ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 207/2020)
9 Δεκεμβρίου, 2020
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ JCC PAYMENTS SYSTEMS LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 6/11/2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 379/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ JCC PAYMENT SYSTEMS LTD (ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 30) ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(1)/2007).
_ _ _ _ _ _
κ. Π. Πολυβίου με κ. Γ. Μίτλετον και κ. Π. Μακρίδη, για
Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, με την παρούσα αίτηση, αξιώνουν τις ακόλουθες θεραπείες:
«(α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με σκοπό την Ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης («Διάταγμα Αποκάλυψης») ημερομηνίας 6.11.2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 379/2020.
(β) Αναστολή της ισχύος του Διατάγματος μέχρι εκδίκασης της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο της Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 06/11/2020 στην Αίτηση Αρ. 379/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.»
Το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 379/2020 που υποβλήθηκε από την Αστυνομία και στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά, μέλος του Γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας που διερευνά τα αίτια κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά από την υποβολή κάποιων διευκρινιστικών ερωτήσεων, το Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφασή του και στις 6.11.2020 εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα. Πρόκειται για διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών εναντίον διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων και των αιτητών, με το οποίο τους ζητείται να αποκαλύψουν και παραδώσουν στοιχεία και έγγραφα κατά την «κλειστή περίοδο» από 16.3.2013 - 27.3.2013, κατά την οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα παρέμεινα κλειστά ή απαγορεύτηκε διενέργεια συναλλαγών μετά από σχετικά διατάγματα/εγκυκλίους/οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών ή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Παρόμοιο διάταγμα είχε εκδοθεί και προηγουμένως και είχα επιληφθεί παρόμοιων αιτήσεων που αφορούσαν άλλα τραπεζικά ιδρύματα, όπου δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση εντάλματος Certiorari και καταχωρήθηκε σχετική αίτηση. Είχε επίσης καταχωρηθεί και παρόμοια αίτηση από τους εδώ αιτητές στην οποία επίσης δόθηκε άδεια και καταχωρήθηκε αίτηση για έκδοση Certiorari. Η Δημοκρατία αποδέχθηκε την ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης λόγω παράλειψης, όπως τέθηκε, αναφοράς συγκεκριμένων άρθρων που στοιχειοθετούσαν τη διάπραξη των αδικημάτων. Μετά από αυτή την εξέλιξη η Αστυνομία επανήλθε με αίτηση στις 30.10.2020, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, ως έχει αναφερθεί πιο πάνω.
Στην ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Αζά αναφέρονται τα υπό διερεύνηση αδικήματα ως ακολούθως:
«(1) Ο περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμος 66(1)/1997 άρθρα 2, 30, 41 και 43.
(2) Ο περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νομος 138(Ι)/02 άρθρα 2, 6, 48 και 65.
(3) Ο περί της επιβολής περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές Νόμος 12(1)/13 άρθρα 4, 5 και 7.
(4) Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/2000 άρθρα 2, 3, 4, 7, 8 και 14.
(5) Ο περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (ΚΕΦ. 161) άρθρα 2, 3, 4 και 5.
(6) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 133 - Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό.
(7) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρα 105 - Κατάχρηση εξουσίας.
(8) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 135(1)(3) - Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου.
(9) Ο περί του ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 άρθρο 302 - Συνομωσία για καταδολίευση.
(10) Ο περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργού του δημοσίου Νόμος 51(1)/04 άρθρα (2) (3) και (4).
(11) Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες δραστηριότητες Νόμος 188(1)/2007 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα.»
Τα διατάγματα αποκάλυψης εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων του 2007 έως 2013 (Ν.188(Ι)/2007), τα οποία προνοούν τα εξής:
«45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση.»
Οι αιτητές προσβάλλουν το Διάταγμα Αποκάλυψης για τους εξής λόγους:
(1) Παραπλάνηση του κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά την έκδοση του Διατάγματος.
(2) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα.
(3) Έλλειψη και υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και νομικό σφάλμα εμφανές από τα πρακτικά, καθότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά.
Προς υποστήριξη του πρώτου λόγου οι αιτητές παραπέμπουν στην υπόθεση Edrinotio, Πολ. Έφεση Αρ. 343/2012, ημερομηνίας 3.7.2015, και προβάλλουν σειρά στοιχείων που, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν αποκαλύφθηκαν στο Δικαστήριο. Μεταξύ άλλων, ανέφεραν ότι η Αστυνομία δεν αποκάλυψε το γεγονός ότι εξασφάλισε και στο παρελθόν παρόμοιο διάταγμα στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 5/2019, το οποίο ακυρώθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Αστυνομίας, χωρίς να εξηγήσει τους λόγους ακύρωσής του, ούτε να εξηγήσει τους λόγους που επανήλθε να ζητήσει τις ίδιες πληροφορίες μετά από ενάμιση και πλέον χρόνο. Επίσης, δεν απεκάλυψε τις θέσεις που είχαν προβληθεί από τους αιτητές κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης του δεύτερου διατάγματος μέσω της διαδικασίας Certiorari στα πλαίσια της Πολ. Αίτησης Αρ. 134/2020 και της Πολ. Αίτησης Αρ. 158/2020. Ούτε παρουσιάστηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου η ίδια η Εγκύκλιος, ούτε παρουσιάστηκε η μεταγενέστερη Εγκύκλιος της ΚΤΚ, ημερομηνίας 19.3.2013, ούτε το γεγονός ότι καμία εκ των Εγκυκλίων δεν δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται η θέση των αιτητών ότι, τυχόν παραβίαση Εγκυκλίων από τις εποπτευόμενες από την ΚΤΚ οντότητες, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά, παρά μόνο υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με το άρθρο 48(4) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν.138(Ι)/2002 και πως, με βάση το άρθρο 48(3) υπάρχει επιτακτική ανάγκη για δημοσίευση της Εγκυκλίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κάτι το οποίο δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Προς επίρρωση των θέσεών τους παραπέμπουν στην υπόθεση Συρίμη ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131. Η προσθήκη, σύμφωνα με τους αιτητές, στη νομική βάση της αίτησης του άρθρου 43 του Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.66(Ι)/1997 και του άρθρου 65 του Ν.138(Ι)/2002, δεν αλλάζει τα δεδομένα και τη νομική θεώρηση των πραγμάτων εφόσον, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση Αζά, διερευνώνται τυχόν παραβάσεις της Εγκυκλίου του Διοικητή της ΚΤΚ, η οποία εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 6(2)(ε) και (ζ) και 48(3) του Ν.138(Ι)/2002 και όχι σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 43 του Ν.66(Ι)/1997. Στη βάση της εισήγησής τους ότι το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ερευνών για να εξακριβωθεί εάν και εφόσον έλαβαν χώρα παραβιάσεις της Εγκυκλίου, οι οποίες όμως, ακόμα και εάν αποδειχθούν, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ποινική δίωξη, προέβαλαν τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση και έλλειψη δικαιοδοσίας.
Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι η προσαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, αντικειμενικά ιδωμένη, δεν ικανοποιούσε την προϋπόθεση της εύλογης υπόνοιας για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων και το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά, χωρίς να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις αναφορικά με τις εκ του νόμου προνοούμενες προϋποθέσεις.
Τέλος, οι αιτητές εισηγούνται ότι δεν έχουν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο και υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων θεραπειών, αφού το Δικαστήριο εξέδωσε ένα δραστικότατο διάταγμα, το οποίο επηρεάζει ολόκληρο το λογιστικό σύστημα των αιτητών προς υποβοήθηση αδικημάτων που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν από 7,5 έτη.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του xxx Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, xxx Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692). Σε περίπτωση δε όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε η άδεια δεν δίδεται, εκτός αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1535).
Στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης. Είναι αρκετό εάν, με βάση το υλικό που τίθεται με την αίτηση, το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι πρέπει να δοθεί άδεια (In re Kakos (1985) 1 CLR 122).
Εξέτασα την παρούσα αίτηση, υπό το φως των πιο πάνω αρχών, στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιόν μου με την αίτηση, την Έκθεση και την ένορκη δήλωση και αφού έλαβα υπόψη τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των συνηγόρων των αιτητών.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Edrinotio, πιο πάνω, η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών, κατ΄ ακολουθία των άρθρων 45 και 46 του Νόμου, δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ίδιο το Νόμο, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2), προκειμένου να ασκήσει την εξουσία του για παροχή του διατάγματος. Ως πρώτη δε προϋπόθεση καταγράφεται η κατάδειξη ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξης καθορισμένου αδικήματος από συγκεκριμένο πρόσωπο. Στην ίδια υπόθεση τέθηκε ότι η μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων μπορεί να επιφέρει την ακύρωση διατάγματος αποκάλυψης που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46 του Νόμου.
Εν προκειμένω, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν η ένορκη δήλωση Αζά. Με τα στοιχεία που έθεσαν οι αιτητές ενώπιόν μου, τόσο νομικά όσο και πραγματικά, θεωρώ ότι στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση ως προς το κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46(2) του Νόμου για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης, τόσο ως προς τα αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν, όσο και τη σχέση των αιτητών με αυτά και της θεμελίωσης ύπαρξης εύλογης υπόνοιας διάπραξής τους. Τέτοια στοιχεία θα πρέπει να προκύπτουν από την ένορκη δήλωση. Απαιτείται, επίσης, πλήρης αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς και για τα υπόλοιπα ζητήματα που ηγέρθησαν από τους αιτητές.
Το άρθρο 72(2) του Νόμου, προνοεί ότι τα διατάγματα ή αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται, δυνάμει των άρθρων 45 και 46, υπόκεινται σε έφεση. Συνεπώς, φαίνεται οι αιτητές να μην έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτική θεραπεία. Περαιτέρω, από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς απόδοση της αιτούμενης άδειας.
Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και η αδελφή Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου στην απόφασή της στην αίτηση υπ΄ αρ. 208/2020, ημερομηνίας 2.12.2020, επί πανομοιότυπης αίτησης που έγινε από άλλο τραπεζικό ίδρυμα για το ίδιο διάταγμα αποκάλυψης, στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και με την οποία συμφωνώ.
Για τους πιο πάνω λόγους, δίδεται άδεια ως η παράγραφος (α) της αίτησης. Η ισχύς του Διατάγματος αναστέλλεται μέχρι εκδίκασης της αίτησης δια κλήσεως ή μέχρι άλλης διαταγής. Η αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών και να επιδοθεί. Δίδονται οδηγίες να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο στις 8.1.2021 και ώρα 8.45π.μ..
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ