ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D329
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.135/20
30 Σεπτεμβρίου, 2020
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΗΜΕΡ. 1.9.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ Αρ.288/2020 ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 1-30, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ (καθ΄ης η αίτηση αρ.7) ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (Καθ΄ης η αίτηση αρ.14) ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 45 ΚΑΙ 46 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 2007 ΕΩΣ 2019 (Ν.188(Ι)/2007).
------------------
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ, ημερ.29.9.2020, ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ και της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
Π. Πολυβίου, Π.Μακρίδης, Γ.Μίτλεττον, Ι.Γεωργιάδου, (κα), για τους Αιτητές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex tempore)
T.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα ζητούν: (α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certίorari με σκοπό την Ακύρωση του Διατάγματος Αποκάλυψης («Διάταγμα Αποκάλυψης») ημερομηνίας 1.9.2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 288/2020 και (β) Αναστολή της ισχύος του Διατάγματος μέχρι εκδίκασης της παρούσας Αίτησης και, σε περίπτωση παραχώρησης Άδειας από το Σεβαστό Δικαστήριο, της Αίτησης με Κλήση για την ΄Εκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για το σκοπό ακύρωσης του Διατάγματος Αποκάλυψης ημερομηνίας 01/09/2020 στην Αίτηση Αρ. 288/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και όπως δοθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο όλες οι απαραίτητες συνεπακόλουθες οδηγίες.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2020 κατόπιν σχετικής αίτησης από την Αστυνομία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα αποκάλυψης που αφορούσε διάφορες τράπεζες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και τους αιτητές. Το επίδικο διάταγμα έχει ως ζητούμενο αντικείμενο στοιχεία και έγγραφα που αφορούν την περίοδο 16.3.2013 μέχρι 27.3.2013, κατά την κλειστή περίοδο.
Ως "Κλειστή περίοδος" στο εν λόγω διάταγμα αναφέρεται η περίοδος από 16-27/03/2013 κατά την οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα (Κύπρο και εξωτερικό) παρέμειναν κλειστά ή απαγορεύτηκε διενέργεια συναλλαγών μετά από διατάγματα/εγκυκλίους/οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών, ή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου («ΚΤΚ») ή οποιασδήποτε άλλης αρχής.
Η αίτηση της Αστυνομία στηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση του υπαστυνόμου Αζά, μέλους του γραφείου Διερεύνησης Θεμάτων Οικονομίας και ΣΠΕ του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας που διερευνά τα αίτια της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ως διερευνόμενα αδικήματα αναφέρονται διάφορα αδικήματα που σύμφωνα με την αίτηση διαπράχθηκαν στην Κύπρο και στο εξωτερικό κατά ή περί τα έτη 2012-2013, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, ως του περί τραπεζικών εργασιών Νόμου, Ν.66(1)/1997, άρθρα (1), (2) και (3) του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου νόμου του 2002, άρθρο (6) και (48) του περί της Επιβολής Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές Νόμου του 2013, άρθρο (4), (5) και (7), του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς Νόμος 23(ΙΙΙ)/200 άρθρα (2)-(8) και (14), περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμος (Κεφ.161) άρθρο (2)-(5). Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό Κεφ.154, άρθρο (133), κατάχρηση εξουσίας, Κεφ.154, άρθρο 105. Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και αποκάλυψη κρατικού απορρήτου, Κεφ.154, άρθρο (135)(1), (3). Νόμος που προνοεί για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς Ν.116(1)/2005, άρθρα 19-23. περί αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχους και λειτουργούς του δημοσίου, Ν.51(1) του 2004, άρθρο 2-4 και Αδικήματα Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες κατά παράβαση των ΄Αρθρων 4 και 5 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων, Ν.188(1)/2007.
Με βάση την εν λόγω ένορκη δήλωση η έναρξη ποινικών ερευνών φαίνεται να ανάγεται στο 2017 όταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ζήτησε να γίνουν εξετάσεις κατά πόσο έχουν διαπραχθεί οποιαδήποτε ποινική αδικήματα από τράπεζες που δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο από το 2013 και βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Ιδιαίτερη έμφαση σε ολόκληρο το φάσμα της ένορκης δήλωσης γίνεται σε παραβίαση συγκεκριμένης εγκυκλίου της Κεντρικής τράπεζας ημερ. 16.3.2013 με την οποία απαγορεύονταν προσωρινά συγκεκριμένες πράξεις ως λεπτομερώς περιγράφονται. Γίνεται επίσης αναφορά στο ότι οι τράπεζες επαναλειτούργησαν στις 28.3.2013 με περιοριστικά μέτρα σύμφωνα με τα διατάγματα του Υπουργείου Οικονομικών.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το διάταγμα αποκάλυψης πάσχει νομικά για τους ακόλουθους κύριους λόγους:
3.1.1 Παραπλάνηση του Κατώτερου Δικαστηρίου και μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων όπως μεταξύ άλλων (α) του γεγονότος ότι η Αστυνομία πέτυχε στα πλαίσια της Αίτησης 5/19 την έκδοση σχεδόν πανομοιότυπου Διατάγματος το οποίο ακολούθως ακυρώθηκε με πρωτοβουλία της ίδιας της Αστυνομίας, (β) του γεγονότος ότι η τυχόν παράβαση της Εγκυκλίου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου («ΚΤΚ») με ημερ. 16.3.2020 («Εγκύκλιος») με βάση τα άρθρα 6(2)(ε) και (ζ) και 48(3) των Περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου Ν. 138(1)/2002 (ως ίσχυε τότε) («Νόμος ΚΤΚ»), η οποία εν πάση περιπτώσει δεν παραδόθηκε στην ΕΤΕ, δεν δημιουργεί ποινικό αδίκημα και δεν διώκεται αλλά ούτε και τιμωρείται ποινικά και (γ) το ότι στην ένορκη δήλωση Αζά ημερ. 1.9.2020 (ιιΕΔ Αζά») που συνοδεύει την Αίτηση Αρ. 288/2020 («Κυρίως Αίτηση») δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά όσον αφορά τους Αιτητές και ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε που να συσχετίζει και να συνδέει τους Αιτητές με την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των υπό διερεύνηση ποινικών αδικημάτων.
3.1.2 Έλλειψη και Υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και Νομικό Σφάλμα εμφανές από τα Πρακτικά καθότι το Διάταγμα Αποκάλυψης εκδόθηκε προς υποβοήθηση ποινικών ερευνών για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα.
3.1.3 Έλλειψη και Υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και Νομικό Σφάλμα εμφανές από τα Πρακτικά καθότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά αφού στην ΕΔ Αζά δεν υπάρχει οποιουδήποτε είδους υποστηρικτικό έγγραφο και μαρτυρία που θα μπορούσε να καταδείξει την ύπαρξη «εύλογης υποψίας» για την διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
3.1.4 Έλλειψη και Υπέρβαση δικαιοδοσίας αλλά και Νομικό Σφάλμα εμφανές από τα Πρακτικά καθ' ότι με το Διάταγμα Αποκάλυψης παραβιάζεται το δικαίωμα στην αλληλογραφία κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Η άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται εκεί μόνο όπου καταδεικνύεται από τον αιτητή πως υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα και σε περίπτωση που προσφέρεται με άλλο ένδικο μέσο η θεραπεία, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να καταστήσουν το θέμα συζητήσιμο. Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει συζητήσιμη, εκ πρώτης όψεως υπόθεση η οποία να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της άδειας. Αυτό κρίνεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς εμβάθυνση στην υπόθεση, (βλ. In re Kakos (1985) 1 CLR 250). ΄Αδεια επίσης παραχωρείται όπου διαπιστώνεται παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης και ή καταδεικνύονται στοιχεία παρανομίας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. (Βλ. Base Metal Trading Ltd (2005)1A A.A.Δ. 1).
Σχετική νομική βάση του διατάγματος ήσαν τα άρθρα 45 και 46 του περί Παρεμπόδισης, Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος του 2007 (Ν.188(Ι)/2007), τα οποία έχουν ως εξής:
45. (1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων άλλων Νόμων, σε σχέση με τη λήψη πληροφοριών ή εγγράφων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής ανακρίσεων για το ενδεχόμενο διάπραξης αδικημάτων, για σκοπούς ανάλυσης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή έρευνας σχετικά με τη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων ή σχετικά με έρευνα για διακρίβωση εσόδων ή μέσων, περιλαμβανομένου του εντοπισμού άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων για σκοπό δέσμευσης και/ή δήμευσης, το δικαστήριο δύναται κατόπιν μονομερούς αίτησης του ανακριτή της υπόθεσης να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Μέρους.
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου έρευνα περιλαμβάνει και έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό και ανακριτής της υπόθεσης σε σχέση με έρευνα που διεξάγεται στο εξωτερικό περιλαμβάνει οποιοδήποτε ανακριτή δυνάμει του σχετικού νόμου της Δημοκρατίας ο οποίος συνεργάζεται με τον ανακριτή της υπόθεσης.
(3) Πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται διάταγμα αποκάλυψης δυνάμει του άρθρου 46 έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί πάραυτα στον ανακριτή και οποιαδήποτε μεταγενέστερη αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί δυνάμει του άρθρου αυτού και/ή οποιεσδήποτε μεταγενέστερες πληροφορίες που αφορούν το αντικείμενο του διατάγματος αποκάλυψης.
Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης
46. (1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης δύναται, αν πεισθεί ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στο εδάφιο (2) προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα το οποίο καλείται διάταγμα αποκάλυψης, απευθυνόμενο προς το πρόσωπο το οποίο, κατά την άποψή του, έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση με το οποίο καλεί το εν λόγω πρόσωπο όπως αποκαλύψει ή παραδώσει την πληροφορία στον ανακριτή ή/και σε άλλο κατονομαζόμενο στο διάταγμα πρόσωπο μέσα σε επτά ημέρες ή μέσα σε άλλη μεγαλύτερη ή μικρότερη προθεσμία την οποία ήθελε ορίσει το δικαστήριο στο διάταγμα αν ήθελε κρίνει αυτό υπό τις περιστάσεις σκόπιμο.
(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι οι ακόλουθες -
(α) (i) Η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε ή έχει ωφεληθεί από τη διάπραξη καθορισμένου αδικήματος, ή η ύπαρξη χρηματοοικονομικής συναλλαγής η οποία δημιουργεί εύλογη υποψία ότι πρόσωπο ενέχεται σε αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή ότι η συναλλαγή ενδέχεται να σχετίζεται με τέτοια αδικήματα˙
(ii) [Διαγράφηκε]˙
(β) η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι η εν λόγω πληροφορία είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία ενδέχεται να είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση για αποκάλυψη˙
(γ) το ότι η πληροφορία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των προνομιούχων πληροφοριών˙
(δ) η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να παρασχεθεί ή να αποκαλυφθεί η πληροφορία, λαμβανομένου υπόψη-
(i) του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει για την έρευνα από την αποκάλυψη ή παροχή της εν λόγω πληροφορίας˙ και
(ii) των συνθηκών κατοχής της εν λόγω πληροφορίας από τον κάτοχό της.
(3) Το διάταγμα αποκάλυψης-
(α) Εκδίδεται και σε σχέση με πληροφορία που βρίσκεται στην κατοχή κρατικού λειτουργού˙
(β) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική ή άλλη διάταξη δυνάμει της οποίας δημιουργείται υποχρέωση για τήρηση μυστικότητας ή επιβάλλονται οποιοιδήποτε περιορισμοί στην αποκάλυψη πληροφορίας˙
(γ) δεν παρέχει δικαίωμα αποκάλυψης ή παράδοσης πληροφοριών οι οποίες είναι προνομιούχες˙
(δ) επιδίδεται μόνον στο πρόσωπο το οποίο έχει στην κατοχή του την πληροφορία που αναφέρεται στην αίτηση".
Εξετάζοντας το υπάρχον υλικό για σκοπούς μόνο συζητήσιμης υπόθεσης, θεωρώ πως εντοπίζονται νομικά και πραγματικά στοιχεία τέτοια που στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, όσο αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων των πιο πάνω άρθρων στην υπό κρίση περίπτωση σε συνάρτηση με τα δοθέντα ως δεδομένα στην ένορκη δήλωση Αζά, ειδικά ως προς τη διάπραξη αδικημάτων και τη σχέση των αιτητών με αυτά. Επίσης τίθεται θέμα στοιχειοθέτησης συζητήσιμης υπόθεσης ως προς και τα λοιπά εγειρόμενα από τους αιτητές ζητήματα. (Βλ. Εdrinotio πολ.εφ.363/12, 3.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:D477. Σε απόλυτη συσχέτιση με τα πιο πάνω τίθεται βεβαίως ότι οι αιτητές δεν φαίνεται να έχουν άλλο κατάλληλο ένδικο μέσο στη διάθεση τους, ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 72(2) του Νόμου του 2007. Εν πάση περιπτώσει από τα ενώπιον μου τεθέντα προκύπτει πως συντρέχουν οι εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη χορήγηση της άδειας.
Συνεπώς δίδεται άδεια ως (α) της αίτησης και διατάσσεται η αναστολή της ισχύος του επίδικου διατάγματος μέχρι εκδίκασης της δια κλήσεως αίτησης. Η δια κλήσεως αίτηση να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών και να επιδοθεί στη συνέχεια. Ορίζεται δε για οδηγίες στις 12.10.2020 η ώρα 11.15π.μ.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.