ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A443
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 93/2013
21 Δεκεμβρίου, 2020
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗ Δ/ΣΤΩΝ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΤERRA SANTA COLLEGE
Εφεσειόντων/Kαθ' ων η αίτηση 1 στην
Αίτηση 543/10
ΚΑΙ
1. xxx ΠΑΠΑΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσίβλητου/Αιτητή στην 542/10
2. xxx ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Εφεσίβλητου/Αιτητή στην 543/10
......
Α. Τσαγγαρίδου (κα) για Χρ. Π. Μιτσίδης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.
Ζ. Νικολάου, για Ζ. Νικολάου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Σάντη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 31.1.13 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), στο πλαίσιο των συνενωμένων Αιτήσεων 542/10 και 543/10, αποφάσισε πως οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές («οι Εφεσίβλητοι»), δικαιούνταν στην καταβολή των ποσών που εισέφεραν ο καθένας «. για σκοπούς Εγγεγραμμένου Ταμείου Προνοίας .» και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους και εναντίον των Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η αίτηση 1 («οι Εφεσείοντες»), στη μεν Αίτηση 542/10, για ποσό €12.325,42, με νόμιμο τόκο από 4.11.10, μέχρι εξοφλήσεως, στη δε Αίτηση 543/10, για ποσό €6.275,88, με νόμιμο τόκο από 4.11.10, μέχρι εξοφλήσεως. Οι αξιώσεις εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση 2 (Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού), απορρίφθηκαν την 7.6.11, με την καταβολή πληρωμής πλεονασμού από το ομώνυμο ταμείο. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της απαίτησης των Εφεσίβλητων πρωτοδίκως στις υπόλοιπες επιδιωκόμενες θεραπείες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Εφεσείοντες απέκοπταν από τον μηνιαίο μισθό των Εφεσίβλητων (που εργάζονταν στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων ως οδηγοί λεωφορείων), ένα ποσό για σκοπούς ταμείου προνοίας. Εντούτοις, τέτοιο ταμείο δεν είχε ποτέ εγγραφεί ή λειτουργήσει. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων. Αποφάνθηκε, πως από τα πιστοποιητικά αποδοχών που επισυνάπτονταν κάθε έτος στη δήλωση εισοδήματος των Εφεσίβλητων (Τεκμήρια 1 και 4), πρόκυπτε ότι από την πρόσληψη τους μέχρι το 2006, υπήρξε αποκοπή ή συνεισφορά συγκεκριμένου ποσού από τον μισθό των Εφεσίβλητων για σκοπούς «Εγγεγραμμένου Ταμείου Προνοίας». Τα πιστοποιητικά έφεραν την υπογραφή του τότε Διευθυντή των Εφεσειόντων ο οποίος επιβεβαίωσε το περιεχόμενο των πιστοποιητικών ως αληθές, ορθό και σύμφωνο με τα αρχεία του λογιστηρίου των Εφεσειόντων. Οι αποκοπές ή συνεισφορές, σημειώνονταν στο βιβλίο πληρωμών των Εφεσειόντων (Τεκμήριο 5) και ανέρχονταν στο 7% των ετήσιων απολαβών των Εφεσίβλητων. Τούτες εν τέλει, ανήλθαν σε €12.325,42/ΛΚ7.213,75 (για τον Εφεσίβλητο στην Αίτηση 542/10) και σε €6.275,88/ΛΚ3.673,11 (για τον Εφεσίβλητο στην Αίτηση 543/10). Κρίθηκε προσέτι πως, ασχέτως της ύπαρξης ή μη ταμείου προνοίας, η επί σειρά ετών αποκοπή ή συνεισφορά ποσών για σκοπούς ταμείου προνοίας επαλήθευσε τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και κατέστησε φανερή την πρόθεση των Εφεσειόντων να εξασφαλίσουν προς όφελος των Εφεσίβλητων ένα ποσό το οποίο οι τελευταίοι θα μπορούσαν να πάρουν κατά την αφυπηρέτηση ή τον τερματισμό της απασχόλησής τους. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυτό «. με το σκεπτικό ότι από τον χαρακτηρισμό και μόνο των εν λόγω αποκοπών ή συνεισφορών, ως «Εγγεγραμμένο Ταμείο Προνοίας», δεν μπορεί να αποδοθεί διαφορετική εξήγηση ως προς τον χρόνο καταβολής του, αφού σε κάθε περίπτωση ένας εργοδοτούμενος δικαιούται το ταμείο προνοίας του, κάτω από συγκεκριμένους όρους, κατά τον χρόνο αφυπηρέτησης, τερματισμού ή αποχώρησης από την απασχόλησή του». Έτσι, κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που υπήρξαν αποκοπές ή συνεισφορές από τον μισθό των Εφεσίβλητων για σκοπούς ταμείου προνοίας (και ανεξαρτήτως της εγγραφής ή ύπαρξης ενός τέτοιου ταμείου), οι Εφεσίβλητοι, με τον τερματισμό της απασχόλησης τους, είχαν κάθε δικαίωμα να πληρωθούν τα ποσά που αποτελούσαν τις δικές τους εισφορές. Επιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το άρθρο 17 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, δεν εφαρμοζόταν στην περίπτωση, διότι οι εισφορές είχαν γίνει από τους Εφεσίβλητους.
Οι Εφεσείοντες παραπονούνται για την εκκαλούμενη απόφαση προτάσσοντας επί τούτω πέντε λόγους έφεσης, εν πολλοίς συναρτώμενους μεταξύ τους
Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως αποφάσισε πως από την πραγματική μαρτυρία - ήτοι από τα πιστοποιητικά αποδοχών (Τεκμήρια 1 και 4) και το βιβλίο πληρωμών (Τεκμήριο 5) - αποδείχθηκε ότι μέχρι το 2006 υπήρχε αποκοπή ή συνεισφορά συγκεκριμένου ποσού από τον μισθό των Eφεσίβλητων για σκοπούς «εγγεγραμμένου ταμείου προνοίας». Η συνήγορος των Εφεσειόντων ισχυρίσθηκε πως τα επίμαχα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, όχι μόνον δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, αλλά αντιστρατεύονται κιόλας την κοινή λογική ως εξ αντικειμένου παράλογα και αυθαίρετα. Αυτό, γιατί, παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αληθές το περιεχόμενο του βιβλίου πληρωμών (Τεκμήριο 5), συμπέρανε πως από το βιβλίο τούτο, επιβεβαιώνεται η αποκοπή των επίδικων ποσών από τον μισθό των Εφεσίβλητων. Η δικηγόρος, επεκτείνοντας τη θέση της, υποστήριξε πως τα πρωτόδικα ευρήματα καθίστανται ακροσφαλή και ως εκ του γεγονότος ότι «. τα ποσά για τα οποία εκδόθηκε η απόφαση δεν ισούνται με το άθροισμα των ποσών που αναγράφονται στα πιστοποιητικά αποδοχών .», αφού στην Αίτηση 542/10 «. το συνολικό ποσό των πιστοποιητικών αποδοχών είναι €7.213,75 και όχι €12.325,42.», ενώ στην Αίτηση 543/10, το συνολικό ποσό των αποδοχών «. είναι €3.673,11 και όχι €6.275,88 .».
Ο συνήγορος των Εφεσίβλητων - πέραν του ότι υποστήριξε πως όλοι σχεδόν οι λόγοι έφεσης έχουν κατ' ουσίαν ως αντικείμενο την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δίχως να αποτελούν νομικό σημείο και άρα δυνητικώς υποκείμενα σε επιτρεπτή εφετειακή παρέμβαση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 12(11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 - αντέτεινε ότι τα ευρήματα βασίστηκαν σε σωστή και πρέπουσα αξιολόγηση της πραγματικής και προφορικής μαρτυρίας και πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καθήκον να αναλάβει τους προβαλλόμενους (σύνθετους) υπολογισμούς που συναπάρτισαν το θεμέλιο καθορισμού του επιδικασθέντος ποσού, μετατρεπόμενο τουτέστιν «. σε λογιστικό γραφείο και να προβεί σε μαθηματικές πράξεις για να διαπιστώσει αν αριθμοί που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά είναι μαθηματικά ορθοί».
Συμφωνούμε με θέσεις του δικηγόρου των Εφεσίβλητων.
Πράγματι, ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης, άπτεται της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δίχως να προκύπτει κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ένταξη του λόγου αυτού ως νομικού σημείου κατά τις επιταγές του άρθρου 12 (11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67, έτσι ώστε, δεόντως πλέον, να θεωρηθεί το παράπονο των Εφεσειόντων ως επιτρεπτή αφετηρία αναθεώρησης και ανατροπής των επίδικων ευρημάτων (Παυλίδης ν Depfa Bank Public Limited Company και Άλλων, ΠΕ 198/2014, ECLI:CY:AD:2020:A391, ημ. 18.11.20, Αντέννα Λτδ ν Κωνσταντίνου (2010) 1(Α) ΑΑΔ 392).
Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785).
Εν προκειμένω, τα όσα συζήτησαν οι Εφεσείοντες εντός των παραμέτρων του πρώτου λόγου έφεσης (αλλά και πλείστων των υπολοίπων όπως θα δούμε), δεν αφορούν σε νομικά σημεία αλλά σε ευρήματα γεγονότων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικώς προς τις συνθήκες υπό τις οποίες οι Εφεσίβλητοι συμφώνησαν με τους Εφεσείοντες στην επίδικη συμφωνία.
Στις ίδιες παραμέτρους, υπάγουμε και τη θέση των Εφεσειόντων για τους κατ' ισχυρισμόν άστοχους αριθμητικούς υπολογισμούς του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τους οποίους τούτο απέδωσε τα επιδικασθέντα ποσά. Δεν διέλαθε την προσοχή, ότι τα επιδικασθέντα ποσά συμπίπτουν με εκείνα τα οποία εισηγήθηκαν οι Εφεσείοντες στην αγόρευση τους πρωτοδίκως, λέγοντας συναφώς πως «. ακόμη και εάν το σεβαστό Δικαστήριο αποφασίσει να επιδικάσει υπέρ των Αιτητών τα ποσά που αναφέρονται ως αποκοπές ταμείου προνοίας, αυτά τα ποσά πρέπει να είναι Λ.Κ.3.673,11 σεντ (€6.275,88σεντ) για τον κ. Σωκράτους και Λ.Κ. 7.213,75σεντ (€12.325,42) για τον αποβιώσαντα Γιώργο Ιωάννου, και όχι τα ποσά που αναγράφονται στα δικόγραφα τους - ή στη γραπτή κατάθεση του κ. Σωκράτους ...».
Όπως και να έχουν τα πράγματα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και χωρίς να είχε υποχρέωση υπό τις περιστάσεις να προέβαινε στους μαθηματικούς υπολογισμούς που πρότειναν οι Εφεσείοντες στην αγόρευσή τους ενώπιον μας (ΜΣ Ιακωβίδης & Σία Λτδ και Άλλοι ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ΠΕ 378/09, ημ. 10.7.15, ECLI:CY:AD:2015:A509, Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν Γρηγορίου και Άλλης (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1357,1363) - σαφώς και με προσεκτικό λόγο είναι που αποτύπωσε τα σχετικά ευρήματα του, τα οποία οφείλει κανείς να προσεγγίσει σφαιρικώς και στην ολότητά τους (Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τη θέση των Εφεσειόντων πως η ούτω καλούμενη απόκλιση μεταξύ των διεκδικούμενων ποσών, κατέστησε άνευ ετέρου αναξιόπιστη τη μαρτυρία και εκδοχή των Εφεσίβλητων εν σχέσει προς τη συμφωνία τους με τους Εφεσείοντες για αποκοπή ή συνεισφορά από το μισθό τους «. για σκοπούς Εγγεγραμμένου Ταμείου Προνοίας .».
Προβλήθηκε από τους Εφεσείοντες ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αποκόπτονταν ποσά για σκοπούς εγγεγραμμένου ταμείου προνοίας, συγκρούεται με άλλο εύρημα του, πως «. από τη μαρτυρία και των δύο πλευρών φαίνεται ότι στη σχολή δεν υπήρχε και ούτε ενεγράφη ποτέ ταμείο προνοίας». Δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Η πρωτόδικη απόφαση αποφαίνεται εναργώς πως τα ποσά που πλήρωσαν οι Εφεσίβλητοι ήσαν για σκοπούς «εγγεγραμμένου ταμείου προνοίας» (ας προσεχθεί η ένταξη του όρου εντός εισαγωγικών από το Πρωτόδικο Δικαστήριο) και πως η επί σειρά ετών αποκοπή ή συνεισφορά των ποσών αυτών απάρτισε επιβεβαίωση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, αφορά στη θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς αποφάσισε πως η περιγραφή των αποκοπών ως γενόμενων για σκοπούς ταμείου προνοίας επιβεβαιώνει την επίδικη συμφωνία και όσων απέρρευσαν από αυτή. Διαφωνούμε και με τούτο τον λόγο έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση για επιδίκαση του επίδικου ποσού συγκροτεί λελογισμένο συμπέρασμα εκπορευόμενο από το εύρημα ότι είχαν αποκοπεί χρήματα από τους μισθούς των Εφεσίβλητων για σκοπούς ταμείου προνοίας, για λόγους που με επάρκεια αιτιολόγησε και δικαιολόγησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ότι οι Εφεσίβλητοι διά των Αιτήσεων τους αξίωναν μεγαλύτερα ποσά από εκείνα που τελικώς αποδέχθηκε το Δικαστήριο ως αποδειχθέντα, διόλου δεν καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Η επιδίκαση ελάσσονων ποσών ήταν εντός των εξουσιών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έκρινε πως τούτα ήταν που αποδείχθηκαν βάσει της αξιόπιστης μαρτυρίας (και καλύπτονταν έτσι κι αλλιώς από τη δικογραφία).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης, αποδίδει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο πως παρατύπως αποφάσισε ότι οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται στην καταβολή των ποσών που οι ίδιοι συνεισέφεραν (ως αυτά αναφέρονται στα πιστοποιητικά αποδοχών) και πως οι Εφεσίβλητοι «. πάντοτε διεκδικούσαν φιλοδώρημα.» και ουδέποτε «. διεκδίκησαν ποσά τα οποία αποκόπησαν από το μισθό τους .».
Ούτε και σε αυτό συμφωνούμε με τους Εφεσείοντες.
Η αξίωση των Εφεσίβλητων ήταν, μεταξύ άλλων, η επιδίκαση €33.000,00 (στην Αίτηση 542/10) και €43.921,08 (στην Αίτηση 543/10), ως «. ωφέλημα βάσει σύμβασης, πρακτικής, εθίμου ή άλλως πως».
Όχι ως φιλοδώρημα.
Το παρεμφερές παράπονο των Εφεσειόντων, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση των πιστοποιητικών αποδοχών (Τεκμήρια 1 και 4), παρά την ένσταση των Eφεσίβλητων (η οποία στηρίχθηκε στο ότι τα έγγραφα αυτά αναφέρονταν σε αποκοπές για ταμείο προνοίας), δεν προσβάλλεται ευθέως ως ξεχωριστός λόγος έφεσης και ως εκ τούτου απορρίπτεται και για αυτό τον λόγο.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, θίγει τη φερόμενη παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταπιαστεί με το αν η παροχή φιλοδωρήματος ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια των Εφεσειόντων ή υποχρεωτική. Μήτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί, με όσα είπαμε αναλύοντας τον τρίτο λόγο έφεσης να ισχύουν και εδώ.
Προσθέτουμε απλώς, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αναλύοντας τη μαρτυρία, απέληξε ότι από τη στιγμή που υπήρξαν αποκοπές ή συνεισφορές από τον μισθό των Εφεσίβλητων για σκοπούς ταμείου προνοίας - ανεξαρτήτως της εγγραφής ή ύπαρξης τέτοιου ταμείου - οι Εφεσίβλητοι είχαν κάθε δικαίωμα να τα λάβουν με τον τερματισμό της απασχόλησης τους.
Η κρίση αυτή βρισκόταν εντός των εξουσιών και ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και ήταν αρκούντως τεκμηριωμένη.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, αφορά στην προτασσόμενη παρερμηνεία από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, της εφαρμογής του άρθρου 17 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67. Ούτε και σε αυτό συγκλίνουμε με τους Εφεσείοντες. Είναι ορθό το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «. η εισήγηση του συνηγόρου των Καθ' ων η αίτηση ότι με την εξασφάλιση πληρωμής πλεονασμού από το ομώνυμο Ταμείο, το δικαίωμα αυτό των Αιτητών έπαυσε να υφίσταται βάσει των προνοιών του άρθρου 17 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67), δεν μπορεί να ευστοχήσει λαμβανομένου υπόψη . ότι πρόκειται για εισφορές που έγιναν από τους ίδιους τους Αιτητές και δεν μπορούν να υπολογιστούν με βάση την επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου». Θυμίζουμε πως βάσει της επιφύλαξης του άρθρου 17 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67 «... οιαδήποτε εισφορά γενομένη υπό του εργοδοτουμένου έναντι της πληρωμής εις την οποίαν ούτος δικαιούται παρά του εργοδότου ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, ως και οιοσδήποτε τόκος επί τοιαύτης εισφοράς, δεν υπολογίζονται: Νοείται περαιτέρω ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε πληρωμή εκ ταμείου προνοίας δεν υπολογίζεται». Η ερμηνεία που έδωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη φυσική και συνηθισμένη έννοια των επίδικων προνοιών, είναι ευθυγραμμισμένη και με τη περί ερμηνευτικής νομοθετημάτων νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ιερόπουλου ν The Societe Genarale (Cyprus) Ltd Employees Provident Fund, ΠΕ 279/12, ημ. 15.3.18), ECLI:CY:AD:2018:A117.
Ο πέμπτος λόγος απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι,
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται, με €3.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των Eφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ