ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Κ. Γεωργίου (Κα) για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες - Εναγόμενους 1 και 3 και τους Εφεσίβλητους στην Αντέφεση - Εναγόμενους. Α. Αιμιλιανίδης και Α. Μαστίχη (Κα) με την Κ. Παναγιώτου (Κα) για Σ. Α. Αγγελίδης για τον Εφεσίβλητο και Εφεσείοντα στην Αντέφεση - Ενάγοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-12-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ» κ.α. v. Αγγελίδη, Πολιτική Έφεση 315/2013, 3/12/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D449

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση 315/2013)

 

 

3 Δεκεμβρίου 2020

 

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

         1. Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ»

2. XXXXX Κωνσταντίνου

 

Εφεσειόντων

και

 

 

XXXXX Σ. Αγγελίδη

 

Εφεσίβλητου

 

Και στην Αντέφεση

 

 

XXXXX Σ. Αγγελίδη

 

Εφεσείοντα

 

και

 

1.   Εκδόσεις «ΑΡΚΤΙΝΟΣ Λτδ»

                   2. XXXXX Παπαδόπουλου 

                                 3. XXXXX Κωνσταντίνου

     4. XXXXX Διονυσίου

 

Εφεσίβλητων

 

 

 

Κ. Γεωργίου (Κα) για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες - Εναγόμενους 1 και 3 και τους Εφεσίβλητους στην Αντέφεση - Εναγόμενους.

Α. Αιμιλιανίδης και Α. Μαστίχη (Κα) με την Κ. Παναγιώτου (Κα) για Σ. Α. Αγγελίδης για τον Εφεσίβλητο και Εφεσείοντα στην Αντέφεση - Ενάγοντα.

 

-------------

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

 

-------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.Η αγωγή του Ενάγοντα αφορούσε στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για δυσφήμιση σε σχέση με πέντε δημοσιεύματα της εφημερίδας «Πολίτης», που δημοσιεύτηκαν την περίοδο Νοεμβρίου 2009 - Μαρτίου 2010.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα πρώτα τέσσερα, με τη σειρά που τα παραθέτουμε πιο κάτω, ήταν δυσφημιστικά.  Τα τρία από αυτά είχαν συνταχτεί από τον Εναγόμενο 3.  Το ημερολογιακά πρώτο ήταν άγνωστου συντάχτη.  Απέρριψε τις προβαλλόμενες υπερασπίσεις ότι τα δημοσιεύματα συνιστούσαν εύλογο σχόλιο επί θέματος δημοσίου συμφέροντος ή ενδιαφέροντος που είχαν γίνει καλόπιστα ή ότι ήταν προνομιούχα δημοσιεύματα υπό επιφύλαξη που έγιναν καλόπιστα και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 3 και της Εναγόμενης 1 εταιρείας, ιδιοκτήτριας της εφημερίδας, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, ύψους €14.000, ενώ εναντίον της τελευταίας επιδίκασε το περαιτέρω ποσό των €6.000.

 

Η αξίωση εναντίον του Εναγόμενου 4, συντάχτη του πέμπτου δημοσιεύματος, που κρίθηκε ότι δεν ήταν δυσφημιστικό, απορρίφθηκε, όπως και εναντίον του Εναγόμενου 2, κατά νόμο υπευθύνου της εφημερίδας.

 

Οι Εναγόμενοι 1 και 3 καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση και ο Ενάγοντας αντέφεση που αφορά και τους Εναγόμενους 2 και 4.

 

Οι Εναγόμενοι 1 και 3 προσβάλλουν όλες τις εναντίον τους επιμέρους κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Την κατάληξη ότι τα τέσσερα πρώτα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα (λόγος έφεσης 1), την απόρριψη της υπεράσπισης του εύλογου σχολίου (λόγος έφεσης 2), την απόρριψη της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη (λόγος έφεσης 3) και την επιδίκαση του ποσού των €20.000 ως αποζημιώσεις υπέρ του Ενάγοντα, ως υπερβολικά ψηλού (λόγος έφεσης 4).  Με την αντέφεση, προσβάλλεται η επιδίκαση του ίδιου ποσού ως έκδηλα χαμηλού (λόγος αντέφεσης 1) όπως και η κατάληξη να απορριφθεί η αξίωση εναντίον του Εναγόμενου 2 με το δικαιολογητικό ότι δεν είχε «ανάμιξη ή σχέση» με τα δημοσιεύματα (λόγος αντέφεσης 2) και εναντίον του Εναγόμενου 4 στη βάση ότι το δημοσίευμα που σύνταξε δεν ήταν δυσφημιστικό και δεν μπορούσε να διασυνδεθεί με τα άλλα δημοσιεύματα (λόγος αντέφεσης 3).  Θα συνεχίσουμε να αναφερόμαστε στους διαδίκους με τις αρχικές τους ιδιότητες προς αποφυγή σύγχυσης.  

 

Θα εξετάσουμε πρώτα κατά πόσο τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά. 

 

Το πρώτο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε την 29.11.2009.  Ήταν κάτω από το γενικό τίτλο «Δεν παζαρεύω, κι αντιστέκομαι ....» και  ήταν ένα από αριθμό μικρών ξεχωριστών κειμένων.  Καταγραφόταν ότι: 

 

 

«Η Εκκλησία ανακοίνωσε μαζικές προσφυγές στο ΕΔΑΔ για τις περιουσίες της στα κατεχόμενα με δικηγόρο τον XXXXX Σίμου Αγγελίδη.

 

Οκ, πέστε ότι λύθηκε το Κυπριακό και το ΕΔΑΔ σταματήσει να δέχεται προσφυγές από Ελληνοκύπριους, αυτό δε σημαίνει απώλειες εσόδων για τα δικηγορικά γραφεία;

 

Έχει καμιά επιχείρηση που επιδιώκει μείωση των εσόδων της; Τότε γιατί οι επαγγελματίες δικηγόροι με πτυχία αναγνωρισμένα και... άδειες εξασκήσεως επαγγέλματος να θέλουν λύση του Κυπριακού;

 

"Κι ως τον ύστατο κτύπο της χρηματομηχανής θα αντιστέκομαι..."». 

 

 

 

Το δεύτερο δημοσιεύτηκε την 16.12.2009.  Είχε τίτλο «Κάηκε η φουστανέλα, πάνε και τα σώβρακα» και  καταγραφόταν μεταξύ άλλων ότι: 

 

««[...] Αλλά δυστυχώς, έτσι είναι αυτοί οι τύποι. Άμα τους πιέσεις να σου δώσουν πειστικές απαντήσεις κάνουν την πάπια. Όπως επίσης και άμα τα κάνουν σκατά, μετά συγχωρήσεως, όπως ο άλλος ο λαμπρός πατριωτικός νους ο κ. Αγγελίδης του ΔΗΚΟ, ο οποίος νόμιζε ότι άλλη δουλειά δεν θα έκανε το ΕΔΑΔ από του να ασχολείται με τη βιομηχανία των προσφυγών που είχαν στήσει κάποιοι Ελληνοκύπριοι δικηγόροι. Οι οποίοι συν τοις άλλοις, άμα τους ρωτούσαν, έλεγαν πως δεν χρέωναν τους πρόσφυγες. Φυσικά και δεν τους χρέωναν. Η κοινή πρακτική, ένας από αυτούς το είπε κιόλας δημοσίως, ήταν πως έπαιρναν ποσοστό από την αποζημίωση που θα επιδίκαζε το ΕΔΑΔ, εάν πετύχαινε η προσφυγή. Και επειδή συνήθως πετύχαινε, η κλαδική των... προσφυγοποιών αυξήθηκε ραγδαία. Για να μην παρεξηγούμαστε, δεν υπάρχει τίποτα το κακό στο να παίρνουν ποσοστά. Επαγγελματίες δικηγόροι είναι οι άνθρωποι. Αυτή είναι η δουλειά τους. Όσο δεν μας παριστάνουν τους αόκνως αγωνιζόμενους και συνεχώς θυσιαζόμενους υπέρ πίστεως και πατρίδος, κανένα πρόβλημα!

 

Βεβαίως, ΔΕΝ γνωρίζουμε εάν ο κύριος Αγγελίδης ήταν η εξαίρεση και τα έκανε όλα χωρίς όφελος και μόνο από πατριωτισμό. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι τα πράγματα. Όπως και να έχει, με το νομικό ή το πολιτικό του κριτήριο, ή και τα δύο μαζί, όφειλε τόσο αυτός όσο και όλοι οι άλλοι να υπολογίσουν ότι οι μαζικές αγωγές, αυτές οι οποίες μετέτρεψαν το ΕΔΑΔ σε... Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Κυπριακών Προσφυγών, θα γύριζαν μπούμερανγκ για μας και θα μας έκαιγαν εν πολλοίς ένα από τα καλύτερα χαρτιά μας. Δεν το υπολόγισαν, όμως. Δυστυχώς. Και δεν άκουσαν τις προειδοποιήσεις πολλών συναδέλφων τους και άλλων. Κι αυτό δείχνει το μέγεθος του κριτηρίου τους. Διότι αποκλείεται να το είχαν υπολογίσει και να το έκαναν αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, έτσι δεν είναι; Έτσι. Όπως και να έχει, με το μαξιμαλισμό και τις ακρότητες τους, τα έκαναν σκατά, συγχωρέστε μας πάλι, για άλλη μία φορά. Να έπιασαν το μήνυμα άραγε και να κατάλαβαν πόσο ανέφικτα και ανόητα είναι αυτά που μερικοί από αυτούς, ως γκράντε πατριώτες πολιτικοί κιόλας, πουλάνε στον κοσμάκη. Πολύ το αμφιβάλλουμε. Έως πάρα πολύ».

 

 

 

Το τρίτο δημοσιεύτηκε την 17.12.2009.  Είχε τίτλο «Αιφνίδιο κι άδοξο (το τέλος του Σερ Λόρενς)» και  καταγραφόταν μεταξύ άλλων ότι: 

 

«Ετοιμαζόμασταν να γράψουμε ως κορυφαίο εκείνο του XXXXX Αγγελίδη (ναι, αυτού που πέτυχε το θρίαμβο στο ΕΔΑΔ προχθές και τρέχουμε ακόμη), την ατάκα, «ευχόμαστε και επιδιώκουμε το 2010 να είναι το έτος της λύσης» (ο Αγγελίδης, of all people) αλλά μετά, διαβάσαμε και την... ουρά στη συνέχεια. Εάν, λέει, η λύση είναι σύμφωνη με το τάδε, το δείνα, το άλλο, το παράλλο, το παρακείνο, το παρατέτοιο και το παρατούτο, της Παναγιάς τα μάτια. Ευτυχώς, ένα βήμα πριν την ανακήρυξη... αυτοκρατορίας σταμάτησε. Τόσο πολύ το επιδιώκουν. Διότι, το ότι εύχονται να υπάρξει λύση εξυπακούεται. Εμ, τι; Άμα δεν θέλουν όλοι αυτοί, ποιος;».

 

 

Το τέταρτο δημοσιεύτηκε την 25.2.2010.  Είχε τίτλο «Στιγμές πατριωτικής ανάτασης» και  καταγραφόταν μεταξύ άλλων ότι: 

 

 

«Ξέρουμε τι σκέφτεστε, ξέρουμε. Σκέφτεστε ότι «κάμνουμεν μίλλες» με το βροντερό εκείνο «Όχι» που είπε το ΔΗΚΟ στην Ένωση Κέντρου, προχθές το βράδυ και μάλιστα, με ένα 73% με μυστική (κιόλας...!) ψηφοφορία. Όντως, η σκέψη αυτή κινείται σε επίπεδο γεύματος με αρνάκι στο φούρνο και μακαρόνια στο ζουμί του για κυρίως συν προφιτερόλ με διπλή σοκολάτα για επιδόρπιο από απόψεως... λίπους αλλά, εμείς δεν σκεφτόμαστε αυτό. Εμείς σκεφτόμαστε θετικά. Κι αυτό σημαίνει πως βλέπουμε τα πράγματα πάντοτε από την ευχάριστη σκοπιά. Όχι πως η (νέα) «αξινόστραφη» που εισέπραξε ο Νεικωλάκοις και η παρέα του δεν ήταν ευχάριστη. Χάρμα ήταν!

 

Ενδιαφέρον δεν είναι, όμως; Κάθε φορά που εισπράττει ένα «βουζουνόπατσο» αυτή η παρέα, ο μεν Νηκωλάκεις χάνεται (στην ανάγκη πάει να βοηθήσει τη κυρία Φωτεινή στους εράνους του Ερυθρού Σταυρού), ο δε Κολοκασίδης δεν κάνει δηλώσεις ενώ, ο (Άλφα Σίγμα) Αγγελίδης λείπει ταξίδι (μετά και από τον πρόσφατο... θρίαμβο του στο ΕΔΑΔ, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις μόνο σε αεροδρόμια κυκλοφορεί ...».

 

 

Το πέμπτο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε την 7.3.2010.  Είχε τίτλο «Μετά την ήττα στο ΕΔΑΔ» και  καταγραφόταν μεταξύ άλλων ότι: 

 

«Οι νομικές αποφάσεις απλώς συνεπικουρούσαν τις λύσεις, όπου αυτό ήταν εφικτό. Για όσους εναντιώνονται σήμερα σε οποιαδήποτε λύση στο Κυπριακό επειδή δεν ικανοποιούνται πλήρως τα αιτήματα μας, ας μου επιτραπεί να αναφέρω (εάν θέλουν να με εννοήσουν) και το εξής: Η Γερμανία, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξευτελίσθηκε. Αν σήμερα η Γερμανία επιστρέφει στην Πολωνία κι αν έχει μετατρέψει την Τσεχία σε οικονομικό της δορυφόρο, αυτό δεν το πέτυχε γιατί ανάμεσα στην ηγεσία της είχε πολιτικούς του εκτοπίσματος ενός Βάσου Λυσσαρίδη που ήθελαν να γεμίσουν την Κύπρο κάστρα ή νομικούς του κύρους ενός XXXXX Αγγελίδη, που πιστεύει στην ανυπέρβλητη ισχύ του δικαίου. Είχε ταπεινούς και ρεαλιστές πολιτικούς όπως παλαιότερα ο Χέλμουτ Κολ και σήμερα η Άνγκελα Μέρκελ, οι οποίοι αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι οι ανέξοδες πατριωτικές κορώνες δεν οδηγούν πουθενά. Η Γερμανία σήμερα μακριά από επιλεκτικές αναγνώσεις της ιστορίας της πορεύεται στον ευρωπαϊκό δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας. Η Κύπρος σίγουρα δεν είναι Γερμανία, αλλά είναι στην Ευρώπη. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι πολιτικοί της ζουν και αναπνέουν στη λογική των εθνικών κινημάτων και των εθνικών αντιπαραθέσεων του 19ου αιώνα. Ο Κολ και η Μέρκελ, που ένωσαν και ενίσχυσαν οικονομικά τη Γερμανία ψηφίστηκαν από την πλειοψηφία των Γερμανών. Το 2004 στην Κύπρο, μόνο ο Νίκος Αναστασιάδης και το 24% των πολιτών αντιλήφθηκαν την ευρωπαϊκή πρόκληση που είχαν μπροστά τους. Τι μπορούμε να κάνουμε;».

 

 

 

Ο Ενάγοντας ασχολείται με την πολιτική από τα νεανικά του χρόνια.  Κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος και βουλευτής Λευκωσίας του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΗΚΟ), παράλληλα ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του πιο πάνω κόμματος και μέλος Κοινοβουλευτικών Επιτροπών. Ήταν νυμφευμένος, πατέρας δύο τέκνων και άτομο γνωστό στην κοινωνία της Κύπρου.  Διαπιστώθηκε ότι είχε έντονες απόψεις σε σχέση με το εθνικό θέμα, το σχέδιο Ανάν και το δημοψήφισμα.  Η θέση του ως προς τη λύση του κυπριακού ήταν διακηρυγμένη και γνωστή.  Διεκδικούσε μια δίκαια λύση στηριγμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα.  Ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι  ο Ενάγοντας ήταν άτομο με ψηλά ιδανικά, ο οποίος πίστευε ακράδαντα στην ισχύ του δικαίου, άτομο ανιδιοτελή και αφιλοχρήματο.

 

Ήταν περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στα πρόσωπα που κάλεσε μάρτυρες κατά τη δίκη δεν είχε πληρωθεί κανένα ποσό.  Επιπλέον, δεν αμφισβητήθηκε από τους Εναγόμενους ότι δεν είχε χρεώσει δικηγορικά για τις προσφυγές που καταχώρησε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΕΔΑΔ, εκ μέρους των Εκκλησιαστικών αρχών.

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα δημοσιεύματα έχοντας, όπως σημείωσε, επίγνωση της πολιτικής κατάστασης που βρίσκεται η Κύπρος λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής και των προσπαθειών που καταβάλλονται για εξεύρεση λύσης στο εθνικό πρόβλημα.  Διαπίστωσε ότι τα δημοσιεύματα, στην έκταση που αφορούσαν τον Ενάγοντα, είχαν ως αντικείμενο τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν στο ΕΔΑΔ, εναντίον της Τουρκίας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή. 

 

Είναι επομένως χρήσιμο να γίνει μια σύντομη αναδρομή σε κάποιες υποθέσεις σταθμούς που απασχόλησαν το ΕΔΑΔ, τα αποτελέσματα τους και την εμπλοκή που είχε ο Ενάγοντας σε κάποιες από αυτές.  Το 1996 το ΕΔΑΔ εξέδωσε την απόφαση Λοϊζίδου ν. Τουρκίας  η οποία αφορούσε στη συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης απόλαυσης της περιουσίας ελληνοκύπριας εκτοπισμένης εξ αιτίας της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής.  Ακολούθησε το 2001 η Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας στην οποία αποφασίστηκε ότι η Τουρκία φέρει την ευθύνη για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του συνόλου των ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, ως και για παραβιάσεις θεμελιωδών άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΣΔΑ, σε σχέση με τους αγνοούμενους και τους συγγενείς τους.  Τις επιτυχίες αυτές της Κύπρου ακολούθησε την 18.9.2009 η απόφαση Βαρνάβα ν. Τουρκίας, που αφορούσε αγνοούμενο, η οποία κρίθηκε μεν παραδεχτή και κατέληξε σε καταδίκη της Τουρκίας, πλην όμως το ΕΔΑΔ αποδέχτηκε ουσιαστικά ότι οι συγγενείς των αγνοουμένων θα έπρεπε να είχαν προσφύγει στο Δικαστήριο τουλάχιστον από το τέλος του 1990 ώστε να μην βρίσκονται εκτός της εξάμηνης προθεσμίας, μη τήρηση της οποίας κρίθηκε ότι επιφέρει απόρριψη της προσφυγής ως μη παραδεχτής.  Σε λιγότερο από τρείς μήνες μετά, την 1.12.2009, εκδόθηκε η απόφαση Καρεφυλλίδη ν. Τουρκίας που κρίθηκε ως μη παραδεχτή εφόσον η προσφυγή καταχωρήθηκε το 1999 και ήταν εκπρόθεσμη.  Η υπόθεση αυτή θεωρήθηκε από το ΕΔΑΔ  ως πιλοτική απόφαση για τις προσφυγές σε σχέση με ελληνοκύπριους αγνοούμενους.  Ταυτόχρονα, στη βάση της Καρεφυλλίδης, απορρίφθηκαν μαζικά 49 προσφυγές αγνοουμένων που είχαν καταχωρηθεί μετά το 1999, χωρίς να ακουστούν επί της ουσίας τους.

 

Ο Ενάγοντας δεν ήταν εκ των δικηγόρων στη Βαρνάβα  ή στην Καρεφυλλίδη, αλλά άλλος τρίτος, όπως αναφέρει, δικηγόρος και δεν ήταν αυτός που είχε το χειρισμό των υποθέσεων.  Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Ήταν μεταξύ των δικηγόρων των αιτητών στις 49 προσφυγές που απορρίφθηκαν μαζικά.  Την 4.12.2009 ο Ενάγοντας καταχώρησε στο ΕΔΑΔ προσφυγή εκ μέρους της Εκκλησίας της Κύπρου για την παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της στις κατεχόμενες περιοχές και την παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας της άσκησης της θρησκείας στους θρησκευτικούς χώρους που βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές.

 

Την εποχή των δημοσιευμάτων υπήρχε στην Κύπρο έντονος δημόσιος διάλογος σε σχέση με την αντιμετώπιση που είχαν οι προσφυγές ελληνοκυπρίων στο ΕΔΑΔ από το ίδιο το Δικαστήριο.  Ο Ενάγοντας ήταν της θέσης ότι με την μαζική καταχώριση προσφυγών εναντίον της Τουρκίας, που προέβλεπε ότι θα είχαν επιτυχή κατάληξη, η Τουρκία, υπό το βάρος των εναντίον της δικαστικών αποφάσεων, θα μπορούσε να καμφθεί ώστε να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη της θέση  και να αποδεχτεί μια δίκαια λύση του κυπριακού.  Τα αποτελέσματα είχαν διαψεύσει αυτή την προσδοκία.  Δεν ήταν βέβαια η θέση όσων, στην Κύπρο, δεν συμφωνούσαν με την προσέγγιση του Ενάγοντα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν με το μέρος τους το δίκαιο, νομικό και ηθικό.  Αντίθετα και αυτό τίθετο προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους, ότι καθ' όλα δίκαιες υποθέσεις δεν οδήγησαν σε επιτυχή αποτελέσματα  γιατί, υπό το βάρος του φόρτου εργασίας που οι μαζικές καταχωρήσεις δημιούργησαν, το ΕΔΑΔ αναζήτησε τρόπο παράκαμψης της εξέτασης της ουσίας τους και τις απέρριψε με το δικαιολογητικό ότι οι παραπονούμενοι όφειλαν προτού προσφύγουν στο ΕΔΑΔ και ήταν συνεπώς προϋπόθεση για το παραδεχτό της προσφυγής τους, να αναζητήσουν θεραπεία στην Επιτροπή Αποζημιώσεων που συστάθηκε στα κατεχόμενα.  Το αποτέλεσμα ήταν οι πρώτες επιτυχίες να φθαρούν και να απωλέσουν από τη σημασία τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το πρώτο δημοσίευμα, που δημοσιεύτηκε λίγες μόνο μέρες πριν την καταχώριση της προσφυγής της Εκκλησίας, παρουσίαζε τον Ενάγοντα και τους δικηγόρους που ασχολούνται με προσφυγές στο ΕΔΑΔ ως φιλοχρήματους, που για χάριν των εσόδων δεν επιθυμούσαν λύση του Κυπριακού προβλήματος.  Επισήμανε ακόμα ότι, παρά το γεγονός ότι το δημοσίευμα αναφερόταν σε δικηγόρους και δικηγορικά γραφεία, με κάπως γενικό τρόπο, το μόνο δικηγόρο που κατονόμαζε ήταν τον Ενάγοντα και επικεντρωνόταν στην προσφυγή που αυτός είχε καταχωρήσει στο ΕΔΑΔ εκ μέρους της Εκκλησίας της Κύπρου.  Στη βάση των διαπιστώσεων του αυτών, κατέληξε ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος ήταν δυσφημιστικό για τον Ενάγοντα.

Σε σχέση με το δεύτερο δημοσίευμα,  το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παρουσίαζε ότι οι προσφυγές στο ΕΔΑΔ απορρίφθηκαν λόγω των ανίκανων και αδέξιων χειρισμών του Ενάγοντα.  Διαπίστωσε ακόμα ότι το δημοσίευμα αυτό παρουσίαζε τον Ενάγοντα ως άτομο που μετέτρεψε την καταχώρηση προσφυγών στο ΕΔΑΔ, σε «βιομηχανία» και ότι επρόκειτο για επιχείρηση που επέφερε στον Ενάγοντα και σε άλλους δικηγόρους, οι οποίοι όμως δεν κατονομάζονταν, οικονομικά κέρδη. Ο Ενάγοντας κατηγορείτο ότι μαζί με τους άλλους δικηγόρους παραπλανούσαν τον κόσμο διακηρύττοντας ότι δεν χρέωναν τους πρόσφυγες, ενώ η πρακτική τους ήταν να λαμβάνουν ποσοστά επί των ποσών που θα επιδίκαζε το ΕΔΑΔ.  Δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αναφορά ότι: «Βεβαίως, ΔΕΝ γνωρίζουμε εάν ο κύριος Αγγελίδης ήταν η εξαίρεση και τα έκανε όλα χωρίς όφελος και μόνο από πατριωτισμό. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι τα πράγματα», κατέληξε ωστόσο ότι η αναφορά προστέθηκε με έντεχνο και παραπλανητικό τρόπο και δεν μπορούσε από μόνη της να εξαλείψει την έντονα αρνητική εικόνα που είχε δημιουργηθεί για τον Ενάγοντα με την προηγούμενη παράγραφο.

 

Σε σχέση με το τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι με το κάθε ένα ο Ενάγοντας παρουσιαζόταν ως το άτομο που ευθυνόταν για την απόρριψη των προσφυγών στο ΕΔΑΔ και με ειρωνικό τρόπο ως το πρόσωπο «που πέτυχε το θρίαμβο στο ΕΔΑΔ».  Η επιμέρους αναφορά, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποβίβαζε τις επαγγελματικές ικανότητες του Ενάγοντα και στην ουσία τον παρουσίαζε ως ένα ανίκανο δικηγόρο, ο οποίος έστησε μαζί με άλλους «βιομηχανία» προσφυγών και είχε ως πρωταρχικό του σκοπό το οικονομικό του όφελος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το πέμπτο δημοσίευμα δεν αποτελούσε ενότητα με τα υπόλοιπα και δεν το ερμήνευσε με υπόβαθρο τα προηγούμενα δημοσιεύματα.  Ερμηνεύοντας το λοιπόν αυτοτελώς, κατέληξε ότι παρουσίαζε τις απόψεις του συντάχτη του ότι το εθνικό μας θέμα δεν θα μπορούσε να λυθεί μέσα από νομικές διαδικασίες, αλλά με ρεαλισμό, έχοντας επίγνωση της θέσης της Κύπρου.  Έντονη ήταν η άποψη του ότι ο μεγάλος αριθμός προσφυγών που καταχωρίστηκαν στο ΕΔΑΔ οδήγησε στην έκδοση απορριπτικών αποφάσεων όπως η Δημόπουλος με δυσμενείς επιπτώσεις για το εθνικό μας θέμα.  Η απόρριψη της θέσης ότι η λύση μπορεί να επέλθει μέσα από νομικές διαδικασίες και ότι όποιος πιστεύει στην ανυπέρβλητη ισχύ του δικαίου δεν είναι ρεαλιστής, δεν ήταν δυσφημιστική για τον Ενάγοντα, ούτε τον μείωνε ή υποβίβαζε με οποιοδήποτε τρόπο.  Η δε επιμέρους αναφορά σε «ανέξοδες πατριωτικές κορώνες» αφορούσε σε κατηγορία κύπριων πολιτικών και όχι τον Ενάγοντα, που το δημοσίευμα σχολίαζε ως νομικό, παρά το ότι ήταν και πολιτικό πρόσωπο.

 

Οι δικηγόροι των Εναγόμενων προέβησαν στην εναρκτήρια  επισήμανση ότι η σύγχρονη τάση του ΕΔΑΔ είναι ο περιορισμός του δικαιώματος στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.  Δεν διαφωνούμε ότι αυτή είναι η προσέγγιση που έχει επικρατήσει, απότοκο των απαιτήσεων των σύγχρονων κοινωνιών για διαφάνεια και ενημέρωση, με την κυπριακή κοινωνία να μην αποτελεί εξαίρεση.  Άλλωστε, στην Κύπρο το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, μέσα από το οποίο πρέπει να αναζητούνται οι εξουσίες για τον περιορισμό του, που αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα (Αλήθεια Εκδοτ. Εταιρεία Λτδ κ.ά ν. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, 1885-92, με αναφορά στην Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63).  Προσεγγίζουμε με αυτό το πνεύμα την υπόθεση, καθοδηγούμενοι από τα όσα πολύ πρόσφατα διατυπώθηκαν στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. ΧΧΧ Πομηλορίδη, Πολιτική Έφεση Αρ.106/2013, ημερ.7.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:A311, στο απόσπασμα που ακολουθεί:

 

 

«Η συνύπαρξη της ελευθερίας έκφρασης και της προστασίας δικαιωμάτων τρίτων προσώπων είναι έργο σύνθετο, το οποίο καλούνται τα Δικαστήρια να επιτελέσουν, με οδηγό την αρχή της αναλογικότητας και με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία στην όλη πορεία εξισορρόπησης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Σε κάθε δεδομένη περίπτωση θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσο η προστασία της φήμης του επηρεαζόμενου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα στις αντίθετες απόψεις. Η αναγνώριση από τα Δικαστήρια της ύψιστης αξίας του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, οδήγησε στη σύγχρονη τάση του περιορισμού του δικαιώματος της φήμης.»

 

 

Είναι η θέση των Εναγόμενων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας που αναδείκνυαν την πολιτική υφή του ζητήματος που συζητείτο, περιοριζόμενο στη καθαρά νομική του, με αποτέλεσμα να μην εξετάσει τα δημοσιεύματα «υπό το πρίσμα της ατμόσφαιρας και του δημόσιου διαλόγου που υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο».  Όφειλε, κατά την εισήγηση τους, να κάμει εύρημα ότι οι Εναγόμενοι είναι πρώτα τη διαφωνία τους με την πολιτική απόφαση για μαζικές καταχωρήσεις προσφυγών στο ΕΔΑΔ και μετά την αποτυχία αυτής της πολιτικής, που κατέγραψαν και χρέωσαν στον Ενάγοντα.

 

Το πρώτο δημοσίευμα δεν προσεγγίζει το ζήτημα σε αυτή τη διάσταση.  Θίγει μόνο την παράμετρο που αφορά στο οικονομικό όφελος των δικηγόρων που καταχωρούσαν προσφυγές εκ μέρους πελατών τους στο ΕΔΑΔ.  Υπαινίσσεται το δημοσίευμα ότι κατ' ακολουθία της λογικής της εξυπηρέτησης του ιδίου συμφέροντος και προκειμένου να μην απωλέσουν έσοδα, δεν θέλουν τη λύση του κυπριακού και η αντιστασιακή τους προσέγγιση εδράζεται στο οικονομικό συμφέρον που έχουν από τη διαιώνιση του προβλήματος.  Ο μόνος κατονομαζόμενος στο δημοσίευμα Ενάγοντας ουσιαστικά προσφέρεται ως ένα παράδειγμα τέτοιου δικηγόρου.

 

Το δεύτερο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε δύο εβδομάδες μετά την απόφαση στην Καρεφυλλίδης και τη μαζική απόρριψη 49 προσφυγών συγγενών αγνοουμένων στις οποίες ο Ενάγοντας ήταν μεταξύ των δικηγόρων των αιτητών.  Το τρίτο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε την επομένη του δεύτερου, ενώ το τέταρτο κάτι περισσότερο από δύο μήνες μετά.

 

Στα δημοσιεύματα αυτά και σε όλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντοπίζει τρία σημεία, στα οποία και στηρίζει την κατάληξη του ότι ήταν δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα.  Ήταν λοιπόν εύρημα του ότι τον παρουσίαζαν ως:

-      Το άτομο που μετέτρεψε την καταχώριση προσφυγών στο ΕΔΑΔ σε βιομηχανία

-      Το άτομο που λόγω των ανίκανων και αδέξιων χειρισμών του απορρίφθηκαν οι προσφυγές στο ΕΔΑΔ

-      Ότι είχε ως πρωταρχικό του σκοπό το οικονομικό όφελος

 

Σε σχέση με το δεύτερο δημοσίευμα, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρουσίαζε ότι οι προσφυγές στο ΕΔΑΔ απορρίφθηκαν λόγω των ανίκανων και αδέξιων χειρισμών του Ενάγοντα χρήζει ιδιαίτερα προσεκτικής εξέτασης.  Το δημοσίευμα δεν αναφερόταν σε χειρισμούς ενώπιον του ΕΔΑΔ, δηλαδή στον τρόπο παρουσίασης και τεκμηρίωσης της υπόθεσης και στην προβολή πειστικών επιχειρημάτων, παρά μόνο στην επιλογή της καταχώρισης πολλών υποθέσεων.  Ξεκάθαρα δεν ήταν το χειρισμό οιασδήποτε υπόθεσης αφ' εαυτής που έκρινε το δημοσίευμα, ούτε αμφισβητήθηκε ότι η κάθε υπόθεση δικαιωματικά μπορούσε να προωθηθεί στη βάση των δίκαιων αιτημάτων των προσφεύγοντων, θεμελιωμένων σε νομικά και ηθικά κριτήρια, αλλά τη στρατηγική  επιλογή της προώθησης πολλών υποθέσεων.  Στρατηγική που επιλέγηκε με πολιτικά κριτήρια για την εξασφάλιση πολιτικού πλεονεκτήματος και όχι στη βάση νομικών κριτηρίων για τα οποία ουδείς αμφέβαλλε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε εσφαλμένα το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα, όπως επιβεβαιώνεται στο μέρος της απόφασης όπου καθόρισε τις αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι είχαν αφεθεί έντονες αιχμές για τις επαγγελματικές ικανότητες του Ενάγοντα ως δικηγόρου. 

 

Στο τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα δεν υπάρχουν καθόλου αναφορές σε σχέση με το επιμέρους ζήτημα (ανικανότητα και αδέξιοι χειρισμοί) και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων αυτών, στην έκταση που αναφέρονταν στο «θρίαμβο» του Ενάγοντα στο ΕΔΑΔ, ήταν δυσφημιστικό για το πρόσωπο του βρίσκουμε αδικαιολόγητο.  Ούτε υποβίβαζε τις επαγγελματικές του ικανότητες, ούτε τον παρουσίαζε ως ανίκανο δικηγόρο, αλλά ούτε ότι έστησε μαζί με άλλους «βιομηχανία» προσφυγών με πρωταρχικό του σκοπό το οικονομικό όφελος, όπως ήταν τα επιμέρους ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η χρήση απρεπών εκφράσεων και η ειρωνεία δεν συνιστούν αφ΄εαυτών δυσφήμιση του προσώπου στο οποίο απευθύνονται ή αφορούν (Sim v. Stretch [1963] 2 All ER 1237).  Είναι το ουσιαστικό νόημα που μπορεί να εξαχθεί από την απρεπή φράση ή την ειρωνεία που καθορίζει κατά πόσο στοιχειοθετείται δυσφήμιση.  Η φράση που χρησιμοποιήθηκε στο δεύτερο δημοσίευμα «και άμα τα κάνουν σκατά» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το ότι υπήρξε πλήρης ή παταγώδης αποτυχία, συνυφασμένη με τη διαχείριση του ζητήματος.  Η δε ειρωνική αναφορά σε θρίαμβο του Ενάγοντα στο ΕΔΑΔ, στο τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα, συνιστά τρόπο έκφρασης για να δηλωθεί εμφατικά η αποτυχία.  Και η χρήση της  φράσης «βιομηχανία των προσφυγών» που είχαν στήσει κάποιοι δικηγόροι, αναδείκνυε με την παρομοίωση τη μαζικότητα στην καταχώριση των προσφυγών κατά τον τρόπο που η βιομηχανοποίηση εξυπηρετεί τη μαζική παραγωγή.

 

Επανερχόμενοι στο δεύτερο δημοσίευμα αναφέρουμε ότι δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση στον τρόπο αντιμετώπισης της αναφοράς: «Βεβαίως, ΔΕΝ γνωρίζουμε εάν ο κύριος Αγγελίδης ήταν η εξαίρεση και τα έκανε όλα χωρίς όφελος και μόνο από πατριωτισμό. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι τα πράγματα.» και δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι η προσθήκη αυτή δεν μπορούσε να εξαλείψει την έντονα αρνητική εικόνα που, κατά το ίδιο, είχε δημιουργηθεί με την προηγούμενη παράγραφο.  Πρόκειται για σαφή παραδοχή ότι ο συντάκτης του δημοσιεύματος και η εφημερίδα του δεν είχαν θετική γνώση ότι ο Ενάγοντας χρέωνε με τον τρόπο που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.  Και όχι μόνο δηλώνεται άγνοια, αλλά και ότι δεν είχαν κανένα λόγο να πιστεύουν πως δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι τα πράγματα, δηλαδή ότι ο Ενάγοντας να τα έκανε όλα χωρίς όφελος και μόνο από πατριωτισμό.  Ακολουθεί και η φράση «Όπως και να έχει» και συνεχίζει η κριτική ότι όφειλε ο Ενάγοντας να υπολογίσει ότι οι μαζικές αγωγές θα γύριζαν μπούμερανγκ.  Αποδέχεται δηλαδή το δημοσίευμα ότι μπορεί να είναι η πραγματικότητα ότι ο Ενάγοντας πρόσφερε τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς, αλλά αυτό δεν τον απάλλασσε της υποχρέωσης να διαβλέψει ότι οι μαζικές καταχωρήσεις όχι μόνο δεν θα ωφελούσαν, αλλά θα έβλαπταν την εθνική υπόθεση.  

 

Περαιτέρω, βρίσκουμε ότι η επιφύλαξη αυτή της δεύτερης παραγράφου του δεύτερου δημοσιεύματος μπορούσε να περιορίσει το δυσφημιστικό αντίκτυπο του πρώτου δημοσιεύματος που είχε δημοσιευτεί δύο περίπου εβδομάδες προηγουμένως.

Το πέμπτο δημοσίευμα γράφτηκε δύο ημέρες μετά την έκδοση από το ΕΔΑΔ της απόφασης στη Δημόπουλος ν. Τουρκίας στην οποία κρίθηκε ότι η Επιτροπή Αποζημιώσεων στα κατεχόμενα ήταν νόμιμη, με ουσιαστικό αποτέλεσμα ότι κανένας ελληνοκύπριος ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε πλέον να προσφύγει στο ΕΔΑΔ χωρίς να προσφύγει πρώτα στην Επιτροπή αυτή.  

 

Η μη διασύνδεση του δημοσιεύματος αυτού με τα προηγηθέντα προσβάλλεται ως εσφαλμένη στη βάση ότι στηρίχτηκε στο ότι διαφοροποιείτο από τα προηγούμενα που ήταν σατιρικά, ενώ το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα είχε κρίνει ως τέτοια, αλλά ως δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα.  Τα δεδομένα έχουν ανατραπεί με την κρίση ότι το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο δημοσίευμα που πραγματεύονταν τα ίδια θέματα δεν ήταν δυσφημιστικά.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, το δημοσίευμα αυτό αναφέρεται σε πολιτικούς «εκτοπίσματος» και νομικούς «κύρους» και δεν διαπιστώνουμε ότι τα επίθετα εμπεριέχουν ειρωνεία ή σαρκασμό.  Αντίθετα, επισημαίνεται ότι οι προσεγγίσεις, τις οποίες το δημοσίευμα δεν συμμερίζεται, υποστηρίζονται από πολιτικούς «εκτοπίσματος» και νομικούς «κύρους», για να καταλήξει ότι υιοθετούνται από όλους τους πολιτικούς εκτός από ένα και από την πλειοψηφία των πολιτών, για να καταδείξει το μέγεθος του προβλήματος, όπως ο συντάχτης του το εντοπίζει.

 

Το δημοσίευμα αυτό περιορίζεται στη γενική θέση του Ενάγοντα στο κυπριακό, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην όποια συμμετοχή του σε υποθέσεις που προωθήθηκαν ενώπιον του ΕΔΑΔ.  Δεν αποδίδει στον Ενάγοντα και σε κανένα άλλο ευτελή ή αλλότρια κίνητρα, οικονομικά ή άλλα για την προσέγγιση του, αλλά στοχεύει στο να υποδείξει, όπως είναι η θέση του συντάχτη του, ότι οι προσεγγίσεις αυτές δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά. Με κανένα τρόπο δεν επιτίθεται στη διαφορετική προσέγγιση αποδίδοντας της την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όσων την ασπάζονται, αλλά χρησιμοποιεί το παράδειγμα της επιτυχίας άλλων χωρών, εκεί όπου επικράτησαν διαφορετικές προσεγγίσεις, για να υποστηρίξει την άποψη που προωθεί.

 

Καταλήγουμε ότι, πέραν του πρώτου δημοσιεύματος με το οποίο αποδίδονταν στον Ενάγοντα ευτελή κίνητρα για τη θέση που υποστηρίζει σε σχέση με τη λύση του κυπριακού και τη συνακόλουθη προσέγγιση του στο ζήτημα των προσφυγών στο ΕΔΑΔ και ήταν δυσφημιστικό (άρθρο 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148) τα υπόλοιπα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα.  Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 1 στην έκταση που αφορά το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο δημοσίευμα επιτυγχάνει, ενώ απορρίπτεται  στην έκταση που αφορά το πρώτο δημοσίευμα. 

 

Επίσης απορρίπτεται ο λόγος αντέφεσης 3.  Σημειώνουμε ότι στο περίγραμμα της αγόρευσης των δικηγόρων του Ενάγοντα επιχειρήθηκε και η προώθηση της θέσης ότι ο Εναγόμενος 4 είχε ευθύνη, ως σύμβουλος εκδόσεων της εφημερίδας, σε σχέση με τα τέσσερα πρώτα δημοσιεύματα.  Τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται με το λόγο αντέφεσης 3, ούτε με άλλο και δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Σε σχέση με την εγειρόμενη υπεράσπιση του εντίμου σχολίου (άρθρο 19(β) του Κεφ.148)  και με αναφορά στο πρώτο δημοσίευμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε σημειώσει ότι αυτό που είχε προκύψει από την ενώπιον του μαρτυρία ήταν ότι «το τελευταίο που είχε κατά νου ο ενάγοντας ήταν η οικονομική του ευμάρεια και η αύξηση των εσόδων».  Υπέδειξε ότι δεν είχε αμφισβητηθεί ότι για ένα μεγάλο αριθμό προσφυγών δεν είχε λάβει ούτε ένα ευρώ, για κάποιες έλαβε μόνο τα πραγματικά του έξοδα, ενώ για τις υπόλοιπες κάποια μικρή αμοιβή.  Επομένως, δεν επρόκειτο για έντιμο σχολιασμό επί γεγονότων ορθά διατυπωμένων, αλλά στην ουσία η πραγματική βάση του σχολιασμού ήταν εσφαλμένη.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου σε σχέση με το πρώτο δημοσίευμα ήταν ορθή.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με την εγειρόμενη υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση (άρθρο 21 του Κεφ.148)  το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στο σύνολο των δημοσιευμάτων που είχε κρίνει ως δυσφημιστικά, σημείωσε ότι είχαν στηριχτεί σε «γεγονότα» τα οποία δεν είχαν επαληθευτεί.  Παρέπεμψε στη Phileleftheros Public Company Ltd κ.ά. v. Χριστοδούλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1763, 1776) όπου αναφέρθηκε ότι η υπεύθυνη δημοσιογραφία απαιτεί είτε επαλήθευση των στοιχείων, είτε συγγραφή του δημοσιεύματος με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετείται το δημόσιο ενδιαφέρον στο θέμα που πραγματεύεται, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε γεγονότα που, όχι μόνο δεν έχουν επαληθευθεί πλήρως, αλλά και δεν είναι απολύτως αναγκαία για την προβολή του θέματος στη γενικότητά του.  Είχε ακόμα εκεί σημειωθεί με αναφορά  στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Appl.No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, ότι ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το δημόσιο ενδιαφέρον στο θέμα και ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η τάση της νομολογίας είναι να μην περιορίζει χωρίς λόγο το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, έναντι του οποιουδήποτε ιδιωτικού συμφέροντος, εντούτοις η υποχρέωση για υπεύθυνη δημοσιογραφία και επαλήθευση των γεγονότων μετά από εύλογη έρευνα, δεν ατονεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση σε σχέση με το πρώτο δημοσίευμα ήταν ορθή εφόσον το ζήτημα του οικονομικού οφέλους του Ενάγοντα από τις προσφυγές και ειδικά τις προσφυγές της Εκκλησίας δεν διερευνήθηκε (άρθρο 21(2)(β) του Κεφ.148).  Επομένως και ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τον Εναγόμενο 2, κατά νόμο υπεύθυνο της εφημερίδας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε θετική μαρτυρία ότι αυτός είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή σχέση με τα επίδικα δημοσιεύματα ή ότι αυτά είχαν τύχει της έγκρισης του, για να καταλήξει, επικαλούμενο τη Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. v Thamira Food Manufacturers Ltd (2004) 1(A) Α.Α.Δ. 377 και τη Λουκαΐδης κ.ά. ν. Εκδοτ. Ετ. Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22, ότι το γεγονός και μόνο ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν ο κατά νόμο υπεύθυνος της εφημερίδας δεν εξυπακούει ότι ευθύνεται και για το λίβελο.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά επιμέρους γεγονότα δεν έχουν κλονιστεί.   Η επιχειρηματολογία των δικηγόρων του Ενάγοντα ότι τα δημοσιεύματα προφανώς ήταν σε γνώση του ή έγιναν με την άδεια ή ανοχή ή συνεννόηση ή συναίνεση του, επιβεβαιώνει την απουσία μαρτυρίας πραγματικής γνώσης του Εναγόμενου 2.  Η δε περαιτέρω επιχειρηματολογία τους στη βάση του περί Τύπου Νόμου του 1989 (Ν.145/1989)  δεν ευσταθεί, ευρισκόμενη σε αντίθεση με τα όσα σχετικά αποφασίστηκαν στη Λουκαΐδης (σελ.44-5) με κατάληξη ότι ο Νόμος δεν δημιουργεί τεκμήριο γνώσης και έγκρισης των δημοσιευμάτων της εφημερίδας του κατά νόμο υπεύθυνου προσώπου για σκοπούς αστικής ευθύνης, που επομένως θα πρέπει να αποδεικνύεται.  Η επιμέρους κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

 

Ωστόσο, διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από την δικογραφία προέκυπτε ως παραδεχτό γεγονός ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν ο εκδότης της εφημερίδας «Πολίτης» και ότι αυτή και μόνο η ιδιότητα του ήταν αρκετή για να του αποδοθεί αστική ευθύνη για κάθε δημοσίευμα της εφημερίδας (Π. Πολυβίου, «Το Σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης», Λευκωσία 2013, σελ.37 και Π. Πολυβίου, «Η Δυσφήμιση στο Κυπριακό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2019, σελ.24).  Επομένως, ο λόγος αντέφεσης 2 επιτυγχάνει.

 

Παραμένει το ζήτημα των αποζημιώσεων.  Τα δεδομένα στη βάση των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε τις αποζημιώσεις έχουν διαφοροποιηθεί άρδην.  Είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε θιγεί η υπόληψη και η φήμη του Ενάγοντα τόσο ως νομικού όσο και ως πολιτικού εφόσον αφήνονταν έντονες αιχμές τόσο για τις επαγγελματικές του ικανότητες ως δικηγόρου, όσο και για τα κίνητρα του πίσω από τις πολιτικές του θέσεις.  Μόνο το τελευταίο ευσταθούσε και που τον αφορούσε ως πολιτικό που, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη αντοχή στη δημόσια κριτική.  Και σε αυτή την έκταση το δεύτερο δημοσίευμα είχε τη δυναμική να επενεργήσει διορθωτικά.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 επιτυγχάνει και η αποζημίωση του Ενάγοντα μειώνεται στο ποσό των €5000, με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής, για την καταβολή του οποίου είναι από κοινού υπόλογοι οι Εναγόμενοι 1 και 2.   Ο λόγος αντέφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Συνοψίζοντας, μόνο το πρώτο δημοσίευμα, άγνωστου συντάχτη, ήταν δυσφημιστικό για τον Ενάγοντα του οποίου οι αποζημιώσεις μειώνονται.  Υπόλογος για την πληρωμή τους κρίνεται, πέραν της Εναγόμενης 1 και ο Εναγόμενος 2.

 

Στην έφεση επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσείοντων (Εναγόμενων 1 και 3) και εναντίον του Εφεσίβλητου (Ενάγοντα), όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

Στην αντέφεση, επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντα στην αντέφεση (Ενάγοντα) και εναντίον του Εφεσίβλητου 2 στην αντέφεση (Εναγόμενου 2), όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει.  Περαιτέρω, επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου 4 στην αντέφεση (Εναγόμενου 4) και εναντίον του Εφεσείοντα στην αντέφεση (Ενάγοντα) όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας είχαν σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 και 3 επιδικαστεί υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον τους.  Η διαταγή σε σχέση με τον Εναγόμενο 3 ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή για έξοδα υπέρ του και εναντίον του Ενάγοντα όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή στην κλίμακα της αγωγής και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει.  Σε σχέση με την Εναγόμενη 1, η διαταγή τροποποιείται και περιορίζονται στη κλίμακα €2.000 - €10.000. 

 

Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα σε σχέση με τον Εναγόμενο 2 ακυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου 2 όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή στην κλίμακα €2.000 - €10.000 και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει. 

 

 

 

Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο