ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Ζ. Χαραλάμπους (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα. Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2021-02-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. DEMΙΝ ALΕKSEY ALEKSEYEVICH, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020, 17/2/2021 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2021:A47

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020)

 

17 Φεβρουαρίου, 2021

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1970, Ν 95/70

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1970, Ν. 97/70

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ DEMΙΝ A. A., ΗΜΕΡ. ΓΕΝΝΗΣΗΣ xx.x.1972

ΜΕΤΑΞΥ:

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείοντα,

       και

DEMΙΝ ALΕKSEY ALEKSEYEVICH,

Εφεσίβλητου.

_________________________

 

Ζ. Χαραλάμπους (κα.) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.     

Ν. Χαραλαμπίδου (κα.), για τον Εφεσίβλητο.

_________________________

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:   Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ..

_______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Δρομολογήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας διαδικασία για την έκδοση του Demin A.A., Ρώσου υπηκόου (που στο εξής θα αναφέρεται ως Εφεσίβλητος), προκειμένου αυτός να δικαστεί για σοβαρά εγκλήματα που κατ΄ ισχυρισμόν διέπραξε στη χώρα του.  Ως γνωστό, η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων αποσκοπεί «στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των Εθνών» (Hachem (1991) 1 ΑΑΔ, 723).   Κατ΄ επέκταση, οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν στην έκδοση φυγοδίκων, ερμηνεύονται κατά φιλελεύθερο τρόπο για να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκουν, που δεν είναι άλλος από την καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο (Atapina ν. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) ΑΑΔ, 1509).    

 

Στις 21.12.2018 ο Εφεσίβλητος επισκέφθηκε τον αερολιμένα Λάρνακας για να αναχωρήσει με συγκεκριμένη πτήση προς Ντουπάϊ.   Κατά το διαβατηριακό έλεγχο που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι αυτός ήταν καταζητούμενο από τις Αρχές της Ρωσίας πρόσωπο, αφού εναντίον του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας.   Την ίδια ημέρα εξεδόθη από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, προσωρινό ένταλμα σύλληψης εναντίον του, το οποίο η Αστυνομία εξετέλεσε την ίδια ημέρα.

  

Το αίτημα για έκδοση υπεβλήθη νομότυπα από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας.   Ακολούθως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέδωσε στις 31.1.2019, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, εξουσιοδότηση για να αρχίσει η διαδικασία έκδοσης του Εφεσίβλητου.    Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, και στη βάση των εγγράφων, τα οποία διαβιβάστηκαν από τη Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καταλογίζεται στον Εφεσίβλητο η διάπραξη του ποινικού αδικήματος «της κατάχρησης εξουσίας από πρόσωπο που εκτελεί διοικητικά ή διευθυντικά καθήκοντα σε επιχείρηση ή άλλο οργανισμό, κατά των νομίμων συμφερόντων της επιχείρησης ή του οργανισμού και για σκοπούς αποκόμισης προσωπικού οφέλους ή πλεονεκτήματος ., κατά παράβαση του άρθρου 201(2) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα».  

 

Ο Εφεσίβλητος φέρεται, μεταξύ της περιόδου 18.9.2015-9.10.2015,  να καταχράστηκε τις εξουσίες του ως «ιδρυτής-μέτοχος» της εταιρείας «Forward LLC» με αποτέλεσμα άλλη εταιρεία («Meta LLC»), δικών του συμφερόντων, να αποκτήσει οικονομικό όφελος ύψους 24 000 000 Ρωσικών ρουβλίων (€342.987,00 περίπου), εις βάρος της εταιρείας «Forward LLC», η οποία και υπέστη αντίστοιχη ζημιά.  Πιο συγκεκριμένα, αυτός φέρεται, παράνομα και παράτυπα και χωρίς να ενημερώσει ή συμβουλευθεί τους υπόλοιπους «ιδρυτές-μετόχους» της εταιρείας «Forward LLC», να εκμεταλλεύτηκε την πρόσβαση που είχε στην εταιρική σφραγίδα και στην ηλεκτρονική υπογραφή του Διευθυντή της εταιρείας «Forward LLC» και να υπέγραψε συμφωνία δάνειου, ημερ. 18.9.2015, με την εταιρεία «Meta LLC» δικών του συμφερόντων.  Στη βάση αυτής της συμφωνίας, η εταιρεία «Forward LLC»,  με οδηγίες του Εφεσίβλητου, μετέφερε σε τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό της «Meta LLC» το συνολικό ποσό των 24 000 000 Ρωσικών ρουβλίων με δύο τραπεζικές εντολές.  Η μία  ημερ. 21.9.2015      (4 000 000 Ρωσικά ρούβλια) και η άλλη ημερ. 9.10.2015 (20 000 000 Ρωσικά ρούβλια).   Να σημειωθεί ότι τα δύο πιο πάνω χρηματικά ποσά είχαν προηγουμένως εμβασθεί νόμιμα σε λογαριασμό της   «Forward LLC», και ο Εφεσίβλητος αμέσως μετά που αυτά μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό της, φέρεται να τα υπεξαίρεσε κατά τον πιο πάνω τρόπο.       

 

Στην εξουσιοδότηση γίνεται αναφορά ότι οι πράξεις που καταλογίζονται στον Εφεσίβλητο συνιστούν ποινικά αδικήματα όχι μόνο στη χώρα του αλλά και στην Κυπριακή Δημοκρατία.    Συγκεκριμένα, ως καταγράφεται σ΄ αυτή, συνιστούν  ποινικά αδικήματα στη βάση των άρθρων «20 (αυτουργοί), 255 (κλοπή), 262 (γενική ποινή κλοπής), 269 (κλοπή από Διευθυντές ή Αξιωματούχους εταιρειών), 300 (απάτη), 331 (ορισμός πλαστογραφίας), 333 (καταρτισμός πλαστού εγγράφου), 334 (πρόθεση καταδολίευσης), 335 (γενική ποινή πλαστογραφίας) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς επίσης και κατά παράβαση των άρθρων 197 (διάταξη ως προς την ευθύνη Αξιωματούχων και Ελεγκτών) και 375(2) (διάταξη ως την έννοια του 'Αξιωματούχος που ευθύνεται για παράλειψη') του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 τα οποία επιφέρουν ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους».    Να σημειώσουμε από τώρα ότι δεν αμφισβητείται ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον Εφεσίβλητο είναι ποινικά κολάσιμες από το Δίκαιο και τον δύο χωρών (Boris (Αρ. 1) (2000) 1(Α) ΑΑΔ, 256).   Ούτε ότι εναντίον του Εφεσίβλητου εξεδόθη ένταλμα σύλληψης από Ρωσικό Δικαστήριο  για τις  εν λόγω πράξεις.    

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία που ακολούθησε (Αίτηση 6/18 για την έκδοση του Εφεσίβλητου) κλήθηκαν και κατέθεσαν μάρτυρες,  μεταξύ αυτών και ο Εφεσίβλητος.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, απέρριψε τις θέσεις του Εφεσίβλητου ότι αυτός διώκεται για τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή για αλλότρια κίνητρα.   Απέρριψε επίσης τις θέσεις του πως σε περίπτωση έκδοσης του, θα κινδυνεύσει η σωματική του ακεραιότητα ή θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική συμπεριφορά.    Απέρριψε όμως το αίτημα έκδοσης για δύο βασικά λόγους:

 

(α)   γιατί από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του δεν υπήρχε «Έκθεση των Πράξεων» για τις οποίες ζητείτο η έκδοση του Εφεσίβλητου, και 

 

(β)   γιατί από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του προέκυπτε «εύλογη πιθανότητα και ουσιώδης λόγος ότι θα παραβιασθούν τα δικαιώματα του Καθ΄ ου η αίτηση για δίκαιη δίκη εφόσον ήδη είχαν παραβιασθεί».

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, με έφεση που καταχώρισε κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ημερ. 22.1.2020, υποστηρίζει για συγκεκριμένους λόγους,  ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη.    Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι ο Εφεσίβλητος δεν γνώριζε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία διεξήγαγε ποινική έρευνα εναντίον του και τον αναζητούσε.   Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση ότι δεν υπήρχε έγγραφο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως  «Έκθεση Πράξεων», ως αυτό απαιτείται από το Άρθρο 12.2(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία  κύρωσε με το Ν. 95/70. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση έκδοσης του Εφεσίβλητου «. θα παραβιασθεί το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του ως επακόλουθο της μη δίκαιης δίκης που έτυχε».  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκαν οι εσωτερικές διαδικασίες ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων, επειδή ο Εφεσίβλητος δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της επιλογής του αλλά από δικηγόρο που του διόρισε το Κράτος.

 

Θα αρχίσουμε με την εξέταση του λόγου έφεσης ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του η απαιτούμενη από τον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο του 1970, Ν. 95/70, «Έκθεση Πράξεων».    Το άρθρο 12 (2) (β) του Ν 95/70 ορίζει ότι «προς υποστήριξη της Αιτήσεως θέλουσι προσαχθή»:

 

«(α) ..............................

 

(β)  έκθεσις των πράξεων δι ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατό ακριβέστερον.

 

(γ) .............................»

 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε κατατεθεί ως τεκμήριο 6Β, έγγραφο που  αφορούσε σε διάταγμα για τη δίωξη του Εφεσίβλητου ως κατηγορουμένου στη χώρα του.  Σ΄ αυτό γίνεται αναφορά στο ονοματεπώνυμο του, στην ημερομηνία και τόπο γέννησης του, στον τόπο διαμονής του και στην οικογενειακή του κατάσταση.   Στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά στην ύπαρξη της εταιρείας «Forward LLC», στους σκοπούς αυτής,  και ότι αυτή είχε νόμιμα συσταθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.   Σύμφωνα με το περιεχόμενο πάντα του πιο πάνω εγγράφου:

 

«. Thus, on September 18, 2015 Denim A.A. being a founder of 'Forward' LLC, on the location unidentified  by preliminary investigation, with an intent of theft by fraud of the funds owned by 'Forward' LLC, betrayed the trust of the 'Forward' LLC founders and took advantage of the fact that he had an access to the corporate seal and facsimile signature of the 'Forward' LLC Director, did not consult other founders and on behalf of nominal general director of 'Forward' LLC, Gal'chenko I.M., entered into a loan agreement worth 24 000 000 rubles with limited liability company 'Meta', represented by general director Korshunov E.Yu., being fully aware that this legal entity affiliated to him and that he is able to influence the Company's business.

In pursuance of the loan agreement dated September 18, 2015, 'Forward' LLC transferred 24 000 000 rubles to 'Meta' LLC by transfer orders: .............................

 

................................

 

From the moment the said sum was transferred, 'Forward' LLC has lost control over its use in their financing and business activities, which damaged legally protected interests of the company.

  

Thus, Denim A.A. during the period from September 18, 2015 till October 09, 2015, being a founder of the Company, exercise his powers against legally protected interests of 'Forward' LLC, in order to accrue benefits and advantages for a company controlled by him - 'Meta' LLC, and subsequently acting from mercenary motives stole by fraud  a substantial amount of money and damaged legally protected rights and interests of limited liability company 'Forward' and inflicted an especially big amount of damage on 'Forward' LLC in the amount of 24 000 000 rubles.

 

Through his actions Denim A.A. committed an offence covered in p. 2 art. 201 of the Criminal Code of the Russian Federation - abuse of authority, i.e. the exercise of powers against legally protected interests of a business corporation by a person duly authorized to manage the affairs and business in the business corporation in order to accrue benefits and advantages for other persons, which inflicted an especially big amount of damage.»        

 

 

Από το πιο πάνω  έγγραφο προκύπτει ότι ο Εφεσίβλητος φέρεται να είχε ενεργήσει δόλια και παράνομα για να υφαρπάξει και υφάρπαξε από λογαριασμό της εταιρείας «Forward LLC» σημαντικό χρηματικό ποσό δια της μεταφοράς αυτού σε λογαριασμό άλλης δικής του εταιρείας ή εταιρείας δικών του συμφερόντων. 

 

Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Β) ΑΑΔ, 1228, όπου λέχθηκε ότι: «Το άρθρο 12 (2) (β) δεν περιέχει διάταξη για ειδικό έγγραφο στο οποίο να αναφέρονται όλα μαζί τα γεγονότα», και ορθά σημειώνει ότι οι πράξεις είναι δυνατό να αποκαλύπτονται από το σύνολο των εγγράφων που τίθενται ενώπιον του.    Εκείνο που ουσιαστικά απαιτείται, είναι να δίδονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για να διαπιστώνεται η ακριβής περιγραφή της πράξης ή των πράξεων που καταλογίζονται στον εκζητούμενο, και ότι αυτές συνιστούν αδίκημα (Kotlyarenko v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2011) 1(Α) ΑΑΔ, 505). 

 

Στις σελ. 36 και 37 της πρωτόδικης απόφασης σημειώνονται τα ακόλουθα: «. στην  προκείμενη περίπτωση εφόσον η περιγραφή των πράξεων που αποδίδεται στον καθ΄ ου η αίτηση δεν προσδιορίζει επακριβώς τις πράξεις ώστε να στοιχειοθετείται το αδίκημα που του καταλογίζεται.   Περιγράφεται μόνο ως ιδρυτής κάτι που δεν είναι αρκετό με βάση το άρθρο 201.1 ως παρατέθηκε ανωτέρω, να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη.  Το ότι είναι ιδρυτής δεν σημαίνει αυτομάτως ότι έχει διευθυντικά ή διοικητικά καθήκοντα στοιχεία που είναι προαπαιτούμενα για την στοιχειοθέτηση του άρθρου 201.1.  Απουσιάζουν επομένως κατ΄ επέκταση εκείνες οι λεπτομέρειες και η σαφής περιγραφή των πράξεων πως και με ποιο τρόπο ο καθ΄ ου η αίτηση και κάτω από ποια ιδιότητα είχε πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία.  Δεν υπάρχει στη βάση των πιο πάνω διαυγής εικόνα για το ποια ακριβώς είναι η συμπεριφορά  που αποδίδεται στον καθ΄ ου η αίτηση.  Ότι αναδύεται μέσα από τα έγγραφα που έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, είναι μια συγκεχυμένη και ασαφής περιγραφή των πράξεων για το ποια ήταν η ιδιότητα του και τα καθήκοντα του στη Forward» (Η υπογράμμιση γίνεται από τον παρόν Δικαστήριο).  

 

Ο ευπαίδευτος Πρωτόδικος Δικαστής, εις επίρρωση της θέσης του ότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη «Έκθεση Πράξεων», παρέπεμψε και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1(Α) ΑΑΔ, 594.  Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε πως η παραπομπή σε άλλα έγγραφα που επισυνάπτονταν οδηγούσε σε δαιδαλώδη πορεία ανίχνευσης των πράξεων του εκζητούμενου, χωρίς να ήταν εφικτός ο ασφαλής προσδιορισμός των πράξεων που οι Ρωσικές Αρχές θεωρούσαν ποινικά κολάσιμες, και για τις οποίες ο εκζητούμενος θα αντιμετώπιζε στη χώρα του σχετικές κατηγορίες.   Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε: «Η γενικόλογη αναφορά σε γεγονότα και σε χαρακτηρισμούς των πράξεων δεν είναι αρκετή και δεν υποκαθιστά την απαιτούμενη από το Νόμο προσαγωγή της έκθεσης των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση».

Στην προκείμενη περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά βρίσκει, στη βάση των τεκμηρίων 6-9 και στη βάση των άλλων εγγράφων, ότι αποκαλύπτεται το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο Εφεσίβλητος, ο τόπος που το διέπραξε και ο χρόνος.   Σε άλλο μέρος της απόφασης του κάτω από τον τίτλο «Η Αρχή της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας» κάνει ρητή αναφορά στη συμπεριφορά που καταλογίζεται στον Εφεσίβλητο από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας  και ότι αυτή συνιστά ποινικό αδίκημα, για να προσθέσει  πως «. οι ποινικές κολάσιμες πράξεις του καθ΄ ου η αίτηση εάν μεταφέροντο στην Κύπρο δημιουργούν πιθανό τεκμήριο ενοχής του σε σχέση με τα πιο πάνω αδικήματα και ως εκ τούτου οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου έχουν ικανοποιηθεί» (αναφέρεται σε άρθρο του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113).   Λίγο πιο κάτω καταγράφονται τα ακόλουθα στην πρωτόδικη απόφαση:  «Συνεπώς, σε ότι αφορά την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν  μπορεί παρά να λάβει ως δεδομένο ότι η συμπεριφορά που καταλογίζεται από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον καθ΄ ου η αίτηση (ως έχει προαναφερθεί) συνιστά κολάσιμη πράξη κατά το δίκαιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας τιμωρούμενη με ποινές στερητικές της ελευθερίας τουλάχιστον 1 έτους.  Από το έγγραφο 'Extract from the Criminal Code of the Russian Federation' (Τεκμήριο 13Β) προκύπτει ότι το εν λόγω αδίκημα για τα οποία θα διωχθεί ο καθ΄ ου η αίτηση τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 ετών για το αδίκημα της αδίκημα τη κατάχρησης εξουσίας από πρόσωπο που εκτελεί διοικητικά ή διευθυντικά καθήκοντα σε επιχείρηση ή άλλο οργανισμό».

 

Διαπιστώνουμε πως σε όλα τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περιγράφονται και αποδίδονται στον Εφεσίβλητο οι ίδιες ακριβώς κατ΄ ισχυρισμόν παράνομες πράξεις.   Αυτό το καταγράφει και το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 38 της απόφασης του, όπου αναφέρει τα ακόλουθα:  «Εκείνο που προκύπτει με βεβαιότητα στα πιο πάνω έγγραφα είναι ότι τόσο τα έγγραφα που έχουν ως βάση το άρθρο 159.4, όσο και τα έγγραφα που έχουν ως βάση το άρθρο 201.1, περιγράφουν και αποδίδουν στον καθ΄ ου η αίτηση τις ίδιες ακριβώς πράξεις».   

 

Στην Πολιτική Έφεση αρ. 7/18, Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση της T. Bondareva, απόφαση ημερ. 15.10.2020, αποφασίστηκε πως:

 

 

«. το ένταλμα σύλληψης αφορούσε διαφορετική υπόθεση που τελικά ζητήθηκε η έκδοση και αυτή προέκυψε μεταγενέστερα της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης ...»

 

 

Παρόλο που δεν είναι απαραίτητο τα εγκλήματα που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, να συμπίπτουν στα τυπικά τους στοιχεία με εκείνα που καταγράφονται στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης, εδώ τόσο το ένταλμα σύλληψης όσο και η εξουσιοδότηση, αφορούσαν στην ίδια ακριβώς κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά, που ήταν, σε γενικές γραμμές, η σύναψη εκ μέρους του Εφεσίβλητου δανειακής σύμβασης με παράνομο και δόλιο τρόπο για να υφαρπάξει από την εταιρεία «Forward LLC» σημαντικό χρηματικό ποσό, και το οποίο τελικά φέρεται να υφάρπαξε αφού το εν λόγω ποσό, στη βάση των δικών του ενεργειών, μεταφέρθηκε σε λογαριασμό άλλης εταιρείας δικών του συμφερόντων.     Να σημειώσουμε ακόμη πως στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, η θέση της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι ότι η συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση, που  κατήρτισε ο Εφεσίβλητος, δεν θα μπορούσε να είχε συναφθεί χωρίς να είχε προηγηθεί σύγκλιση της γενικής συνέλευσης των «μετόχων-ιδρυτών» της εταιρείας   «Forward LLC».  Ο Εφεσίβλητος φέρεται να υπέγραψε την εν λόγω δανειακή σύμβαση χωρίς να είχε προηγηθεί τέτοια σύγκλιση της γενικής συνέλευσης και χωρίς να είχε ουσιαστικά συμφωνήσει, ως όφειλε, με όλους τους υπόλοιπους «ιδρυτές-μετόχους» της εταιρείας    «Forward LLC». 

 

Ισχύουν εδώ, κατ΄ αναλογίαν,  τα όσα λέχθηκαν στην Πολιτική Αίτηση αρ. 146/16, Αναφορικά με την Αίτηση της Arie Churakova Alexandrovna, για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus, απόφαση ημερ. 27.1.2017:

 

«Το ποια είναι η συμπεριφορά που καταλογίζουν οι ρωσικές δικαστικές αρχές στην Αιτήτρια την παραθέτουμε πιο πάνω, ουσιώδες στοιχείο της οποίας ήταν η πρόκληση με δόλιο τρόπο οικονομικής ζημιάς σε οργανισμό που ήταν υπό τη διεύθυνση της, προς ίδιο επιλήψιμο όφελος κατά παράβαση των άρθρων 201 και 160 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.   Είναι  πρόδηλο ότι, μεταφερόμενης της συμπεριφοράς αυτής στο ημεδαπό Ποινικό Δίκαιο - όπως ορθώς απεφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο - αποκαλύπτεται πιθανότητα ενοχής και κατά το ημεδαπό Ποινικό Δίκαιο».

         

 

Ο Εφεσίβλητος αρνείται ότι υπέγραψε τη συγκεκριμένη σύμβαση.  Όμως, στο στάδιο αυτό η μαρτυρία δεν αξιολογείται για να αποφασίσει το Δικαστήριο για την ενοχή ή αθώωση του εκζητούμενου (Efimov (2009) 1(Α) ΑΑΔ, 326).

 

 

Βρίσκουμε, στη βάση των πιο πάνω δικαιολογημένων ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν εδικαιολογείτο η κατάληξη του ότι εξέλειπε η απαιτούμενη από το Νόμο «Έκθεση Πράξεων».   Δεν ήταν απαραίτητο εδώ να είχαν δοθεί λεπτομέρειες σε σχέση με το πώς ο Εφεσίβλητος απέκτησε πρόσβαση στη σφραγίδα της εταιρείας «Forward LLC» και στην υπογραφή του Διευθυντή αυτής. 

 

Εν κατακλείδι, τόσο ο ίδιος ο Εφεσίβλητος όσο και οι Αρχές της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είχαν σαφή και επαρκή πληροφόρηση για τις πράξεις για τις οποίες εζητείτο η έκδοση του.  Βρίσκουμε, υπό το φως όλων των πιο πάνω, ότι υπήρχε, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, σαφής περιγραφή των γεγονότων, που αν αυτά αποδειχθούν, θα συνιστούν το αδίκημα ή τα αδικήματα που αντιστοιχούν στον «κατά νόμο χαρακτηρισμό των πράξεων». 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης ουσιαστικά έχουν να κάνουν με το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος, αν εκδοθεί, δεν θα έχει δίκαιη δίκη.  Ως ήδη έχει  λεχθεί, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει τις θέσεις του Εφεσίβλητου ότι αυτός διώκεται για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και/ή για αλλότριους σκοπούς, ενώ απέρριψε και τη θέση του πως σε περίπτωση έκδοσης του θα κινδυνεύσει η σωματική του ακεραιότητα ή θα υποστεί απάνθρωπη συμπεριφορά.

 

Για το ότι θα διασφαλιστούν θεμελιώδη δικαιώματα στη χώρα του, είχε κατατεθεί  ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το τεκμήριο 5Β, στο οποίο αναφέρεται ότι: 

 

«The Prosecutor General' s Office of the Russian Federation guarantees that the present request for extradition is not intended to prosecute the fugitive for his political views, race of religion.  Mr. A.A. Demin will enjoy all the resources for defence in Russia, including legal counseling; he will not be subjected to torture, cruel, inhuman or degrading treatment or punishment (Articles 3 and 6  of the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms of 04.11.1950, as well as relevant conventions of the United Nations and the Council of Europe and protocols to them».   

 

 

Ο τότε ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου, εισηγήθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκδοση αυτού επιδιώκεται για σκοπούς ανάκρισης, και ότι μέσα από το μαρτυρικό υλικό δεν αποκαλύπτεται οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα ή επιλήψιμη συμπεριφορά εκ μέρους του.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτή τη θέση αφού, ως ανέφερε, «στη βάση του επίσημου αιτήματος (τεκμήριο 5Β), αξιώνεται η έκδοση του Εφεσίβλητου εναντίον του οποίου καταχωρίστηκε ποινική υπόθεση στην οποία αυτός έλαβε το καθεστώς του κατηγορουμένου (τεκμήριο 6Β)».    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεχίζει  πως  ο λόγος που δεν καταχωρίστηκε κατηγορητήριο μέχρι σήμερα είναι γιατί θα πρέπει «να είναι παρών  ο Εφεσίβλητος».    Εν κατακλείδι, απέρριψε την εν λόγω εισήγηση, αφού βρήκε ότι η έκδοση του Εφεσίβλητου αξιώνεται για να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη.   

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης άλλη εισήγηση του Εφεσίβλητου ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας «. υπάρχουν σοβαρές και εύλογες υποψίες ότι αν εκδοθεί ο Καθ΄ ου η αίτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία ο κανόνας της ειδικότητας δεν θα τηρηθεί στην περίπτωση του Καθ΄ ου η αίτηση».   Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση του «. δόθηκαν εγγυήσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση θα δικασθεί μόνο για το αδίκημα του άρθρου 201.2 στην πιο πάνω ποινική υπόθεση».

 

Ο Ανώτερος Εισαγγελέας και εκπρόσωπος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Μ.Α. 4), καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε αναφέρει ότι ο Εφεσίβλητος σε περίπτωση έκδοσης του θα τύχει δίκαιης δίκης παραπέμποντας στις εγγυήσεις που δόθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Αυτό το μέρος της μαρτυρίας του δεν είχε απορριφθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, στη σελ. 24 της απόφασης του, καταγράφει για τον συγκεκριμένο μάρτυρα ότι «αποδέχομαι σε γενικές γραμμές τη μαρτυρία του».   Ούτε βεβαίως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε τεθεί κάτι συγκεκριμένο στη βάση του οποίου θα μπορούσε κάποιος δικαιολογημένα  να ισχυριστεί ότι το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του εστερείτο πειστικότητας.    

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε απόφαση του ΕΔΑΔ  (Soering v. United Kingdom (App. No. 14038/88 7.7.89)), σημείωσε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα ενός φυγόδικου εξετάζονται από το Δικαστήριο και στην περίπτωση που αυτά έχουν ήδη παραβιασθεί.         Καταλήγει, στη σελ. 55 της απόφασης του, πως «Επομένως με βάση την πιο πάνω μαρτυρία υπάρχει εύλογη πιθανότητα και ουσιώδης λόγος ότι θα παραβιασθούν τα δικαιώματα του Καθ΄ ου η αίτηση για δίκαιη δίκη εφόσον ήδη παραβιασθεί.   Συνεπώς θα απέρριπτα και την αίτηση και για τον επιπρόσθετο αυτό  λόγο».

Ένας από τους λόγους για τους οποίους βρήκε ότι ο Εφεσίβλητος  δεν θα είχε δίκαιη δίκη, ήταν γιατί οι αρμόδιες Αρχές της χώρας του δεν τον είχαν ενημερώσει σε σχέση με τη διαδικασία που είχε δρομολογηθεί για να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη.  Όμως ο Εφεσίβλητος καταθέτοντας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι οι Ανακριτικές Αρχές προσπάθησαν να τον εντοπίσουν στη διεύθυνση διαμονής που ο ίδιος είχε δώσει στις Ρωσικές Αρχές αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί καθότι «. αρχές του Ιουνίου του 2018 και επειδή ταξίδευε δεν μπορούσε να ήταν εκεί» (σελ. 13 από την πρωτόδικη απόφαση).  Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκε και η μαρτυρία του Μ.Α. 4, ο οποίος υποστήριξε ότι έγιναν προσπάθειες για εντοπισμό του Εφεσίβλητου για να ενημερωθεί για τις κατηγορίες που υπήρχαν εναντίον του, αλλά απέβησαν άκαρπες, αφού αυτός δεν διέμενε στη διεύθυνση διαμονής που έδωσε στις Ρωσικές Αρχές. Με δεδομένο ότι ο Εφεσίβλητος είχε εγκαταλείψει τη χώρα του από τις αρχές του Ιούνη του 2018, ήταν αδύνατο αυτός να εντοπιστεί στη χώρα του ή αλλού για να του γνωστοποιηθεί η ποινική διαδικασία που είχε αρχίσει εναντίον του.  Περαιτέρω, ο Εφεσίβλητος φέρεται στη βάση του τεκμηρίου 22 να είχε, μετά που έδωσε κατάθεση ως μάρτυρας για τη συγκεκριμένη υπόθεση, προβεί σε «τροποποιήσεις» (amendments) σε σχέση με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού γέννησης του.  Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά το επώνυμο του ήταν «Alekseyevich» στη συνέχεια έγινε  «Antoniovich».  Περαιτέρω, φέρεται να «τροποποιήθηκε» και το ονοματεπώνυμο του πατέρα του, ο οποίος αρχικά  ονομαζόταν «Denim A. Andreevich» αλλά στη συνέχεια μετονομάστηκε σε «Ferrer Delgado H. A.». Οι αρμόδιες Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας θεωρούν ότι αυτό έγινε για να μην καταστεί εφικτός ο εντοπισμός του Εφεσίβλητου, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα του, και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση, για να αποφύγει τις συνέπειες του Νόμου.  Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως είχε γίνει λάθος κατά την καταγραφή των στοιχείων του πατέρα του και επιθυμούσε να το διορθώσει.

 

Ο άλλος λόγος αφορούσε στο διορισμό από το Κράτος δικηγόρου για να εκπροσωπήσει τον Εφεσίβλητο στη χώρα του στη διαδικασία που αφορούσε στην κράτηση του.  Η δικηγόρος που τον εκπροσώπησε παρέλειψε να ασκήσει έφεση εναντίον της απόφασης για κράτηση του Εφεσίβλητου.   Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση που αφορά στην Πειθαρχική Δίωξη της δικηγόρου «failed to file an appeal petition against the ruling of the Ussuriysk District Court, the Primorsky Krai of 30.9.2018 imposing on A.A. Demin a pre-trial restraint of remanding in custody» (τεκμήριο 37).   

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα ακόλουθα για το πιο πάνω θέμα: «Περαιτέρω η δικηγόρος που διορίστηκε από το Κράτος δεν άσκησε οποιαδήποτε έφεση έναντι της απόφασης για κράτηση του καθ΄ ου η αίτηση με αποτέλεσμα ο καθ΄ ου η αίτηση να μην μπορεί να προσβάλει την απόφαση του για κράτηση λόγω παρέλευσης του χρόνου (τεκμήριο 36).   Επομένως ο καθ΄ ου η αίτηση με την έκδοση του θα παραμείνει υπό κράτηση για διάστημα 2 μηνών, θα στερηθεί την ελευθερία του χωρίς ο ίδιος να μπορεί να λάβει οποιοδήποτε μέτρο ή επαναξιολόγηση της όλης του κατάστασης ως συνάγεται και από τις εγγυήσεις του Γενικού Εισαγγελέα που έχουν δοθεί εφόσον κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται».       

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι διαδικασίες που έλαβαν χώρα στη Ρωσία, στην απουσία του Εφεσίβλητου, και οι οποίες οδήγησαν, ανάμεσα σ΄ άλλα, και στην έκδοση του διατάγματος κράτησης του Εφεσίβλητου ως προληπτικού μέτρου (τεκμήρια 7Α και 7Β) ήταν τέτοιες, που ισοδυναμούσαν με παραβίαση των δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου «εφόσον δεν ενημερώθηκε για τις διαδικασίες και τα αιτήματα των Ανακριτικών Αρχών ενώπιον των Ρωσικών Δικαστηρίων αλλά ούτε και του δόθηκε το δικαίωμα να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να τον εκπροσωπήσει δικηγόρος της επιλογής του».  Κατ΄ επέκταση βρήκε ότι τα πιο πάνω είχαν  ως αποτέλεσμα «να παραβιασθούν τα δικαιώματα του Καθ΄  ου η αίτηση με βάση το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον σε περίπτωση έκδοσης του θα παραβιασθεί το συνταγματικό του δικαίωμα της ελευθερίας, ως επακόλουθο της μη δίκαιης δίκης που έτυχε».   

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν εντοπίστηκε στη διεύθυνση διαμονής του, που ο ίδιος έδωσε στις αρμόδιες Αρχές της χώρας του, το γεγονός ότι μετά που έδωσε κατάθεση ως μάρτυρας για τη συγκεκριμένη υπόθεση άλλαξε τα στοιχεία της ταυτότητας του, και το γεγονός ότι λίγους μήνες μετά την εν λόγω αλλαγή των στοιχείων του, εγκατέλειψε τη χώρα του, δεν θα μπορούσαν να είχαν τις καταλυτικές συνέπειες που το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι είχαν, και μάλιστα να καταλογίζεται στις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας συμπεριφορά που ισοδυναμεί με παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του Εφεσίβλητου.   Το ίδιο ισχύει και για την παράλειψη της δικηγόρου που του διόρισε, ως όφειλε, η Ρωσική Ομοσπονδία, να εφεσιβάλει την απόφαση που αφορούσε μόνο στην κράτηση του.   

 

Στην υπόθεση Soering (πιο πάνω) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η έκδοση του αιτητή δεν έπρεπε να επιτραπεί αφού η διαβεβαίωση του Αμερικανού Δημόσιου Κατηγόρου ότι δεν θα εκτελείτο η θανατική ποινή ήταν ανεπαρκής, με αποτέλεσμα να  υπήρχε μια προβλεπτή πιθανότητα (foreseeable possibility) καταδίκης του αιτητή σε θάνατο, σε περίπτωση έκδοσης του.   Στην ίδια υπόθεση ο αιτητής είχε ισχυριστεί, ανεπιτυχώς όμως, πως στην Πολιτεία της Virginia, όπου είχαν διαπραχθεί οι δύο φόνοι για τους οποίους θα αντιμετώπιζε σχετικές κατηγορίες, δεν υπήρχε σύστημα νομικής αρωγής και ως εκ τούτου, σε περίπτωση έκδοσης του, θα παραβιάζετο το θεμελιώδες δικαίωμα του για νομική εκπροσώπηση.   Ούτε στη δική μας περίπτωση συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού δεν έχει φανεί ότι ο Εφεσίβλητος δεν θα μπορεί να έχει στη χώρα του υπηρεσίες συνηγόρου της δικής του επιλογής.   Κατ΄ επέκταση δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος να υποστεί έκδηλη άρνηση δίκαιης δίκης στην αιτούσα χώρα (. the fugitive has suffered or risks suffering a flagrant denial of a fair trial in the requesting country).  Ούτε και βεβαίως είναι ορθή η θέση του ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι οι κατηγορίες εναντίον του είναι αβάσιμες.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου μας παρέπεμψε στην πρόσφατη απόφαση ημερ. 23.12.2020, που εξεδόθη στην Πολιτική Έφεση αρ. 31/20, Αναφορικά με την έκδοση της Solinova, από τη Ρωσία.  Με κάθε σεβασμό, ουδεμία ομοιότητα έχουν τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης με τα γεγονότα της παρούσας.   Εκεί υπήρχε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη έπασχε από ανίατη ασθένεια (μυασθένεια Gravis) και κατ΄ επέκταση έχρηζε συνεχούς φαρμακευτικής αγωγής και ιατρικής παρακολούθησης.  Μάλιστα, στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, τέτοιοι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν μυασθενικές κρίσεις και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αν δεν τους παρασχεθεί επείγουσα ιατρική βοήθεια.  Στη βάση πάντα της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, αποφασίστηκε ότι  η κράτηση της Εφεσίβλητης θα προσέκρουε στη Ρωσική Νομοθεσία σύμφωνα με την οποία η κράτηση ατόμων με μυασθένεια δεν επιτρέπεται. Με δεδομένο ότι η Εφεσίβλητη είχε παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία για την ύπαρξη βάσιμων λόγων πως με την έκδοση και την επακόλουθη κράτηση της θα υφίστατο  μεταχείριση που προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, μαρτυρία η οποία μετέθετε το βάρος στην Αιτούσα χώρα να εξαλείψει «την αμφιβολία», η οποία απέτυχε να το πράξει, η έκδοση της δεν επετράπη.

 

Βρίσκουμε ότι εδώ ο Εφεσίβλητος δεν προσκόμισε μαρτυρία από την οποία να προκύπτει σοβαρή πιθανότητα ότι  στις κατηγορίες που θα αντιμετωπίσει στη χώρα του, δεν θα έχει δικαίωμα επιλογής συνηγόρου και όλα τα  άλλα δικαιώματα και εγγυήσεις που διασφαλίζουν το θεμελιώδες δικαίωμα του για διεξαγωγή δίκαιης δίκης (Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση της Natalias Konovalova, Πολιτική Έφεση αρ. 436/11, απόφαση ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639 και Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του Shimkevich, Πολιτική Έφεση αρ. 235/12, απόφαση ημερ. 30.3.2017).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. 

 

 

 

Διατάσσεται η κράτηση του Εφεσίβλητου μέχρι αυτός να εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία συμφώνως τω Νόμω. 

 

Δίδονται οδηγίες όπως η παρούσα απόφαση κοινοποιηθεί αμελλητί στην Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. 

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.                                   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο