 322) ο διάδικος ο οποίος επικαλείται και έχει το βάρος να αποδείξει αδυναμία συμμόρφωσης, έχει ταυτόχρονα καθήκον να εξεύρει τους κατάλληλους εκείνους τρόπους για να συμμορφωθεί προς το διάταγμα:
«So far as disobedience to a positive order is concerned it has been held that it is the duty of the defendant to find the proper means of obeying the order and although may be defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendant.»
Oι κατάλληλοι τρόποι συμμόρφωσης προς το διάταγμα εν προκειμένω ήταν η δημιουργία τέτοιας κατάστασης μεταξύ των γονέων, σε ότι αφορά την στάση τους έναντι των μικρών παιδιών τους, ώστε να μπορούσαν τα παιδιά να τεθούν υπό τη φύλαξη και τη φροντίδα της μητέρας τους. Καίρια πρωτοβουλία και ιδιαίτερο βάρος σε αυτά τα πλαίσια είχε εκ των πραγμάτων ο πατέρας, ως το πρόσωπο με το οποίο ζουν τα παιδιά, ο οποίος μάλιστα στο περίγραμμα αγόρευσης της πλευράς του χαρακτηρίζεται ως, εν τοις πράγμασι, «ο μόνος γονέας που αυτά έχουν».
Στις 5.6.2020 δέχθηκε εκ συμφώνου το συμπληρωματικό διάταγμα προς διασαφήνιση των όρων του διατάγματος χωρίς να τεθεί ζήτημα ασάφειας κατά τα λοιπά. Ήταν σαφής η υποχρέωση του για ενεργητική και ουσιαστική συμμόρφωση.
Η ποινή φυλάκισης για τους λόγους στους οποίους αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν αναπόφευκτη. Δεν τίθεται μόνο ζήτημα νομιμότητας, αλλά και προσπάθειας να εφαρμοστεί ένα διάταγμα δικαστηρίου το οποίο προϋποθέτει, κατά την έκδοση του, ότι το συμφέρον των παιδιών ήταν η φύλαξη και η φροντίδα τους να βρίσκεται στη μητέρα τους. Εάν ο πατέρας διατηρεί διαφορετική άποψη θα έπρεπε να επιχειρήσει τη διαφοροποίηση της νόμιμης αυτής κατάστασης δια νομίμων μέσων. Αντ' αυτού, έλαβε τον νόμο στα χέρια του, παραβίασε το διάταγμα και δημιούργησε μια απαράδεκτη κατάσταση. Η θέση ότι προσπάθησε και προσπαθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση δεν έπεισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το γεγονός δε, ότι κατέστη «ο μόνος γονέας» των παιδιών τους δεν μπορεί να το επικαλείται ως λόγο για να μην του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Τούτο ακριβώς ήταν το αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών και της πλήρους αποξένωσης των παιδιών από τη μητέρα τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο επιβάλλοντας ποινή άμεσης φυλάκισης είχε επίγνωση της δυσμενούς επίπτωσης στα παιδιά. Όμως όσο δύσκολο και αν ήταν για τα ίδια τα παιδιά, θα έπρεπε πλέον να εξευρεθεί και να επιβληθεί εκείνος ο τρόπος που θα έπειθε τον πατέρα τους να προσπαθήσει πραγματικά ώστε το διάταγμα να εφαρμοστεί με τη δική τους συναντίληψη και συμφωνία. Οι προτροπές και οι συστάσεις ακόμα και δια στόματος Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Αναφερόμαστε στην προτροπή και σύσταση, στην οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του πατέρα, που έγινε από την αδελφή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 2/20, Αίτηση (Γ) εκ μέρους και ως μητέρας των ανηλίκων (Α) και (Β), ημερ. 11.2.2020, με την οποία η μητέρα είχε ζητήσει την έκδοση εντάλματος habeas corpus ώστε να εξασφαλίσει την παράδοση των παιδιών στην ίδια σύμφωνα με το διάταγμα. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, προέβη όμως στην ακόλουθη σύσταση:
«Εκείνο που χρειάζεται να γίνει, και όχι σε επίπεδο αυστηρά νομικό, είναι οι γονείς να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη μεταξύ τους σχέση ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά για τα παιδιά τους και με τη βοήθεια ειδικών να οικοδομήσουν σωστή επικοινωνία μη απορρίπτοντας ο ένας τον άλλο. Το τελευταίο, ας λειτουργήσει ως σύσταση και προτροπή του Δικαστηρίου προς τους διάδικους για το καλό των παιδιών τους.» (η έμφαση στην απόφαση)
Η σύσταση αυτή αποτελούσε σαφή προειδοποίηση, ειδικά προς τον πατέρα ο οποίος, επαναλαμβάνουμε χάριν τονισμού, έχει τον απόλυτο έλεγχο των παιδιών. Όμως δεν αξιοποιήθηκε.
Η ποινή φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη και η μη αναστολή της εκτέλεσης της ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, στην οποία δεν βρίσκουμε λόγο να παρέμβουμε.
Ευχόμαστε η ποινή να λειτουργήσει ως αναγκαία προειδοποίηση, ώστε η δραματική αυτή κατάσταση να σταματήσει. Παράλληλα σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με την επιβολή ποινής είχε δώσει οδηγίες, όπως το έθεσε, προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας «όπως παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια ώστε τα ανήλικα να τεθούν υπό τη φύλαξη της μητέρας τους, καθώς επίσης και να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια αν τούτο κρίνει αναγκαίο κατά τη μετέπειτα συμβίωση τους, έως ότου η Διευθύντρια κρίνει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητο». Θα πρέπει ο εφεσείων με δική του πρωτοβουλία και ευθύνη, αλλά και με την αρωγή κάθε αρμόδιου φορέα, να αντιληφθεί ότι το συμφέρον των παιδιών εξυπηρετείται από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα τους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ