ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:C370
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2019)
29 Οκτωβρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
2. ΔΗΜΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
4. ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------------------
Θ. Ιωαννίδης μαζί με Χ. Προύντζο και Δ. Κκαίλη για
Προύντζος και Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2.
Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλεττον, για τον Καθ΄ ου η αίτηση 3.
Καμιά εμφάνιση για τον Καθ΄ ου η αίτηση 4.
Αιτητής 1 παρών.
----------------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.
Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα
και μ΄ αυτήν συμφωνούν όλοι οι Δικαστές εκτός του
Παρπαρίνου, Δ., ο οποίος θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Με την παρούσα Εκλογική Αίτηση οι δύο αιτητές αιτούνται όπως το Εκλογοδικείο κηρύξει την εκλογή ή ανακήρυξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου, καθ΄ ου η αίτηση 3, ως βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού, ως άκυρη και ότι η απόφαση να πληρωθεί η έδρα της Ελένης Θεοχάρους με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 131(Ι)/2019, είναι επίσης άκυρη, αντισυνταγματική και παράνομη. Τέλος, επιδιώκεται διακήρυξη ότι ο Τροποποιητικός αυτός Νόμος επί του οποίου στηρίχθηκε η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου, είναι αντισυνταγματικός.
Η παρούσα εκλογική αίτηση έχει μακρύ ιστορικό και είναι η τρίτη κατά σειρά που απασχολεί το Εκλογοδικείο, ενώ για το ίδιο θέμα, υπό μορφή Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, απασχόλησε και το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε συντομία και χάριν καταγραφής του ιστορικού προς καλύτερη κατανόηση των εγειρομένων εδώ επιδίκων θεμάτων, πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Στις βουλευτικές εκλογές της 22.5.2016 και στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού, η Ελένη Θεοχάρους, Πρόεδρος του Κινήματος Αλληλεγγύης και κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανακηρύχθηκε ως εκλεγείσα βουλευτής, πλην, όμως, μετά την εν λόγω ανακήρυξη της από τον Γενικό Έφορο Εκλογής κοινοποίησε τόσο σε αυτόν, όσο και στον Έφορο Εκλογής Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, την απόφαση της να μην αποδεχθεί τη βουλευτική έδρα, παραμένουσα μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο Γενικός Έφορος Εκλογής ακολουθώντας σχετική γνωμάτευση του τότε Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ανακήρυξε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στις 3.6.2016 ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, πληρώνοντας έτσι την κενωθείσα θέση της Ελένης Θεοχάρους στη βάση του ότι ήταν ο πρώτος επιλαχών του Κινήματος Αλληλεγγύη στην εν λόγω περιφέρεια.
Με την Εκλογική Αίτηση αρ. 2/2016 οι παρόντες αιτητές ζήτησαν την κήρυξη της εκλογής ως άκυρης, καθώς επίσης άκυρη θα έπρεπε να θεωρείτο και η εκλογή ή ανακήρυξη της Ελένης Θεοχάρους. Το Εκλογοδικείο με ομόφωνη απόφαση του, ημερ. 31.5.2017, δικαίωσε τους αιτητές και κήρυξε άκυρη την εκλογή και ανακήρυξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου ως βουλευτή στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού. Το ουσιώδες σκεπτικό του Εκλογοδικείου ήταν ότι η μη αποδοχή της έδρας εκ μέρους της Ελένης Θεοχάρους είχε γίνει εκτός της βουλευτικής περιόδου και, επομένως, στην απουσία σαφούς νομοθετικής πρόνοιας και εξουσιοδότησης, ο Γενικός Έφορος Εκλογής και ο Έφορος Εκλογής εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού λανθασμένα εφάρμοσε, κατ΄ αναλογίαν, τα προνοούμενα στο άρθρο 35(1) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου αρ. 72/1979, όπως τροποποιήθηκε. Το εν λόγω άρθρο προνοεί την πλήρωση κενωθεισών βουλευτικών εδρών κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Το Εκλογοδικείο έκρινε ταυτόχρονα ότι οι άλλες θεραπείες που ζητούνταν με την εκλογική αίτηση, ότι, δηλαδή, η απόφαση του Γενικού Εφόρου Εκλογής να πληρώσει την κενωθείσα έδρα της Ελένης Θεοχάρους με τον τρόπο που το έπραξε αντί διά αναπληρωματικής εκλογής ήταν άκυρη και αντισυνταγματική και ότι η πλήρωση της θέσης θα έπρεπε να είχε γίνει διά αναπληρωματικής εκλογής, ήσαν θεραπείες άγνωστες στο Νόμο.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων μετά την πιο πάνω απόφαση τροποποίησε στις 30.6.2017 τον Νόμο αρ. 72/1979, προσθέτοντας νέο εδάφιο στο άρθρο 35, προνοώντας ότι το εδάφιο (1) αυτού εφαρμοζόταν και αναφορικά με βουλευτική έδρα «... η οποία είναι μη καταληφθείσα ή κενή κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος .» του τροποποιητικού Νόμου. Με αυτό το δεδομένο, στις 3.7.2017, ο Υπουργός Εσωτερικών διόρισε ως Έφορο Εκλογής τον Έφορο της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού για πλήρωση της μη καταληφθείσας βουλευτικής έδρας, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως βουλευτής δυνάμει του τροποποιητικού Νόμου.
Ακολούθησε η Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017, με την οποία ζητήθηκαν παρόμοιες θεραπείες ως και προηγουμένως, δηλαδή, τη διακήρυξη ως ακύρου της εκλογής του Γεώργιου Παπαδόπουλου και τη διακήρυξη τόσο της απόφασης του Εφόρου, όσο και του ιδίου του τροποποιητικού Νόμου αρ. 82(Ι)/2917 ως αντισυνταγματικών. Το Εκλογοδικείο με απόφαση του ημερ. 30.4.2018, με πλειοψηφία έξι έναντι πέντε Δικαστών, αποδέχθηκε τις εισηγήσεις των αιτητών στη βάση του ότι όταν η κα Θεοχάρους αποποιήθηκε την έδρα της δεν υπήρξε «κένωση» βουλευτικής έδρας και, επομένως, τόσο το Άρθρο 62.2 του Συντάγματος, όσο και το Άρθρο 71 του Συντάγματος δεν κάλυπταν την περίπτωση «μη καταληφθείσας έδρας», έννοιας ξένης προς το Σύνταγμα. Καθώς λέχθηκε, η διαδικασία πλήρωσης «κενωθείσας έδρας», δυνάμει του άρθρου 35(1) του Νόμου, εφαρμόζεται ως κατ΄ εξαίρεση διαδικασία συνάδουσα με την αρχή του αναλογικού συστήματος, αλλά μόνο όταν υπάρχει κένωση σύμφωνα με το Νόμο και το Σύνταγμα και όχι όταν υπάρχει μη καταληφθείσα βουλευτική έδρα. Το Εκλογοδικείο σημείωσε επίσης ότι εφόσον η βουλευτική έδρα ουδέποτε καταλήφθηκε νόμιμα από την κα Θεοχάρους, η έδρα ουδέποτε περιήλθε νόμιμα στο Κίνημα Αλληλεγγύη και δεν τίθετο, επομένως, θέμα εφαρμογής του αναλογικού συστήματος διά της επιλογής του πρώτου επιλαχόντος του Κινήματος στην περιφέρεια Λεμεσού. Συνακόλουθα, «υπήρξε καταστρατήγηση συγκεκριμένων προνοιών και του πνεύματος του Συντάγματος από τη Βουλή διότι, ενώ το Σύνταγμα προνοεί για πλήρωση "κενωθείσας βουλευτικής έδρας", με τον Τροποποιητικό Νόμο προβλέφθηκε πλήρωση "μη καταληφθείσας" βουλευτικής έδρας ..». Πρόσθετα, το Εκλογοδικείο παρατήρησε ότι παραχωρήθηκε ουσιαστικά δικαίωμα αναδρομικά με τον τροποποιητικό Νόμο, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Μετά και την πιο πάνω εξέλιξη, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε στην ψήφιση Νόμου με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018», με τον οποίo διαγραφόταν το άρθρο 35 του βασικού Νόμου αντικαθιστώμενο με νέο άρθρο. Ο Νόμος αυτός που, σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση, είχε σκοπό να καλύψει το νομοθετικό κενό που εντοπίστηκε από το Εκλογοδικείο, έτυχε Αναφοράς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα να επιχειρηματολογεί αντίθετα αυτή τη φορά με τις προηγούμενες θέσεις του, ότι ο Νόμος ήταν ασύμφωνος με αριθμό Άρθρων του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ενεργώντας συμφώνως του Άρθρου 140 του Συντάγματος και με πλειοψηφία έντεκα Δικαστών έναντι ενός, έκρινε με τη Γνωμάτευση αρ. 4/18 ότι ο υπό αναφορά Νόμος ήταν αντισυνταγματικός παραβιάζοντας τα Άρθρα 31, 63, 64, 65, 66 και 71 του Συντάγματος, καθώς και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, διάχυτης στο Σύνταγμα αφορώσα στην εκλογή μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων από το λαό. Βρισκόταν επίσης σε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αρχής θεμελιακής στο Σύνταγμα. Κρίθηκε ότι τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων εκλέγονται από το λαό και ότι προς τούτο διενεργούνται γενικές εκλογές. Σε περίπτωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας διενεργείται αναπληρωματική εκλογή. Οι αποφάσεις του Εκλογοδικείου στις προηγηθείσες Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/16 και 1/17 δεν δημιουργούσαν μεν δεδικασμένο, αλλά αποτελούσαν προηγούμενες αποφάσεις της Ανωτάτης Δικαστικής Αρχής της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την ανάλογη βαρύτητα και δεσμευτικότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν διαπιστώθηκε λόγος για απόκλιση από τις δύο αυτές αποφάσεις του Εκλογοδικείου εφόσον δεν είχε καταδειχθεί ότι βασίζονταν σε αδιαμφισβήτητη εσφαλμένη αρχή δικαίου ή ότι οδηγούσαν σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Επομένως, οι πρόνοιες του υπό αναφορά Νόμου ότι σε περίπτωση που για οποιοδήποτε άλλο λόγο εκλεγείς βουλευτής πριν την ανάληψη των καθηκόντων του δεν αναλάβει νόμιμα τα καθήκοντα του δίδοντας προς τούτο τη νενομισμένη διαβεβαίωση, η έδρα ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων και καταλαμβάνεται από τον πρώτο επιλαχόντα, προσέκρουε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η δε αντισυνταγματικότητα της πρόνοιας ουδόλως διασωζόταν από το δίκαιο της ανάγκης ή τις συμφυείς εξουσίες της Βουλής. Πρόσθετα, ο υπό αναφορά Νόμος παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεδομένου ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων επενέβη στην τελεσίδικη κρίση της δικαστικής εξουσίας ανατρέποντας ανεπίτρεπτα το αποτέλεσμα της απόφασης στην Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2017. Ο υπό αναφορά Νόμος, συνεπώς, εφόσον οι πρόνοιες του δεν μπορούσαν να διαχωριστούν, ήταν εξ ολοκλήρου αντισυνταγματικός.
Ακολούθησε εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων η 12η τροποποίηση του Συντάγματος με το Νόμο αρ. 128(Ι)/2019, με την οποία τροποποιήθηκαν τα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος, κατ΄ ακολουθίαν δε της συνταγματικής τροποποίησης στις 15.10.2019 δημοσιεύθηκε και ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 131(Ι)/2019, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 35 του βασικού Νόμου. Υπό το φως των ανωτέρω τροποποιήσεων, ο Έφορος Εκλογής της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού ανακήρυξε στις 29.10.2019 τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ως βουλευτή για την εκλογική περιφέρεια Λεμεσού.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο Τροποποιητικός Νόμος αρ. 131(Ι)/2019 παραβιάζει το δεδικασμένο των αποφάσεων του Εκλογοδικείου, οι οποίες και δεν θα μπορούσαν να αναιρεθούν με οποιοδήποτε τρόπο ως στην ουσία επινοήθηκε με τον Τροποποιητικό Νόμο. Ο Νόμος αυτός αντιστρατεύεται και παραβιάζει διάφορα Άρθρα του Συντάγματος, αλλά και τις θεμελιακές συνταγματικές αρχές της διάκρισης των εξουσιών και της λαϊκής κυριαρχίας. Περαιτέρω, οι πρόνοιες του τροποποιηθέντος άρθρου 35(4), ρυθμίζουν κατά ανεπίτρεπτο αναδρομικό τρόπο ζήτημα το οποίο είχε προκύψει πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού. Η Βουλή των Αντιπροσώπων παραβιάζοντας τις αποφάσεις στις Εκλογικές Αιτήσεις υπ΄ αρ. 2/2016 και 1/2017, αλλά και τη Γνωμάτευση στην Αναφορά αρ. 4/2018, προέβηκε στην ουσία σε διορισμό βουλευτή με Νόμο, έξω από κάθε έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Η προεκλογική περίοδος είχε προ πολλού τελειώσει και δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί το αποτέλεσμα με Νόμο μετά τη λήξη της.
Περαιτέρω, η αποποιηθείσα και μη καταληφθείσα από την Ελένη Θεοχάρους έδρα, ουδέποτε περιήλθε στο Κίνημα Αλληλεγγύη και επομένως δεν τίθετο ζήτημα ανακήρυξης βουλευτή ως πρώτου επιλαχόντα του Κινήματος αυτού. Δεν είναι δυνατό η πλήρωση κενωθείσας ή μη καταληφθείσας ή αποποιηθείσας βουλευτικής έδρας να γίνει με όρους προκήρυξης και με νομικό καθεστώς μεταγενέστερων νομοθετικών τροποποιητικών διατάξεων.
Από πλευράς του τότε Γενικού Εισαγγελέα και εκ μέρους των Εφόρων Εκλογής ηγέρθηκε προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον των αιτητών να προσβάλουν την ανακήρυξη και εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου, πρώτο, διότι ο αιτητής 1 Ανδρέας Μιχαηλίδης ανήκει σε άλλο πολιτικό κόμμα στο οποίο δεν αφορά η συνταγματική τροποποίηση και στο οποίο δεν έχει κατανεμηθεί τώρα έδρα, ενώ ο αιτητής 2, Δήμος Διαμαντής, δεν είχε δικαίωμα να εκλεγεί εφόσον δεν υπήρξε υποψήφιος και δεν κατέδειξε ειδική και συγκεκριμένη ωφέλεια ή βλάβη από την ανακήρυξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Ακόμη και να υπήρχε όμως έννομο συμφέρον, αυτό έχει εκλείψει με τη συνταγματική τροποποίηση και την έναρξη ισχύος του Τροποποιητικού Νόμου αρ. 131(Ι)/2019. Ηγέρθη επίσης προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη διαδικασία είναι άγνωστη στο δίκαιο και δεν αφορά σε νέες εκλογές, ενώ έχει παρέλθει και η προθεσμία καταχώρησης εκλογικής αίτησης δυνάμει του Εκλογικού Νόμου. Τρίτη προδικαστική ένσταση αφορά στο ζήτημα ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι αιτητές δεν εμπίπτουν στους λόγους ακύρωσης που επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 58 του βασικού Νόμου αρ. 72/1979. Η τέταρτη προδικαστική ένσταση αφορά στο ζήτημα ότι οι θεραπείες (Β) και (Γ), δεν προβλέπονται στους λόγους ακύρωσης εκλογής σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.
Αποτελεί τη βασική θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι τόσο η τροποποίηση του Συντάγματος, όσο και η τροποποίηση του Εκλογικού Νόμου, θεσπίστηκαν όχι για να παραβιαστεί οποιοδήποτε δικαστικό δεδικασμένο αλλά, αντίθετα, για να υπάρξει πλήρης συμμόρφωση προς τις προηγούμενες αποφάσεις είτε από το Εκλογοδικείο, είτε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Βουλή των Αντιπροσώπων θέσπισε νόμο για σαφή νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος που προέκυψε συμμορφούμενη με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με τη νέα ρύθμιση, η βουλευτική έδρα παραμένει κενή μετά τη νόμιμη κατανομή της σε υποψήφιο όταν αυτός για οποιοδήποτε λόγο την αποποιείται. Το Σύνταγμα πλέον προβλέπει περί μη καταληφθείσας ή αποποιηθείσας έδρας και, επομένως, δεν μπορεί να είναι βάσιμο επιχείρημα που τείνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πρόσθετα, δεν μπορεί να ισχύει επιχείρημα περί αναδρομικότητας τη στιγμή που το Σύνταγμα, όπως τροποποιήθηκε, και ο τροποποιηθείς Νόμος προβλέπουν με σαφήνεια ότι έδρα που δεν πληρούται λόγω μη κατάληψης της θα αποδίδεται στον επιλαχόντα του ιδίου κόμματος και αυτό ισχύει για έδρες που ήταν κενές την ημέρα που τέθηκε σε ισχύ η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια μετά την τροποποίηση του Συντάγματος. Ούτε μπορεί να γίνεται λόγος για λαϊκή κυριαρχία, η οποία είχε ήδη εκφραστεί στις εκλογές του Μαΐου του 2016, όταν τότε κατανεμήθηκε η συγκεκριμένη έδρα. Τώρα, ακολουθείται η διά του Συντάγματος και του Νόμου προβλεφθείσα διαδικασία πλήρωσης της.
Ο συνήγορος του Γεώργιου Παπαδόπουλου ήγειρε επίσης διαδικαστικά θέματα ως πλήττοντα καίρια την υπό κρίση εκλογική αίτηση. Συγκεκριμένα, ηγέρθηκε προδικαστική ένσταση ότι η εκλογική αίτηση είναι απορριπτέα εκ του γεγονότος ότι η επίδοση πιστοποιημένου αντιγράφου αυτής στον Γ. Παπαδόπουλο δεν συντελέστηκε με βάση την επιτακτική και ρητή πρόνοια του Κανονισμού 7(2) των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1981 (αρ. 9/1981), εφόσον επιδόθηκε ένα μήνα και 13 ημέρες μετά την καταχώρηση της εκλογικής αίτησης και ένα μήνα και 8 ημέρες μετά την εκπνοή της πενθήμερης περιόδου που θέτει επιτακτικά η εν λόγω πρόνοια. Δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους των αιτητών διότι δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε ειδική ή συγκεκριμένη ωφέλεια που θα ακολουθήσει από τυχόν ακύρωση της εκλογής του Γ. Παπαδόπουλου. Επί της ουσίας, η εισήγηση είναι ότι η πολιτεία ως εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, ακολούθησε με σεβασμό τις αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ρύθμισε το ζήτημα με τροποποίηση του Συντάγματος ούτως ώστε να ακολουθήσει τροποποίηση του εκλογικού νόμου, καλύπτοντας έτσι το κενό που είχε διαπιστωθεί από το Δικαστικό Σώμα ότι δεν υφίστατο η έννοια της μη καταληφθείσας ή αποποιηθείσας έδρας εντός της βουλευτικής περιόδου. Το διαπιστωθέν λοιπόν κενό μεταξύ εκλογής και ανακήρυξης βουλευτή, λύθηκε με συνταγματική τροποποίηση και δεν είναι νοητό να εγείρεται θέμα δεδικασμένου όταν υπάρχει πλέον τροποποίηση του Συντάγματος.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα τεθέντα ζητήματα από όλους τους ευπαίδευτους συνηγόρους και έχοντας μελετήσει τις επισταμένες αγορεύσεις εκάστου, διανθισμένες από σωρεία αυθεντιών, αποφασίζονται τα εξής:
Ως προς το προδικαστικό σημείο της προθεσμίας αυτό θεωρείται ότι είναι ένα εντελώς τεχνικό ζήτημα. Η επίδικη εκλογική αίτηση είναι βεβαίως μια και μόνο και κατ΄ επέκταση η επίδοση της εντός της προνοούμενης από τους Κανονισμούς χρονικής προθεσμίας στους καθ΄ ων η αίτηση 1, 2 και 4 που έγινε στις 20.12.2019, 23.12.2019 και 20.12.2019, αντίστοιχα, λογικά και νομικά, εντάσσει και κατηγοριοποιεί ολόκληρη την εκλογική αίτηση ως έγκυρη και ισχύουσα εντός των συγκεκριμένων Κανονισμών. Κατ΄ αναλογία με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όπου ένα κλητήριο ένταλμα που επιδίδεται θεωρείται ως ισχύον και έγκυρο παρά το γεγονός ότι δεν έχει επιδοθεί σε ένα εκ των εναγομένων. Δεν ακυρώνεται το ίδιο το κλητήριο ένταλμα εξ ολοκλήρου, αλλά επεκτείνεται εν ανάγκη ο χρόνος για επίδοση σε εκείνο ή εκείνους τους εναγόμενους που δεν είχε επιδοθεί. Πρόσθετα, παρά την καθυστερημένη επίδοση στον καθ΄ ου η αίτηση 3, αυτός καταχώρησε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή διαμαρτυρία και χωρίς να υποβάλει οποιανδήποτε αίτηση προς ακύρωση της εκλογικής αιτήσεως, εμφάνιση κανονική στις 5.2.2020 κατά τον Κανονισμό 9 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι αποδέχθηκε την εγκυρότητα της εκλογικής αίτησης και την επίδοση αυτής. Περαιτέρω, όπως υποδείχθηκε από τους αιτητές, η εκλογική αίτηση δημοσιεύθηκε εντός των πέντε ημερών που προνοούν οι Κανονισμοί σε μια καθημερινή εφημερίδα, παρά το ότι το Εκλογοδικείο δεν έδωσε τέτοιες οδηγίες, ούτε και ζητήθηκαν.
Έπεται ότι παρά την ομολογουμένως αυστηρή προσέγγιση της νομολογίας όσον αφορά την τήρηση των Κανονισμών που διέπουν τις εκλογικές αιτήσεις λόγω της ιδιομορφίας του αντικειμένου (στο οποίο θα γίνει αναφορά και αργότερα), (δέστε τη διαχρονικά επιβεβαιωμένη θέση μέσα από αποφάσεις όπως οι Κουδουνάρης ν. Εφόρου Εκλογών (1992) 1 Α.Α.Δ. 436, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 49, Ευστρατίου ν. Κληρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2149 και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής, Εκλογική Αίτηση αρ. 1/2019, ημερ. 22.5.2020), καταχωρήθηκε εμφάνιση χωρίς να εγερθεί το σημείο αυτό, παραπέμποντας ουσιαστικά σε μια τυπική παραβίαση του χρονικού περιθωρίου των 5 ημερών, (ενώ στους καθ΄ ων η αίτηση 1, 2 και 4 επιδόθηκε κανονικά). Άλλωστε, ουδεμία ουσιαστική ζημία ή βλάβη στον συγκεκριμένο καθ΄ ου η αίτηση έχει υποδειχθεί. Ακυρότητα εξ υπαρχής θα υπήρχε εάν εξ ολοκλήρου η ίδια η εκλογική αίτηση δεν επιδιδόταν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Όχι όμως στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς όπου η αυτοτέλεια της εκλογικής αίτησης διατηρήθηκε με αποτέλεσμα να παραμένει σε ισχύ εφόσον επιδόθηκε στους υπόλοιπους καθ΄ ων η αίτηση.
Η απόφαση στην Williams v. The Mayor of Tenby and Others (1879) 5 C.P.D. 135, (η οποία ακολουθήθηκε και σ΄ άλλες αποφάσεις Δικαστηρίων της Κοινοπολιτείας), διαφοροποιείται διότι εκεί η ίδια η εκλογική αίτηση δεν είχε επιδοθεί εντός της προθεσμίας στον μοναδικό, (καθώς συνάγεται από το κείμενο της απόφασης), καθ΄ ου. Επίσης, παρόμοια, στην Ahmed v. Kennedy (2003) 1 W.L.R. 1820, η προνοούμενη από τους σχετικούς Κανονισμούς ειδοποίηση περί εγγύησης, δεν δόθηκε σε οποιονδήποτε από τους καθ΄ ων.
Θα ήταν ορθό να προστεθεί εδώ ότι όλη η αυστηρότητα με την οποία η νομολογία ενδύει τον Κανονισμό ως προς τις προθεσμίες, αφορά στις εκλογικές αιτήσεις συνήθους τύπου, οι οποίες ακολουθούν μια εκλογική αναμέτρηση. Η αμεσότητα της αντίδρασης του παραπονούμενου εξυπηρετεί την ανάγκη τελεσφόρησης της διαφοράς που δημιουργείται ώστε η αμφισβήτηση εκλογής βουλευτών και η θέση τους στο Κοινοβούλιο, να αποφασίζεται τελεσιδίκως τάχιστα. Όπως ορθά τέθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Σιγκαπούρης στην Chee Siok Chin v. Attorney General (2006) SGHG 112, το δικαίωμα εκλογέα να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα εκλογών αποστερώντας σε περίπτωση επιτυχίας το δικαίωμα του εκλεγέντος, αντισταθμίζεται, λόγω ακριβώς της φύσης της εκλογικής αίτησης, από τις αυστηρές προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται. Παρόμοια και στη Williams v. The Mayor of Tendy - ανωτέρω - λέχθηκε ότι η νομοθεσία σηματοδοτεί την ανάγκη η εκλογική αίτηση να μην επικρέμεται επί πολλώ πάνω από τα κεφάλια των εκλεγέντων.
Η παρούσα Εκλογική Αίτηση δεν είναι όμως του συνήθους τύπου και αυτό λόγω του βεβαρημένου ιστορικού που προηγήθηκε, αλλά και του ασυνήθους μέτρου που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει ληφθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ακριβώς λόγω του ιδιότυπου των δεδομένων, που περιβάλλουν τη διαφορά, εντοπίζονται και αντιφατικά επιχειρήματα, εφόσον από τη μια υπήρξε ισχυρισμός ότι η όλη επίδικη διαδικασία είναι άγνωστη στο δίκαιο αφού δεν αφορά σε νέες εκλογές και από την άλλη έγινε επίκληση για μη συμμόρφωση με την προθεσμία των δύο μηνών από τη δημοσίευση του αποτελέσματος των εκλογών κατά το άρθρο 57(4) του Νόμου.
Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση περί του εννόμου συμφέροντος, ναι μεν δεν υπάρχει άμεσα προηγηθείσα εκλογική αναμέτρηση διά εκλογών, αλλά δεν παύει να ισχύει ως γεγονός η ανακήρυξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου ως βουλευτή με πράξη του Εφόρου Εκλογής δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία ρητά δηλώνεται ότι «.. Εγώ ο Μάριος Αλεξάνδρου, Έφορος Εκλογής της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35(4) του πιο πάνω Νόμου, ανακηρύσσω τον κ. Γεώργιο Παπαδόπουλο, ως εκλεγέντα βουλευτή της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού ...». Η δημοσίευση αυτή έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα Τρίτο - Μέρος (ΙΙ), τιτλοφορούμενη «Ανακήρυξη εκλεγέντος βουλευτή» στις 29.10.2019 και έλαβε αριθμό 591.
Επομένως, είναι πρόδηλο ότι έγινε ανακήρυξη βουλευτή, έστω με τον ιδιόμορφο τρόπο που έγινε, και συνακόλουθα η προθεσμία των δύο μηνών για την καταχώρηση εκλογικής αιτήσεως θεωρείται ότι άρχιζε από τις 29.10.2019. Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι παρά την ανακήρυξη νέου βουλευτή, δεν θα ήταν δυνατόν να υπήρχε τρόπος προσβολής της, παραγνωριζόμενου του γνωστού αξιώματος «Ubi Ius Ibi Remedium». Ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση, με το ιστορικό που προηγήθηκε και την ιδιοτυπία της συνταγματικής και νομοθετικής τροποποίησης. Αυτή η θεώρηση απαντά και τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις ότι ο αιτητής 1 δεν δικαιούται να προβεί σε εκλογική αίτηση διότι ανήκει σε άλλο κόμμα και ότι ο αιτητής 2 δεν είχε καταδείξει ειδική και συγκεκριμένη ωφέλεια από την ανακήρυξη του καθ΄ ου 3 ως βουλευτή, εφόσον εκείνο το οποίο παραμένει ανοικτό ως ζητούμενο είναι η εγκυρότητα της ανακήρυξης του Γεώργιου Παπαδόπουλου ως βουλευτή. Αν η ανακήρυξη θεωρηθεί ως μη έγκυρη, τότε, τόσο ο αιτητής 1 ως υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές του 2016 παραμένει με έννομο συμφέρον, όσο και ο αιτητής 2, εκλογέας και μέρος του εκλογικού σώματος, παραμένει με το δικαίωμα να αντικατοπτρίζεται η ψήφος του ορθά και με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τον εκλογικό νόμο. Άλλωστε το ίδιο το άρθρο 57(2) του Νόμου αρ. 72/1979 ρητώς προνοεί για το δικαίωμα εκλογέως εγγεγραμμένου στον εκλογικό κατάλογο να καταχωρεί Εκλογική Αίτηση. Πρόσθετα, αμφότεροι οι αιτητές ήταν και αιτητές στις προηγηθείσες Εκλογικές Αιτήσεις χωρίς ποτέ προηγουμένως να εγερθεί ζήτημα εννόμου συμφέροντος τους. Προστίθεται ότι το έννομο συμφέρον που εδώ συζητείται οριοθετείται από τον Εκλογικό Νόμο και τη φύση της εκλογικής διαφοράς και είναι αυτοτελής έννοια, έξω και ασύνδετη από την έννοια του εννόμου συμφέροντος στο Διοικητικό Δίκαιο.
Υποδεικνύεται περαιτέρω ότι κάθε Εκλογική Αίτηση κατά το άρθρο 57(1) του Νόμου αρ. 72/1979 δύναται να αφορά σε «Παν θέμα όπερ δύναται να προκύψει εν σχέσει με το δικαίωμα προσώπου να γίνει ή να παραμείνει βουλευτής ..», ενώ η παράγραφος (ε) του άρθρου 58 προνοεί ως λόγο ακυρότητας τη μη εκλεξιμότητα προσώπου.
Ως προς την ουσία, ένα από τα πρωταρχικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι κατά πόσο με την τροποποίηση του Συντάγματος έχει δοθεί τέλος στη διαφορά που έχει προκύψει εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος ημεδαπός νόμος, δεν θα μπορούσε να κριθεί ότι έχει δημιουργήσει είτε αναδρομικότητα, είτε ότι έχει καταστρατηγήσει το δεδικασμένο των προηγούμενων αποφάσεων του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ. 4/2018. Η απλή απάντηση σ΄ αυτό είναι ότι για να μην δημιουργηθεί είτε αναδρομικότητα, είτε παραβίαση του δεδικασμένου, το πεδίο εφαρμογής της γενόμενης τροποποίησης πρέπει να είναι συμβατό με το ratio decidendi των προηγούμενων αποφάσεων. Αυτό, διότι ουδείς των διαδίκων αμφισβητεί το τι λέχθηκε, με πολύ σαφή μάλιστα τρόπο, στις προηγηθείσες Εκλογικές Αιτήσεις ή στη Γνωμάτευση. Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η συνταγματική τροποποίηση και η θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου έγιναν ακριβώς για να υπάρξει συμμόρφωση με τις αποφάσεις, μπορεί να γίνει δεκτή μόνο εάν και οι δύο τροποποιήσεις (συνταγματική και κανονική), εφαρμόζονται για το μέλλον. Αυτή θα ήταν και η ορθή αντιμετώπιση του θέματος θεωρώντας ότι η Βουλή, νομοθετώντας με καλή πίστη και στη βάση των αρχών της χρηστότητας, επέλυσε το διαπιστωθέν πρόβλημα ώστε μελλοντικά να μην παρουσιαστεί παρόμοια δυσλειτουργία.
Το δικαίωμα του συνταγματικού νομοθέτη να τροποποιεί πρόνοια του Συντάγματος ως έκφραση της αντιπροσωπευτικής του λαού ιδιότητας της Βουλής, περιορίζεται από το δεδομένο ότι δεν μπορεί να επεμβαίνει σε θεμελιώδεις δομές του Συντάγματος. Η θεωρία περί αυτού του «Basic Structure Doctrine» έχει αναπτυχθεί από διάφορα Συνταγματικά Δικαστήρια, με πρώτο αυτό του Indian Supreme Court στην υπόθεση Kesavananda Bharati v. State of Kerala A.I.R. 1973 S.C.1461. Στην ουσία αυτό σημαίνει ότι παρά το γεγονός ότι ένα Κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί ακόμη και συνταγματικές πρόνοιες που επηρεάζουν ουσιώδη δικαιώματα, δεν μπορεί να θεσπίσει τροποποιήσεις που εκθεμελιώνουν την ίδια τη βασική δομή του Συντάγματος ή τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται. Παρόλο που η απόφαση αυτή δέχθηκε δριμεία κριτική και δεν ακολουθήθηκε πάντοτε, θεωρούμενη ως προϊόν δικαστικού ακτιβισμού, (δέστε Τσάτσου: Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Β΄ Έκδ. Δ. σελ. 44-47, Int. J. Constitutional Law (2015) 13(I): 124 και Int. J. Constitutional Law (2020) 18(I): 78), εν τούτοις, με διάφορες παραλλαγές και ακαδημαϊκές θεωρίες έχει τύχει εφαρμογής κατά καιρούς. Στην Απόφαση Pl' US 27/09, ημερ. 10.9.2009, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας ακύρωσε συνταγματική τροποποίηση που θα σμίκρυνε τη θητεία της Κάτω Βουλής, αποδεχόμενο ατομική προσφυγή ότι η τροποποίηση επενέβαινε στο συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη περί συμμετοχής στα κοινά. Είναι ενδιαφέρον ότι το Τσέχικο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ad hoc συνταγματικές τροποποιήσεις που έχουν σκοπό να ρυθμίσουν μια ατομική περίπτωση κατά παράβαση ή εκτός των γενικότερων συνταγματικών κανόνων, παραβίαζε αναλλοίωτες δημοκρατικές αρχές, ενώ προσέκρουαν και στην αρχή της μη αναδρομικότητας, ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου.
Παρόμοια, το Ουκρανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο ex officio οφείλει να δώσει τη γνώμη του σε οποιαδήποτε συνταγματική τροποποίηση πριν από τη νενομισμένη συζήτηση στη Βουλή, στη Γνωμάτευση του ημερ., 17.6.2010, Νο. 2-v/2010, έκρινε ότι ενώ μια προτεινόμενη επέκταση του χρόνου λειτουργίας των τοπικών συμβουλίων ήταν γενικώς αποδεκτή, διέγνωσε ότι επενέβαινε ανεπίτρεπτα στα εκλογικά δικαιώματα των πολιτών που προστατεύονταν από το λεγόμενο «eternity clause» του Ουκρανικού Συντάγματος.
Υπάρχουν στη βιβλιογραφία και άλλες υποθέσεις όπου Συνταγματικά Δικαστήρια υπέδειξαν ότι αν οποιοδήποτε πολιτικό όργανο ενδυόταν με κυρίαρχες εξουσίες («sovereign powers»), αυτό θα σήμαινε ότι ο λαός δεν είναι κυρίαρχος, (Njoya v. Attorney-General (2004) LLR 4788, High Court of Kenya at Nairobi 253, 2004). Αυτό λόγω του φαινομένου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες συνταγματικές τροποποιήσεις να χρησιμοποιούνται με τρόπους που αποτελούν απειλή για τη δημοκρατία υποσκάπτοντας εκ των έσω την ουσία της δημοκρατίας. Γι΄ αυτό τα Δικαστήρια επεμβαίνουν, όπου είναι αναγκαίο, όχι υπό μορφή έκφρασης «κράτους Δικαστών», αλλά ως προσπάθεια ελέγχου τέτοιων φαινομένων, δημιουργώντας τη θεωρία περί «unconstitutional constitutional amendments». Αυτό αναπτύσσεται και εφαρμόζεται στην πράξη ευκολότερα όταν στη χώρα υπάρχει το λεγόμενο «eternity clause», που προστατεύει θεμελιώδεις δομές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, τέτοια ρήτρα προστατεύει τις αρχές του ομοσπονδιακού κράτους και τις εγγυήσεις περί βασικών ελευθεριών, ενώ το Άρθρο 89 του Γαλλικού Συντάγματος προνοεί ότι η δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος δεν επιδέχεται τροποποίηση. Παρόμοια, προνοείται και από το Άρθρο 139 του Ιταλικού Συντάγματος. Εάν δεν υπάρχουν τέτοια «eternity clauses», τα Δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει διάφορες έμμεσες μορφές περιορισμού της δυνατότητας συνταγματικών τροποποιήσεων.
Στην άλλη άκρη του φάσματος με χαρακτηριστικό παράδειγμα της Ιρλανδίας άλλες δικαστικές θεωρήσεις επί του θέματος δεν αποδέχονται αυτή τη διείσδυση σε συνταγματικές τροποποιήσεις εν είδει ουσιαστικής αναθεώρησης ή συμβατότητας τους με τη δομή ή την πολιτειακή εφαρμογή των προνοιών του συνταγματικού νομοθέτη. Αυτό ισχύει με ιδιαίτερη πειθώ όταν οι συνταγματικές τροποποιήσεις είναι αποτέλεσμα καθολικής αποδοχής τους από το λαό δυνάμει δημοψηφίσματος, (State (Lemmon) v. Ryan (1935) 170 LR 197, Hanafin v. Minister of Environment (1996) ILRM 61). Σε τέτοια περίπτωση η λαϊκή κυριαρχία, απορρέουσα από τον ίδιο το λαό, δίδει εντολή. Στην προκείμενη περίπτωση που εδώ συζητείται τα πράγματα βεβαίως δεν είναι έτσι.
Δεν χρειάζεται όμως να γίνει περαιτέρω ανάλυση επί του θέματος αυτού το οποίο έχει απασχολήσει τη βιβλιογραφία και τους ακαδημαϊκούς κύκλους, υπό το φως του γεγονότος ότι ενώ με τη 12η τροποποίηση του Συντάγματος μπορούσε να τροποποιηθεί το Άρθρο 66 αφού δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη Άρθρα, (δέστε και τα λεχθέντα στη Χαραλαμπίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018 της Πλήρους Ολομέλειας), εκείνο που δεν μπορούσε να μεταβληθεί ήταν η παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας από την άποψη ότι οι εκλογές αποφασίζονται στη βάση εκλογικού αποτελέσματος μέσω της διενέργειας γενικών εκλογών. Δημιουργηθείσας δε της εκλογικής διαφοράς, αυτή επιλύθηκε με τις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017, «οριστικώς και αμετακλήτως» κατά τη ρητή και σαφή πρόνοια του Άρθρου 145 του Συντάγματος. Έπεται ότι η νέα ρύθμιση που έγινε με την τροποποίηση του Συντάγματος δεν μπορεί να έχει ισχύ για τα ήδη αποφασισθέντα, διαφορετικά θα υπήρχε σύγκρουση με άλλη σαφή πρόνοια του Συντάγματος, εν προκειμένω, του Άρθρου 145.
Δημιουργήθηκε επομένως δεδικασμένο επί του συγκεκριμένου θέματος από την άποψη της εκδηλωθείσας ήδη σαφούς ετυμηγορίας του Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος και, ιδιαιτέρως τονίζεται αυτό, μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων, των αιτητών από τη μια και του Γεώργιου Παπαδόπουλου από την άλλη. Όπως αναλύθηκε προηγουμένως η πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας έπρεπε να επισυμβεί κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, σε τέτοια δε περίπτωση θα διενεργείτο αναπληρωματική εκλογή εάν άλλως ήταν αδύνατη η πλήρωση της κενωθείσας έδρας. Η μεταγενέστερη προσπάθεια της Βουλής των Αντιπροσώπων να καλύψει και μη καταληφθείσα έδρα προσέκρουσε και πάλι στο ότι δεν υπήρξε κένωση βουλευτικής έδρας, με την έννοια της μη καταληφθείσας έδρας να ήταν ξένη προς το Σύνταγμα. Η επόμενη προσπάθεια της Βουλής να τροποποιήσει τον εκλογικό νόμο αντικαθιστώντας το ίδιο το άρθρο 35, κρίθηκε να ήταν αντισυνταγματική παραβιάζοντας εκτός από διάφορα Άρθρα του Συντάγματος και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η προσπάθεια της Βουλής επίσης κρίθηκε να παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών με την οποία υπήρξε επέμβαση στην τελεσίδικη προηγούμενη κρίση της Δικαστικής Εξουσίας. Σαφείς, επομένως, ήταν οι αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, εστιάζοντας στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας που είναι διάχυτη στο Σύνταγμα και ότι νόμιμες εκλογές είναι εκείνες που διενεργούνται με βάση την αρχή της έκφρασης από το λαό της εκλογικής του επιθυμίας.
Το όλο πρόβλημα, υπενθυμίζεται, άρχισε με την επιστολή της Ελένης Θεοχάρους, ημερ. 27.5.2016, Προέδρου του Κινήματος Αλληλεγγύη προς τον Έφορο Εκλογών ενημερώνοντας τον για την απόφαση της όπως παραμείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να μην αποδεχθεί τη θέση στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επειδή αυτή η απόφαση της Δρος Θεοχάρους δεν λήφθηκε εντός της βουλευτικής περιόδου, οι προηγούμενες αποφάσεις του Εκλογοδικείου υπέδειξαν ότι στην πραγματικότητα η έδρα ουδέποτε περιήλθε νομίμως στο Κίνημα Αλληλεγγύη ούτως ώστε να γίνεται λόγος περί επιλαχόντος υποψηφίου.
Η τροποποίηση του Συντάγματος προσπάθησε να δώσει λύση στο ζήτημα καλύπτοντας τις προηγούμενες αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά, τροποποιώντας κατ΄ ανάλογο τρόπο και το άρθρο 35 του Εκλογικού Νόμου. Σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσε να κριθεί ή να λογισθεί ότι οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παραμένουσα κενή θέση λόγω της απόφασης της Ελένης Θεοχάρους να μην την αποδεχθεί. Οι λέξεις «... κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019» στο εδάφιο (4) του νέου άρθρου 35, δεν μπορούν να συγκρούονται με το Άρθρο 145 του Συντάγματος, ούτε να έχουν αναδρομική ισχύ, έστω και αν στα τροποποιηθέντα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος, γίνεται πλέον πρόνοια για αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα που περιλαμβάνει και εκείνη για την οποία ο εκλεγείς υποψήφιος πριν την ανακήρυξη του δεν έχει αποδεχθεί να ασκήσει το δικαίωμα ανακήρυξης ή δεν αποδέχεται να αναλάβει τα καθήκοντα του. Αυτά σαφώς ισχύουν για το μέλλον.
Καθίσταται φανερό ότι με τις τροποποιήσεις αυτές, στην ουσία η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου έγινε στη βάση συγκεκριμένης νομοθεσίας και όχι διά ελεύθερης γενικής ή αναπληρωματικής εκλογής από το λαό που είναι η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας που εμπίπτει μέσα σε εκείνα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και τα οποία δεν θα μπορούσαν, θεωρούμενα ως καλυπτόμενα από τη θεμελιακή δομή του Συντάγματος, να αποστερηθούν με νομοθετικό τρόπο. Είναι φανερό επίσης ότι καταστρατηγείται η διάκριση των εξουσιών διότι για ακόμη μια φορά η Βουλή των Αντιπροσώπων επέλεξε ανεπίτρεπτα να επιλύσει το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό παρά τις προς το αντίθετο τελεσίδικες κρίσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος. Το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί δεν έχει διαφοροποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο γι΄ αυτό και το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναφορά αρ. 4/2019 έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποστεί από τις προηγούμενες αποφάσεις του Εκλογοδικείου, οι οποίες και πρόσφατες ήταν και διότι δεν είχε υποδειχθεί ότι αποφασίστηκαν στη βάση λανθασμένης αρχής δικαίου ή άλλως πως.
Εάν το εδάφιο (4) του άρθρου 35 τύχει εφαρμογής κατά τρόπο που καλύπτει και την παρούσα περίπτωση αυτό σαφώς παραβιάζει και την αρχή της ισότητας κατά το Άρθρο 28 του Συντάγματος εφόσον διά νομοθεσίας, στοχευμένης μάλιστα, εκλέγεται συγκεκριμένο άτομο ως βουλευτής, αποστερώντας έτσι σε άλλους υποψήφιους, όπως από τον αιτητή 1, το δικαίωμα ελεύθερων αναπληρωματικών εκλογών, και από τον αιτητή 2, το δικαίωμα να συνυπολογιστεί η ψήφος του κατά τον τρόπο που αυτός επέλεξε να ψηφίσει. Πρόσθετα, θα προσέδιδε καθαρή αναδρομικότητα στο Νόμο αρ. 131(Ι)/2019, η ισχύς του οποίου θεωρείται βεβαίως ότι αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης του, δηλαδή, από τις 15.10.2019.
Καταλήγοντας, η εκλογή του Γεώργιου Παπαδόπουλου, καθ΄ ου η αίτηση 3, ως βουλευτή και η ανακήρυξη του ως τέτοιου από τον Έφορο Εκλογής διά της πράξεως δημοσιευθείσας στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 591, ημερ. 29.10.2019, είναι άκυρη ως προϊόν, κατά τα ανωτέρω, αντισυνταγματικής και παρανόμου ρύθμισης γενομένης υπό τις πρόνοιες της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2019 και του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 131(Ι)/2019.
Έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Π.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΕΘ
ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2019)
29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
2. ΔΗΜΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Αιτητές
- ΚΑΙ -
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ
2. ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
3. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
4. ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ "ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ"
Καθ' ων η Αίτηση
--------------------------
Θ. Ιωαννίδης μαζί με Χ. Προύντζο και Δ. Κκαίλη για Προύντζος και Προύντζος ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές
Γ. Χατζηχάννα (κα) Αν. Δικηγ. της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Καθ' ων η Αίτηση αρ. 1 και 2
Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλεττον, για Καθ' ου η Αίτηση αρ. 3
Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση αρ. 4 καμία εμφάνιση
Αιτητής 1 παρών
------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Τα γεγονότα που πλαισιώνουν την παρούσα Εκλογική Αίτηση αναφέρονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και συνεπώς η επανάληψη τους δεν είναι χρήσιμη. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να αναφερθεί είναι ότι και οι τρεις προηγηθείσες διαδικασίες (Εκλογικές Αιτήσεις Αρ. 2/2016 κα 1/2017 και Αναφορά Αρ. 4/2018) είχαν ως αντικείμενο οι μεν δύο πρώτες την εγκυρότητα των αποφάσεων του Εφόρου Εκλογής ημερ. 3.6.2016 και 5.7.2017 αντίστοιχα, να ανακηρύξει τον Καθ΄ ου η Αίτηση 3 ως Βουλευτή της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, η δε Αναφορά Αρ. 4/2018 την συνταγματικότητα του "Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018, ο οποίος τροποποιούσε το Άρθρο 35 του Βασικού Νόμου, ήτοι του Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979 έως 2016. Όλες κρίθηκαν επί εντελώς διαφορετικού νομικού υπόβαθρου το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης τους και το οποίο τώρα έχει ριζικά διαφοροποιηθεί.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων αφουγκραζόμενη προφανώς των μηνυμάτων των πιο πάνω Δικαστικών Αποφάσεων και προκειμένου να επιλύσει το αδιέξοδο που υφίστατο, με αποτέλεσμα η Βουλή να λειτουργεί με 55 Βουλευτές αντί 56 που προβλέπονται στο Άρθρο 62 του Συντάγματος, προχώρησε στις 3.10.2019 σε Συνταγματική Τροποποίηση των Άρθρων 66 και 71. Περαιτέρω, προχώρησε στις 15.10.2019 σε τροποποίηση του Άρθρου 35 του βασικού Νόμου, Ν.72/1979, με τον τροποποιητικό Νόμο, Ν.131(ι)/2019. Στις 29.10.2019 Ο Έφορος Εκλογής ανακήρυξε για τρίτη φορά τον Καθ' ου η Αίτηση 3 σε Βουλευτή για την εκλογική περιφέρεια Λεμεσού.
Οι αιτητές επανήλθαν και κατεχώρησαν την υπό εξέταση αίτηση (αρ. 1/2019) με την οποία για ακόμη μια φορά αιτούνται την ακύρωση της εκλογής του Καθ' ου η Αίτηση 3 ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού. Με την υπό εξέταση αίτηση προβάλλονται:
(α) Η εκλογή του Καθ' ου η Αίτηση 3 είναι αντισυνταγματική, εσφαλμένη, παράνομη και παράτυπη.
(β) Ο Τροποποιητικός Νόμος 131(Ι)/2019 παραβιάζει το Δεδικασμένο των αποφάσεων του Εκλογοδικείου στις Εκλογικές Αιτήσεις 2/2016 και 1/2017 και ειδικά το Άρθρο 145 του Συντάγματος διότι το Εκλογοδικείο επίλυσε τελεσίδικα το παράνομο της εκλογής του Καθ' ου η Αίτηση 3.
(γ) Οι αποφάσεις του Εκλογοδικείου είναι αμετάκλητες και Δεσμευτικές και δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε αναιρετική διαδικασία όπως έχει επινοηθεί από τον τροποποιητικό Νόμο Ν.131(Ι)/2019.
(δ) Ο Τροποποιητικός Νόμος 131(Ι)/2019 παραβιάζει τα Άρθρα 136 και 148 του Συντάγματος αλλά και τα όσα "γνωματεύθηκαν" στην Αναφορά 4/2018.
(ε) Ο Τροποποιητικός Νόμος 131(Ι)/2019 είναι αντίθετος, παραβιάζει και αντιστρατεύεται τα Άρθρα 31, 63, 64, 65, 66 και 71 του Συντάγματος όπως και τις θεμελιώδεις Συνταγματικές Αρχές της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Διάκρισης των Εξουσιών.
(στ) Η μεταγενέστερη τροποποίηση του Εκλογικού Νόμου, στην βάση του οποίου προκηρύχθηκαν οι Βουλευτικές Εκλογές 22.5.2016, δεν είναι δυνατόν να μεταβάλει το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την προκήρυξη των Εκλογών.
Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας και όλοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εμφανίζονται στη διαδικασία, προώθησαν και ανάπτυξαν τις θέσεις του διάδικου που εκπροσωπούν με αναφορά σε νομικές αυθεντίες και νομικά συγγράμματα.
Σύμφωνα με τη Δωδέκατη Τροποποίηση του Συντάγματος η οποία έγινε με το Ν.128(Ι)/2019 επήλθαν οι ακόλουθες τροποποιήσεις στα Άρθρα 66 και 71.
"ΑΡΘΡΟΝ 66 2. Η παράγραφος 2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος αντικαθίσταται από την ακόλουθη νέα παράγραφο:
«2.-(1) Αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει.
(2) Η υποπαράγραφος (1) εφαρμόζεται αναφορικά με αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα ή κενωθείσα βουλευτική έδρα κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2019.».
ΑΡΘΡΟΝ 71 3. Το Άρθρο 71 του Συντάγματος τροποποιείται με την αρίθμηση του υφιστάμενου κειμένου του σε παράγραφο 1 και με την προσθήκη, αμέσως μετά, της ακόλουθης νέας παραγράφου:
«2. Βουλευτική έδρα θεωρείται αποποιηθείσα ή μη καταληφθείσα σε περίπτωση που εκλεγείς υποψήφιος, προ της ανακηρύξεως αυτού, αποβιώσει ή δεν αποδεχθεί να ασκήσει το δικαίωμα ανακήρυξής του ή, από της ανακηρύξεως αυτού και προ της δυνάμει του άρθρου 69 νενομισμένης διαβεβαίωσης, αποβιώσει ή δεν αποδεχθεί να αναλάβει τα καθήκοντά του.».
Ο Περί της Δωδέκατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2019, Ν.128(Ι)/2019, δεν προσβάλλεται με την υπό εξέταση Αίτηση. Ο Νόμος που προσβάλλεται ως αντισυνταγματικός είναι ο Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2019, Ν.131(Ι)/2019, ο οποίος τροποποίησε το Άρθρο 35 του βασικού Νόμου, Ν.72/1979. Συναφώς, τα τροποποιηθέντα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος παραμένουν απρόσβλητα και ισχυρά ως έχουν τροποποιηθεί.
Οι Αιτητές προώθησαν τα ακόλουθα νομικά σημεία:
1. ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠ' ΑΡ. 2/2016, 1/2017 ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 4/2018.
(α) ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ
Το επιχείρημα που προβάλλεται από τους Αιτητές είναι ότι ο τροποποιητικός Νόμος, Ν.131(Ι)/2019 παραβιάζει το Δεδικασμένο των αποφάσεων του Εκλογοδικείου στις Αιτήσεις αρ. 2/2016, 1/2017 και ειδικά το Άρθρο 145 του Συντάγματος, διότι το Εκλογοδικείο "επίλυσε" τελεσίδικα το παράνομο της εκλογής του Καθ' ου η Αίτηση αρ.3.
Η δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου καθορίζεται στα Άρθρα 85 και 145 του Συντάγματος.
"ΑΡΘΡΟΝ 85 Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου."
"ΑΡΘΡΟΝ 145 Το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσία να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής ενστάσεως, ασκουμένης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερομένης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των βουλευτών ή των μελών των Κοινοτικών Συνελεύσεων."
(Ι) ΑΡΘΡΟ 145
Οι όροι "οριστικώς και αμετακλήτως" που συναντώνται στο Άρθρο 145 έτυχαν ερμηνείας στην Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (αρ.3)(1996) 1 Α.Α.Δ. 315.
"Οι όροι "οριστικώς" και "αμετακλήτως" προσδιορίζουν το τελεσίδικο της απόφασης. Ανάλογη είναι και η ορολογία του Άρθρου 145 του Συντάγματος, βάσει του οποίου παρέχεται δικαιοδοσία για την επίλυση εκλογικών ενστάσεων. Και σε εκείνη την περίπτωση, η απόφαση του δικαστηρίου είναι τελεσίδικη, μη υποκείμενη σε οποιαδήποτε, άλλη βεβαιωτική ή αναιρετική διαδικασία."
(η υπογράμμιση είναι δική μου )
Η τελεσιδικία αφορά την μη δυνατότητα αναθεώρησης απόφασης από άλλο Δικαστήριο (βλ. Νataliya Alexandrovna Κonovalova v. Δημοκρατίας Πολ. Αίτ. Αρ. 140/2015 ημερ. 13.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:D750. Οι τρεις προηγηθείσες Δικαστικές αποφάσεις έλυσαν τελεσίδικα τα επίδικα θέματα που εγέρθησαν σ' αυτές με το τότε υφιστάμενο νομικό καθεστώς και αφορούσαν διαφορετικά θέματα από την ανακήρυξη στις 29.20.2019 του Καθ΄ ου η Αίτηση 3 ως Βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού με το νέο νομικό πλαίσιο, θεμελιωμένο σε τροποποιημένες Συνταγματικές Διατάξεις.
Με πλήρη σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, ότι δηλαδή η δημιουργηθείσα εκλογική διαφορά επιλύθηκε με τις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 "οριστικώς και αμετακλήτως" κατά την ρητή και σαφή πρόνοια του Άρθρου 145 του Συντάγματος, είμαι της γνώμης ότι κάτι τέτοιο θα αντίκειτο και προς το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος.
"Στη Linkletter και άλλες αμερικανικές αποφάσεις διαπιστώθηκε ότι το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν αποκλείει την πρόσδοση μελλοντικής ισχύος σε δικαστικές αποφάσεις.
Στην Κύπρο, η ανάληψη τέτοιας εξουσίας θα αντίκειτο προς το Άρθρο 179.2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι, όχι μόνο κανένας νόμος, αλλά και καμιά απόφαση οργάνου, αρχής ή προσώπου, το οποίο ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα, δεν μπορεί να είναι αντίθετη ή ασύμφωνη προς τις διατάξεις του Συντάγματος, του υπέρτατου νόμου. Όπου ο συνταγματικός νομοθέτης ηθέλησε να προσδώσει μελλοντική ισχύ ή τη δυνατότητα μελλοντικής ισχύος στο αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης, το έπραξε ρητά στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 137.4 και 139.5 του Συντάγματος. Σε καμιά άλλη περίπτωση δεν είναι παραδεκτή η πρόσδοση μελλοντικής ισχύος στην εφαρμογή δικαστικής απόφασης. Μόνο στη Βουλή των Αντιπροσώπων παρέχεται εξουσία να ορίσει ημερομηνία ισχύος του νόμου, άλλη από εκείνη της έκδοσης του (Άρθρο 82). Η ανάληψη εξουσίας για την πρόσδοση μελλοντικής ισχύος σε δικαστική απόφαση που κρίνει νόμο ή απόφαση αντισυνταγματική, θα έθετε τη δικαστική λειτουργία υπεράνω του Συντάγματος, ....."
(βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 3) (άνω))
Συναφώς, η τελεσιδικία η οποία επήλθε με την αποφάσεις στις πιο πάνω Εκλογικές Αιτήσεις και Αναφορά, δεν αφορούν την νέα εκλογή του Καθ' ου η Αίτηση.
(ΙΙ) ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ
Συνταγματικά η αρχή του Δεδικασμένου κατοχυρώνεται στο Άρθρο 148 του Συντάγματος και προκύπτει από την επίλυση των διαφορών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Μέρους ΙΧ του Συντάγματος, που καθορίζει τις αρμοδιότητες και προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (αρ.3) (άνω)). Το Δεδικασμένο συναρτάται άμεσα με την επίλυση των επίδικων θεμάτων και η αρχή του δεδικασμένου επισφραγίζει τη λύση της διαφοράς και καθιστά τη δικαστική απόφαση δηλωτική των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Η εμβέλεια του Άρθρου 148 περιορίζεται στην κατοχύρωση της δέσμευσης η οποία προκύπτει από την επίλυση θέματος το οποίο ανάγεται στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (αρ.3) (άνω) και Byron Pavlides v. Republic (1987) 3 C.L.R. 217). Στην Μαυρογένης ν. Βουλής κ.α. (Αρ.3) 1996 1 Α.Α.Δ. 375 (Πλήρης Ολομέλεια) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidenti) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο" (βλ. επίσης Chancery Lane Safe Deposit etc VI.R.C. (1966) 1 All E.R. 1 (H.L), Ελευθερίου -Κάγκα ν. Δημοκρατία, (1989) 3 Α.Α.262, Λοΐζου ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2003) 3 Α.Α.Δ. 242, Στυλιανού ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου Α.Ε. Αρ. 126/13 ημερ. 6.10.20).
Στις Εκλογικές Αιτήσεις αρ. 2/2016 και 1/2017 το επίδικο θέμα των Εκλογικών Αιτήσεων ήταν η εγκυρότητα των αποφάσεων του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής ημερ. 3.6.2016 και 5.7.2017 αντίστοιχα βάσει των οποίων ο κ. Γ. Παπαδόπουλος ανακηρύχθηκε βουλευτής στην Εκλογική περιφέρεια Λεμεσού με το ισχύον τότε δίκαιο. Η Αναφορά 4/2018 αφορούσε τον "Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2018" που τροποποιούσε το Άρθρο 35 του βασικού Νόμου Ν.72/1979. Η παρούσα αίτηση αφορά την νέα απόφαση του Εφόρου Εκλογής ημερ. 29.10.2019 βάσει της οποίας ανακήρυξε τον Καθ΄ ου η Αίτηση αρ. 3 Βουλευτή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού δυνάμει εντελώς νέου νομικού πλαισίου ήτοι την Δωδέκατη Τροποποίηση του Συντάγματος Άρθρα 66 και 71 και Τροποποιητικού Νόμου του 2019, Ν.131(Ι)/2019 και τα επίδικα θέματα δεν είναι ταυτόσημα. Τα επίδικα θέματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το ζήτημα της δημιουργίας δεδικασμένου από τις αποφάσεις του Εκλογοδικείου στις Αιτήσεις Αρ. 2/2016 και 1/2017 εξετάστηκε στην Αναφορά 4/2018 και απερρίφθη. Συναφώς δεν μπορεί κάποιος βάσιμα να ισχυρίζεται περί ύπαρξης δεδικασμένου.
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ Ν.131(Ι)/2019
Οι Αιτητές εισηγούνται ότι οι τροποποιητικές διατάξεις του Ν.131(Ι)/2019 έχουν ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης τους και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις Βουλευτικές Εκλογές που διεξήχθησαν στις 21.5.2016. Ο Νόμος, σύμφωνα με την εισήγηση "φωτογραφίζει" την επίδικη βουλευτική έδρα ήτοι την μοναδική κενή έδρα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Πρόκειται για ρύθμιση με Νόμο ζητήματος που προέκυψε στο παρελθόν και για συγκαλυμμένη αναδρομικότητα. Πρόκειται στην ουσία για διορισμό βουλευτή από την Βουλή με μεταγενέστερο Νόμο. Είναι η θέση τους ότι πλήρωση της κενωθείσας έδρας ή μη καταληφθείσας έδρας θα έπρεπε να γίνει με τους όρους προκήρυξης και το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο αυτό και όχι με μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις. Εισηγούνται ακόμη, με παραπομπή στην Λουκαΐδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 862, ότι είναι ανάλογη περίπτωση με μία περίπτωση με μεταγενέστερη τροποποίηση των όρων μιας προκηρυχθείσας, υποβληθείσας και αξιολογηθείσας προσφοράς όπου μετά την υποβολή και αξιολόγηση των προσφορών επιχειρείται η εκ των υστέρων τροποποίηση των όρων προκήρυξης.
Ο συσχετισμός της αρχής της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων με το υπό εξέταση ζήτημα είναι πιστεύω ατυχής και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση που αφορά νομοθετική διάταξη στηριζόμενη στο Σύνταγμα. Εκ του περισσού αναφέρεται ότι ακόμη και στις διοικητικές πράξεις υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα και συγκεκριμένα "χωρεί όπου ο ίδιος ο νόμος παρέχει εξουσία για την έκδοση διοικητικής πράξης η οποία ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσής της, και όπου η αναδρομή στο παρελθόν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας (α) συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις και (β) έκδοση απόφασης μετά την επανεξέταση ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης" (βλ. Σφηκουρής Μίκης κ.α. ν. Δημοκρατία (1995) 3 Α.Α.Δ. 327).
Το γεγονός, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, ότι ο επίμαχος Νόμος φωτογραφίζει τον Καθ' ου η Αίτηση 3 δεν τον καθιστά αυτόματα αντισυνταγματικό. Η Ολομέλεια στην The Board For Registration of Architects and Civil Engineers v. C. Kyriakides (166) 3 C.L.R. 640 είπε σχετικά:
"Another maxim of constitutional interpretation is that the Courts are concerned only with the constitutionality of legislation and not with its motives, policy or wisdom,......"
(Βλ. επίσης Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 67/2003 ημερ. 24.3.2004)
Σύμφωνα με την νομολογία, είναι δυνατή η πρόσδοση αναδρομικότητας Νόμου όπου ο Νομοθέτης καθορίσει αυτό.
"Είναι γνωστό και νομολογιακά καθιερωμένο ότι ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ίδιου του νόμου ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας. Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά (δέστε Halsbury's Laws of England 4η Έκδοση Τόμος 44, παρ. 921 και 922, Σάντης ν. Interfund Investments Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 252/2007, ημερ. 19.7.2012 και Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401.). "
(Βλ. Lion Autoparts Ltd v. Γεωργίου Ποιν. Εφ. 207/2012, ημερ. 24.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B422
Ο συνδυασμός του Άρθρου 61 μετά του Άρθρου 82 του Συντάγματος συναρτούν και τη συνταγματικότητα ή μη ενός νόμου και ένας νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός απλώς και μόνο διότι του δόθηκε αναδρομική ισχύ έστω και αν επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα, εκτός και αν παραβιάζει συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος η οποία αποκλείει την αναδρομικότητα όπως στα Άρθρα 12.1 και 24.3 (βλ. Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Ανδρέα Ν. Λοΐζου, σελ. 244, The Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, 429, Savvas Papanicopoulos and Others v. Morphou Cooperative Credit Society (1986) 1 C.L.R 286, Varnavides v. Ioannou and Another (1982) 1 A.A.Δ 263, Liatsos v. Ponirou (1985) 1 C.L.R. 165, Ttofis Kyriakou and Son Ltd v. Rologis Ltd (1985) 1 C.L.R 211). Εδώ δεν τίθεται θέμα προσβολής συνταγματικών δικαιωμάτων, κεκτημένων ή μη, στην υπό εξέταση υπόθεση.
Τα ισχυριζόμενα κεκτημένα δικαιώματα των Αιτητών με όλο το σεβασμό δεν έχουν στέρεη βάση. Οι αποφάσεις στις Εκλογικές Αιτήσεις 2/2016, 1/2017 και ιδιαίτερα η Αναφορά 4/2018 ουδέν συνταγματικό δικαίωμα προσέδωσαν στους αιτητές, δεδομένης της ανυπαρξίας πρόνοιας στον Εκλογικό Νόμο κατά το χρόνο των άνω αποφάσεων που θα προσέδιδε σ΄ αυτούς δικαίωμα. Συναφώς το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη για τους Αιτητές.
2. ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ Ν.131(Ι)/2019
Εισηγούνται οι Αιτητές ότι ο τροποποιητικός Νόμος Ν.131(Ι)2019 αντιστρατεύεται, είναι αντίθετος και παραβιάζει τα Άρθρα 31, 63, 64, 65, 66, 68, 71 και 74 του Συντάγματος όπως επίσης τις θεμελιώδεις Συνταγματικές Αρχές της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Διάκρισης των εξουσιών οι οποίες είναι διάχυτες στο Σύνταγμα.
Μια εκ των αρμοδιοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι η Αναθεωρητική. Το Άρθρο 182 παράγρ. 2 και 3 προβλέπει για Αναθεωρητική Λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων για τα μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος. Αντίθετα στην πρώτη παράγραφο προβλέπει ότι τα Άρθρα ή μέρη των Άρθρων του Συντάγματος που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, που ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα από την συμφωνία της Ζυρίχης, αποτελούν θεμελιώδη Άρθρα και δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν με μεταβολή, προσθήκη ή κατάργηση. Το Άρθρο 182(Ι) προσδιορίζει τον σκληρό πυρήνα των μη υποκειμένων σε αναθεώρηση διατάξεων. Τυχόν αναθεώρηση τους θα αναιρούσε αυτόν καθ' εαυτόν τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Συντάγματος (βλ. Ε. Βενιζέλο, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου σελ. 64 με αναφορά στο Άρθρο 110 του Ελληνικού Συντάγματος που περιέχει τον ίδιο περιορισμό). Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με την καθηγ. Αρ. Ι. Μάνεση είναι απολύτως απρόσβλητοι εκ μέρους πάσης συντεταγμένης εξουσίας (βλ. Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, Αρ. Ι. Μάνεση, σελ. 279).
Τα Άρθρα 66 και 71 δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 CLR 1439, αναφέρθηκε ότι η ευθύνη για την υιοθέτηση οποιασδήποτε τροποποίησης μη θεμελιώδους Άρθρου του Συντάγματος, φέρει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος, υπηρετεί την ομαλή προσαρμογή του Συντάγματος στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές και άλλες συνθήκες, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια του Δικαίου. (Βλ. Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338)
Σύμφωνα με το Τεκμήριο της Συνταγματικότητας των νόμων, κάθε νόμος είναι συνταγματικός, εκτός εάν αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η αντίθεσή του προς το Σύνταγμα. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι δικανικός και δεν αναφέρεται, ούτε στη σοφία, ούτε στην σκοπιμότητα ή τις επιπτώσεις του νόμου, ούτε το συγκεκριμένο γεγονός της κάθε υπόθεσης. (βλ. The Board for Registration or Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (άνω).)
Κανένα Σύνταγμα μπορεί να παραμείνει στατικό και αναλλοίωτο. Θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε νέες προκλήσεις και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν απρόβλεπτα και μη ληφθέντα υπόψιν στοιχεία τα οποία δεν ήταν υπόψιν των συντακτών του Συντάγματος κατά το χρόνο που αυτό συντάσσετο. Συναφώς η τροποποίηση του Συντάγματος είναι αναγκαία κατά καιρούς, ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Εδώ η ελλιπής σύνθεση της Βουλής. Η Βουλή συμφώνως της Συνταγματικής της Εξουσίας (βλ. Άρθρο 61) είναι το αρμόδιο και μόνο Όργανο για τον σκοπό αυτό. Η τροποποίηση μπορεί να λάβει τη μορφή της προσθήκης μεταβολής ή κατάργησης προνοιών του Συντάγματος εκτός όπου αυτό απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα (βλ. Άρθρο 182).
Στην Γιαννάκης Κουλουντής και Άλλος ν. Βουλή των Αντιπροσώπων κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1026 (απόφαση πλειοψηφίας) αναφέρεται ότι "Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ρυθμιστής της νομοθεσίας .. και η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί την πλέον βασική αρμοδιότητα της Βουλής και αποτελεί μια από τις συνέπειες της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος (Νικόλαος Αντωνόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιον, Τόμος Β, Τεύχος Α, 1971 σελ. 214)" . Επίσης ότι "..στη Βουλή παραχωρείται εν πάση περιπτώσει από το Σύνταγμα απεριόριστη εξουσία αναθεώρησης, αν επιτευχθεί βέβαια η απαιτούμενη πλειοψηφία.".
Ως αποτέλεσμα των τροποποιήσεων των Άρθρων 66 και 71 του Συντάγματος ακολούθησε ο προσβαλλόμενος Νόμος ο Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος 131(Ι)/2019 με τον οποίο τροποποιήθηκε το Άρθρο 35 του βασικού Νόμου, ο Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979 (72/1979).
"Άρθρο 35.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (2), όταv για oπoιoδήπoτε λόγo κατά τη διάρκεια βoυλευτικής περιόδoυ κεvoύται βoυλευτική έδρα, η κεvωθείσα έδρα πληρoύται μέσα σε σαράvτα πέvτε (45) ημέρες, με αvακήρυξη από τov Έφoρo, κατ' αvάλoγη εφαρμoγή τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 34, ως βoυλευτή τoυ εv ζωή, κατά τo χρόvo της αvακήρυξης, υπoψηφίου τoυ συvδυασμoύ της ίδιας εκλoγικής περιφέρειας τoυ κόμματoς ή τoυ συvασπισμoύ κoμμάτωv ή συvδυασμoύ αvεξαρτήτωv o oπoίoς στηv περίπτωση κόμματoς ή συvασπισμoύ κoμμάτωv, απoδεδειγμέvα, κατά τo χρόvo κένωσης της έδρας, εξακoλoυθεί vα αvήκει στo ίδιo κόμμα ή συvασπισμό κoμμάτωv και o oπoίoς θα εκλεγόταv στις γεvικές βoυλευτικές εκλoγές, εάν αυτός πoυ κατείχε τηv κεvωθείσα έδρα και όσoι τυχόv άλλoι υπoψήφιoι τoυ εv λόγω συvδυασμoύ είτε απoπoιoύvται τo δικαίωμα βάσει τoυ παρόvτoς εδαφίoυ είτε δεv απoκτoύv δικαίωμα ανακήρυξης βάσει τoυ παρόvτoς εδαφίoυ λόγω θαvάτoυ ή γιατί κατά τo χρόvo κένωσης της έδρας δεv αvήκoυv στo ίδιo κόμμα ή τo συvασπισμό κoμμάτωv δεv είχαv λάβει περισσότερoυς από αυτόv σταυρoύς προτίμησης ή δεv είχαv ή μπoρoύσε vα είχε θεωρηθεί, δυvάμει της δεύτερης παραγράφoυ τoυ εδαφίoυ (4) τoυ άρθρoυ 32, ότι πρoηγoύvτo αυτoύ:
Νoείται ότι σε περίπτωση ισoψηφίας δύo ή περισσότερωv υπoψηφίωv τoυ ίδιoυ συvδυασμoύ εφαρμόζovται κατ' αvαλoγίαv oι διατάξεις της δεύτερης παραγράφoυ τoυ εδαφίoυ (4) τoυ άρθρoυ 32.
(2) Σε περίπτωση κατά τηv oπoία είvαι αδύvατη η πλήρωση της κεvωθείσας έδρας με βάση τo εδάφιo (1), διεξάγεται αvαπληρωματική εκλoγή σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ 35Α τoυ παρόvτoς Νόμoυ.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε περίπτωση που-
(α) Εκλεγείς υποψήφιος προ της ανακηρύξεως αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34, αποβιώσει ή απόποιηθεί το δικαίωμα ανακήρυξής του,
(β) εκλεγείς υποψήφιος από της ανακηρύξεως αυτού και προ της δυνάμει του Άρθρου 69 του Συντάγματος δοθείσας διαβεβαίωσης αποβιώσει ή αποποιηθεί βουλευτική έδρα.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) εφαρμόζονται και αναφορικά με βουλευτική έδρα η οποία είναι μη καταληφθείσα ή αποποιηθείσα κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019:
Νοείται ότι η πλήρωση μη καταληφθείσας ή αποποιηθείσας κατά την πιο πάνω αναφερόμενη ημερομηνία έδρας διενεργείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πιο πάνω Νόμου."
Ο τροποποιητικός Νόμος Ν.131(Ι)/2019 έχει έρεισμα στις Συνταγματικές τροποποιήσεις των Άρθρων 66 και 71. Στην ουσία είναι αναπαραγωγή τους και/ή μέρους τους. Ουδείς αμφισβητεί αυτό. Συναφώς, για να τεθεί θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.131(Ι)/2019 θα πρέπει να τεθεί και θέμα αντισυνταγματικότητας των Συνταγματικών Διατάξεων των Άρθρων 66 και 71 ή ότι οι Διατάξεις αυτές προσκρούουν σε άλλες Διατάξεις του Συντάγματος, κάτι το οποίο οι Αιτητές δεν εισηγούνται και δεν θα μπορούσαν να εισηγηθούν.
Στο Σύγγραμμα του Δ.Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο Τόμος Β, Έκδοση Δ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλο, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σελ. 44-47 γίνεται αναφορά στην αντίκρουση του Αρ. Ι. Μάνεση (1956) στην άνω θεωρία.
"Είναι νομικά αδιανόητη η ύπαρξη 'αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος', δηλαδή διατάξεων που αντίκεινται σε άλλες διατάξεις του, οι οποίες π.χ. θεσπίζουν ανώτερες 'αξίες' ή 'αρχές' .. Οι τυχόν μη εναρμονισμένες προς αυτές τις 'αρχές' διατάξεις του Συντάγματος δεν είναι αντισυνταγματικές. Είναι απλώς εξαιρέσεις των 'αρχών' του, θεσπιζόμενες από τον ίδιο συντακτικό νομοθέτη, οι οποίες, σαν τέτοιες πρέπει βέβαια να ερμηνεύονται στενά."
Στο Σύγγραμμα "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, 4η Έκδοση, 2012 του Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 1234 αναφέρονται:
"4. Τέταρτη θεμελιώδης πρόταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι ότι συνταγματικότητα ή αντισυνταγματικότητα είναι νοητή μόνο επί νόμων ή υποδεέστερων πηγών του δικαίου, και όχι επί συνταγματικών διατάξεων. Δεν υπάρχει δηλαδή διαβάθμιση ισχύος, αλλά υπάρχει απεναντίας τυπική ισοτιμία των συνταγματικών διατάξεων. Η διάκριση μεταξύ υποκείμενων και μη υποκείμενων σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεων δεν δημιουργεί ιεραρχική σχέση μεταξύ τους.
Η θεωρία των λεγόμενων «αντισυνταγματικών διατάξεων του συντάγματος» («verfassungswidrige Verfassungsnormen") συναντά ανυπέρβλητα πρακτικά εμπόδια, δεν βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα και δημιουργεί απαράδεκτη αβεβαιότητα δικαίου. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Βundesverfassungsgercht) μένοντας πιστό στην άποψη του για το σύνταγμα ώς «σύστημα αξιών» (Wertordnugn, wertgebundence Ordnung), αποδέχθηκε μόνο κατ' άρχήν την θεωρία των λεγόμενων αντισυνταγματικών διατάξεων του συντάγματος, αλλά περιόρισε στο ελάχιστο την πρακτική της σημασία στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Στην πραγματικότητα η θεωρία αυτή δεν μπόρεσε ποτέ πράγματι να πείσει πλήρως την σύγχρονη γερμανική επιστήμη και νομολογία. Και στη χώρα μας έχει τελικών επικρατήσει η απόρριψη της θεωρίας αυτής.
Σωστά το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε το 1984 την τυπική ισοδυναμία όλων των διατάξεων που περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα και την αδυναμία υπάρξεως διατάξεως του Συντάγματος που να είναι ανίσχυρη λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές τού Συντάγματος. Επομένως, «κάθε διάταξη του ισχύοντος συντάγματος 1975 εφαρμόζεται υποχρεωτικώς ώς προς το αντικείμενο, στο οποίο αναφέρεται, έστω και αν επί διατάξεως που άφορά ωρισμένο ειδικό θέμα, η σχετική ρύθμιση δεν συμβιβάζεται με άλλες συναφείς διατάξεις ή γενικές αρχές του ίδιου συντάγματος». Και συνεχίζει: «Εν όψει δε της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα ..:, δέν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος αυτού που να είναι άκυρη ή ανίσχυρη και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος».
Δεν υπάρχει δηλαδή συνταγματική διάταξη την οποία, λόγω δήθεν αντισυνταγματικότητας, να μπορεί ο νομοθέτης και εν συνεχεία ο δικαστής να αγνοήσει, και της οποίας η ασυμφωνία με ένα νόμο να μη θεμελιώνει την αντισυνταγματικότητα και επομένως το ανεφάρμοστο του τελευταίου."
Στην υπόθεση αρ. 292/1984 το ΣτΕ αντιμετωπίστηκε το δικονομικό απαράδεκτο του 90§6 Συντ το οποίο αντίκειτο στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας (20§1 Συντ) στην συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως (95 Συντ) και στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας (4§1 Συντ).
"Κάθε διάταξη του ... Συντάγματος .. Εφαρμόζεται υποχρεωτικώς ως προς το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται, έστω και αν, επί διατάξεως που αφορά ωρισμένο ειδικό θέμα, η σχετική ρύθμιση δεν συμβιβάζεται με άλλες συναφείς διατάξεις ή γενικές αρχές του ίδιου συντάγματος. Εν όψει δε της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα .. δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος αυτού που να είναι άκυρη ή ανίσχυρη και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος».
Η Λίνα Παπαδοπούλου, Αναπλ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. στο σύγγραμμα της "Συνταγματικό Δίκαιο, Πανεπιστημιακές παραδόσεις" σελ. 57 επί του ιδίου θέματος:
"3.1.5.4 Ζήτημα ιεραρχικής θέσης θεμελιωδών συνταγματικών αρχών με άλλους συνταγματικούς κανόνες
Το ερώτημα σχετικά με τη θέση των συνταγματικών αρχών στην ιεραρχία των πηγών και κανόνων δικαίου σχετίζεται με την ουσία, το περιεχόμενό τους, ως γενικών αρχών του δικαίου και την ερμηνευτική τους λειτουργία, που αναφέρθηκε παραπάνω. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά τους, στις αρχές στη Γερμανία υποστηρίχθηκε μεταπολεμικά ότι υπάρχουν συνταγματικές αρχές και συνταγματικοί κανόνες που έχουν ανώτερο τυπικό κύρος σε σχέση με άλλες συνταγματικές διατάξεις, διότι ενσωματώνουν αρχές και αξίες ακατάλυτες και απαραβίαστες. Αν αυτό ίσχυε, τότε θα ήταν Θεωρητικά δυνατή και η ύπαρξη ειδικότερων συνταγματικών διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση με τις Θεμελιώδεις αυτές συνταγματικές αρχές, και άρα σε αυτή την περίπτωση Θα ήταν αντισυνταγματικές. Η θεωρητική αυτή κατασκευή, όμως, εντέλει δεν επικράτησε ούτε στη γενέτειρά της ούτε στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας, η πρώτη πειστική αντίκρουση της εν λόγω θεωρίας δόθηκε ήδη υπό τον Μάνεση το 1956, ο οποίος υποστήριξε ότι είναι νομικά αδιανόητη η ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος, δηλαδή διατάξεων που αντίκεινται σε άλλες διατάξεις, οι οποίες λόγου χάρη θεσπίζουν ανώτερες αξίες ή αρχές. Πιο πειστική φάνηκε η σκέψη ότι οι τυχόν μη εναρμονισμένες προς τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές διατάξεις του Συντάγματος δεν είναι αντισυνταγματικές, αλλά απλώς εξαιρέσεις των αρχών του, θεσπιζόμενες ηθελημένα από τον ίδιο το συντακτικό νομοθέτη, οι οποίες σαν τέτοιες εισάγουν αποκλίσεις και άρα πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Σε αυτό το σημείο, Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι όλες οι συνταγματικές διατάξεις είναι νομικά ισότιμες και ισόκυρες, ενώ ο θεμελιώδης χαρακτήρας ορισμένων αρχών δεν διαφοροποιεί την νομική τους αξία από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις. Διαφορετικά θα υπήρχε ο κίνδυνος το Δικαστήριο ή και οποιοδήποτε κρατικό όργανο είχε ανάλογη αρμοδιότητα να προέβαινε σε κατάργηση ή αδρανοποίηση των θεωρούμενων ως αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων και έτσι να υποκαθιστούσε τον συντακτικό ή αναθεωρητικό νομοθέτη. Επιπλέον, κάτι τέτοιο αποτρέπεται και λόγω της απουσίας σταθερού κριτηρίου ελέγχου καθώς και νομικού ερείσματος ελέγχου. Σε αρμονία με την απολύτως κρατούσα αυτή άποψη το άρθρο 110 Σ δεν προσδίδει αυξημένη τυπική ισχύ στις διατάξεις των οποίων απαγορεύει την αναθεώρηση, απευθύνεται δε μόνον προς τον αναθεωρητικό νομοθέτη και όχι στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος. Έτσι, κατ' αποτέλεσμα, τυχόν εσωτερικές αντιφάσεις του Συντάγματος αίρονται ερμηνευτικά με βάση την αρχή της ενότητας του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει την επιλογή της ερμηνευτικής εκείνης λύσης που αποτρέπει τις αντινομίες μεταξύ συνταγματικών διατάξεων."
(Βλ. επίσης αναλυτικότερα Φ. Σπυρόπουλου, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας 2006, 1570-158)
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το ζήτημα έχει επιλυθεί ως ακολούθως:
"The United States: Specificity and Last-in-Time. American jurisprudence generally disfavors the idea of holding constitutional amendments unconstitutional. If at all possible, differing constitutional provisions are to be construed in such a way as to resolve the inconsistency without reaching the substantive legitimacy of the provisions themselves. Constitutional provisions are only considered irreconcilably inconsistent when they "are related to the same subject, are adopted for the same purposes, and cannot be enforced without material and substantial conflict." These requirements hinder courts' ability to reach conflict-of-constitution issues at all, and even further limitations exist with regard to how conflicts will be addressed. Under United States constitutional doctrine, if two constitutional provisions are truly irreconcilably in conflict, then preference must be given to one or the other. There are two ways to choose a preference: specificity and last-in-time. As a rule, a more specific provision will automatically be considered an exception to a more general provision. This way, the general provision remains controlling in all situations except the one that implicates the more specific provision. If neither provision is more specific than the other, then the provision most recently adopted wins out as the "latest expression of the will of the people." If neither of these rules succeeds in distinguishing one preferred provision, then both provisions must fail."
(Βλ. Indiana Law Journal, Vol. 86, σελ. 719)
Η θεωρία του "Basic Structure Doctrine" εισήχθηκε για πρώτη φορά από την ισχνή πλειοψηφία (7:6) του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ινδιών στην Kesavanda Bharati v. State of Kerala AIR 1973 S.C.1461Q (1973) 4 SCC 225. Στην πραγματικότητα εισήχθη στην Ινδία από τον Γερμανό ακαδημαϊκό Dietrich Conrad (βλ. Dietrich Conrad, Limitation of Amendment Procedures and the Constituent Power, 15-16 INDIAN YEARBOOK OF INTERNATIONAL AFFAIRS 375 (1970)) Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kesavanda Bharati (άνω) "το Άρθρο 368 του Συντάγματος της Ινδίας δεν παρέχει εξουσία στην Βουλή "to damage" "emasculate" "destroy" "abrogate", "change" or "alter" the Basic structure of framework of the Constitution". Παρενθετικά αναφέρεται ότι κάθε Δικαστής από τους επτά (7) της πλειοψηφίας καθόρισε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε βασικά ή αναγκαία χαρακτηριστικά του Συντάγματος. Η εφαρμογή της θεωρίας "Basic Structure Doctrine" περιορίστηκε κυρίως σε ορισμένες Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες όπως και σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Επίσης εφαρμόστηκε σε περιορισμένο αριθμό χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ από φόβο μη επαναφοράς του προηγούμενου Σοσιαλιστικού/Κουμμουνιστικού μοντέλου. Η υπόθεση Kesavanda Bharati (άνω) ήτο το αποτέλεσμα ενός "πολέμου" υπεροχής που άρχισε από την προγενέστερη υπόθεση Golak Nath v. State of Punjab AIR 1967 SC 1643, μεταξύ Νομοθετικής και Δικαστικής Εξουσίας. Το σημαντικό είναι ότι δεν έτυχε καθολικής αποδοχής.
Να σημειωθεί ότι στην ίδια την Ινδία κρίθηκε ότι η θεωρία του "Basic Structure Doctrine" δεν εφαρμόζεται επί της "συνηθισμένης" νομοθεσίας (βλ. Indira Nehru Gandhi v. Raj Narain AIR 1975 sc και Κuldip Nayar v. Union of India (2006) 7 SCCI).
Στην Ιρλανδία, κατηγορηματικά απερρίφθη η θεωρία των εξυπακουόμενων περιορισμών σε συνταγματικές τροποποιήσεις:
"The people were in fact, the fountain of all power, and by resording to them, all difficulties were got over. They could alter constitutions as they pleased."
(Βλ. James Madison, Notes of Debates in the Federal Convention of 1787, 564 (W.W. Norton 1987) State (Ryan) v. Lemmon (1935) 170 I.R. 197)
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ανώτατο Δικαστήριο (U.S. Supreme Court) δεν υιοθέτησε ποτέ την θεωρία αυτή.
Στην Coleman v. Miller 307 U.S. 433, 456, 459 (1939) ο Δικαστής Black:
"Article V.. grants power over amending of the Constitution to Congress alone... the process itself is polical in its entirely, from submission until an amendment becomes part of the Constitution, and it is not subject to judicial guidance's control or interference at any point".
Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Προέδρου A. Lincoln:
"This Country belongs to the people who inhabit it. Whenever they should grow weary of the existing government, they can exercise their constitutional right of amending it, or their revolutionary right to dismember or overthrow it."
Η ίδια, λίγο ή πολύ, είναι η αντιμετώπιση σε χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία και Νορβηγία. Εκείνο το οποίο με ασφάλεια συνάγεται από την εξέταση του θέματος στις διάφορες δικαιοδοσίες χωρών είναι ότι η τροποποίηση Συντάγματος εξαρτάται από τις πρόνοιες του συγκεκριμένου Συντάγματος σε συνάρτηση με την σχετική νομολογία. Η προσφυγή σε λήψη νομοθετικών μέτρων, όπως η τροποποίηση του Συντάγματος, υπόκειται ασφαλώς σε Δικαστικό Έλεγχο. Οι Δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους Νόμους και ουδεμία υποχρέωση έχουν να συμμορφώνονται προς διατάξεις καταλύουσες το Σύνταγμα. Παρά ταύτα ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι απεριόριστος αλλά ούτε και γενικός, επειδή ο Δικαστής κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας κρίνει το έργο του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη. Πρέπει να είναι εξαιρετικά ακριβής στην κατάστρωση και στην διατύπωση των δικανικών του συλλογισμών, πάντα εντός του ορίου της διαπίστωσης συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα των κρισίμων διατάξεων υπό εξέταση.
Οι συνταγματικές τροποποιήσεις των Άρθρων 66 και 71, κατά τη γνώμη μου δεν προκαλούν ζημιά, ή ευνουχίζουν (emasculate), ή καταστρέφουν, καταργούν, διαφοροποιούν ή αλλάζουν τη βασική δομή ή πλαίσιο του Συντάγματος. Εκείνο που επιτυγχάνουν είναι η βελτίωση του εκλογικού πλαισίου και τίποτε άλλο. Συνεπώς κατά την κρίση μου και με πλήρη σεβασμό προς απόφαση της πλειοψηφίας η εφαρμογή του "Basic structure Doctrine" εδώ δεν είναι δυνατή.
Ο Ν.131(Ι)/2019 στηριζόμενος στα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί δεν είναι αντίθετος σε καμία συνταγματική διάταξη. Οι πρόνοιες του στηρίζονται στις Συνταγματικές Διατάξεις Άρθρα 66 και 71 και δεν επηρεάζουν συνταγματικά δικαιώματα. Τα Άρθρα 66 και 71 (τροποποιήσεις) καθορίζουν ειδικά και εξαντλητικά τα θέματα στα οποία αναφέρονται και είναι χρονικά οι τελευταίες Συνταγματικές ρυθμίσεις των θεμάτων υπό εξέταση με αποτέλεσμα να υπερέχουν έναντι οποιασδήποτε άλλης διάταξης. Επίσης δεν παραβιάζεται η Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, Άρθρο 31, καθότι η πλήρωση κενωθείσας έδρας προβλέπεται ευθέως από την τροποποιηθείσα παράγρ. 2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος. Επίσης, ο προσβαλλόμενος Νόμος, Άρθρο 35 προβλέπει για την διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής κενωθείσας έδρας (βλ. 35(2)) στην περίπτωση που είναι αδύνατη η πλήρωση της κενωθείσας έδρας με βάση το εδάφιο (1). Τα όσα προβλέπονται στο Άρθρο 35 είναι σε πλήρη αρμονία με τα Άρθρα 66 και 71 του Συντάγματος. Πέραν όμως τούτων "... μόνο διά της ίσης εκπροσωπήσεως πάντων των εκλογέων εις την Βουλήν πραγματοποιείται αληθώς ή δια του αντιπροσωπευτικού συστήματος ίση συμμετοχή των πολιτών εις τον σχηματισμόν της κρατικής θελήσεως και επιτυγχάνεται αυθεντικότητα και εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει, ότι προς την ισότητα ψήφου εναρμονίζεται κατ' εξοχήν το σύστημα της αναλογικής εκλογής." (Βλ. Α.Ι. Μάνεση (άνω) σελ. 265).
Είναι η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Αιτητών ότι "η ψήφιση του τροποποιητικού Νόμου Ν.131(Ι)/2019 αποτελεί σαφή παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη δικαστική εξουσία, εφόσον έρχεται να ρυθμίσει μια σχέση που περιβάλλεται πλέον από την αρχή του δεδικασμένου, το οποίο δημιουργήθηκε κατόπιν αποφάσεων του Εκλογοδικείου". Περαιτέρω ότι η ψήφιση του άνω νόμου "συνιστά σύγκρουση εξουσιών καθότι παρεμβαίνει στην αρμοδιότητα και υποχρέωση του Γενικού Εφόρου Εκλογής να ενεργήσει στα πλαίσια του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο Νόμου και να προχωρήσουν με την πλήρωση της έδρας που κενώθηκε κατά τρόπο νόμιμο και Συνταγματικά ορθό επιβάλλοντας τους στην ουσία την εκλογή του συγκεκριμένου προσώπου".
Στο Κυπριακό Σύνταγμα είναι διάχυτη η Αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
"Η διάκριση των κρατικών εξουσιών που χαρακτηρίζει τη δομή του κυπριακού Συντάγματος αποκλείει, όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί, την άμεση, έμμεση ή με οποιοδήποτε σχήμα ανάμιξη της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της εκτελεστικής εξουσίας και αντίστροφα. Η ίδια διάκριση ισχύει και για τη δικαστική εξουσία. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 4/ 85 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2165 αποφασίστηκε ότι οι διατάξεις του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 1985 προσέκρουαν στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών επειδή πρόβλεπαν την συγκατάθεση της Βουλής στο διορισμό των μελών της Εκπαιδευτικής και της Αναθεωρητικής Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Με το ίδιο πνεύμα και σκεπτικό αποφασίστηκε η αναφορά 1/84 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 1724. Κρίθηκε ότι η ανάμιξη της Βουλής στην πρόσληψη σε αντίθεση προς τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπηρεσίας εκτάκτων υπαλλήλων συνιστούσε αντινομία προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Αντίθετα η απαγόρευση μέσω νόμου πρόσληψης στη δημόσια υπηρεσία κρίθηκε ότι δεν εκφεύγει των ορίων της νομοθετικής αρμοδιότητας. (Αναφορά 3/85 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2137. Βλ. επίσης Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2789). Όπου η εξουσία σε συγκεκριμένο τομέα του δημοσίου δεν αποδίδεται ρητά από το Σύνταγμα σε ορισμένο φορέα, αυτή κατανέμεται στον κλάδο της πολιτειακής εξουσίας στον οποίο η φύση της την κατατάσσει. Αυτό επιβάλλει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών*. Η ταξινόμηση των πολιτειακών λειτουργιών για σκοπούς άσκησης τους γίνεται με γνώμονα τα εγγενή χαρακτηριστικά και την εσώτερη φύση τους, όπως επιβάλλει η διάκριση."
(βλ. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159)
Δεν χωρεί αμφισβήτηση ότι η ψήφιση Εκλογικού Νόμου αποτελεί μέρος των εξουσιών και αρμοδιότητας της Βουλής των Αντιπροσώπων, Άρθρο 31 του Συντάγματος. Δεν υπάρχει επίσης αμφισβήτηση ότι το εκλογικό σύστημα αφήνεται να καθοριστεί με εκλογικό νόμο. Πάσα δε τροποποίηση του Εκλογικού Νόμου αποτελεί αντικείμενο των εξουσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων - Άρθρο 78.2 του Συντάγματος. Εδώ η Βουλή δεν άσκησε αρμοδιότητα που δεν της παρέχεται από το Σύνταγμα, ούτε το περιεχόμενο των Συνταγματικών τροποποιήσεων είναι ασύμφωνο προς οιανδήποτε Συνταγματική Διάταξη. Ο Ν.131(Ι)/2019 που ακολούθησε, θεμελιούται ακριβώς επί Συνταγματικών Διατάξεων. Συναφώς δεν ευρίσκεται σε διάσταση με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Πέραν όμως των πιο πάνω και στην περίπτωση που η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών συγκρούεται, που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, με ρητή άλλη Συνταγματική Διάταξη η οποία ρυθμίζει το θέμα που εξετάζεται, δεν υπερισχύει της συγκεκριμένης Συνταγματικής Διάταξης.
Η "αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν είναι υπερσυνταγματική αρχή, ούτε αξίωμα ή δόγμα αναμφισβήτητου κύρους, του συνταγματικού δικαίου ή της πολιτικής επιστήμης. Είναι απλώς μια μέθοδος οργανώσεως της άσκησης της κρατικής εξουσίας... Το κύρος της είναι σχετικό.." (βλ. Α. Μάνεση (άνω) σελ. 358).
"Ο απώτερος, εντούτοις στόχος της "τεχνικής" αυτής είναι πολιτικός και έγκειται κυρίως (α) στο διαρκή και αμοιβαίο έλεγχο της εξουσίας, χάρη στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των οργάνων, (β) στην περιστολή της κρατικής αυθαιρεσίας με την αυστηρή κατανομή των αρμοδιοτήτων και την εγκαθίδρυση αμοιβαίων φραγμών ή ανασχέσεων και θεσμικών αντισταθμίσεων και (γ) στην εγγύηση της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με την αυστηρή οριοθέτηση των κρατικών παρεμβάσεων στο χώρο της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με την αυστηρή οριοθέτηση των κρατικών παρεμβάσεων στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας." (βλ. Κράτος Δικαίου & Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας, Α. Μανεσάκης σελ 312-313).
Ο Ν. Ι. Σαριπόλος πολύ λακωνικά περιέγραψε την αρχή ως ακολούθως:
"Η δε πασών αρίστη πολιτική εγγύη κείται εν τω τίσι νεμητέον τας αρχάς"
(Βλ. Ν.Ι. Σαριπόλος, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, Τ. πρώτος, 1874, σελ. 151).
Ο καθηγητής Α. Μανιτάκης περιγράφει ως ακολούθως τη σχέση μεταξύ συνταγματικών αρχών προς τις συνταγματικές διατάξεις:
"Η σχέση, πάντως, των συνταγματικών αρχών προς τις συνταγματικές διατάξεις είναι σχέση γενικού προς μερικό και, επομένως, το ειδικότερο νόημα της συνταγματικής διάταξης υπερισχύει του γενικότερου νοήματος της συνταγματικής αρχής. Η επίκληση των συνταγματικών αρχών έχει, κυρίως, ερμηνευτική αξία και βοηθά στην αποσαφήνιση του νοήματος συνταγματικών ή νομοθετικών διατάξεων, που πρόκειται να εφαρμοστούν σε συγκεκριμένη περίπτωση. Γι' αυτό και η εφαρμογή των συνταγματικών αρχών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις προϋποθέτει τη διαμεσολάβηση συνταγματικών διατάξεων ή κανόνων, το νόημα και τη σημασία των οποίων διαφωτίζει υπάγοντάς τες σε μια συστηματική ενότητα. Η απευθείας αναγωγή του ερμηνευτή σε συνταγματικές αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες "υποθέσεις" και να αξιολογηθούν πραγματικά περιστατικά ή να επιλυθούν επίδικες διαφορές, πρέπει να αποφεύγεται. Οι συνταγματικές αρχές και αξίες "φωτίζουν" το νόημα των υπό ερμηνεία διατάξεων και "προσανατολίζουν" τον ερμηνευτή στην επιλογή των ερμηνευτικών προτάσεών του, παρέχοντας επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης ερμηνευτικής εκδοχής. Διαμεσολαβούνται, άρα, αναγκαστικά από "ενδιάμεσούς" συνταγματικούς κανόνες και δεν έρχονται σε επαφή με το υπό ρύθμιση "πραγματικό γεγονός" ή την υπό ρύθμιση σχέση, παρά με τρόπο έμμεσο και διαμεσολαβημένο."
(βλ. Κράτος Δικαίου & Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας, Ι. Εκδόσεις Σακκουλα, 1994, σελ. 367-368)
Επίσης, "νόμος διά του οποίου προσβάλλονται - αλλοιούνται ή καταργούνται δικαιώματα αναγνωρισθέντα κατ' εφαρμογή προϊσχυόντων νόμων, δια δικαστικών αποφάσεων, έστω τελεσίδικων ή και αμετάκλητων, δεν αντίκεινται προς την αρχή της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών και δεν είναι υπό αυτήν την άποψιν αντισυνταγματικός.." (βλ. Α.Ι. Μάνεση (άνω) σελ. 374-375).
Επίσης, η ανυπαρξία δεδικασμένου, όπως έχει αναλυθεί νωρίτερα, αποκλείει την εισήγηση περί παραβίασης της Αρχής της Διάκρισης των εξουσιών.
Το δεύτερο μέρος της εισήγησης των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών, επίσης δεν μπορεί να επιτύχει δεδομένου ότι ο Έφορος Εκλογής ενήργησε κατά το χρόνο που ενήργησε στα πλαίσια του νομικού πλαισίου που δημιούργησε η 12η τροποποίηση του Συντάγματος και ο Ν.131(Ι)/2019. Ουδεμία σύγκρουσης εξουσιών παρατηρείται με την ψήφιση του Τροποποιητικού Νόμου Ν.131(Ι)/2019.
Διά τους λόγους ως ανωτέρω, δεν μπορεί κάποιος βάσιμα να ισχυρίζεται ότι υπάρχει παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Η επίκληση της Λαϊκής κυριαρχίας για παρέκκλιση των διαδικασιών που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει, είμαι της γνώμης ότι δεν μπορεί να είναι επιτυχής. Τυγχάνουν στην παρούσα υπόθεση τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην Κουλουντής κ.α. (άνω) ότι δηλ. "Στην παρούσα περίπτωση σίγουρα η Βουλή δεν επιβουλεύεται τη λαϊκή κυριαρχία. Αντίθετα, αν εστερείτο από την λαϊκή αντιπροσωπεία το δικαίωμα αναθεώρησης του Συντάγματος θα είχαμε σαφή περιορισμό της Λαϊκής Κυριαρχίας".
Επίσης δεν παραβιάζεται η Αρχή της Ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
"Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίονται στην κρίση του νομοθέτη. Ο περιορισμός της επιλογής του εκλογέα σε μία μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας - κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου - σχετίζεται με τις πολιτικές πραγματικότητες, την αποτελεσματικότητα του εκλογικού αποτελέσματος και, τελικά, το συσχετισμό της επιλογής, η οποία γίνεται, με τις ευρύτερες επιδιώξεις των διεκδικητών της εξουσίας.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν έκφραση της άσκησης του ατομικού δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι» - (βλ. Άρθρο 21.2 του Συντάγματος). Η συνένωση ατόμων σε πολιτικά κόμματα, για την προαγωγή κοινών σκοπών, αποτελεί σημαντική πτυχή της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή τούτη η ύπαρξη πολιτικών κομματικών ομάδων στη Βουλή και η λειτουργία τους στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, αναγνωρίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, με τις διατάξεις του Άρθρου 73.4. (Ως προς το τι συνιστά πολιτικό κόμμα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208.)
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό της εξίσωσης ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη.
Έχει ήδη αποφασιστεί, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Hadjipavlou and Another v. Charalambides and Others - Election Petition Nos. 1/85 και 2/85 - 17/4/1986, ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα, όπως καθορίζεται στον Εκλογικό Νόμο, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Δεν έχει προβληθεί κανένας λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση από την απόφαση Hadjipavlou, ούτε διαφαίνεται τέτοιος λόγος. Η διάκριση η οποία γίνεται στην επίδραση της ψήφου του εκλογέα, ανάλογα με την επιψήφιση κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου, ανάγεται στις εγγενείς διαφορές μεταξύ πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Οι διαφορές αυτές, ουσιαστικές ως εκ της φύσεώς τους, παρέχουν τη δυνατότητα στο νομοθέτη για διαφορετικές ρυθμίσεις, στο πλαίσιο της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, για τον καταρτισμό του εκλογικού νόμου.
Το εκλογικό σύστημα της Κύπρου καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα του εκλογικού συστήματος. Η επιλογή αυτή δεν εκφεύγει των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο νομοθέτη........."
(βλ. Μαυρογένης Γεώργιος Ν. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1997) 1 Α.Α.Δ. 43)
Σε σχέση με τις προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί στην παρούσα διαδικασία, συμφωνώ με την κρίση της πλειοψηφίας και δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε άλλο.
Για τους λόγους που έχω αναφέρει, απορρίπτω την Αίτηση με έξοδα εις βάρος των Αιτητών.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ