ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A166
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E134/2014)
21 Απριλίου 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]
xxx xxx HOSSAN
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
1. Γ. & Χ. ΛΑΜΨΗ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΛΤΔ
2. ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Εφεσίβλητων
---------------
Χριστόφορος Χριστοφή για Χριστοφή και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Χρίστος Ιωαννίδης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
---------------
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ.14.5.2014 το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση του ημερ. 25.9.2012 στην αγωγή. Με την απόφαση στην αγωγή είχε επιδικαστεί υπέρ του Εφεσείοντα (Ενάγοντα) και εναντίον των Εφεσίβλητων (κατά σειρά Εναγόμενων 1 και 4) το ποσό των €160.000 σε σχέση με σοβαρή σωματική βλάβη που είχε υποστεί καθ' ον χρόνο, κατ' ισχυρισμό, εργοδοτείτο στην υπηρεσία τους. Η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην των Εφεσίβλητων, οι οποίοι δεν είχαν εμφανιστεί στην αγωγή. Δεν τους είχε γίνει προσωπική επίδοση. Είχε διαταχτεί υποκατάστατη επίδοση με δημοσίευση του κλητηρίου εντάλματος σε μια καθημερινή εφημερίδα.
Εγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο η απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο παραμερισμός της απόφασης στην αγωγή είναι εφέσιμη, μετά την τροποποίηση που επέφερε στους περί Δικαστηρίων Νόμους ο τροποποιητικός Νόμος Ν.109(Ι)/2017. Έκτοτε, σε έφεση υπόκεινται «ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμα τους για τα δικαιώματα των διαδίκων» (άρθρο 25(1)(γ)). Η συζήτηση επικεντρώθηκε σε δύο σχετικά πρόσφατες εφετειακές αποφάσεις, την Oneworld Ltd v OJSC Bank of Moscow, Πολ. Έφ. Αρ. Ε50/2018, ημερ. 13.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:A535 και τη ΧΧΧ Κοτσώνης ν. Δήμος Γερίου, Πολ. Έφ. Αρ. 254/2013, ημερ. 31.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A452.
Στην Oneworld, που αφορούσε απόφαση επαναφοράς απορριφθείσας αγωγής και παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην ανταπαίτηση, κρίθηκε ότι:
«Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα.»
Ένα πρώτο σχόλιο είναι ότι η Oneworld δεν αποφάσισε δογματικά ότι απόφαση παραμερισμού απόφασης σε αγωγή δεν είναι εφέσιμη. Ακόμα και με το σκεπτικό της Oneworld, απόφαση παραμερισμού επιδίκασης αποζημιώσεων σε αγωγή λιβέλου, θα ήταν εφέσιμη στην περίπτωση που στο μεταξύ ο ενάγοντας θα είχε αποβιώσει, γιατί η διαδικασία θα έπρεπε να τερματιστεί και δεν θα ήταν δυνατή η εκδίκαση της αγωγής (Π. Γ. Πολυβίου, «Η Δυσφήμιση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ.41). Το κεντρικό σημείο της Oneworld, είναι ότι η απόφαση παραμερισμού δεν είναι εφέσιμη όπου τα δικαιώματα παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στη δίκη που θα ακολουθήσει.
Η Oneworld ακολούθησε νομολογία που αφορά πριν την τροποποίηση του άρθρου 25 από τον τροποποιητικό νόμο Ν.118(Ι)/2008.[1] Στη Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd ν. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1368, 1370, είχε αποφασιστεί ότι η απόφαση παραμερισμού δεν ήταν εφέσιμη γιατί η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή παρέμενε αλώβητη.
Ακολούθησε η Κοτσώνης, που αφορούσε απόφαση παραμερισμού απόφασης επί της ουσίας που είχε εκδοθεί ερήμην του εφεσείοντα. Το Εφετείο δεν είχε παραπεμφθεί στην Oneworld που δεν συζητείται, παρά το ότι το ζήτημα κατά πόσο η απόφαση ήταν εφέσιμη είχε εγερθεί. Γι' αυτό και μπορεί να θεωρηθεί ότι η Κοτσώνης αποφασίστηκε per incuriam. Αναφέρθηκε σε αυτή ότι:
«Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση είναι καθοριστική των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, καθότι με αυτή επανανοίγεται η υπόθεση, οπότε και τα δικαιώματα του επίσης θα τεθούν υπό αναθεώρηση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί του μη εφέσιμου της απόφασης δεν ευσταθεί.»
Στην F.N. & A.G. Developers Ltd ν. KERMIA Properties & Investments Ltd κ.ά, Πολ. Έφ. Αρ. 31/2012, ημερ.11.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A285, γίνεται αναφορά στη μελέτη «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο - Οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» του Γ. Μ. Πική, όπου αναφέρεται ότι η αρχή του δεσμευτικού των αποφάσεων του Εφετείου υπόκειται σε τρεις εξαιρέσεις, με την πρώτη να αφορά όπου συγκρούονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις του Εφετείου. Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο είναι ελεύθερο να υιοθετήσει οποιανδήποτε απ' αυτές θεωρεί σωστή, χωρίς περιορισμό στον τρόπο επιλογής. Σημειώνεται ότι στην Sims ν. William Howard & Son Ltd. (1964) 1 All E.R. 918 (CA) είχαν γίνει κάποιες παρατηρήσεις που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι σε θέματα πρακτικής, όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Σώματος, πρέπει να ακολουθείται η πιο πρόσφατη απόφαση, γιατί παρέχει πειστικότερη ένδειξη της υφιστάμενης πρακτικής και των σύγχρονων αναγκών για την πρόσφορη απονομή της δικαιοσύνης.
Συνοπτικά, η Oneworld αποφασίζει ότι με τον παραμερισμό απόφασης επί της ουσίας δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα του εξ αποφάσεως πιστωτή απόλυτα και τελεσίδικα (ο νόμος αναφέρει καθοριστικά) επειδή η αγωγή του θα εκδικαστεί. Η Κοτσώνης αποφασίζει ότι εφόσον επανανοίγεται η υπόθεση και τα δικαιώματα του εξ αποφάσεως πιστωτή τίθενται υπό αναθεώρηση, ουσιαστικά θα εξεταστούν εκ νέου, η απόφαση παραμερισμού είναι καθοριστική.
Το να είναι ο ενάγοντας εξ αποφάσεως πιστωτής σήμερα είναι το πλέον επωφελές κεκτημένο και άλλο δικαίωμα από του να διατηρεί άθικτο το αγώγιμο του δικαίωμα, έστω κι' αν επιτύχει να καταστεί εξ αποφάσεως πιστωτής σε κάποιο μελλοντικό στάδιο, ακόμα και για το ίδιο ποσό ή όφελος. Τόσο η Oneworld όσο και η Cyprus Inv. & Sec. Corp. προσέγγισαν το ζήτημα με αναφορά στο αγώγιμο δικαίωμα που παρέμενε αλώβητο, ενώ η πραγματικότητα ήταν ότι αυτό είχε, κατά τον χρόνο της απόφασης για τον παραμερισμό, ήδη μετατραπεί σε δικαίωμα εξ αποφάσεως πιστωτή και αυτό είναι το δικαίωμα που επηρεαζόταν, ουσιαστικά ανατρεπόταν εκ θεμελίων, με την απόφαση παραμερισμού.
Και αν κατά την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης του, ο έχων το αγώγιμο δικαίωμα δεν επιτύχει το ίδιο καλό αποτέλεσμα τότε θα έχει επιβεβαιωθεί ότι η απόφαση παραμερισμού ήταν πράγματι καθοριστική των δικαιωμάτων του. Και μάλιστα χωρίς θεραπεία, αφού παρά την επιφύλαξη της παρ.(γ) του άρθρου 25(1) ότι: «Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.» δεν θα είναι εφικτό, μετά την έκδοση τελικής απόφασης, να προσβληθεί η απόφαση παραμερισμού.
Τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης αναδεικνύουν και μια επιμέρους πτυχή της πιο πάνω διάστασης. Μετά την έκδοση της απόφασης ο Εφεσείων καταχώρησε επιβάρυνση (memo) επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του Εφεσίβλητου 2. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια εξασφάλιση, μερική ή εξ ολοκλήρου δεν έχει σημασία, για την ικανοποίηση της απόφασης που είχε εκδοθεί. Με τον παραμερισμό της απόφασης η επιβάρυνση θα πρέπει να εξαλειφθεί και δεν είναι εξασφαλισμένο ότι θα είναι διαθέσιμη για να εξασφαλίσει το λαβείν του Εφεσείοντα, εφόσον επιτύχει απόφαση εναντίον του Εφεσίβλητου 2 σε κάποιο μελλοντικό χρόνο.
Είναι η κατάληξη μας ότι η απόφαση ημερ.14.5.2014 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραμέρισε την απόφαση του ημερ. 25.9.2012 στην αγωγή, ήταν απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα της για τα δικαιώματα του Εφεσείοντα και επομένως είναι εφέσιμη. Συνεπώς, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης επί της ουσίας της.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται η αξιολόγηση και απόρριψη της μαρτυρίας του επιδότη που είχε, κατά τη θέση του, επανειλημμένα επιχειρήσει να επιδώσει την αγωγή στον Εφεσίβλητο 2, προτού ο Εφεσείοντας αποταθεί στο Δικαστήριο και εξασφαλίσει το επίδικο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Η θέση του επιδότη ήταν πως ο Εφεσίβλητος 2 απέφευγε την επίδοση, ωστόσο, από τις μεταξύ τους τηλεφωνικές επαφές, γνώριζε για την ύπαρξη της αγωγής.
Αυτό που είχε να διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, αρχικά, κατά πόσο η διαδικασία για την υποκατάστατη επίδοση της αγωγής στους Εφεσίβλητους είχε πραγματοποιηθεί με το τρόπο που είχε διαταχτεί και, στη συνέχεια, κατά πόσο με τον τρόπο αυτό οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής. Όχι κατά πόσο ο Εφεσίβλητος 2 γνώριζε για την ύπαρξη της αγωγής ή και λεπτομέρειες του περιεχομένου του κλητηρίου εντάλματος με κάποιο τρόπο άλλο παρά μέσω της επίδοσης όπως είχε διαταχτεί. Διαφορετικά θα ήταν εφικτό, με την απόδειξη γνώσης του εναγόμενου για την εναντίον του δικαστική διαδικασία να μη καθίσταται αναγκαία η επίδοση. Ο ενάγοντας θα μπορούσε έτσι να φέρει την αγωγή στην γνώση του εναγόμενου, με όποιο τρόπο ο ίδιος θα έκρινε πρόσφορο, χωρίς προς τούτο άδεια και στη συνέχεια απλά να επιμαρτυρήσει το γεγονός προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου. Τέτοια δικονομική διέξοδος δεν προσφέρεται. Απώτερος σκοπός είναι η πραγματική και επαρκής ενημέρωση του εναγόμενου για το εναντίον του δικαστικό διάβημα, αυτή όμως κατά κανόνα τεκμηριώνεται με τη διαπίστωση ότι ο τελευταίος έλαβε γνώση με τους δικονομικά προβλεπόμενους τρόπους.
Ο λόγος έφεσης 1 είναι αλυσιτελής. Ακόμα και αν το εύρημα αναξιοπιστίας του επιδότη στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ανατρεπόταν, αυτό καμιά σημασία δεν θα μπορούσε να έχει στην έκβαση της έφεσης.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στους Εφεσείοντες δεν είχε γίνει επίδοση της αγωγής με τους τρόπους επίδοσης που προνοούνται στη Δ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Είχε διαταχτεί υποκατάστατη επίδοση με δημοσίευση του κλητηρίου εντάλματος σε μια καθημερινή εφημερίδα. Ο Εφεσίβλητος 2 σε ένορκη του δήλωση, που υποστήριζε την αίτηση παραμερισμού, είχε αναφέρει ότι δεν ήταν αναγνώστης της συγκεκριμένης εφημερίδας και επομένως δεν έλαβε γνώση. Ούτε βέβαια και η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία μέσω του. Η πλευρά του Εφεσείοντα δεν είχε ζητήσει την αντεξέταση του Εφεσίβλητου 2 και το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος 2 ουδέποτε έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής.
Αυτή η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη με το λόγο έφεσης 2. Με την Αιτιολογία του λόγου, εγείρεται περαιτέρω ζήτημα. Προβάλλεται η θέση ότι δεν είναι νομική ή νομολογιακή προϋπόθεση ο εναγόμενος να λαμβάνει γνώση και ότι προϋπόθεση είναι το κατά πόσο υπάρχουν εύλογες πιθανότητες ότι το κλητήριο ένταλμα θα περιέλθει σε γνώση του.
Στην Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528, 533, εξηγείται ότι σε περιπτώσεις αιτήσεων για παραμερισμό επιβάλλεται η απόδειξη των γεγονότων που αφορούν στους λόγους της μη εμφάνισης ή της όποιας καθυστέρησης στην προώθηση αίτησης παραμερισμού. Και το Δικαστήριο προβαίνει σε τελικό εύρημα κατά πόσο η μη εμφάνιση ή η όποια καθυστέρηση ήταν δικαιολογημένη. Όφειλε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα κατά πόσο ο Εφεσίβλητος 2 έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης του στην συγκεκριμένη εφημερίδα.
Η Δ.48, Θ.4(2) των Θεσμών προνοεί ότι: «Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.» η οποία αναφέρει στο Θ.1 ότι κατόπιν αιτήματος οιουδήποτε διαδίκου το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παρουσία του ενόρκως δηλούντα για να αντεξεταστεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, εκεί που ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του, παρέχεται στο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του στο σημείο που δεν αντεξετάστηκε (Philippou General Bonded Warehouse Ltd v. Νικολαϊδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ.1057 και το σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2014, 720).
Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία οδηγούσε προς μία μόνο κατεύθυνση και ήταν ουσιαστικά αναντίλεκτη. Δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέταση του Εφεσίβλητου 2, εάν υπήρχε προς τούτο υπόβαθρο, αλλά, το ουσιαστικότερο, δεν προσφέρθηκε πειστική αντίθετη μαρτυρία. Η αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση, από ασκούμενη δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων του Εφεσείοντα, ότι ο Εφεσίβλητος 2 είχε διαβάσει την επίδικη δημοσίευση, η οποία δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε στοιχεία, δικαιολογημένα κρίθηκε ως απλή εικασία. Επομένως, το επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όχι μόνο ήταν δικαιολογημένο, αλλά και το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να αχθεί υπό τις περιστάσεις. Ούτε και η ασκούμενη δικηγόρος αντεξετάστηκε. Η διαφορά ήταν ότι η δική της μαρτυρία δεν είχε στοιχεία που να δείχνουν ότι μπορούσε πράγματι να γνώριζε.
Διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης εκδίδεται όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί επίδοση όπως προνοείται στη Δ.5 των Θεσμών, με την προσδοκία, που στηρίζεται στην ύπαρξη εύλογης πιθανότητας, ότι με τον τρόπο που επιλέγεται ο εναγόμενος θα λάβει γνώση της εναντίον του αγωγής. Σε αντίθεση με τους τρόπους επίδοσης που προνοούνται στη Δ.5, όπου εφόσον επιτευχθεί η επίδοση τεκμαίρεται και η γνώση του εναγόμενου για την αγωγή, στην περίπτωση υποκατάστατης επίδοσης ο ενάγοντας διατρέχει τον κίνδυνο να διαφανεί ότι το μέτρο δεν τελεσφόρησε και πως παρά το ότι η διαδικασία εξελίχθηκε με τον τρόπο που διέταξε το Δικαστήριο το τελικό αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε και ο εναγόμενος ουδέποτε έλαβε γνώση.
Το αποτέλεσμα δεν εξυπακούει ότι το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης εσφαλμένα εκδόθηκε και δεν χρειάζεται να ακυρωθεί. Ορθά μπορεί να εκδόθηκε, στη βάση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, που να ήταν και αληθινά, άσχετο εάν οι προσδοκίες δεν ευοδώθηκαν. Είναι εντελώς διαφορετική η περίπτωση όπου ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της αγωγής μέσω της υποκατάστατης επίδοσης που είχε διαταχτεί και προσβάλλει ως αντικανονικό τον τρόπο επίδοσης, οπόταν για να επιτύχει τον παραμερισμό της επίδοσης πρέπει να επιτύχει τον παραμερισμό του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν λάβει γνώση για την ύπαρξη της αγωγής μέσω της δημοσίευσης που είχε γίνει. Γι΄αυτό και παραμερίζοντας την απόφαση ημερ. 25.9.2012 δεν επιδίκασε τα έξοδα εναντίον τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο ex debito justitiae να παραμερίσει την απόφαση και δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Το Άρθρο 3.3 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 247, 250). Προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε απόσπασμα από την Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1044, 1046, ότι όταν το Δικαστήριο αποδεχτεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του «τότε έχει καθαρό δικαίωμα παραμερισμού της απόφασης για να προβάλει την όποια υπεράσπιση του». Επομένως ήταν και αχρείαστο να εξεταστεί κατά πόσο με την αίτηση παραμερισμού και τα προβαλλόμενα με την υποστηρικτική ένορκη δήλωση στοιχεία αποκαλυπτόταν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, ερώτημα που σε κάθε περίπτωση απαντήθηκε θετικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της έφεσης εκ €2.000 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.
Είναι αυτονόητο ότι, μετά την επίδοση της αγωγής και την συμπλήρωση της δικογραφίας, θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, με τον ορισμό της για ακρόαση το ταχύτερο δυνατό και την διεκπεραίωση της το συντομότερο.
Π. Παναγή, Π.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Προβλεπόταν ότι: «25.-(1) Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.» Μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.118(Ι)/2008, προνοείτο ότι: «25.-(1) Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο:»