ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μάριος Μαρκουλής για Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-10-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΗΛΑΒΑΚΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 44/2019, 5/10/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A332

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                           

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 44/2019

 

5 Οκτωβρίου, 2020

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ,  Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,  Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Τ.ΨΑΡΑ- ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,   Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                   

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ 2, 3, 6 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 4 ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΔΙΑΤ. 48 ΚΑΝ. 1 ΚΑΙ 8 ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ 49 ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13, ΑΡΘΡΑ 118 ΕΩΣ 125, 127Α, 137, 139 ΕΩΣ 143, 150 ΕΩΣ 152Α, 169 ΚΑΙ 170 ΚΑΙ στους ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ 3, 6, ΚΑΙ 8 ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΠΗΛΑΒΑΚΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ Η ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Κ. ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΗΜΕΡ. 4/12/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 81/2016 ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 30/3/2016 ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΣΕ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ.

 

-----------------------

 

 Μάριος Μαρκουλής για Γιώργος Φ. Πιττάτζης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες

                                                ----------------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

                                     

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ:  To Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 4/12/2018 εξέδωσε διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της  Αίτησης περί Εταιρειών Αρ. 81/2016 (στο εξής «εταιρική αίτηση») που καταχωρήθηκε από τον Εφεσείοντα/Αιτητή και παρέπεμψε τη διαφορά σε διαιτησία.  Ακολούθησε στις 14/1/2019 εκ μέρους του εφεσείοντα η καταχώρηση της Πολιτικής Αίτησης με αρ. 7/2019 στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια  καταχώρησης αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari, για ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 4/12/2018 λόγω υπέρβασης εξουσίας και  πλάνης περί το Νόμο και των γεγονότων από πλευράς  του Επαρχιακού Δικαστηρίου και prohibition που να απαγορεύει στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που επιλήφθηκε της αίτησης για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας, να συνεχίσει την εκδίκαση της κυρίως αίτησης ή άλλου παρεμπίπτοντος θέματος. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο  εξετάζοντας την αίτηση, στην απόφαση του ημερομηνίας 25/1/2019 αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκδοσης  προνομιακών ενταλμάτων, παραπέμποντας σε συγγράμματα και νομολογία, απέρριψε την αίτηση.

 

Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης  ως εσφαλμένης με έξι λόγους έφεσης.  Οι πρώτοι τέσσερις είναι συναφείς και   έχουν ως κύριο άξονα την εισήγηση ότι η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο  της επίδικης διαφοράς ως διαφορά μεταξύ μετόχων εξού και την παρέπεμψε σε διαιτησία, απεμπολώντας έτσι την ίδια τη δικαιοδοσία του, ήταν αποτέλεσμα νομικής πλάνης και λάθους. Περαιτέρω λανθασμένα αγνόησε  αφ' ενός  την παράλειψη του Επαρχιακού Δικαστηρίου να προβεί σε ρυθμίσεις ως προς την περαιτέρω πορεία και διαδικασία της εταιρικής αίτησης ώστε να μην εκφύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου η διαδικασία (πέμπτος λόγος έφεσης) και αφ' ετέρου το γεγονός  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν υπόκειτο σε άμεση έφεση (έκτος λόγος έφεσης).

 

Ο αδελφός Δικαστής στην απόφαση του  συνόψισε  τους λόγους για τους οποίους επιδιώκετο η άδεια για προνομιακά εντάλματα  σε «έκδηλο νομικό λάθος», το οποίο εν συνεχεία υποδιαιρεί σε πέντε σφάλματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που ήταν οι λόγοι στήριξης της ενώπιον του  αίτησης και  τα οποία παραθέτουμε κατωτέρω όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

 «Έκδηλο Νομικό Λάθος

 

Το Πρωτόδικο έκαμε τα ακόλουθα νομικά λάθη:

 

(α)     Έκρινε ότι η Διαταγή 49 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζεται στις Διαιτησίες του Κεφαλαίου 4.

 

 (β)    Συνακόλουθα με αυτό το λάθος στην απόφαση του για παραπομπή σε διαιτησία δεν έδωκε οδηγίες και δεν έκαμε προβλέψεις για σωρεία θεμάτων που προβλέπει η διαταγή 49 για τη διεξαγωγή της διαιτησίας όπως προαναφέρεται.

(γ)     Διέφυγε του Πρωτόδικου ότι τα νομικά θέματα ήτοι στην παρούσα περίπτωση του απλού θέματος κατά πόσο σύμφωνα με τον Περί Εταιρειών Νόμο και τους Κανονισμούς οι Καθ'ών η Αίτηση έχουν υποχρέωση να του επιτρέψουν ή όχι πρόσβαση στα βιβλία της εταιρείας, είναι αμιγώς νομικό θέμα το οποίο αποφασίζεται από τους δικαστές και όχι από τους διαιτητές και μάλιστα όταν οι διαιτητές έχουν ενώπιον τους νομικό θέμα έχουν υποχρέωση να το παραπέμψουν στο Δικαστήριο.

(δ)     Δεν αντιλήφθηκε το Πρωτόδικο ότι δεν είχε τεθεί θέμα ερμηνείας της παραγράφου 15 της Συμφωνίας Μετόχων, που ούτως ή άλλως είναι ξεκάθαρη και υποχρεώνει τους Καθ ων η Αίτηση να επιτρέπουν πρόσβαση στα βιβλία της εταιρείας.

(ε)      Έσφαλε το Πρωτόδικο απορρίπτοντας τη θέση του Αιτητή ότι ο Νόμος και το καταστατικό μιας εταιρείας υπερισχύουν της Συμφωνίας Μετόχων και δεν είχε δικαίωμα να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία εν πάσει περιπτώση."

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι εκτός των πιο πάνω λόγων τέθηκε  κατά την ακρόαση της αίτησης και πρόσθετος λόγος, ότι δηλαδή η συμφωνία μετόχων ημερομηνίας 6/8/2007, συνήφθηκε μεταξύ του Αιτητή και του Καθ' ου η Αίτηση 2 στην Εταιρική Αίτηση,  δηλαδή των δύο μετόχων, και όχι μεταξύ όλων των διαδίκων στην Εταιρική Αίτηση, προσθέτοντας  ότι όσα θέματα δεν περιλαμβάνονταν στους λόγους στήριξης της αίτησης δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Αίτηση Σιμόν Γεωργιάδου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 382 και Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298).

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της υπόθεσης παραθέτουμε κατωτέρω σύνοψη των γεγονότων όπως πηγάζουν από το απόσπασμα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ενσωματώθηκε στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο Εφεσείοντας με την Εταιρική Αίτηση ζητούσε την έκδοση διαταγμάτων εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση 1, εταιρείας, και των Καθ' ων η Αίτηση 2, 3 και 4, διευθυντών της, να του δώσουν στοιχεία και πληροφορίες για τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας μαζί με άλλα έγγραφα.  Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής καταχωρήθηκε από πλευράς των Καθ' ων η Αίτηση, αίτηση για αναστολή της διαδικασίας ενόψει ρήτρας στη συμφωνία μεταξύ των μετόχων για παραπομπή των διαφορών  που προκύπτουν από τη συμφωνία σε διαιτησία.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρώντας, στη βάση των ενώπιον του δεδομένων, ότι η αίτηση στηρίζετο τόσο στον περί Εταιρειών Νόμο ΚΕΦ. 113 όσο και στο άρθρο 15 της συμφωνίας μετόχων, που προνοούσε για δικαίωμα του εφεσείοντα πρόσβασης στα βιβλία της εταιρείας, ανέστειλε τη διαδικασία της εταιρικής αίτησης και παρέπεμψε τη διαφορά σε διαιτησία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 25 της συμφωνίας.  Η απόφαση αυτή υπήρξε το αντικείμενο της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 7/2019.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε πολύ συνοπτικά  τις θέσεις του παραπέμποντας σε νομολογία τις οποίες προώθησε και προφορικά ενώπιον μας, δίνοντας έμφαση στην εισήγηση περί  παραβίασης του Συνταγματικού δικαιώματος πρόσβασης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο. 

 

Από την αιτιολογία των λόγων έφεσης καθίσταται αντιληπτό ότι οι συγκεκριμένες εισηγήσεις του προς υποστήριξη της θέσης ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποκαλύπτετο συζητήσιμη υπόθεση εξού και απέρριψε την αίτηση, συνιστούν στην ουσία τον επιπρόσθετο λόγο που επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν εξέτασε.   Συγκεκριμένα προτάσσει ότι δεν υπήρχε ρήτρα διαιτησίας που να δεσμεύει τον εφεσείοντα.  Η συμφωνία μετόχων  επί της οποίας στηρίχθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο για να διατάξει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας,  καταρτίστηκε  μεταξύ των δύο μετόχων μόνο  οπότε οποιαδήποτε διαφορά επ' αυτής  ήταν θέμα Αγωγής και όχι εταιρικής Αίτησης που είναι η 81/2016, όπου Καθ' ων η Αίτηση είναι η εταιρεία και οι τρεις διευθυντές της και έχει ως βάση το ΚΕΦ. 113.  Οι υπόλοιποι διάδικοι στην Εταιρική Αίτηση, κατά την εισήγηση του,  δεν έχουν  καμιά σχέση με την συμφωνία μετόχων, οπότε δεν τους αφορά η διαιτησία.  Σημειώνεται ότι το τελευταίο επιχείρημα ο εφεσείων το εντάσσει στην αιτιολογία του λόγου έφεσης που αναφέρεται στην ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων για  παράκαμψη της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά περιορίστηκε στην εξέταση εκείνων μόνο των επιχειρημάτων του εφεσείοντα που περιλαμβάνοντο στην αίτηση του και υποστηρίζαν τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους επιζητείτο η άδεια για προνομιακά εντάλματα, όπως ο εφεσείων τους καθόρισε στην αίτηση.  Ανατρέχοντας στους λόγους στήριξης της αίτησης επίκληση της συμφωνίας μετόχων γίνεται στον (δ) που αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 15 της συγκεκριμένης συμφωνίας που προνοούσε για πρόσβαση στα βιβλία της εταιρείας,  που είναι η θεραπεία που ζητείται με την Εταιρική Αίτηση. 

 

Σύμφωνα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία προσδιορισμός των λόγων για τους οποίους επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης.  Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η παροχή αδείας για καταχώρηση αίτηση διά κλήσεως για προνομιακά εντάλματα (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη σελ. 45).

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες της συμφωνίας μετόχων στα πλαίσια του λόγου που την επικαλείτο ο εφεσείων, μαζί με άλλες συμφωνίες και διάφορα έγγραφα που επισυνάπτοντο στην Ένορκη Δήλωση που συνόδευε την αίτηση και κατέληξε  στα εξής:

 

 «Πέραν των πιο πάνω παρατηρώ ότι στην ένορκη δήλωση του αιτητή ημερ. 1.2.2016 που συνοδεύει την πρωτογενή του Αίτηση, αυτός επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματος του και την συμφωνία μετόχων, Άρθρο 15, ημερ. 6.8.2007, η οποία ως αναφέρει, αντικαταστάθηκε με νέες, η τελευταία των οποίων φέρει ημερ. 29.7.2009.  (βλ. Τεκμ. 6 στην Ένορκη Δήλωση του).  Η νεότερη αυτή συμφωνία, την οποία επικαλείται ο αιτητής, ως φαίνεται από την άνω Ένορκο Δήλωση του, έγινε μετά την σύσταση της εταιρείας τους, Καθ' ης η Αίτηση 1, στην πρωτογενή αίτηση, η οποία συστάθηκε την 1.11.2007.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, είναι η κρίση μου ότι ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει ότι υπάρχει πρόδηλη νομική πλάνη η οποία είναι καταφανής από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αντίθετα, τα όσα ισχυρίζεται τώρα ο αιτητής θα πρέπει να τύχουν ενδελεχούς έρευνας και εξέτασης.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σκοπός των επιζητούμενων προνομιακών ενταλμάτων είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι της ορθότητας της απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως κατά τη γνώμη μου επιζητείται με την παρούσα έφεση.  Συνεπώς, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμο θέμα.

 

Με την πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζεται και η τύχη της αίτησης.»

 

 

Σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να προσβάλλει την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το νέο επιπρόσθετο λόγο που υποστηρίχθηκε κατά την ακρόαση, γι' αυτό δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το θέμα.

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως έχει συνοψιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 348/15, ημ. 9/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:A216, η οποία υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση του xxx Λώλου, Πολ. Εφ. 320/2017, ημερ. 4/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A329.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρώτη απόφαση:

 

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

(Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση   διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν  διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς  παράγοντες.

 

(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε  πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν.   Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»

 

 Σύμφωνα με τη νομολογία, η πλάνη Νόμου θα πρέπει να είναι καταφανής από το πρακτικό και να αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση.  Η πλάνη θα πρέπει αμέσως να μπορεί να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων η μαρτυρίας (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128).

 

Εξετάσαμε τις εισηγήσεις του δικηγόρου του Αιτητή με προσοχή σε συνάρτηση με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας στα οποία έχουμε ανατρέξει  και την προσβαλλόμενη  απόφαση.  Θα περιοριστούμε μόνο στην εξέταση των επιχειρημάτων που πηγάζουν από τους λόγους έφεσης και είχαν τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ.  Volcano Ltd v. Bitech Komi Holdings Ltd κ.ά, Πολιτική Έφεση 92/2013 ημερ. 2/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A252  και  Σγουρομάλλη ν. Σγουρομάλλη, Έφεση 9/2019, ημερ. 8/9/2020).

 

Συνεπώς η εισήγηση περί παραβίασης του Άρθρου 30(1) του Συντάγματος, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης, δεν θα εξεταστεί. 

 

Δεν εντοπίζουμε κανένα περιθώριο επιτυχίας της έφεσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί σε συνάρτηση με τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, ορθά κατέληξε ότι επιδίωξη του Εφεσείονται/Αιτητή ουσιαστικά ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Τα όσα ισχυρίζετο ο αιτητής ήταν θέματα που άπτονται της ορθότητας της απόφασης τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν και εξεταστούν στα πλαίσια ενδελεχούς έρευνας. Κρίνουμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι  δεν είναι η περίπτωση έκδηλης νομικής πλάνης στο πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Συναφώς η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση,  απαραίτητη προϋπόθεση παροχής άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για προνομιακά εντάλματα,   στη βάση της πιο πάνω νομολογίας, μας βρίσκει σύμφωνους. 

 

Για να αποφασιστούν τα θέματα που εγείρονται από πλευράς εφεσείοντα θα πρέπει να δοθεί σχετική μαρτυρία και να γίνει αξιολόγηση της που εκφεύγει των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια προνομιακών ενταλμάτων.  Η κατάληξη μας αυτή σφραγίζει και την τύχη της έφεσης. 

 

Ενόψει της πιο πάνω απόφασης μας δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με τα άλλα ζητήματα που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

                                                         

 

                                                              Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                             Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                              Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                              Τ. ΨΑΡΑ- ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                              Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

  /Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο