ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A206
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 126/2013)
1 Ιουλίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π/ρος, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
- ΚΑΙ -
1. xxx ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ,
2. xxx ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
- ΚΑΙ -
ΕΘΝΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Τριτοδιαδίκων
-----------------------------------------------
Α. Ρήγας για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Α. Πέτσας για Α. Πέτσα & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1.
Μ. Χριστοφόρου για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα ΔΕΠΕ,
για την εφεσίβλητη 2.
Μ. Κυριάκου (κα) για Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Τριτοδιάδικους.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Η εφεσείουσα τράπεζα ήγειρε αγωγή εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων για το ποσό των ΛΚ33.499,45, υπόλοιπο τρεχούμενο λογαριασμού, με τόκο 11.5% ετησίως από 1.1.2005 καθώς και για την εκποίηση διαφόρων μετοχών εγγεγραμμένων και ενεχυριασμένων προς όφελος της από τους εφεσίβλητους. Η αξίωση προέκυψε από τη συμμετοχή του εφεσιβλήτου 1 στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», στη βάση του οποίου θα του παρέχονταν πιστωτικές διευκολύνσεις με σκοπό την επένδυση σε αξίες και με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του εφεσίβλητου 1 την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λίμιτεδ, τριτοδιάδικο στην πρωτόδικη διαδικασία. Η εφεσίβλητη 2, τότε σύζυγος του εφεσίβλητου 1, είχε υπογράψει αργότερα εγγύηση περιοριζόμενη στις ΛΚ25.000 για τις υποχρεώσεις αυτού, ενεχυριάζοντας παράλληλα συγκεκριμένες δικές της μετοχές. Ο εφεσίβλητος 1, κατά την έκθεση απαίτησης, κατά παράβαση των όρων του εν λόγω σχεδίου επέτρεψε το όριο των εξασφαλίσεων που είχε παράσχει σε αξίες να είναι χαμηλότερο από το ποσό της οφειλής του, υπερβαίνοντας έτσι το όριο του λογαριασμού του. Με δεδομένο ότι παρέλειψε να αποπληρώσει την υπέρβαση του ορίου ή να προσφέρει περαιτέρω εξασφαλίσεις για το χρεωστικό του υπόλοιπο, η εφεσείουσα τράπεζα τερμάτισε τη λειτουργία του τρεχούμενου λογαριασμού και αξίωσε το προαναφερθέν υπόλοιπο.
Η βασική θέση του εφεσίβλητου 1, ήταν ότι ουδέποτε έδωσε γραπτές εντολές ή αποδέχθηκε οποιαδήποτε συμφωνία ή έδωσε τη συγκατάθεση του πέραν ενός ορισμένου χρονικού σημείου που τοποθέτησε στα τέλη Νοεμβρίου 1999. Καταλόγιζε στην εφεσίβλητη 2 ότι εν αγνοία του είχε δώσει εντολές για διάφορες συναλλαγές αξιών στο λογαριασμό του ιδίου χωρίς όμως τη συγκατάθεση του και τις οποίες εντολές η χρηματιστηριακή - τριτοδιάδικος - εκτέλεσε παράνομα και αντισυμβατικά. Αυτές οι συναλλαγές μετά τις 22.11.2000, ήταν παράνομες. Με τις πράξεις, παραλείψεις και αμέλεια της εφεσείουσας τράπεζας για την οποία δόθηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες, προκλήθηκε σε αυτόν ζημία ίσης αξίας με την αξίωση της τράπεζας την οποία και ανταπαίτησε με τόκο από 1.1.2005. Στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του ο εφεσίβλητος 1 καταλόγισε επίσης λεπτομέρειες δόλου και απάτης, απειλών και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους της τράπεζας προς την εφεσίβλητη 2.
Η τριτοδιάδικη χρηματιστηριακή εταιρεία επίσης αρνήθηκε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ισχυριζόμενη ότι το πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διορίστηκε ως χρηματιστής των εφεσιβλήτων δεν ανέφερε ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να είχε γραπτές ή ηχογραφημένες εντολές για να προβαίνει εκ μέρους τους σε πράξεις. Κατά τη διάρκεια της ισχύος του πληρεξουσίου εγγράφου διενήργησε πράξεις χρηματιστηριακές κατόπιν οδηγιών των εφεσιβλήτων που δίνονταν προς κάποιο xxx Μηνά που ενεργούσε για λογαριασμό της χρηματιστηριακής.
Το Δικαστήριο αφού παρέθεσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που δόθηκε, απέρριψε την αγωγή, καθώς και την ανταπαίτηση. Μαρτυρία είχε δώσει η xxx Θεμιστοκλέους εκ μέρους της εφεσείουσας τράπεζας, ο εφεσίβλητος 1, ως Μ.Υ.1, ο xxx Χριστοφόρου λειτουργός του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, ως Μ.Υ.2, η εφεσίβλητη 2, ως Μ.Υ.3, η xxx Παντελίδου ως μάρτυρας της τράπεζας επί της ανταπαιτήσεως του εφεσίβλητου 1 και η xx xxx Πασχάλη, εκ μέρους του τριτοδιάδικου. Το Δικαστήριο στην απόφαση του ανηπαρήγαγε αυτούσιες τις δηλώσεις (μέρος της κύριας εξέτασης τους) των Θεμιστοκλέους, των δύο εφεσίβλητων και της Πασχάλη, ενέργεια καθόλου επιθυμητή, επιμηκύνοντας αχρείαστα την απόφαση άνευ λόγου, και ταυτόχρονα χωρίς να γίνεται αντιληπτή η ουσία εκάστης μαρτυρίας με την αποφυγή παράθεσης αχρείαστων λεπτομερειών.
Επί της αξιολογήσεως, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 προκάλεσαν πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρες έχοντας παρουσιάσει τη μαρτυρία τους με άνεση, σαφήνεια και σταθερότητα, εκπέμποντας εικόνα ειλικρίνειας. Ορισμένα γεγονότα ο εφεσίβλητος 1 δέχθηκε ότι δεν θυμόταν καλά και αυτό ήταν στοιχείο ειλικρίνειας και γνησιότητας της μαρτυρίας, εν πάση δε περιπτώσει δεν αφορούσαν σε οποιοδήποτε ουσιαστικό γεγονός. Ο εφεσίβλητος 1 είχε σημειώσει στη μαρτυρία του ότι δεν υπήρχε ούτε ένας χρηματιστής που να μπορούσε να καταθέσει ότι έλαβε οδηγίες από τον ίδιο προσωπικά για χρηματιστηριακές πράξεις μετά από ορισμένο χρονικό σημείο. Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη 2 έθεσε τα πράγματα επίσης με ειλικρίνεια, εξηγώντας ότι τότε πολλά πράγματα γίνονταν αντικανονικά γνωρίζοντας ότι μπορούσε να αυτοενοχοποιηθεί με τη μαρτυρία της. Η μαρτυρία που δόθηκε εξέπεμπε επίσης γνησιότητα ως προς τους ισχυρισμούς της.
Από την εφεσείουσα τράπεζα η μαρτυρία που δόθηκε, τόσο επί της απαιτήσεως, όσο και επί της ανταπαιτήσεως, το ίδιο δε ίσχυε και για τη μαρτυρία του τριτοδιάδικου, ήταν, κατά το Δικαστήριο, φαινομενικά ορθή από την άποψη ότι παρουσιάστηκαν ισχυρισμοί που συνήδαν πλήρως με τα κατατεθέντα τεκμήρια και τους δικογραφημένους ισχυρισμούς. Όμως οι τρεις αυτοί μάρτυρες της τράπεζας και του τριτοδιάδικου παρουσίασαν «σημεία υπεκφυγής στα λεγόμενα τους», δεν ήσαν παρούσες σε γεγονότα που ανέφεραν, δεν μπορούσαν να θυμηθούν τι είχε λεχθεί και παρουσίασαν με γενικότητα την κατάσταση και τις διαδικασίες. Η εντύπωση του Δικαστηρίου γενικά ήταν ότι η μαρτυρία αυτή ήταν περισσότερο συμπερασματική και έτσι το Δικαστήριο δέχθηκε την αντίθετη θέση ότι ο επίδικος λογαριασμός περιελάμβανε συναλλαγές που είχαν διενεργηθεί χωρίς την εξουσιοδότηση και εν αγνοία του εφεσίβλητου 1 από την εφεσίβλητη 2, σε γνώση μάλιστα τόσο της τράπεζας, όσο και της χρηματιστηριακής εταιρείας.
Η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι εφόσον δεν μπορούσαν να συγκεκριμενοποιηθούν με την αναγκαία ακρίβεια και ασφάλεια οι πράξεις για τις οποίες ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 ήταν υπεύθυνος, δεν μπορούσε να καταλήξει αν πράγματι υφίστατο και αν ναι ποιο, το ύψος οφειλής δυνάμει του λογαριασμού. Γι΄ αυτό και απέρριψε την απαίτηση και συνακόλουθα και την ανταπαίτηση, ενώ όσον αφορά τον τριτοδιάδικο η περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου με το ζήτημα θα είχε σημασία μόνο αν πετύχαινε η αξίωση της εφεσείουσας. Συνεπώς απέρριψε και την αξίωση των εφεσιβλήτων ως εναγομένων εναντίον του τριτοδιάδικου.
Με δέκα συναπτούς λόγους έφεσης αμφισβητείται πλήρως η κατάληξη του Δικαστηρίου με βασικό επιχείρημα ότι υπήρξε παραδοχή του χρέους μέσα από τη δικογραφία, αλλά και τη μαρτυρία ενώ ο ρόλος της τράπεζας δεν είχε σχέση με τις διαδικασίες και ενέργειες του χρηματιστηριακού γραφείου ή τις σχετικές επενδυτικές αποφάσεις. Το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την εφεσείουσα τράπεζα και, επομένως, λανθασμένα το Δικαστήριο κατάληξε ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει στην ουσία κατά πόσο υφίστατο ή όχι ενδεχόμενη οφειλή των εφεσιβλήτων. Λανθασμένη ήταν και η θέση του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης της εφεσείουσας τις δικογραφημένες θέσεις και μαρτυρία που δόθηκε από τον τριτοδιάδικο. Περαιτέρω, από τη στιγμή που δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός περί επαγγελματικής αμέλειας της εφεσείουσας, δεν ήταν ορθή η θέση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 2 διενεργούσε χρηματιστηριακές συναλλαγές χωρίς την εξουσιοδότηση του εφεσίβλητου 1 και εν αγνοία του, αλλά σε γνώση της τράπεζας. Γενικά, η αξιολόγηση της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων ήταν πλημμελής και λανθασμένα επίσης δεν έγινε δεκτή η κλήτευση μάρτυρα για αντεξέταση από την τράπεζα σε σχέση με δηλώσεις που ο εφεσίβλητος 1 είχε ισχυριστεί ότι η μάρτυρας αυτή έκανε.
Οι εφεσίβλητοι θεωρούν την απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως απόλυτα ορθή και απορρίπτουν τους διάφορους ισχυρισμούς που περιέχονται στους λόγους έφεσης επισημαίνοντας το συνήθη κανόνα ότι η αξιολόγηση αφορά πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που θα μπορούσε το Εφετείο να διαφοροποιήσει τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία του τριτοδιάδικου εν πάση περιπτώσει είχε κριθεί αναξιόπιστη και επομένως δεν χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο εναντίον των θέσεων της εφεσείουσας τράπεζας, ενώ η αποδοχή της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2, καθώς και του Μ.Υ.2, φανέρωνε αβίαστα ότι η εφεσίβλητη 2, ενεργούσε αντισυμβατικά και αντικανονικά, ενώ δεν μπορούσε να κάνει συναλλαγές στο λογαριασμό του εφεσίβλητου 1 με τη χρήση πληρεξουσίου το οποίο ο ίδιος δεν έδωσε προς τη χρηματιστηριακή εταιρεία. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γενικά ήταν ορθή και η απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων δεν είχε επίπτωση επί της αξίωσης της εφεσείουσας τράπεζας εφόσον στην ουσία κρίθηκε ότι η τράπεζα είχε γνώση των αντικανονικών συναλλαγών εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 και γι΄ αυτό απορρίφθηκε και η απαίτηση της.
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση πρέπει συναφώς να αναφερθούν τα εξής: Πρώτον, ότι επίσημα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν υπάρχουν. Παρά τις πολλαπλές προσπάθειες που έγιναν τα στενογραφημένα πρακτικά για άγνωστο λόγο απωλέσθηκαν και ουδέποτε έγινε κατορθωτός ο εντοπισμός τους παρά την προς τούτο έντονη αναζήτηση τους από τους αρμοδίους, Ευτυχώς, ο πρωτόδικος Δικαστής κράτησε αρκετά καλές χειρόγραφες σημειώσεις, οι οποίες αφού εντοπίσθηκαν, δακτυλογραφήθηκαν, ηλέγχθησαν από τους συνηγόρους των διαδίκων και συμφωνήθηκαν, αφού συμφωνήθηκαν επίσης κάποιες εμφανείς ελλείψεις υπό το φως και των σημειώσεων που τηρήθηκαν από τους ιδίους επί κοινώς αποδεκτών γεγονότων. Επομένως η έφεση εξετάζεται υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας.
Δεύτερο, η δικογραφία από πλευράς των εφεσιβλήτων-εναγομένων δεν ήταν η καλύτερη υπό τις περιστάσεις. Ενώ φανερά υπήρχε διάσταση συμφερόντων μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2, όπως διαφάνηκε και από τη μαρτυρία, εν τούτοις καταχωρήθηκε κοινή υπεράσπιση, η οποία όμως υπογράφεται στο τέλος από «Δικηγόρο εναγομένου», ενώ και στο σώμα της κοινής υπεράσπισης, πλειστάκις καταγράφονται μόνο οι ισχυρισμοί και θέσεις του εφεσίβλητου 1, ο οποίος και μόνος ήγειρε ανταπαίτηση. Καταγράφονται επίσης ισχυρισμοί ότι το πληρεξούσιο έγγραφο που υπέγραψε η εφεσίβλητη 2, καθώς και η εγγύηση, αποσπάσθηκαν στην ουσία με δόλο και απειλές από την τράπεζα, η οποία, άλλως, θα ανέφερνε στο σύζυγο της, εφεσίβλητο 1, ότι αυτή ενεργούσε εν αγνοία του. Με αυτούς τους ισχυρισμούς η εφεσίβλητη 2 συνέπλεε αφού η υπεράσπιση ήταν κοινή. Στην πρωτόδικη διαδικασία, όμως, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αντιπροσωπεύθηκαν από διαφορετικούς δικηγόρους, γεγονός ανεπίτρεπτο εφόσον υπήρχε κοινή υπεράσπιση.
Τρίτο, ενώ ο εφεσίβλητος 1 καταλόγιζε πράξεις και ενέργειες εκ μέρους της εφεσίβλητης 2 εν αγνοία του, οι οποίες μάλιστα αύξησαν την οφειλή του προς την τράπεζα, εν τούτοις δεν κινήθηκε εναντίον της με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε και χρησιμοποιήθηκε ο μηχανισμός ανταλλαγής μεταξύ τους δικογράφων ή θέσεων όπως προνοεί η σχετική προς τούτο Δ.10 θ.12, για τον οποίο και δεν χρειάζεται η προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου.
Τέταρτο, αντί να γίνει μεταξύ των εφεσιβλήτων οποιαδήποτε διαδικασία συνεισφοράς ή κάλυψης, αμφότεροι ήγειραν εναντίον της χρηματιστηριακής εταιρείας την προνοούμενη από τους Θεσμούς διαδικασία τριτοδιάδικου.
Πέμπτο, ο τριτοδιάδικος δεν εφεσίβαλε την απόφαση. Επομένως όλα τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου παρέμειναν αλώβητα και αυτό, βεβαίως, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης για την τελική κατάληξη.
Έκτο, δεν υπήρξε αντέφεση επί της απόρριψης της ανταπαίτησης του εφεσίβλητου 1.
Έβδομο, η απόφαση δυστυχώς δεν είναι συνταγμένη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εντοπίζονται αδυναμίες ως προς τη συνοχή της και την ανάλυση που θα έπρεπε να διέπει μια τέτοια απόφαση, υπό τις ιδιαίτερες δικογραφικές συνθήκες με τις οποίες οι διάδικοι, κατ΄ επιλογή τους, περιέβαλαν την υπόθεση. Επιπλέον ανεπίτρεπτα ενώ η ακροαματική διαδικασία τελείωσε στις 18.7.2012 και επιφυλάχθηκε η απόφαση, αυτή εκδόθηκε μόλις στις 31.12.2013, γεγονός που πρέπει να αποφεύγεται.
Επί της ουσίας της έφεσης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παραδοχή της εφεσίβλητης 2 ότι πράγματι ήταν η ίδια που έδινε χρηματιστηριακές εντολές προς τον τριτοδιάδικο - χρηματιστηριακή, εν αγνοία του εφεσίβλητου 1, τότε συζύγου της. Αυτό ήταν ήδη καταγραμμένο στην κοινή υπεράσπιση, παράγραφος 9, όπου επί λέξει αναφέρονταν, μεταξύ άλλων:
«Η Εναγομένη 2 είχε δώσει εντολές για συναλλαγές αξιών στο λογαριασμό του Εναγομένου 1, εν αγνοία του Εναγομένου 1 και χωρίς τη συγκατάθεση του, τις οποίες οι χρηματιστές, ήτοι η Εθνική Χρηματιστηριακή Λτδ, εκτέλεσαν παράνομα και αντισυμβατικά.»
Η μαρτυρία της εφεσίβλητης 2, τόσο διά της «Γραπτής Κατάθεσης» της, όσο και διά της ζώσας μαρτυρίας της, ήταν προς την ίδια κατεύθυνση. Αναγνώρισε ευθαρσώς ότι άρχισε περί το Δεκέμβριο του 1999, εν αγνοία του τότε συζύγου της, να δίδει εντολές για πράξεις στο λογαριασμό του χωρίς να της είχε εκφραστεί οποιαδήποτε αντίθεση από τη χρηματιστηριακή ως προς τις ενέργειες της. Λόγω του ότι η επιλογή των εντολών της επέφερε τελικά ζημιές, στον εφεσίβλητο 1, θεώρησε ορθό να συνεχίζει να δίδει εντολές ελπίζοντας στην υπερκάλυψη τους. Αναγκάστηκε υπό την πίεση της εφεσείουσας τράπεζας να υπογράψει μεταγενέστερο πληρεξούσιο έγγραφο, Τεκμήριο 7, ημερ. 21.11.2000, ώστε η τράπεζα να μην κλείσει το λογαριασμό του εφεσίβλητου 1 και να μην κινηθεί νομικά εναντίον του, αλλά και για να μπορεί να συνεχίσει η ίδια να δίδει εντολές για πράξεις στον επίδικο λογαριασμό, αφού η τράπεζα γνώριζε ότι εκείνη ήταν που έδιδε τις σχετικές εντολές, ενώ επίσης απαίτησε να υπογράψει, όπως και έγινε, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών για να παραμείνει ο λογαριασμός εν ενεργεία, τα Τεκμήρια 8(α) και 8(β). Αυτό έγινε την ίδια ημερομηνία υπογραφής με το πληρεξούσιο έγγραφο που έδωσε στις 21.11.2000.
Η μαρτυρία αυτή έγινε πλήρως δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη την ειλικρινή τοποθέτηση της εφεσίβλητης 2 και ότι με τη μαρτυρία της αυτοενοχοποιείτο σε διάφορα θέματα. Η αμφισβήτηση αυτής της πτυχής της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι βάσιμη. Η εντύπωση περί μάρτυρα αληθείας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Εκτός για πολύ καλούς λόγους δεν μπορεί να ανατραπεί από το Εφετείο, (Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, Nakery Trading Ltd v. Σιαηλή κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 343/10, ημερ. 22.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A871, κ.ά). Σημειώνεται ιδιαίτερα εδώ ότι μοναδικός μάρτυρας για την εφεσείουσα τράπεζα επί της αξιώσεως της ήταν η xxx Θεμιστοκλέους, η οποία όμως κρίθηκε ότι παρουσίασε όλα τα σχετικά έγγραφα, με αοριστίες και υπεκφυγές και θέσεις, χωρίς η ίδια να ήταν παρούσα. Το ίδιο κρίθηκε να ισχύει και για τη xxx Παντελίδου, μάρτυρα υπεράσπισης επί της ανταπαιτήσεως του εφεσίβλητου 1. Το ίδιο και για την xxx Κεττένη, μάρτυρα της χρηματιστηριακής ως τριτοδιάδικου. Η εφεσείουσα τράπεζα στο περίγραμμα της εξονυχίζει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 και θέτει διάφορα ερωτηματικά ως προς την ποιότητα των θέσεων της. Το αντίθετο ακριβώς όμως πράττει και η ίδια η εφεσίβλητη 2 στο δικό της περίγραμμα. Πέραν όμως των διαφόρων επί μέρους επιχειρημάτων που με λεπτομέρεια δίδονται στα αντίστοιχα περιγράμματα, παραμένει ένα βασικό ερώτημα. Η ανάμειξη της εφεσίβλητης 2 στα του λογαριασμού του εφεσίβλητου 1 δεν επεξηγήθηκε από την τράπεζα κατά τρόπο λογικό. Παρέμεινε ανεξήγητο γιατί η τράπεζα δεν ζήτησε περαιτέρω εξασφάλιση επί του προβληματικού λογαριασμού και γιατί δεν τον ειδοποίησαν ότι θα τον εγγυάτο τρίτο πρόσωπο, έστω και αυτό ήταν η εφεσίβλητη 2, τότε σύζυγος του. Η μαρτυρία έδειξε ότι η τράπεζα γνώριζε περί της ανάμειξης της εφεσίβλητης 2. Το Τεκμήριο 20α, για παράδειγμα, καθιστούσε ενήμερη την τράπεζα περί της ενεχυρίασης μετοχών της Suphire (Venture Capital) Ltd που ανήκαν στην εφεσίβλητη 2 που σχετιζόταν όμως με το έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξίας ημερ. 17.3.1999.
Εισηγείται η εφεσείουσα τράπεζα ότι γενικά η αξιολόγηση ήταν πλημμελής υποδεικνύοντας τα κατατεθέντα τεκμήρια των λογαριασμών. Είναι για αυτό το λόγο όμως που το Δικαστήριο έκαμε λόγο για «φαινομενική φυσικότητα στη μαρτυρία τους». Ταυτόχρονα το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο επίδικος λογαριασμός περιελάμβανε συναλλαγές εν αγνοία του εφεσίβλητου 1 που έγιναν από την εφεσίβλητη 2 και ότι «...κάτι τέτοιο ήταν σε γνώση τόσο των τριτοδιαδίκων όσο και των εναγόντων.».
Το επενδυτικό σχέδιο, Τεκμήριο 1, αφορούσε βεβαίως ρητά και μόνο τον εφεσίβλητο 1. Αυτός διόρισε με το Τεκμήριο 4 τη χρηματιστηριακή ως εκείνη που θα διενεργούσε τις πράξεις κατ΄ εντολή του και μόνο. Παρά ταύτα, το Τεκμήριο 7, παρουσιάζει την εφεσίβλητη 2, ενάμιση χρόνο μετά, να δίνει και εκείνη πληρεξούσιο στην ίδια χρηματιστηριακή, σε αντάλλαγμα τη συμμετοχή του εφεσίβλητου 1 στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» της εφεσείουσας τράπεζας. Αυτό το γεγονός από μόνο του δημιουργούσε προβληματισμό. Συνάδει με την εκδοχή της εφεσίβλητης 2 ότι με την παρουσίαση προβλημάτων στο λογαριασμό του εφεσίβλητου 1, επειδή η ίδια έδιδε εντολές που δεν απέφεραν κέρδη, αλλά αντίθετα ζημιές, συνέχιζε να δίδει εντολές σε μια προσπάθεια διόρθωσης του υπολοίπου. Εξηγείται έτσι η υπογραφή του συγκεκριμένου πληρεξουσίου που δεν μπορεί να ήταν, ως η εισήγηση των μαρτύρων της τράπεζας και της χρηματιστηριακής, για να καθίσταται εφικτή η πώληση των αξιών που η ίδια έδωσε με τα Τεκμήρια 8(α) και 8(β). Αυτό συνδέεται και με την αποδεκτή μαρτυρία του xxx Χριστοφόρου, ο οποίος είπε ότι δεν χρειαζόταν το Τεκμήριο 7 για να πωληθούν οι ενεχυριασμένες μετοχές, του Τεκμηρίου 8, η δε εφεσίβλητη 2 ασφαλώς και δεν δικαιούτο να προβαίνει, στη βάση του Τεκμηρίου 7, σε συναλλαγές εκ μέρους του εφεσίβλητου 1. Η εφεσίβλητη 2 δεν είχε εξ αρχής συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο, ούτε ήταν εγγυήτρια των υποχρεώσεων του εφεσίβλητου 1. Πώς τόσο αργότερα, εισήλθε στην εικόνα σε αντάλλαγμα της χορήγησης τρεχούμενου λογαριασμού στον τότε σύζυγο της, ως αναφέρεται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης, και στο ίδιο το Τεκμήριο 7, χορήγηση όμως που είχε ήδη συντελεστεί από το Μάρτιο του 1999; Λογικά αυτή η ανάληψη υποχρέωσης εξηγείται με την εκδοχή που παρουσίασε η ίδια η εφεσίβλητη 2 και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Μέρος της αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 2, ήταν και η θέση της ότι η χρηματιστηριακή ουδέποτε της αρνήθηκε να προβαίνει σε οποιεσδήποτε πράξεις που ως αποδέκτη και τελικό δικαιούχο είχαν τον εφεσίβλητο 1. Αυτό όμως σήμαινε ότι η χρηματιστηριακή εν γνώσει της ή εν πάση περιπτώσει αμελώς, επέτρεπε σε άλλο πρόσωπο πέραν από τους λειτουργούς της ίδιας ή το Μηνά που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο διευθυντής της και αδειούχος και εγκεκριμένος χρηματιστής τον οποίο χρησιμοποιούσε ο εφεσίβλητος 1, να προβαίνει σε χρηματιστηριακές πράξεις προς όφελος ή ζημία τρίτου προσώπου. Η εφεσίβλητη 2 ήταν μεν αδειούχος χρηματιστής, τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 2000, αλλά ουδέποτε είχε εξουσιοδότηση να ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό του εφεσίβλητου 1.
Το εύρημα λοιπόν αυτό του Δικαστηρίου όχι μόνο ουδέποτε αμφισβητήθηκε στη συνέχεια με οποιοδήποτε τρόπο από την ίδια τη χρηματιστηριακή, αλλά αντίθετα στο δικό της περίγραμμα ενώπιον του Εφετείου, συνδράμει τα ευρήματα του Δικαστηρίου και την κατάληξη του ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε με ακρίβεια ο λογαριασμός και οι πράξεις που διενήργησε η εφεσίβλητη 2. Προσθέτει δε ότι ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της xxx Κεττένη ήταν, εν μέρει, εκτός δικογράφων, και εν τέλει αναξιόπιστη. Αυτές, βεβαίως, οι εκ των υστέρων παραδοχές, από τη χρηματιστηριακή έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την υπεράσπιση που η ίδια κατέθεσε στη διαδικασία τριτοδιαδίκου, αλλά και τη μαρτυρία που έδωσε η xxx xxx Παντέχη εκ μέρους της. Το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση του ότι ο δικογραφημένος ισχυρισμός του τριτοδιάδικου ότι ως χρηματιστηριακή προέβαινε σε πράξεις μετά από εντολές των εφεσιβλήτων οι οποίες δίδονταν προς το xxx Μηνά ή και σε οποιοδήποτε άλλο υπάλληλο και/ή εργοδοτούμενο που ενεργούσε για λογαριασμό της, ερχόταν σε σύγκρουση με τη μαρτυρία της xxx xxx Πασχάλη, εκ μέρους του τριτοδιάδικου.
Η μη έφεση εκ μέρους της χρηματιστηριακής σ΄ ό,τι αφορά τα ευρήματα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας εφόσον δεν λογίσθηκε εναντίον της οτιδήποτε, ήταν αναμενόμενη. Η έκδοση απόφασης εναντίον του τριτοδιάδικου απέτυχε διότι απερρίφθη η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας εναντίον των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο, όμως, ρητά σημείωσε ότι αν πετύχαινε η αξίωση τότε θα πετύχαινε και η διαδικασία τριτοδιάδικου. Αυτό σήμαινε ότι το σφάλμα έγκειτο με τον τριτοδιάδικο που λάμβανε εντολές από την εφεσίβλητη 2, χωρίς εξουσιοδότηση. Επομένως εφόσον γίνονταν διάφορες πράξεις τις οποίες η εφεσείουσα χρέωνε και πίστωνε ανάλογα, με την εμπλοκή μη εξουσιοδοτημένου προσώπου, εναπόκειτο στην εφεσείουσα τράπεζα αφού παραδεχόταν το πρόβλημα, να παρουσίαζε ορθές καταστάσεις λογαριασμού απαλλαγμένες από την εμπλοκή της εφεσίβλητης 2. Η εμπλοκή αυτή σήμαινε ότι ο εφεσίβλητος 1, δεν μπορούσε να θεωρείτο υπεύθυνος για πράξεις που δεν εξουσιοδότησε. Το οποιοδήποτε πρόβλημα που παρουσιάστηκε αφορούσε την τράπεζα με τη χρηματιστηριακή εταιρεία, που ήταν μεν ανεξάρτητη νομική οντότητα, αλλά συνδεδεμένη προφανώς μ΄ αυτήν, εξ ου και στο Τεκμήριο 1, την Αίτηση για Συμμετοχή στο Σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», αναφέρεται στον Όρο 1, ότι «χρηματιστηριακό Γραφείο» σημαίνει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που είναι εγκεκριμένο ως «Χρηματιστής» και «το οποίο θα υποδεικνύει η Τράπεζα». Υποδείχθηκε προφανώς η συγκεκριμένη χρηματιστηριακή. Έχουν υποδειχθεί πρόσφατα στην υπόθεση Λάμπρος Χαριλάου ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 155/12, ημερ. 14.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A468, τα προβλήματα που προκύπτουν από τη χρήση χρηματιστηριακής από τράπεζα, συνδεδεμένη μ΄ αυτή, το νομικό συσχετισμό μεταξύ τους και τη χρεοπίστωση στο λογαριασμό επενδυτή από εντολές που δίνονται από τον ίδιο, ή φαινομενικά από τον ίδιο, όπως εδώ, στη χρηματιστηριακή εταιρεία.
Η ουσία είναι ότι παρά το γεγονός των διακριτών διαδικασιών μεταξύ τράπεζα-επενδυτή αφενός και επενδυτή-χρηματιστηριακής αφετέρου, ενυπάρχει έμμεση σχέση μεταξύ τράπεζας και χρηματιστηριακής. Οποιαδήποτε προβλήματα δημιουργούνται μεταξύ επενδυτή και χρηματιστηριακής αντανακλώνται ή επηρεάζουν χωρίς αμφιβολία την αξίωση της τράπεζας έναντι του επενδυτή όταν διαφαίνεται ότι οι εντολές που μετατράπηκαν σε χρεοπιστώσεις σε βάρος του επενδυτή, δεν ήταν είτε δικές του είτε νόμιμες είτε σαφείς.
Η τριτοδιάδικη διαδικασία είναι, ως γνωστό, ανεξάρτητη από τη διαδικασία ενάγοντα-εναγομένου. Σκοπός της είναι η αποζημίωση διά συνεισφοράς ή καλύψεως της ευθύνης που τυχόν θα αναλογήσει στον εναγόμενο προς όφελος του ενάγοντα. Όμως το εύρημα του Δικαστηρίου περί γνώσης της τράπεζας είναι καταλυτικό. Και αυτό προκύπτει και από την μη αποδοχή της μαρτυρίας της xxx Παντελίδου, που κατέθεσε ως μάρτυρας επί της ανταπαιτήσεως. Η εφεσείουσα τράπεζα διατείνεται ότι η απόρριψη της υπεράσπισης ότι ήταν αμελής εκθεμελιώνει την αξιολόγηση του Δικαστηρίου επί της σχετικής μαρτυρίας. Πρέπει όμως να υποδειχθεί ότι το Δικαστήριο δεν απεδέχθη τον ισχυρισμό περί αμελείας στη βάση του ότι η τράπεζα δεν ήταν διαχειρίστρια του λογαριασμού του εφεσίβλητου 1 και δεν είχε υποχρέωση παρά μόνο δικαίωμα να πωλεί προς μείωση ζημιών διάφορες αξίες. Δεν είχε τέτοιου είδους ευθύνη και επομένως δεν μπορούσε να ήταν και αμελής. Αυτό όμως ήταν κάτι πολύ διάφορο από τη γνώση της εμπλοκής της εφεσίβλητης 2. Η τράπεζα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει περί της αναρμόδιας ανάμειξης της εφεσίβλητης 2, και εδώ έγκειτο η αμέλεια της. Αυτό βεβαίως αφορά τις συναλλαγές μετά την ημερομηνία που ο ίδιος ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι οι μέχρι τότε πράξεις ήταν δικές του.
Όσον αφορά το λόγο που σχετίζεται με τη μη κλήτευση της xxx Παντελίδου για αντεξέταση κατά την παρουσίαση της υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, αυτός δεν είναι βάσιμος και ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι ότι η συγκεκριμένη μάρτυς θα μπορούσε και θα έπρεπε να έδιδε μαρτυρία κατά την κυρίως παρουσίαση της μαρτυρίας της εφεσείουσας εφόσον εκείνη ήταν που είχε υπογράψει και τα πλείστα όσα Τεκμήρια και επομένως είχε άμεση εμπλοκή. Η προσπάθεια να κλητευθεί αφού παρουσιάστηκε η υπεράσπιση και ανταπαίτηση ήταν για να καλυφθούν κενά στη μαρτυρία που είχε ήδη παρουσιαστεί από την τράπεζα και για να προβληθεί μια εκδοχή που οι εφεσίβλητοι είχαν εξ αρχής παρουσιάσει ακόμη και δικογραφικά και άρα θα μπορούσε η μαρτυρία αυτή να τεθεί από την αρχή από την τράπεζα. Λόγω της σχετικής απόρριψης του αιτήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η xxx Παντελίδου κατέθεσε ως μάρτυρας της τράπεζας επί της ανταπαιτήσεως. Δεν είναι όμως ορθή η θέση της τράπεζας ότι αυτή περιορίστηκε σε θέματα ανταπαίτησης δεδομένου ότι η ανταπαίτηση στην ουσία αφορούσε και κάλυπτε όλη την αξίωση της εφεσείουσας και, επομένως, δεν στερήθηκε οτιδήποτε η τράπεζα από την εκ των υστέρων κατάθεση της. Η μάρτυρας τοποθετήθηκε ρητά επί των θέσεων που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι στη μαρτυρία τους, απορρίπτοντας τις πλήρως και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ολότητα της μαρτυρίας ενός εκάστου των μαρτύρων.
Μια από τις σημαντικές θέσεις της εφεσείουσας τράπεζας είναι ο ισχυρισμός ότι κατά το τέλος του 1999, στη βάση και της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσίβλητου 1 ότι είχε προβεί σε συγκεκριμένες πράξεις μέχρι τότε τις οποίες και αποδεχόταν, υπήρχε οφειλόμενο ποσό το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με το Τεκμήριο 26 που είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση, ανερχόταν στις ΛΚ24.370. Μετά δε από απόσυρση κερδών την 1.12.1999 το υπόλοιπο ανερχόταν σε ΛΚ33.373, στο τέλος δε του Δεκεμβρίου 1999 το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν ΛΚ25.300. Με τον τρόπο αυτό εισηγείται η τράπεζα και με δεδομένο ότι μετά την 1.12.1999, ο εφεσίβλητος 1 δεν προέβη σε άλλη συναλλαγή, το υπόλοιπο που οφειλόταν την 1.12.1999 ανερχόταν περίπου σε ΛΚ33.000 με τον ανάλογο από τότε τόκο.
Η απάντηση του εφεσίβλητου 1 είναι ότι τα διάφορα ποσά τα οποία καταλογίζει εναντίον του η εφεσείουσα τράπεζα σε διάφορες χρονικές στιγμές δεν είναι ορθά διότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία ουδέποτε τέθηκε παρόμοιος ισχυρισμός στον εφεσίβλητο 1, ότι, δηλαδή, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή το οφειλόμενο κατά δική του παραδοχή ήταν ορισμένο ποσό, αποστερώντας από αυτόν τη δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως. Η θέση της τράπεζας ήταν ότι οφειλόταν ολόκληρο το αξιωθέν από αυτή υπόλοιπο όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης και όπως αυτό προέκυψε κατά την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας από πράξεις του ίδιου του εφεσίβλητου 1. Υπογραμμίζει δε ότι στις διάφορες χρονικές περιόδους που αναφέρονται από την τράπεζα, υπήρχαν πάντοτε εξασφαλίσεις που εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο για τον καθορισμό οποιουδήποτε υπολοίπου. Τέτοια μαρτυρία για το ύψος ή αξία των εξασφαλίσεων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και αν και κατά πόσο οι εξασφαλίσεις αυτές κάλυπταν ή όχι το κατ΄ ισχυρισμόν οφειλόμενο υπόλοιπο, δεν υπήρξαν. Προσθέτει δε ο εφεσίβλητος 1 στο περίγραμμα του ότι κατά τη μαρτυρία της ίδιας της τράπεζας, ο λογαριασμός κατέστη προβληματικός κατά ή περί τον Ιούλιο του επομένου χρόνου, το 2000, ενώ η συμφωνία επενδύσεως τερματίστηκε στις 18.8.2004. Στη βάση και της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσίβλητου 1, στα τέλη Νοεμβρίου του 1999 δεν υπήρχε οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό αφού ο λογαριασμός βρισκόταν κατά τη χρονική εκείνη περίοδο στο συμφωνηθέν ή εγκριθέν πλαίσιο εξασφάλισης.
Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως στο παρόν σκεπτικό η εφεσείουσα τράπεζα δεν φαίνεται να αποδέχθηκε οποτεδήποτε ότι το ποσό που οφειλόταν ήταν λιγότερο από εκείνο που είχε αξιωθεί. Στη βάση δε της μαρτυρίας που δόθηκε πρωτοδίκως, η εφεσείουσα τράπεζα θα μπορούσε σε εκείνο το χρονικό διάστημα, και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, να αναγνώριζε ότι πράγματι υπήρξε ένα πρόβλημα παρέμβασης τρίτου μη εξουσιοδοτημένου ατόμου στο λογαριασμό ώστε να αναπροσάρμοζε τις απαιτήσεις της ανάλογα μειώνοντας και το υπόλοιπο, εισάγοντας ταυτόχρονα και μαρτυρία αναφορικά με την αξία των εξασφαλίσεων τη χρονική εκείνη στιγμή. Αυτό ουδέποτε έγινε και προκύπτει σαφέστατα από τα διαθέσιμα πρακτικά ότι η τράπεζα επέμενε μέχρι τέλους στην αξίωση της.
Δεν εναπόκειτο σίγουρα στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε μαθηματικούς ή αριθμητικούς υπολογισμούς για να εντοπίσει το τυχόν πραγματικό οφειλόμενο ποσό από τον εφεσίβλητο 1. Ούτε και είχε καθοριστεί από την ίδια την εφεσείουσα κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, πέραν της ημερομηνίας τερματισμού του λογαριασμού, κατά την οποία θα μπορούσε να γίνει αυτή η άσκηση. Πολύ περισσότερο αυτού του είδους οι συλλογισμοί και οι πράξεις δεν μπορούν να γίνουν στο Εφετείο χωρίς τη σαφή συναίνεση των διαδίκων επί συγκεκριμένων ποσών.
Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας τράπεζας ότι υπήρχε παραδοχή των πράξεων από τον ίδιο τον εφεσίβλητο 1 μέχρι ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, είναι ορθοί και θα μπορούσαν πράγματι να θεμελίωναν σχετική αξίωση και έκδοση υπέρ της σχετικής απόφασης. Παραγνωρίζεται όμως το εξής σημαντικό δεδομένο. Κατά την 30.11.1999, που είναι η ημερομηνία που ο εφεσίβλητος σύμφωνα με τη μαρτυρία του αποδέχθηκε όλες τις συναλλαγές, το χρεωστικό υπόλοιπο σύμφωνα με το λογαριασμό που αποτυπώθηκε στο Τεκμήριο 26 ήταν ΛΚ24.370, εντός δηλαδή του ορίου του λογαριασμού εφόσον το δικαίωμα παρατραβήγματος ήταν ΛΚ25.000, υπήρχαν δε σε ισχύ και οι σχετικές εξασφαλίσεις οι οποίες μάλιστα είχαν κατά τις 16.8.1999 αυξηθεί με πρόσθετο ενέχυρο ως ασφάλεια του ορίου από 30% σε 40% και με το περιθώριο ασφάλειας να είχε αυξηθεί από 120% σε 130%. Επομένως μέχρι την ανεπίτρεπτη εμπλοκή της εφεσίβλητης 2, δεν φαίνεται να υπήρχε προβληματικός λογαριασμός εφόσον αυτός κινείτο εντός των ορίων. Αυτό συνάδει και με τη μαρτυρία ότι η εφεσείουσα τράπεζα διαπίστωσε προβλήματα και άρχισε να αποστέλλει σχετικές επιστολές περί υπέρβασης για πρώτη φορά μόλις στις 26.7.2000 με το Τεκμήριο 28, ενώ ο λογαριασμός τερματίστηκε μόλις τέσσερα χρόνια μετά στις 18.8.2004, με το Τεκμήριο 18. Η υπέρβαση στο λογαριασμό δημιουργήθηκε συνεπώς μετά την ανάμειξη της εφεσίβλητης 2. Το αγώγιμο δικαίωμα της τράπεζας δημιουργήθηκε ακριβώς λόγω αυτής της ανάμειξης. Αγώγιμο δικαίωμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Οι όροι του Σχεδίου «Εθνοεπενδυτής», Τεκμήριο 1, ήταν σαφείς. Ο όρος 11 καθόριζε ότι οι πράξεις θα γίνονταν πάντοτε ενός του ορίου εξασφάλισης της τράπεζας, ο δε όρος 12 προέβλεπε ότι αν η αγοραία αξία των ενεχυριασμένων αξίων υπερκάλυπτε το χρεωστικό υπόλοιπο των διευκολύνσεων πλέον του 30% του συγκεκριμένου ορίου που είχε παραχωρηθεί στον επενδυτή, τότε ο τελευταίος δικαιούτο να ζητήσει από την τράπεζα να του αποδεσμεύσει το περίσσευμα των αξιών.
Η έφεση απορρίπτεται. Λόγω της ιδιομορφίας των γεγονότων και της δικογραφίας, κρίνεται ορθό όπως μη επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα επί της εφέσεως.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ