ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Γ. Πολυχρόνης, για τον αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-04-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2021, 20/4/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:D151

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 58/2021)

 

20 Απριλίου, 2021

 

[A. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ. ΑΠΟ ΤΗ xxx, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΈΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 3Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ 2021, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ 2xx0 xxx ΠΑΣΚΟΤΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΙΩΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦ. 155, ΆΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28

-------------

Γ. Πολυχρόνης, για τον αιτητή.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Στις 3/3/2021 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κ. Μ. (στο εξής «ο Αιτητής») μαζί με  ένταλμα έρευνας της κατοικίας και των υποστατικών του στην οδό xxx xx, xxx στη xxx.

 

Ο εκδώσας το ένταλμα έρευνας Δικαστής ικανοποιήθηκε, όπως το έθεσε στο σώμα του εντάλματος, ότι υπήρχε «επαρκής μαρτυρία όπως αυτή προέκυψε από τη σειρά γεγονότων που οδηγούν σε εύλογη υπόνοια ότι στην προαναφερόμενη κατοικία και υποστατικά υπάρχει  υπόνοια ότι εκεί μπορεί να βρίσκονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα ή/και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που δυνατόν να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων».  Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης κατέληξε ότι είχε ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.

 

Τα αδικήματα αφορούσαν σε (1) παράνομη πρόσβαση σε συστήματα πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου 147(1)/2015 και (2) σε παράνομη παρεμβολή σε δεδομένα δυνάμει του άρθρου 5 του ιδίου Νόμου, αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 15/1/2021 στη xxx.

 

Το αίτημα για έκδοση του εντάλματος έρευνας εδραζόταν σε γεγονότα που εμφαίνοντο στην Ένορκη δήλωση του αστυφύλακα αρ. 2xx0 xxx Πασκοττή του Κλάδου Δίωξης Ηλεκτρονικού εγκλήματος (στο εξής «ο αστυφύλακας»).  Σύμφωνα με αυτά, στις 18/1/2021 καταγγέλθηκε από την xxx xxx xxx («η παραπονούμενη») ότι στις 15/1/2021 επιτεύχθηκε παράνομη πρόσβαση στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο με αποτέλεσμα να αλλαχτεί ο κωδικός πρόσβασης και να χάσει την πρόσβαση στο λογαριασμό της.  Στην καταγγελία της ανέφερε ότι το 2013 είχε δημιουργήσει  στην υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συγκεκριμένο λογαριασμό τον οποίο χρησιμοποιούσε μέχρι πρόσφατα.  Στις 15/1/2021 έλαβε μήνυμα στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο από την υπηρεσία Microsoft/Hotmail ότι ο κωδικός στο λογαριασμό της άλλαξε μέσω  λογαριασμού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με συγκεκριμένα στοιχεία, του λειτουργικού συστήματος Windows, του περιηγητή Chrome και συγκεκριμένου IP addressH παραπονούμενη αναγνώρισε ότι το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ανήκε στον πρώην συμβίο της, το οποίο ήταν δηλωμένο  κατά τη διάρκεια του δεσμού τους ως εναλλακτικό στοιχείο επανάκτησης του κωδικού πρόσβασης του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου, χωρίς όμως να θυμόταν αν η ίδια το είχε δηλώσει.  Αφού ανέκτησε και πάλι την πρόσβαση στο λογαριασμό της, αφαίρεσε το εναλλακτικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.  Ο Αιτητής, πρώην συμβίος της, γνώριζε τους κωδικούς πρόσβασης τόσο για το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της όσο και άλλων λογαριασμών της, τους οποίους όμως η παραπονούμενη άλλαξε μετά το χωρισμό τους. Κατόπιν εξετάσεων του Κλάδου Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος διαφάνηκε ότι ο κάτοχος/χρήστης του IP address είναι ο πατέρας του Αιτητή, ενώ η διεύθυνση που λήφθηκε από τη Cablenet ταυτίζετο με τη διεύθυνση διαμονής του Αιτητή.  Μετά την παράθεση των πιο πάνω στοιχείων ακολουθούν στη συνέχεια  στον όρκο με τονισμένα γράμματα τα εξής: «Νοείται ότι το παρόν Διάταγμα αποσκοπεί στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας.  Οποιοδήποτε άλλο υλικό αποθηκευμένο στις συσκευές που αναγράφονται στο ένταλμα έρευνας είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί ή κρατηθεί».  Καταλήγει δε:  «Ενόψει του πιο πάνω και για διευκόλυνση των Αστυνομικών εξετάσεων αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Κ. Μ. Δ.Τ. xxxxxx, ημ.γεν. xx/xx/19xx, οδό xxx xx, xxxx xxx καθώς και ένταλμα έρευνας για την κατοικία και υποστατικά του στην πιο πάνω οδό με σκοπό τον εντοπισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων ή και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων».

 

Με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ. 3/3/2021, που εκδόθηκε στη βάση της Ένορκης Δήλωσης του αστυφύλακα.

Η αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του κ. Στέλιου Μάου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτητή, εφόσον ο Αιτητής αδυνατούσε να προβεί στην Ένορκη Δήλωση γιατί βρέθηκε θετικός στον ιό SARS-C0V-2 και επείγετο στην καταχώριση της αίτησης.  Επισυνάπτεται στην Ένορκη Δήλωση το ένταλμα έρευνας μαζί με την Ένορκη Δήλωση του αστυφύλακα, ένταλμα σύλληψης του Αιτητή επίσης ημερ. 3/3/2021 και άλλα έγγραφα που αφορούν κυρίως στις διάφορες διαδικασίες που εκκρεμούν μεταξύ του Αιτητή και της παραπονούμενης.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κ. Μάου, ο Αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς και μετά τη διάλυση της σχέσης του με την παραπονούμενη, με την οποία είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, κατέφυγε στο Δικαστήριο για λύση της Πολιτικής Συμβίωσης, η διαδικασία της οποίας εκκρεμεί.  Ενώ ο Αιτητής στις 11/3/2021 βρισκόταν στην υπηρεσία του, εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψης εναντίον του από μέλη της Στρατονομίας, πληροφορώντας τον ότι είχε εκδοθεί και ένταλμα έρευνας της κατοικίας του.  Κατά την έρευνα την ίδια μέρα στην κατοικία του, όπου διαμένει με τους γονείς του, παρουσία του Αιτητή, παρελήφθη από την Αστυνομία ο προσωπικός φορητός του υπολογιστής εντός του οποίου υπήρχαν τα προσωπικά του αρχεία, όπως φωτογραφίες και άλλα αρχεία.  Όπως ο Αιτητής ισχυρίζεται, η ίδια η παραπονούμενη του είχε δώσει τους κωδικούς των ηλεκτρονικών της ταχυδρομείων προς τον σκοπό πληρωμής των κοινών τους λογαριασμών. Αποδίδει την καταγγελία της σε εκδικητικούς λόγους ενόψει οικονομικών τους διαφορών, που παρά τις προσπάθειες για εξώδικη διευθέτηση δεν καρποφόρησαν.

 

Με την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα προβάλλεται από πλευράς Αιτητή αριθμός θέσεων που άπτονται της εγκυρότητας του εντάλματος που συνοψίζονται στις εξής:  Το ένταλμα έρευνας ήταν γενικό, αόριστο και ανεπαρκές στο να ικανοποιήσει τον Δικαστή ως προς την ύπαρξη της «ευλόγου υποψίας» για τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν υπήρχε καμιά αναγκαιότητα έκδοσης του, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ήταν προϊόν δόλου με την απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων, όπως τις δικαστικές διαμάχες με την παραπονούμενη και τις προσωπικές τους σχέσεις, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις των άρθρων 27 και 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 και παραβιάζει το Άρθρο 17 του Συντάγματος.

 

Κατά την ακρόαση της αίτησης ο δικηγόρος του Αιτητή στην προφορική του αγόρευση, με παραπομπή σε νομολογία, έδωσε έμφαση στη μη ικανοποίηση των δύο προϋποθέσεων που καθιέρωσε η νομολογία για την έκδοση εντάλματος έρευνας, στη βάση του άρθρου 27 του ΚΕΦ. 155, εισηγούμενος ότι δεν υπήρχε ικανή μαρτυρία που να δημιουργούσε εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων που να καθιστούσε αναγκαία την έκδοση του εντάλματος έρευνας. 

 

Η έκδοση εντάλματος έρευνας προβλέπεται από το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που προνοεί ως ακολούθως:

 

«27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α)      οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

 

(β)      οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

 

(γ)      οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

 

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως «ένταλμα έρευνας»), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

 

(ι)       να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

 

(ιι)      να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»

 

Η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας στη βάση του άρθρου 27 του ΚΕΦ. 155 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες αναφέρθηκε   ότι η έκδοση του είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία εφόσον είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση.

 

 Στην υπόθεση Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερομηνίας 31/3/2016, ECLI:CY:AD:2016:A185,  κατόπιν ανασκόπησης της μέχρι τότε νομολογίας αναφέρθηκε  από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το άρθρο 27 του ΚΕΦ. 155 και το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος ικανοποιούνται αν το Δικαστήριο εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα στη βάση των γεγονότων που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση εντάλματος έρευνας (βλ. επίσης Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά Πολιτική Έφεση Αρ. 348/2015 ημερομηνίας 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216 , Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Inland Revenue Commissioners and another v. Rossminster Ltd and related appeals (1980) 1 All E.R. 80 και Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207) .

 

 Στην υπόθεση xxx Huseyin, Πολιτική Έφεση Αρ. 212/2017, ημερομηνίας 23/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:A454 υιοθετώντας το λόγο της Norster κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 2 Α.Α.Δ. 797 και της R. v. Atkinson (1976) Crim L.R. 307 τονίστηκε η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού του χώρου που αφορά το ένταλμα έρευνας στο λεκτικό του εντάλματος, καθώς και η ανάγκη για περιοριστική προσέγγιση, με αναφορά στη δραστικότητα της εξουσίας που δίδεται με το ένταλμα έρευνας.

 

Ως προς την «εύλογη αιτία να πιστεύεται», στη βάση του άρθρου 27, αναφέρονται τα εξής στην υπόθεση ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 133/18, ημερ. 17/12/2018:

 

«Η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης.  Το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, συνδέεται επιτακτικά από το άρθρο 27 με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.  Επίσης, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το εδάφιο (β) του άρθρου 27, πρέπει να υπάρχει, διασύνδεση της μαρτυρίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

 

Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα.  Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να  πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»).  Στην υπόθεση RVGillis 1 C.C.C. (3d) 545 λέχθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη καναδέζικη πρόνοια:

 

 

«The objects or documents sought under the search warrant must be described with sufficient precision, not only with respect to their category, but also with respect to their relation to the offence for which they are to provide evidence»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)»

 

 

Κάθε ένταλμα που εκδίδεται στη βάση του άρθρου 27 θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 28, να φέρει την υπογραφή του Δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.  Ανάλογη πρόνοια υπάρχει στο Νόμο με το άρθρο 19 και για τα εντάλματα σύλληψης. 

 

Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση».  Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.  Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Μιτέλλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερομηνίας 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121 και Πετρίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2019, ημερομηνίας 12/2/2020, ECLI:CY:AD:2020:A56). 

 

Εξέτασα τις εισηγήσεις του δικηγόρου του Αιτητή υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης που τέθηκαν ενώπιον μου.

 

Προβάλλεται κατ΄ αρχάς ότι το επίδικο ένταλμα είναι αόριστο και γενικό ώστε να μην στοιχειοθετείται η ικανοποίηση του Δικαστή για την ύπαρξη «εύλογου υποψίας» διάπραξης των κατ΄ ισχυρισμό αδικημάτων από τον Αιτητή.  Περαιτέρω ο Δικαστής δεν προέβη ο ίδιος σε εκτίμηση του μαρτυρικού υλικού για να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα αν πράγματι δημιουργείτο εύλογη υποψία.

 

Εξετάζοντας την Ένορκη Δήλωση του αστυφύλακα ο Δικαστής, θεωρώντας ότι αυτή παρείχε  τα βασικά στοιχεία που κάλυπταν τα υπό εξέταση αδικήματα, έκρινε ότι ήταν ικανά να τον οδηγήσουν στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης  υπόνοιας ότι στην κατοικία του Αιτητή μπορεί να βρίσκοντο ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα ή/και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση  αδικημάτων και ότι τα γεγονότα αυτά ικανοποιούσαν λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.  Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή  τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασης του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του.  (βλ. Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238).  Στην παρούσα περίπτωση η έρευνα αφορούσε στην κατοικία που διέμενε ο Αιτητής, του οποίου τα στοιχεία που περισυνέλεξε η Αστυνομία μέσω των αρμόδιων αρχών, δημιουργούσαν εύλογη υποψία σύνδεσης του  με τη διάπραξη των αδικημάτων. Τα δε αντικείμενα που αναζητούντο από την Αστυνομία και αφορούσαν το ένταλμα έρευνας ως εκ της φύσεως των υπό διερεύνηση αδικημάτων είναι απολύτως σχετικά με  αυτά. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια για certiorari σ΄ ό,τι αφορά την εισήγηση περί μη ικανοποίησης των δύο προϋποθέσεων του άρθρου 27 του Νόμου και της νομολογίας για έκδοση του εντάλματος έρευνας.

 

Ο Αιτητής προβάλλει επίσης θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας εφόσον το ένταλμα ήταν αναιτιολόγητο, δεν περιορίζετο μόνο στα σχετικά με τα αδικήματα αντικείμενα, με αποτέλεσμα η Αστυνομία να έχει απεριόριστη πρόσβαση στο ηλεκτρονικό αρχείο του Αιτητή και δεν έλαβε υπόψη την ιδιότητα του Αιτητή ως στρατιωτικού. Δεν καταδείχθηκε επίσης η αναγκαιότητα έκδοσης του, ενόψει της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην έκδοση του. Για το τελευταίο τονίζει ότι παρήλθαν από την ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος, 3/3/21, μέχρι την εκτέλεση του, 11/3/21, οκτώ μέρες, γεγονός που δηλοί ότι δεν θεωρήθηκε επείγον, και συνακόλουθα δεν ήταν αναγκαία η έκδοση του.  Επίσης, δεν λήφθηκαν υπόψη η σοβαρότητα των αδικημάτων, το εύρος του εντάλματος, η φύση των υποστατικών που αφορούσε η έρευνα και οι ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε οι συνέπειες του μέτρου να είναι σε εύλογα αναμενόμενο επίπεδο.

 

Εξετάζοντας την εισήγηση δεν είναι ικανή στο να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση για σκοπούς άδειας για certiorari.   Σημειώνω ότι ο αστυφύλακας παραθέτει στον όρκο με κάθε λεπτομέρεια τα διαβήματα που έλαβε η Αστυνομία για διερεύνηση των αδικημάτων. Συγκεκριμένα ότι έγιναν διαδικτυακές εξετάσεις ως προς το IP address που χρησιμοποιήθηκε, για τις οποίες λήφθηκε απάντηση την 1/3/21 και στη συνέχεια εξετάσεις των διευθύνσεων που οδήγησαν στη συγκεκριμένη διεύθυνση που αναφέρετο στο ένταλμα.  Αυτά τα δεδομένα ήταν ενώπιον του Δικαστή ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, στη βάση αυτών των στοιχείων.  Ειδικότερα, στο ένταλμα καθορίζοντο επακριβώς τα αντικείμενα που αναζητούντο, σύμφωνα με τον όρκο, που στη βάση του όρκου δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των αδικημάτων.  Το ένταλμα  παρέχει πλήρη αιτιολογία για την αναγκαιότητα έκδοσης του.  Επαναλαμβάνω ότι ως εκ της φύσης των αδικημάτων οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές συνδέοντο άμεσα με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

Ο Αιτητής θέτει επίσης θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από τον αστυφύλακα προς το σκοπό έκδοσης του εντάλματος, όπως την ύπαρξη δικαστικών διαφορών μεταξύ του Αιτητή και της παραπονούμενης και ότι η ίδια η παραπονούμενη έδωσε στον Αιτητή τους κωδικούς του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου, εξού και, κατά την εισήγηση του,  δεν αποκαλύπτεται αδίκημα. 

 

Ούτε αυτό το στοιχείο είναι ικανό να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση προς το σκοπό παροχής άδειας.  Υπάρχει σαφής αναφορά στον όρκο για τη σχέση της παραπονούμενης με τον Αιτητή και τη λύση της συμβίωσης τους και δεν χρειάζετο περαιτέρω επέκταση επί του θέματος.  Όπως ανέφερα ανωτέρω, στη βάση του όρκου που ο Δικαστής έκρινε ότι περιείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που ήταν ικανά να του δημιουργήσουν εύλογη υπόνοια ότι στην κατοικία του Αιτητή υπήρχε συγκεκριμένο υλικό που σχετίζετο με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.

 

Σ' ό,τι αφορά την προβαλλόμενη θέση περί συγκαλυμμένου διατάγματος άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, το λεκτικό του εντάλματος ήταν σαφές χωρίς να εντοπίζεται εξουσιοδότηση για ο,τιδήποτε που να παραβιάζει το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας του Αιτητή ή οποιοδήποτε συνταγματικό του δικαίωμα (βλ. James Moran, Πολιτική Έφεση 346/2014 ημερομηνίας 31/3/2016), ECLI:CY:AD:2016:A185.

 

Τα άλλα επιμέρους θέματα που θίγει ο Αιτητής, ιδιαίτερα σε σχέση με τις διαφορές  του με την παραπονούμενη ή αν η ίδια η παραπονούμενη είχε δώσει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Αιτητή ή όχι, δεν άπτονται της νομιμότητας του εντάλματος, αλλά είναι στοιχεία που μπορούν να προβληθούν προς υπεράσπιση του κατά τη δίκη αν και όταν καταχωρηθεί εναντίον του υπόθεση.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, βρίσκω ότι ο Αιτητής δεν έχει καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση ώστε να του δοθεί άδεια για Certiorari.

 

H αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                                         Α. Πούγιουρου, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο