ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A118
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε1/2015
5 Απριλίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. ΧΑΤΖΗΠΙΕΡΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσας/Εναγόμενης,
-ΚΑΙ-
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
-----------------------------
Ρίκος Μαππουρίδης, για την Εφεσείουσα.
’ντρεα Μαστίχη (κα), για Αχιλλέα και Αιμίλιο Κ. Αιμιλιανίδη, για τον Εφεσίβλητο.
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Π. Παναγή, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Το εμπορικό σήμα Χαλλούμι Halloumi είναι εγγεγραμμένο ως Πιστοποιούν Εμπορικό Σήμα επ' ονόματι του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού («το Υπουργείο»), δυνάμει του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ.268 στην κλάση 29 αναφορικά με «τυρί διπλωμένο γνωστό σαν Φρέσκο Χαλλούμι» και «τυρί διπλωμένο γνωστό σαν ώριμο χαλλούμι». Έχουν δε εγκριθεί και κατατεθεί στο γραφείο του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων κανονισμοί χρήσεως του εν λόγω εμπορικού σήματος, σύμφωνα με τους οποίους παραγωγός στην Κύπρο που ενδιαφέρεται να χρησιμοποιήσει τη λέξη Χαλλούμι Halloumi σε σχέση με γαλακτοκομικά προϊόντα υποβάλλει αίτηση στο Υπουργείο για την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού χρήσης του.
Με αγωγή που καταχωρήθηκε την 21 Ιανουαρίου 2014 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ο εφεσίβλητος, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, επεδίωξε την έκδοση διαταγμάτων που να απαγορεύουν στην εφεσίβλητη εταιρεία να πωλεί, διαθέτει, προωθεί ή διαφημίζει τυρί διπλωμένο, ως φρέσκο χαλλούμι, θέτοντας επ' αυτού την ονομασία Χαλλούμι και Halloumi, και από του να θέτει επί γαλακτοκομικών ή τυροκομικών προϊόντων που αυτή παράγει την προαναφερόμενη επωνυμία, χωρίς εξουσιοδότηση από τον εφεσίβλητο ή το Υπουργείο. Ακολούθως, στις 20 Ιουνίου 2014 υπέβαλε αίτηση δια κλήσεως διεκδικώντας την έκδοση σειράς προσωρινών διαταγμάτων, μεταξύ άλλων, εμποδίζοντας την εφεσείουσα από του να προβαίνει σε παρόμοιες όπως τις παραπάνω ενέργειες. Θέση του εφεσίβλητου, όπως διαφαινόταν από την υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση, ήταν ότι η εφεσείουσα, χωρίς να εξασφαλίσει πιστοποιητικό χρήσης του εν λόγω εμπορικού σήματος, το οποίο είναι σε ισχύ μέχρι τις 24.6.2027, κυκλοφορούσε στην κυπριακή αγορά φρέσκο χαλλούμι διαφημίζοντας και παρουσιάζοντας το ως χαλλούμι.
Η εφεσείουσα καταχώρισε ένσταση στην εν λόγω αίτηση, το πραγματικό βάθρο της οποίας εδραζόταν σε ένορκη δήλωση του διευθυντή της. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση των ζητούμενων με την αίτηση διαταγμάτων. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκαν τα διατάγματα.
Με την έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) (λόγοι έφεσης 1-4). Η εφεσείουσα παραπονείται και για την απόρριψη της θέσης της ότι ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια (λόγος έφεσης 5).
Κατά την εφεσείουσα, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αν αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα όσα φαίνονται στις έγγραφες προτάσεις, είναι εσφαλμένη. Αυτό γιατί το ζήτημα, στην προκειμένη περίπτωση, κρίθηκε από το Δικαστήριο με αναφορά στην έκθεση απαίτησης, χωρίς να είχε καταχωρηθεί Υπεράσπιση και χωρίς το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στην ένσταση της. Αμφισβητεί και την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής του εφεσίβλητου, στη βάση ότι το επίδικο εμπορικό σήμα αποτελεί σήμα γεωγραφικής προέλευσης, του οποίου η χρήση από τρίτους δεν αποκλείεται εφόσον γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στο εμπόριο ή στη βιομηχανία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 66(2) του Κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου. Πρόσθετα, παραπονείται για την απόρριψη της θέσης της περί μη ύπαρξης πιθανότητας σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού από τη χρήση της λέξης Χαλλούμι, αφού στις ετικέτες συσκευασίας των προϊόντων της χρησιμοποιούνται, μαζί με τη λέξη Χαλλούμι, τα διακριτικά της, ΑΧΝΑΓΑΛ, με τα οποία εμπορεύεται τα προϊόντα της.
Απλή ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη τους λόγους ένστασης, οι οποίοι συνοψίζονται σε δύο σελίδες της απόφασης του, καθώς και το περιεχόμενο της υποστηρικτικής της ένστασης ένορκης δήλωσης, για την οποία, παρατήρησε πως σε αυτή «ουσιαστικά αναπτύσσονται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση οι λόγοι ένστασης με αναφορά και αναδρομή στο ιστορικό εγγραφής του χαλλουμιού ως κυπριακό γαλακτοκομικό προϊόν σαν εμπορικό σήμα και στις εδώ και πολλά χρόνια δραστηριότητες της Καθ' ης η Αίτηση με την παρασκευή και πώληση χαλλουμιού, χωρίς ποτέ, πριν την αναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 15/7/13 να οχληθεί από το αρμόδιο υπουργείο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εφεσείουσας καθώς και στις τοποθετήσεις της σε σχέση με τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Καθοδηγούμενο δε από την νομολογία που διήπε το ενώπιον του ζήτημα, στην οποία είχε αναφερθεί εκτενώς προηγουμένως στην απόφαση του, εξήγησε τους λόγους για την κατάληξη του ως προς την ικανοποίηση των πρώτων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32, με αναφορά στην εγγραφή του επίδικου εμπορικού σήματος επ' ονόματι του Υπουργείου, με βάση τον περί Εμπορικών Σημάτων Νόμο, Κεφ.268 και την μη υποβολή αίτησης από την εφεσείουσα και την εξασφάλιση άδειας χρήσης του, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς. Σε σχέση, ειδικά, με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι ως σήμα γεωγραφικής προέλευσης θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί άκυρο ή να είχε διαγραφεί από το Μητρώο Εμπορικών Σημάτων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή στερείτο ερείσματος αφού παραγνώριζε ότι η ισχύουσα νομική κατάσταση ήταν αυτή που πρόβαλλε ο εφεσίβλητος, σε σχέση με την οποία η εφεσείουσα συμφωνούσε.
Θεωρούμε χρήσιμο εδώ να υπομνήσουμε ότι το Δικαστήριο σε τέτοιες διαδικασίες, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης. Η αρχή, όπως επαναλήφθηκε και σε πιο πρόσφατη νομολογία (βλ. Trafalgar Developments Limited κ.ά. ν Uralchem Holdings P.L.G. κ.α, Πολ. Εφ. 331/2017 ημερ. 21 Φεβρουαρίου, 2019) είναι ότι δεν απαιτείται διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη ουσιαστικών δικαιωμάτων, παρά μόνο σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης τους, (βλ. T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1Γ ΑΑΔ 1802 και Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 2015).
Εν προκειμένω, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην έκθεση απαίτησης δεν συνιστούσε σφάλμα (βλ. υπόθεση Trafalgar Developments Limited κ.ά. ν Uralchem Holdings P.L.G. κ.α (ανωτέρω)). Το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσίβλητου θεμελιωνόταν στον περί Εμπορικών Σημάτων Νόμο, Κεφ.268, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο[1], το άρθρο 6(2)(α) του οποίου παρείχε στον ιδιοκτήτη εμπορικού σήματος δικαίωμα να απαγορεύσει σε τρίτο πρόσωπο την χωρίς συγκατάθεση του χρήση στις συναλλαγές του, σημείου «πανο΅οιότυπο ΅ε το ε΅πορικό σή΅α, για ε΅πορεύ΅ατα ή υπηρεσίες πανο΅οιότυπες ΅ε εκείνες για τις οποίες το ε΅πορικό σή΅α έχει εγγραφεί». Από την εγγραφή ενός εμπορικού σήματος, ο ιδιοκτήτης απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα που η νομοθεσία του παρέχει.
Το υλικό που ο εφεσίβλητος έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ειδικά η εγγραφή επ' ονόματι του Υπουργείου του εν λόγω εμπορικού σήματος ως Πιστοποιούν Εμπορικό Σήμα, και η χρήση του από την εφεσείουσα χωρίς να είχε εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια χρήσης από το Υπουργείου, ως όφειλε δυνάμει των σχετικών κανονισμών, καταδείκνυε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της απαίτησης του εφεσίβλητου, η οποία δεν εξουδετερώθηκε με τα όσα αντιπαρέθεσε η εφεσείουσα.
Προσεγγίζοντας την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, διαφαινόταν, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ήταν «μεγαλύτερη» η πιθανότητα να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδιδόταν το αιτούμενο διάταγμα, για δύο λόγους: Πρώτο πως δεν ήταν δυνατό το καταναλωτικό κοινό να αντιληφθεί ότι η χρήση του εμπορικού σήματος μπορούσε να γίνει μόνο με άδεια του Υπουργείου και δεύτερον να εξασφαλιστεί η ποιότητα του φρέσκου χαλλουμιού σύμφωνα με τους κανονισμούς και τα πρότυπα παρασκευής και διάθεσής του.
Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του Δικαστηρίου, υπογραμμίζοντας ότι η «ανεπανόρθωτη ζημιά» πού θα επερχόταν, δεν προσδιορίστηκε επαρκώς από τον εφεσίβλητο, ούτε λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ότι καμία μαρτυρία δεν είχε προσαχθεί η οποία να αποδεικνύει συγκεκριμένη παραβίαση των προτύπων ή των προδιαγραφών του χαλλουμιού ως πιστοποιημένου εμπορικού σήματος. Υποδεικνύει, συνάμα, ότι δεν αμφισβητήθηκε πως η ποιότητα του προϊόντος που παράγει είναι ελεγμένη από τις υπηρεσίες του κράτους.
Ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, ότι οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν την μοναδική παράμετρο του υπό εξέταση θέματος. Κατά πάγια νομολογία, «Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου την θεραπεία.» (Mitsingas Trading Ltd v The Timberland Co of USA (1997) 1 ΑΑΔ 1791). Λέχθηκε, περαιτέρω στην Όξυνος κ.ά. ν. Λού (2011) 1 ΑΑΔ 1066:
«Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα . Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. The Timberland Co. (1977) 1Γ ΑΑΔ 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία.»
Μας απασχόλησαν παρόμοια ζητήματα στην Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν Φίλιππου Α. Τρικωμίτη & Υιοί Λίμιτεδ, Πολ. Έφεση. Αρ. Ε91/2015, απόφαση που εκδώσαμε νωρίτερα σήμερα. Είχε κριθεί πρωτοδίκως πως δεν πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση, με το σκεπτικό ότι ο αιτητής (εφεσείων) όφειλε να προσάγει μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει συγκεκριμένη παραβίαση των προτύπων ή των προδιαγραφών του χαλλουμιού ως πιστοποιημένο εμπορικού σήματος αρ. 36765 ούτως ώστε να μπορεί να προσδιοριστεί και η κατ' επέκταση ζημιά από την παραβίαση. Σημειώθηκε, παράλληλα, ότι δεν είχε αντικρουστεί η μαρτυρία που έθεσαν οι καθ' ων η αίτηση (εφεσίβλητοι) ότι σε ελέγχους που έγιναν από αρμόδιους λειτουργούς για την ποιότητα του προϊόντος, δεν τους υποδείχθηκε οποιαδήποτε παραβίαση από τα πρότυπα.
Θεωρούμε αρκετό να επαναλάβουμε το σκεπτικό με το οποίο ανατρέψαμε την παραπάνω πρωτόδικη κρίση, το οποίο και υιοθετούμε:
«Τα δικαιώματα που ο νόμος διασφαλίζει στον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη εμπορικού σήματος (Μέρος ΙΙΙ του Κεφ.268) παραβιάζονται ακόμα και εκεί όπου το σήμα χρησιμοποιείται σε εφάμιλλης ποιότητας προϊόν ή ακόμα και υπέρτερο. Αυτό είχε γίνει κατανοητό, εξ' ου και η ικανοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32. Και όπως εμφατικά αναφέρθηκε στην Mitsingas, σχετικά με την επικαλούμενη παραβίαση εμπορικού σήματος: "Δοθείσας της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης από τους εφεσίβλητους με ορατή την πιθανότητα επιτυχίας η προστασία των δικαιωμάτων τους καθίστατο επείγον ζήτημα λόγω της φύσης των παραβιάσεων και των ζημιογόνων επιδράσεων στα δικαιώματά τους."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνοντας, ίσως, υπόψη ότι το Υπουργείο δεν ενέγραψε το σήμα για δικούς του επιχειρηματικούς σκοπούς, δεν του απέδωσε την προστασία στην οποία δικαιούται ο κάθε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ή και δικαιούχος εμπορικού σήματος. Επειδή ο σκοπός της εγγραφής δεν ήταν η αποκλειστική χρησιμοποίηση του σήματος από το Υπουργείο, αλλά η διάθεση της χρήσης του υπό έλεγχο, δεν θεώρησε την άνευ δικαιώματος χρήση του, όπως προέκυπτε από τη διαπίστωση των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, αρκετή για να απαγορεύσει τη περαιτέρω χρήση του. Όμως, έστω και αν το ενδιαφέρον του Υπουργείου δεν ήταν επιχειρηματικό, το ενδιαφέρον του στην προστασία του σήματος, εφόσον είχε διαφανεί συνεχιζόμενη παραβίαση, έθετε το υπόβαθρο πλήρωσης και της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32.»
Το γεγονός ότι εδώ επρόκειτο για πιστοποιούν εμπορικό σήμα είχε ιδιαίτερη σημασία λόγω του καθορισμένου, στο άρθρο 37Α του Κεφ.268, σκοπού του, το οποίο ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο[2]:
«Πιστοποιούν ε΅πορικό σή΅α είναι το ε΅πορικό σή΅α που υποδηλεί ότι τα ε΅πορεύ΅ατα ή οι υπηρεσίες σε σχέση ΅ε τα οποία χρησι΅οποιείται είναι πιστοποιη΅ένα από τον ιδιοκτήτη του εν λόγω σή΅ατος ως προς την ποιότητα, την ακρίβεια ή άλλο χαρακτηριστικό τους, συ΅περιλα΅βανο΅ένων της προέλευσης, των συστατικών ή, για τα ε΅πορεύ΅ατα, του τρόπου κατασκευής τους και, για τις υπηρεσίες, του τρόπου εκτέλεσής τους.»
Εν προκειμένω, το συγκεκριμένο εμπορικό σήμα εγγράφηκε από το Κράτος για παροχή προστασίας στην βιομηχανία, ως προς τα πιο πάνω, καθώς επίσης στο ευρύ καταναλωτικό κοινό για τον ίδιο σκοπό. Με αυτό ως δεδομένο, τεκμαίρεται και η πρόκληση ζημιάς από την παραβίαση του.
Εξετάζοντας το ισοζύγιο της ευχέρειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του σε δύο παράγοντες, την καθυστέρηση του εφεσίβλητου να λάβει μέτρα εναντίον της εφεσείουσας, μετά την εγγραφή του πιστοποιούντος σήματος, η οποία για χρόνια παράγει και διαθέτει φρέσκο χαλλούμι, και «τις αποζημιώσεις». Για τον πρώτο έκρινε ότι η καθυστέρηση δεν αποτελούσε τροχοπέδη. Ως προς τον δεύτερο, επισήμανε ότι η οικονομική δυνατότητα της εφεσείουσας να καταβάλει το όποιο ποσό τυχόν επιδικαστεί υπέρ του εφεσίβλητου - κάτι που δεν αναδείχθηκε ότι είχε - δεν ήταν το μόνο ερώτημα. Σημασία είχε και το γεγονός ότι από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, υπήρχε πιθανότητα να επέλθει από τη χρήση του εμπορικού σήματος σύγχυση σε σχέση με το εμπορικό σήμα και η «αρνητική εντύπωση» του καταναλωτικού κοινού «από τον μη έλεγχο και μη εξασφάλιση», ότι το προϊόν συνάδει με τα πρότυπα και τους κανονισμούς παρασκευής και διάθεσής του.
Τα παράπονα της εφεσείουσας επικεντρώνονται, κυρίως, στην παράληψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τον ισχυρισμό της ότι σε περίπτωση έκδοσης των διαταγμάτων και αποτυχίας του εφεσίβλητου να αποδείξει την υπόθεση του σε τελικό στάδιο, η αδικία που θα προκύψει εις βάρους της θα είναι τεράστια. Παρέλειψε, επίσης, να εξετάσει τη ζημιά που προκαλείται στην εφεσείουσα, η οποία ασκεί την επιχείρησή της από το 1983, με την ανατροπή του status quo το οποίο δημιουργήθηκε με τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως ειδικά αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της ένστασης της.
Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα αποσκοπούσε στην αναχαίτηση της παρανομίας που δημιουργήθηκε από τη χρήση του εμπορικού σήματος χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση πιστοποιητικού χρήσης, αφ' ης στιγμής αυτό ζητήθηκε από τον ιδιοκτήτη του εμπορικού σήματος, και στην προστασία των δικαιωμάτων του τελευταίου με τη διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων που επέβαλλε η εγγραφή του σήματος.
Βέβαια, η αναιτιολόγητη καθυστέρηση στην αναζήτηση ενδιάμεσης θεραπείας προς διαφύλαξη των όποιων δικαιωμάτων του ενάγοντα, μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα για παρεμπίπτον διάταγμα (βλ. Σκορδής ν Λάντου κ.ά (2008) 1 ΑΑΔ 844), ειδικά όταν ο εναγόμενος έχει δημιουργήσει μια επιχείρηση στην οποία έχει χρησιμοποιήσει το επίδικο σήμα με πασίγνωστο τρόπο (βλ. Τσαντή ν Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 ΑΑΔ 2029). Παρόλο που η εφεσείουσα με την έφεση δεν εγείρει το ζήτημα της καθυστέρησης ευθέως, αναφέρεται στην συμπεριφορά του εφεσίβλητου η οποία δημιούργησε την χρόνια πάγια πρακτική προώθησης και εμπορίας χαλλουμιού - μεταξύ των ετών 1992 έως 2013 - την οποία η εφεσείουσα ακολουθούσε, χωρίς να ζητηθεί από τους παραγωγούς να εξασφαλίσουν πιστοποιητικό χρήσης.
Το Υπουργείο είχε, ως ιδιοκτήτης του σήματος, το δικαίωμα ρύθμισης των όρων χρήσης του, όπως και έγινε με την έκδοση σχετικών κανονισμών. Η μη αυστηρή εφαρμογή από το Υπουργείο των κανονισμών πριν από το 2013, σε σχέση ειδικά με την εξασφάλιση σχετικού πιστοποιητικού ως προϋπόθεση για τη χρήση του σήματος, δεν το εμπόδιζε ακολούθως να απαιτήσει τη συμμόρφωση με το σχετικό κανονισμό, όπως και έκανε. Στην εφεσείουσα έγιναν, αρχικά, προφορικές συστάσεις και στη συνέχεια στάλθηκε επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 15.7.2013 καλώντας την εφεσείουσα να υποβάλει αίτηση για την έκδοση Πιστοποιητικού Χρήσεως Πιστοποιούντος Εμπορικού Σήματος. Ούτε εμποδιζόταν ο εφεσίβλητος στην προστασία των δικαιωμάτων του με την επιδίωξη των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία αποσκοπούσαν όχι στην απαγόρευση χρήσης του σήματος κατά απόλυτο τρόπο, αλλά στην χρήση του χωρίς την εξασφάλιση σχετικού πιστοποιητικού. Επί του προκειμένου, η δύναμη της υπόθεσης του εφεσίβλητου, όπως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε τη σημασία της. Η εγγραφή του επίδικου εμπορικού σήματος επ' ονόματι του Υπουργείου ήταν δεδομένη με όλα όσα δικαιώματα αυτό συνεπάγεται, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων που απέρρεαν, κατά τον επίδικο χρόνο, από το άρθρο 37Α του Κεφ. 268. Η θέση της εφεσείουσας ότι το χαλλούμι είναι γεωγραφικής προέλευσης και ως τέτοιο δεν μπορούσε να απαγορευτεί η χρήση του από τρίτους, δεν την απάλλασσε από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία, ειδικά με τις προϋποθέσεις χρήσης του εμπορικού σήματος οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση της φήμης του χαλλουμιού. Η εφεσείουσα είχε δε κάθε δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο Υπουργείο για την εξασφάλιση πιστοποιητικού χρήσης του σήματος, σύμφωνα με τους εγκεκριμένους κανονισμούς χρήσεως του, παρέλειψε όμως να το πράξει και συνέχισε να το χρησιμοποιεί, παρά τις σχετικές συστάσεις του Υπουργείου.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται για την απόρριψη, πρωτοδίκως, της θέσης της ότι ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στο δικαστήριο με καθαρά χέρια. Προσεγγίζοντας το θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε:
«Στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι έστω και αν υπάρχει υπηρεσία ελέγχου γενικά όλων των προϊόντων κατά πόσο τηρούνται τα πρότυπα, αυτή δεν εξισώνεται με την ειδική υπηρεσία ελέγχου ειδικά του χαλλουμιού, ούτε και μπορεί να την εκτοπίσει ή να την εξουδετερώσει ή να την αντικαταστήσει για τον προφανή λόγο της ιδιαίτερης σημασίας που έχει δοθεί στο χαλλούμι, έστω και αν είναι αυτούσια με τα πρότυπα που υιοθετήθηκαν από το Υπουργείο Εμπορίου για το χαλλούμι. Ακόμη η ανοχή ή και βοήθεια που πιθανόν να πρόσφερε η Κυπριακή Δημοκρατία στην Καθ' ης η Αίτηση στο παρελθόν δεν αποτελεί τροχοπέδη ή ανασταλτικό παράγοντα μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος».
Το Δικαστήριο παρέλειψε, κατά την εφεσείουσα, να θεωρήσει ως καθοριστικό στοιχείο ότι υπήρχε ειδική Υπηρεσία Ελέγχου της συμμόρφωσης με το πρότυπο του χαλλουμιού, η οποία ποτέ δεν έθεσε θέμα νομιμότητας της παραγωγής και εμπορίας χαλλουμιού από την εφεσείουσα.
Ο εφεσίβλητος ορθά επισημαίνει ότι επίδικο θέμα ήταν η παραβίαση του πιστοποιούντος εμπορικού σήματος του Υπουργείου και δεν υπήρχε υποχρέωση αποκάλυψης γεγονότων τα οποία ήταν άσχετα με τα επίδικα θέματα. Αυτή τελικά ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως φανερώνεται από την πρόταση που ακολουθεί αμέσως μετά από το παραπάνω απόσπασμα από την απόφαση του. Σύμφωνα με αυτή:
«Αποτελεί υποχρέωση της Καθ' ης η Αίτηση από τη στιγμή που ζητήθηκε απ' αυτή γραπτώς όπως συμμορφωθεί με τα ως άνω απαιτούμενα και εξασφαλίσει σχετική άδεια».
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των 2.000,00, συν Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Ακολούθως τροποποιήθηκε δυνάμει του περί Εμπορικών Σημάτων (τροποιητικού) Νόμου του 2020, (Ν.63(Ι)/2020
[2] Η πρόνοια αυτή διαγράφηκε δυνάμει του περί Εμπορικών Σημάτων (τροποποιητικού) Νόμου του 2020, (Ν.63(Ι)/2020)