ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:DOD:2020:21
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6/20
25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π., Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Δ.Χ.
2. Κ.Κ.
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ
ΚΑΙ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Α. Αλεξάνδρου με Κ. Μενοίκου (κα), για Εφεσείοντες
Χριστίνα Γεωργίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.
------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Εφεσίβλητη, Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (Δ.Υ.Κ.Ε.) εξασφάλισε στις 29.10.2019, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, προσωρινό διάταγμα με το οποίο αφαιρέθηκε από τους Εφεσείοντες η γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους και ανατέθηκε η άσκηση της σ' αυτή και/ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο.
Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 3.2.2020 οριστικοποίησε το Διάταγμα ημερ. 29.10.2019.
Οι Εφεσείοντες με εννέα λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με αυτούς αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου Ν.216/90 και νομολογίας, εκτίμηση των στοιχείων της υπόθεσης και ότι ήχθη σε εσφαλμένα συμπεράσματα μεροληπτώντας υπέρ της Εφεσίβλητης και χωρίς να λάβει υπόψιν την επιθυμία των ανήλικων να παραμείνουν υπό την φύλαξη της μητέρας τους.
Οι λόγοι έφεσης συνεξετάζονται λόγω της συνάφειας τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, ενώπιον μας, τόνισε την ανεπάρκεια των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέδωσε την απόφαση του και ειδικά ότι αυτά που τέθησαν από πλευράς Εφεσίβλητης προκειμένου να επιτύχει η αίτηση της ήτο γενικά και αόριστα. Επίσης, αναφέρθηκε σε μη αποκάλυψη των οπτικογραφημένων καταθέσεων των δύο ανηλίκων ημερ. 24.9.2019 όπου δήλωσαν ότι δεν έτυχαν κακομεταχείρισης από την μητέρα τους όπως επίσης ότι δεν απεκαλύφθησαν εκθέσεις ψυχολογικής αξιολόγησης των δύο ανήλικων, σύμφωνα με τις οποίες δεν διαπιστώθηκε οιαδήποτε βία σ' αυτά και τέλος διερωτήθηκε για ποιο λόγο τα ανήλικα δεν δόθησαν προς φύλαξη στον Εφεσίβλητο 1, πατέρα των ανήλικων, στον οποίο η Εφεσίβλητη δεν απέδωσε οτιδήποτε μεμπτό.
Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και πλήρως αιτιολογημένη σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην ετυμηγορία του και εξετάζοντας κατά πόσο συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις για οριστικοποίηση του εκδοθέντος προσωρινού Διατάγματος ημερ. 29.10.2019 αναφέρει στην απόφαση του σχετικά με τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του ’ρθρου 32(1) του Ν.14/60.
"Στην εναρκτήρια αίτηση εγείρονται ζητήματα που άπτονται της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και τα οποία εντάσσουν την παρούσα διαφορά στα πλαίσια της καταχρηστικής και κακής άσκησης της γονικής μέριμνάς τους, στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 18 (1) του Νόμου, η Αιτήτρια είναι ένα από τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να προωθήσουν αίτηση της φύσεως της παρούσας. Περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση της κας Β., που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση, περιέχεται επαρκές υλικό που καταδεικνύει ορατή πιθανότητα για επιτυχία της εναρκτήριας αίτησης. Ειδικότερα, παρουσιάζονται τέτοια γεγονότα που επιμαρτυρούν την επαναλαμβανόμενη από μέρους των Καθ' ων η αίτηση παράβαση του καθήκοντος που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων, κατάχρησή του, καθώς και αδυναμία από μέρους τους να ανταποκριθούν σε αυτό. Κρίνω, επομένως, ότι η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 (1) του Ν.14/60 πληρούνται."
Τα στοιχεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του προκειμένου να καταλήξει ως ανωτέρω προέρχονται από την Ένορκη Δήλωση της κ. Ε.Β., Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών και είναι τα ακόλουθα:
· "Κατά το έτος 2014 επήλθε διάσταση στη σχέση των Καθ' ων η αίτηση, οπόταν και η Καθ' ης η αίτηση 2 μετακινήθηκε με τα ανήλικα σε τουρκοκυπριακή κατοικία στο xxx της επαρχίας Πάφου, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα.
· Ο γάμος τους λύθηκε και στις 20.1.2017, στα πλαίσια της αίτησης Γονικής Μέριμνας υπ' αρ.222/16 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στην Καθ' ης η αίτηση 2 η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων, καθορίστηκε ως τόπος διαμονής των ανηλίκων ο εκάστοτε τόπος διαμονής της Καθ' ης η αίτηση 2 στην επαρχία Πάφου και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ' ου η αίτηση 1 με αυτά (Παράρτημα 3).
· Η οικογένεια των Καθ' ων η αίτηση παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (στο εξής «ΥΚΕ») από το 2013 στα πλαίσια Προληπτικής Εργασίας και Στήριξης με Ανήλικα, μετά από αναφορές του Καθ' ου η αίτηση 1 για την ανησυχητική συμπεριφορά της Καθ' ης η αίτηση 2, η οποία, όπως ο πρώτος ανέφερε, είναι άτομο με προβλήματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με τον Καθ' ου η αίτηση 1, η Καθ' ης η αίτηση 2 φωνάζει, ακόμη και κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, βρίζει και τα ανήλικα τρομάζουν, τα μετακινεί από δωμάτιο σε δωμάτιο και παρόλο που τα φροντίζει, δεν τους δίνει αγάπη.
· Από τον 3/2014 μέχρι τον 11/2014 υπάρχουν αναφορές ότι η Καθ' ης η αίτηση 2 φωνάζει συνέχεια στα ανήλικα, βρίζει και βλασφημεί μπροστά τους και τους κακοσυμπεριφέρεται.
· Στα πλαίσια συνεργασίας με τις ΥΚΕ, έγιναν προσπάθειες ώστε η Καθ' ης η αίτηση 2 να εξεταστεί από ψυχίατρο, κάτι το οποίο δεν επιθυμούσε και αρνείτο τους ισχυρισμούς του Καθ' ου η αίτηση 1.
· Στις 4.6.16 και 4.7.16 έγινε αναφορά από τον αστυνομικό της γειτονιάς, ότι δέχεται συχνές καταγγελίες από πολίτες (γείτονες της Καθ' ης η αίτηση 2), ότι αυτή φωνάζει και βρίζει τα ανήλικα και βλασφημά, καθώς και ότι ακούν τα ανήλικα να βρίζουν.
· Στις 11.8.16 έγινε καταγγελία από τον Καθ' ου η αίτηση 1 στην αστυνομία, μετά από πληροφορία που είχε από γείτονα της Καθ' ης η αίτηση 2, ότι η τελευταία χτυπά και φωνάζει στα ανήλικα. Την ίδια ημέρα, τα ανήλικα εξετάστηκαν από ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, η οποία διαπίστωσε ότι η Μ. φέρει εκδορές στο δεξί μηρό, εκδορά στο δεξί χέρι και αιμάτωμα στο δεξί αντιβραχίωνα, ενώ ο Σ. δεν έφερε οποιαδήποτε εμφανή σημάδια χτυπήματος. Η Καθ' ης η αίτηση 2 κατηγορήθηκε και εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο. Τότε, τα παιδιά μετακινήθηκαν στον Καθ' ου η αίτηση 1, ο οποίος όμως στη συνέχεια τα επέστρεψε στην Καθ' ης η αίτηση 2.
· Στις 19.8.16 η Καθ' ης η αίτηση 2 αποτάθηκε σε ψυχίατρο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, με την οποία είχε μια συνάντηση. Παρόλο που της συστήθηκε ψυχολογική εκτίμηση από ψυχίατρο και επανεξέταση σε μια εβδομάδα, εντούτοις η συνεργασία δεν συνεχίστηκε.
· Από τον 7/2017 μέχρι τον 12/2018 υπήρξαν αναφορές από γειτονικά άτομα για άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας. Ακολούθησε ανάλογη διερεύνηση, χωρίς όμως να υπάρχουν ουσιαστικά τεκμήρια.
· Τον Οκτώβριο του 2018 η Καθ' ης η αίτηση 2 αρνήθηκε με γραπτή δήλωση της την αξιολόγηση της από τις ΥΚΕ.
· Το Μάιο του 2019 η Καθ' ης η αίτηση 2 αποδέχτηκε να αξιολογηθεί από τις ΥΚΕ. Η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε περί την 2.7.19 με το ακόλουθο συμπέρασμα: «Η μητέρα παρουσιάζει αδυναμίες στη σωστή άσκηση Τον γονικού της ρόλου και κυρίως σε Θέματα διαπαιδαγώγησης των παιδιών, όπως χρήση άσχημου λεξιλογίου μεταξύ των μελών της οικογένειας, άμεση απειλή ή εκφοβισμός για πρόκληση σωματικής βλάβης, αδυναμία του γονιού να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών».
· Κατά/ή περί την 16.9.19 έγινε αναφορά στις ΥΚΕ, ότι η Καθ' ης η αίτηση 2 απουσιάζει όλη μέρα από το σπίτι και όταν επιστρέφει το βράδυ φωνάζει μέχρι τις πρωινές ώρες στα ανήλικα.
· Την 18.9.19 αναφέρθηκε από συγγενικό άτομο γειτόνισσας της Καθ' ης η αίτηση 2, ότι η γειτόνισσα την άκουσε να φωνάζει, να βρίζει και να χτυπάει τα ανήλικα. Το ίδιο άτομο ανέφερε ότι παρόμοια περιστατικά έχουν συμβεί και στο παρελθόν.
· Στις 23.9.19 έγινε αναφορά από άτομο, που στις 22/9/19 επισκέφθηκε γειτονικό σπίτι, ότι είδε την Καθ' ης η αίτηση 2 να ρίχνει αντικείμενο πάνω στο σώμα του Σ., άκουσε ήχους σωματικού χτυπήματος, καθώς και την ίδια να φωνάζει στα ανήλικα και να τα βρίζει.
· Στις 20.9.19 η αρμόδια Λειτουργός μίλησε με τα παιδιά σε συνεργασία που είχε μαζί τους στο σχολείο. Σε ερώτηση της Λειτουργού «αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι στο σπίτι σου τι Θα ήταν αυτό», ο ανήλικος Σ. της ανέφερε, ότι Θα ήθελε να αλλάξει η μητέρα του, «να μην χτυπάει αυτόν και την αδερφή του».
· Στις 23.9.19 πραγματοποιήθηκε ιατρική εξέταση των ανήλικων στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
· Την ίδια ημέρα (23.9.19) τα ανήλικα μετακινήθηκαν, αρχικά, στην οικογένεια των νονών της ανήλικης Μ. με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας.
· Στις 24.9.19 πραγματοποιήθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση των ανήλικων στην παρουσία της Λειτουργού Δ.Ζ.. Η Λειτουργός ανέφερε, πως μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης, ο Σ. της είπε, ότι εκείνος και η αδερφή του δεν μίλησαν στην οπτικογραφημένη κατάθεση, γιατί η μητέρα τους είπε ότι, εάν αναφέρουν ότι τους χτυπάει, θα μπει η ίδια φυλακή και αυτά Θα πάνε σε ίδρυμα, καθώς δεν έχουν κανένα να τους αναλάβει.
· Την ίδια ημέρα (24.9.19) εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης των ανήλικων από την κατοικία της Καθ' ης η Αίτηση.
· Στις 26.9.19 τα παιδιά μετακινήθηκαν στον Καθ' ου η αίτηση 1, μετά από δήλωση των νονών ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να έχουν την προσωρινή φροντίδα και φύλαξή τους.
· Όταν στις 28.9.19 διαπιστώθηκε ότι τα ανήλικα είχαν διανυκτερεύσει με την Καθ' ης η αίτηση 2, τοποθετήθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη του Καθ' ου η αίτηση 1 στην Παιδική Στέγη Πάφου.
· Σύμφωνα με τον Καθ' ου η αίτηση 1, επανειλημμένα τα ανήλικα του έχουν αναφέρει ότι η Καθ' ης η αίτηση 2 ασκεί σωματική βία, κάτι το οποίο του το έχουν αναφέρει και οι γείτονες της. Ο ίδιος έχει προχωρήσει σε κατάθεση του στην Αστυνομία στις 30.9.19.
· Στις 2.10.19 έγινε παραπομπή των ανήλικων παιδιών στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου για σκοπούς αξιολόγησης και διερεύνησης μετά την καταγγελία βίας.
· Οι Καθ' ων η αίτηση έχουν καθοδηγηθεί, όπως ξεκινήσουν συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας.
· Η Καθ' ης η αίτηση 2 έχει ήδη ξεκινήσει συνεργασία με κλινικό ψυχολόγο στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
· Στις 11.10.19 η Αστυνομία προχώρησε στην καταχώρηση ποινικής υπόθεσης υπ' Αρ. 6818/19 εναντίον της Καθ' ης η αίτηση 2 που αφορά αδικήματα κοινής επίθεσης, δημόσιας εξύβρισης και πρόκλησης ψυχολογικής βλάβης.
· Το διάταγμα απομάκρυνσης των δυο ανήλικων παιδιών, που εκδόθηκε στις 24.9.19 ανανεώθηκε έως τις 17.10.19.
· Στις 17.10.19 εκδόθηκε νέο διάταγμα απομάκρυνσης των ανήλικων από τη φύλαξη και φροντίδα της Καθ' ης η αίτηση 2 και ανάθεση της φύλαξης στις ΥΚΕ μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του δικαστηρίου.
· Ο Καθ' ου η αίτηση 1, μέχρι σήμερα, δεν έχει ζητήσει να αναλάβει την φροντίδα και φύλαξη των ανήλικων. Ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να αναλάβει τη φροντίδα τους γιατί δεν το επιτρέπει η ηλικία του (67 ετών). Επίσης, αναφέρθηκε σε σοβαρό πρόβλημα υγείας, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες. Ο ίδιος επιθυμεί να έχει επικοινωνία με τα ανήλικα και θέλει να περνά χρόνο μαζί τους.
· Στις 27.9.19 και ενώ το διάταγμα απομάκρυνσης ήταν σε ισχύ, ο Καθ' ου η αίτηση 1 παρέλαβε τα ανήλικα, αντί όμως να τα αφήσει υπό τον έλεγχο και την φροντίδα του, αυτός τα παρέδωσε στην Καθ' ης η αίτηση 2 κατά παράβαση του πιο πάνω διατάγματος απομάκρυνσης και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ΥΚΕ.
· Η Καθ' ης η αίτηση 2, συνεχίζει να μην παραδέχεται το περιεχόμενο των πιο πάνω αναφορών και ισχυρίζεται ότι είναι όλα ψέματα.
Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, οι Καθ' ων η αίτηση, δεν είναι σε θέση και δεν μπορούν να ασκήσουν ικανοποιητικά τις γονικές τους υποχρεώσεις προς τα ανήλικα τέκνα τους, αφού κατ' ουσίαν αδιαφορούν γι' αυτά. Ακόμη δε και να μπορούσαν να ασκήσουν τις γονικές τους υποχρεώσεις, Θα ήτο πλήρως ακατάλληλοι προς τούτο, αφού η πλήρης αδιαφορία που έχουν επιδείξει στην πορεία των χρόνων υποδηλώνουν την παράβαση των καθηκόντων τους ως γονείς, καθιστώντας τους ανίκανους και ακατάλληλους. Επίσης, αυτοί δεν είναι σε θέση και αδιαφορούν να αντιληφθούν τι είναι ορθότερο προς το απόλυτο συμφέρον των ανήλικων τέκνων τους και δεν είναι σε θέση να τα φροντίσουν καθόλου."
(το κείμενο τίθεται αυτούσιο)
Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πλούσια αναφορικά με την διαδικασία και το έργο του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αίτησης και οριστικοποίησης προσωρινού Διατάγματος που στηρίζεται στο ’ρθρο 32(1) του Ν.14/60. Στο αρχικό στάδιο το Έργο του είναι περιορισμένο και εξετάζει κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το ’ρθρο 32(1).
(α) Σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση
(β) Ορατή προοπτική και/ή πιθανότητα ότι ο Ενάγων δικαιούται σε θεραπεία στην αγωγή
(γ) Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του Διατάγματος.
Στο τέλος δε, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος είναι εύλογη και ορθή υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής του ’ρθρου 32 διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248:
"Ο τρόπος εφαρμογής του ’ρθρου 32 για έκδοση, ή μη, παρεμπίπτοντος διατάγματος εξετάστηκε και αναλύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, Karydas Taxi Co. Ltd. v. xxx Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321· Acropol Shipping Company Ltd. and Others v. xxx Rossis (1976) 1 C.L.R. 38· Νemitsas Industries Ltd. v. S. & S. Maritime Lines Ltd. and Others (1976) 1 C.L.R. 302· Constantinides v. Makriyiorghou and Another (1978) 1 C.L.R. 585· Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231· Μ. & M. Transport v. Eteria Astikon Leoforion (1981) 1 C.L.R. 605· Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557· Jonitexo Ltd. v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263· Global Cruises S.A. και ’λλη v. Metro Shipping & Travel Ltd. (1989) 1 Α.Α.Δ. 182· xxx Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 704).
To Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της ένστασης, έχει εξουσία και υποχρέωση να επιληφθεί της υπόθεσης, να ακούσει και τις δύο πλευρές και να διαπιστώσει αν οι προϋποθέσεις που ο νομοθέτης έταξε στο ’ρθρο 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων ικανοποιούνται. Αν υπάρχει διάσταση πάνω στα γεγονότα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη Δ.48, θ.4, ο διάδικος που έχει το βάρος της απόδειξης πρέπει να είναι έτοιμος να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται - (βλ., μεταξύ άλλων, Stylianou v. Stylianou, (ανωτέρω), σελ. 527).
Το Δικαστήριο κρίνει και αποφασίζει πάνω στην ολότητα του ενώπιόν του υλικού."
Τονίζεται επίσης ότι κατά την εκδίκαση της Αίτησης, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό θα γίνει κατά τη δική της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263).
Λόγω της ιδιαιτερότητας της υπόθεσης και του εξεταζόμενου θέματος που αφορά την γονική μέριμνα δύο ανήλικων δίδυμων τα οποία κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης ήταν περίπου 8 ετών, θα πρέπει να δούμε την νομολογιακά οριοθετημένη δυνατότητα επέμβασης του Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της "ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και πιθανότητας ο Αιτητής διάδικος να δικαιούται σε θεραπεία" που συνιστούν την πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του ’ρθρου 32(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε.
Στην υπόθεση Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Φ. Ντούμα κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1911 γίνεται εκτενής ανάλυση των παραμέτρων της γονικής μέριμνας.
"Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου η οποία, περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή και επίβλεψη, τη διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση του καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του - άρθρο 9(1) του νόμου - είναι μεταξύ των καθηκόντων των γονέων του τέκνου που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας.
Από τη διατύπωση του άρθρου 18(1) του νόμου, προκύπτει ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας θεωρείται κακή, όταν τα πρόσωπα που την ασκούν (α) είτε παραβαίνουν τα καθήκοντα που επιβάλλει το λειτούργημά τους (β) είτε ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά (γ) είτε αδυνατούν να ανταποκριθούν σ' αυτό.
Λεπτομερής ανάλυση των πιο πάνω περιπτώσεων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας γίνεται στο σύγγραμμα των Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ (1993). Μεταφέρουμε πιο κάτω τα σχετικά αποσπάσματα από σελ. 283 επ. του συγγράμματος που έχουν παρατεθεί στην πρωτόδικη απόφαση:
"Παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας: Η περίπτωση αυτή κακής άσκησης των γονικών υποχρεώσεων αναφέρεται σε συμπεριφορά των γονέων, η οποία συνιστά αντικειμενική παραβίαση υποχρεώσεως έναντι του τέκνου, είτε αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα είτε εκδηλώνεται χωρίς υπαιτιότητά τους, όπως παράβαση της υποχρεώσεως διατροφής, λήψη σωφρονιστικών μέτρων υπέρ το μέτρο που καθορίζει η ΑΚ 1518 § 2 εδ. β΄κ.λ.π.
Παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών, όπως πλημμελής φροντίδα, εποπτεία κ.λ.π. Η σχετική βέβαια κρίση θα πρέπει πάντα να γίνεται όχι με μέτρο ένα optimum γονικής φροντίδας, αλλά να προσαρμόζεται στο δεδομένο κοινωνικό, πνευματικό και οικονομικό επίπεδο των γονέων.
Στην έννοια της παράβασης των καθηκόντων ως ευρύτερη υπάγεται και η παραμέληση των καθηκόντων, η παρατηρούμενη δηλαδή αδράνεια των γονέων σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ενέργειά τους χάριν του συμφέροντος του τέκνου. Η περίπτωση αυτή μπορεί όμως να συνιστά και αρνητική κατάχρηση δικαιώματος (βλ. π.κ. ΙΙ.2.α).
2. Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος: α) Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος των γονέων σημαίνει άσκηση της επιμέλειας του προσώπου ή της διοίκησης της περιουσίας του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο με το σκοπό τους, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά ή περιουσιακά συμφέροντα του τέκνου. Παραδείγματα: Σωματική κακομεταχείριση του τέκνου. άρνηση συναινέσεως σε επείγουσα ιατρική επέμβαση. παρεμπόδισή του για πραγματοποίηση σπουδών που ανταποκρίνονται στις κλίσεις και τις ικανότητές του. χρησιμοποίηση της περιουσίας του για ιδιοτελείς σκοπούς κ.λ.π.
Χρήσιμα για την ερμηνεία στα πλαίσια αυτά είναι τα πορίσματα της θεωρίας σε σχέση με την κατάχρηση των λειτουργικών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η γονική μέριμνα. Όπως γίνεται δεκτό, τα όρια της καταχρήσεως είναι εδώ αυστηρότερα χαραγμένα σε σχέση με άλλα δικαιώματα, διότι η ορθή άσκησή τους ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον. Περαιτέρω, εφόσον τα δικαιώματα αυτά αποτελούν συγχρόνως, ή, πολύ περισσότερο, πρωτίστως, καθήκοντα, ελέγχεται όχι μόνο η άσκησή τους που εκδηλώνεται με θετική ενέργεια, αλλά και η παράλειψη ασκήσεώς τους ως ενδεχομένως αρνητική κατάχρηση δικαιώματος. Η παράλειψη ασκήσεως μπορεί να εμφανίζεται είτε ως μη προσήκουσα άσκηση (παράλειψη υπό ευρεία έννοια), π.χ. εγκατάλειψη του τέκνου και αδιαφορία για την υγεία, την εκπαίδευση ή την ανατροφή του. Τέλος η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υπόχρεου-δικαιούχου, αλλά σε μία εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μία μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίξει γενική (αρνητική) κρίση.
................................................................................................................................................................................................................
Κριτήριο για την κρίση αν συντρέχει κατάχρηση δεν μπορεί φυσικά να αποτελεί η αναζήτηση της άριστης δυνατής φροντίδας για το τέκνο, αλλά θα πρέπει να γίνεται σεβαστή η υπό τις δεδομένες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες διαμορφούμενη βούληση των γονέων, εφόσον αυτή κινείται στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που έχουν. Εκτιμήσεις σκοπιμότητας δεν δικαιολογούν τη δικαστική επέμβαση. Επίσης η διάταξη δεν καλύπτει απλώς άστοχες, ακατάλληλες ή αδέξιες ενέργειες των γονέων.
β).............................................................................................................................................................................................................
3. Αδυναμία των γονέων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις του γονικού λειτουργήματος: Η στο νόμο προβλεπόμενη αδυναμία των γονέων να ανταποκριθούν στο λειτούργημά τους καταλαμβάνει κατά πρώτο λόγο περιπτώσεις ανεπάρκειας, π.χ. λόγω υπεραπασχόλησης ή από λόγους που ανάγονται στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτή είναι η περίπτωση της υπό στενή έννοια αδυναμίας, όπου κριτήριο δεν αποτελεί, αν παραβιάστηκε κάποια υποχρέωση που μπορούσε να εκπληρωθεί, αλλά η αντικειμενικώς υφιστάμενη ανεπάρκεια, από λόγους δηλαδή που δεν στηρίζουν υπαιτιότητα, με εξωτερικώς εκδηλούμενα όμως σφάλματα συμπεριφοράς. π.χ. επιμονή της κωφάλαλης μητέρας να αναθρέψει αυτή αποκλειστικά το παιδί της ή άρνηση του χιλιαστού γονέα να συναινέσει σε απαιτούμενη για το τέκνο μετάγγιση αίματος.
Κατά δεύτερο λόγο αναφέρεται σε περιπτώσεις καθαρά αντικειμενικής αδυναμίας (αδυναμίας υπό ευρεία έννοια), από λόγους δηλαδή που δεν ελέγχονται τελείως από τη βούληση των γονέων, όπως π.χ. ανίατη αναπηρία κ.λ.π.
Η περίπτωση της αδυναμίας των γονέων ("δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν") καταλαμβάνει ακόμη και τις περιπτώσεις εκείνες, που οι γονείς θα είχαν μεν κανονικά τη δυνατότητα φροντίδας για το τέκνο, αλλά εμποδίζονται σε σχέση με την άσκηση της γονικής μέριμνας από λόγους πραγματικούς - όπως π.χ. σε περίπτωση προσωρινής απουσίας τους και θανάτου του προσώπου, στο οποίο ανέθεσαν την άσκηση καθηκόντων γονικής μέριμνας - ή από νομικούς λόγους, όπως λόγω έλλειψης ικανότητας για δικαιοπραξία. Η αδυναμία θα πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να υφίσταται και για τους δύο, διότι αν εμποδίζεται μόνο ο ένας, τότε εφαρμόζεται η ΑΚ 1510 § 3."
Οι αρχές που διέπουν τη ρυθμιστική επέμβαση του Δικαστηρίου αναλύονται στη συνέχεια στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ. 287 ως εξής:
"Εφόσον συντρέχει μία από τις περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, το δικαστήριο "μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο". Η απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει συνεπώς να διέπεται από την αρχή της προσφορότητας, που σημαίνει ότι το μέτρο που διατάσσεται η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της ελάχιστης δυνατής επεμβάσεως, οι οποίες εκφράζονται μεν αμεσότερα στην ΑΚ 1533 (" ... μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο ..."), ισχύουν όμως και για την ΑΚ 1532, όπως προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία των δύο διατάξεων.
Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι τα διατασσόμενα μέτρα, θα πρέπει να τελούν σε ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ποσοτική και ποιοτική σχέση. Η αρχή της ελάχιστης δυνατής επεμβάσεως υποδηλώνει ότι μεταξύ περισσότερων εξίσου κατάλληλων μέτρων, θα πρέπει να επιλέγεται εκείνο, το οποίο συνεπάγεται την ελάχιστη δυνατή επέμβαση στην έννομη σφαίρα των γονέων και του τέκνου."
..........................
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του νόμου, σε περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του λειτουργήματος των γονέων το δικαστήριο μπορεί να αφαιρέσει μόνο την επιμέλεια από τους γονείς και να την αναθέσει ολικά ή μερικά σε Επίτροπο αφού ελέγξει προηγουμένως την καταλληλότητα του προτεινόμενου για διορισμό Επιτρόπου. Και σύμφωνα με το άρθρο 18(3) η αφαίρεση εν όλω ή εν μέρει της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε Επίτροπο, διατάσσονται από το δικαστήριο μόνο όταν τα άλλα μέτρα δεν έφεραν αποτέλεσμα ή όταν κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του παιδιού."
Η ιδιωτική ζωή του παιδιού και η διαβίωση του με τους γονείς του προστατεύεται και από τη Σύμβαση περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20.11.1989 και κυρώθηκε με το Νόμο 243/90 και όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 5(ΙΙΙ)/2000.
"ΑΡΘΡΟ 9
1. Τα Συ΅βαλλό΅ενα Κράτη ΅ερι΅νούν ώστε το παιδί να ΅ην αποχωρίζεται από τους γονείς του, παρά τη θέλησή τους, εκτός εάν οι αρ΅όδιες αρχές αποφασίσουν, ΅ε την επιφύλαξη δικαστικής αναθεώρησης και σύ΅φωνα ΅ε τους εφαρ΅όσι΅ους νό΅ους και διαδικασίες, ότι ο χωρισ΅ός αυτός είναι αναγκαίος για το υπέρτατο συ΅φέρον του παιδιού. Μια τέτοια απόφαση ΅πορεί να είναι αναγκαία σε ειδικές περιπτώσεις, για παράδειγ΅α όταν οι γονείς κακο΅εταχειρίζονται ή παρα΅ελούν το παιδί, ή όταν ζουν χωριστά και πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά ΅ε τον τόπο δια΅ονής του παιδιού.
2. Σε όλες τις διαδικασίες κατ' εφαρ΅ογή της παραγράφου 1, του παρόντος νό΅ου, όλα τα ενδιαφερό΅ενα ΅έρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συ΅΅ετέχουν στις διαδικασίες και να γνωστοποιούν τις απόψεις τους.
3. Τα Συ΅βαλλό΅ενα Κράτη οφείλουν να σέβονται το δικαίω΅α του παιδιού που ζει χωριστά από τους δύο γονείς του ή από τον ένα από αυτούς να διατηρεί προσωπικές σχέσεις και να έχει ά΅εση επαφή και ΅ε τους δύο γονείς του, τακτικά, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο ΅ε το υπέρτατο συ΅φέρον του παιδιού.
Επίσης η οικογενειακή ζωή, γονική μέριμνα και εξουσία (parental authority) προστατεύονται από το ’ρθρο 15 του Συντάγματος και το ’ρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Διά την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) η οποία κυρώθηκε με τον Ν.39/1962. Στην υπόθεση Y.I. v. Russia, Application no. 68868/14 ημερ. 25.2.2020 έγινε εκτενής ανάλυση του προστατευόμενου αυτού δικαιώματος.
"75. The Court reiterates that the mutual enjoyment by parent and child of each other's company constitutes a fundamental element of "family life" within the meaning of Article 8 of the Convention (see, for instance, Haddad v. Spain, no. 16572/17, § 51, 18 June 2019). There is currently a broad consensus - including in international law - in support of the idea that in all decisions concerning children, their best interests must be paramount (see Neulinger and Shuruk [GC], no. 41615/07, § 135, 6 July 2010, and X v. Latvia [GC], no. 27853/09, § 96, ECHR 2013). A child's interests dictate that the child's ties with his or her family must be maintained, except in cases where the family has proved to be particularly unfit and this may harm the child's health and development (see, for instance, K.B. and Others v. Croatia, no. 36216/13, § 143, 14 March 2017). Severing such ties means cutting a child off from his roots, which may only be done in very exceptional circumstances everything must be done to preserve personal relations and, if and when appropriate, to "rebuild" the family. In that context, the Court has emphasised, in particular, the State's obligation to adopt measures to preserve the parent-child bond as far as possible (see Görgülü v. Germany, no. 74969/01, § 48, 26 February 2004; S.H.v. Italy, no. 52557/14, § 48, 13 October 2015; and KacperNowakowski v. Poland, no. 32407/13, § 75, 10 January 2017).
76. At the same time, it is clearly also in the child's interest to ensure his or her development in a sound environment, and a parent cannot be entitled under Article 8 to have such measures taken as would harm the child's health and development (see Strand Lobben and Others v. Norway [GC], no. 37283/13, § 207, 10 September 2019). The child's best interests may, depending on their nature and seriousness, override those of the parents (see, for instance, V.D. and Others v. Russia, no. 72931/10, § 114, 9 April 2019).
77. It must be borne in mind that generally the national authorities have the benefit of direct contact with all the persons concerned. It is accordingly not the Court's task to substitute itself for the domestic authorities but to review, in the light of the Convention, the decisions taken and assessments made by those authorities in the exercise of their power of appreciation (see, among other authorities, X v. Latvia [GC], cited above, § 101, and Strand Lobben and Others, cited above, § 210). The margin of appreciation to be granted to the competent national authorities will vary in accordance with the nature of the issues and the importance of the interests at stake. Whilst the Court recognises that the authorities enjoy a wide margin of appreciation when deciding on custody matters, stricter scrutiny is called in respect of any further limitations, such as restrictions placed by those authorities on parental rights and access, and of any legal safeguards designed to secure the effective protection of the right of parents and children to respect for their family life. Such further limitations entail the danger that family relations between parents and a child are effectively curtailed (see Kutzner v. Germany, no. 46544/99, § 67, ECHR 2002-I; Haase v. Germany, no. 11057/02, § 92, ECHR 2004-III (extracts), and Strand Lobben and Others, cited above, § 211).
78. In assessing whether the impugned measure was "necessary in a democratic society", the Court has to consider whether, in the light of the case as a whole, the reasons given to justify the impugned measure were "relevant and sufficient" for the purposes of Article 8 § 2 of the Convention. To that end, the Court must ascertain whether the domestic courts conducted an in-depth examination of the entire family situation and a whole series of factors, in particular factors of a factual, emotional, psychological, material and medical nature, and made a balanced and reasonable assessment of the respective interests of each person, with a constant concern for determining what the best solution would be for the child (see Neulinger and Shuruk, cited above, § 139). In cases relating to public-care measures, the Court will also have to determine whether the decision-making process, seen as a whole, was fair and provided the applicant with the requisite protection of her interests safeguarded by Article 8 (see Strand Lobben and Others, cited above, § 212).
..............................
82. The Court observes at the outset that depriving the applicant of her parental authority cancelled the mother-child bond between the applicant and her children, and extinguished all parental rights she had in respect of them, including the right to have contact with them (see paragraphs 53 and 70 above). The Court reaffirms that splitting up a family is a very serious interference (see A.K. and L. v. Croatia, § 62, and Haddad, § 54, all cited above). Depriving a person of his or her parental rights is a particularly far-reaching measure which deprives a parent of his or her family life with the child, and it is inconsistent with the aim of reuniting them. As noted above, such measures should only be applied in exceptional circumstances, and can only be justified if they are motivated by an overriding requirement pertaining to the child's best interests (see Strand Lobben and Others, cited above, § 209; M.D. and Others v. Malta, no. 64791/10, § 76, 17 July 2012; and N.P.v. the Republic of Moldova, no. 58455/13, § 65, 6 October 2015). This is accordingly a domain in which there is an even greater call than usual for protection against arbitrary interferences (see S.S. v. Slovenia, cited above, § 96).
................................
87. The Court reaffirms that the authorities' role in the social welfare field is, precisely, to help persons in difficulty, to provide them with guidance in their contact with the welfare authorities and to advise them, inter alia, on how to overcome their difficulties (see Saviny v. Ukraine, no. 39948/06, § 57, 18 December 2008; R.M.S. v. Spain, no. 28775/12, § 86, 18 June 2013; and S.H. v. Italy, cited above, § 54). In the case of vulnerable persons, the authorities must show particular vigilance and afford increased protection (see, for instance, S.S. v Slovenia, cited above, § 84)."
Η προστασία της οικογένειας από αυθαίρετες επεμβάσεις κυβερνητικών αρχών είναι καλά κατοχυρωμένη σ' όλα τα νομικά συστήματα. Ο διαχωρισμός οικογένειας θεωρείται επέμβαση στην οικογενειακή ζωή. Ο διαχωρισμός παιδιών από τους γονείς τους δεν είναι επιτρεπτός, εκτός και αν οι γονείς σοβαρά παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους ως γονείς και σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Η αμοιβαία απόλαυση της σχέσης γονιού και παιδιού αποτελεί βασικό δικαίωμα και στοιχείο της οικογενειακής ζωής. Ο αποκλεισμός ενός γονέα από τα γονικά του δικαιώματα είναι ένα απομακρυσμένο μέτρο και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπου το κίνητρο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από το κυρίαρχο στοιχείο που είναι το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω προκειμένου να καταλήξει ότι ικανοποιήθηκαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του ’ρθρου 32 και είναι η διαπίστωση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δυστυχώς, απέτυχε να λάβει υπόψιν όλα τα σχετικά στοιχεία ενώπιον του. Έλαβε υπόψιν του μόνο τα όσα τέθησαν από την Εφεσίβλητη. Αγνοήθηκαν αναιτιολόγητα το περιεχόμενο δύο απομαγνητοφωνημένων καταθέσεων των δύο ανήλικων που λήφθηκαν στις 24.9.2019 και στις οποίες φαίνεται ότι η σχέση τους με την μητέρα τους είναι καθόλα φυσιολογική. Δεν μας διαφεύγει, βεβαίως, ο ισχυρισμός της Λειτουργού της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας ότι ο μικρός Σ. μετά την ολοκλήρωση της οπτικογράφησης τής είπε ότι ο ίδιος και η αδελφή του δεν είπαν την αλήθεια καθότι η μητέρα τους τούς είπε ότι εάν αναφέρουν ότι τους κτυπά, θα πάει η ίδια φυλακή και αυτά σε Ίδρυμα, ισχυρισμός όμως που θα έπρεπε να τεθεί στην βάσανο της σφαιρικής εξέτασης όλων των στοιχείων. Επίσης, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψιν άλλη έγγραφη μαρτυρία η οποία φαίνεται να δείκνυε ότι τα ανήλικα είναι καλοί μαθητές, αγαπούν την μητέρα τους και ότι η τελευταία σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο φαίνεται να έχει ημερ. 17.1.2016, ιατρού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου "δεν ελέγχεται με ψυχώσιμα συμπτώματα ούτε καταθλιπτική συμπτωματολογία, χωρίς οξεία ψυχοπαθολογία". Ακόμη αγνόησε, για λόγους που δεν αναφέρονται, δύο εκθέσεις ημερ. 6.2.2017 και 14.2.2017 που ετοιμάστηκαν αναφορικά με τα δύο ανήλικα παιδιά από παιδοψυχίατρο στην περίπτωση του ανήλικου Σ. και κλινική ψυχολόγο στην περίπτωση της ανήλικης Μ. Αμφότερες οι εξετάσεις έγιναν τόσο με τα ανήλικα όσο και με τη μητέρα τους. Στην περίπτωση του Σ. έγιναν δύο κλινικές συναντήσεις και στην περίπτωση της Μ. τέσσερις με την ανήλικη, δύο με την μητέρα και μία με τον πατέρα. Στην περίπτωση του Σ. το πιστοποιητικό αναφέρει:
"Από τις κλινικές συναντήσεις με το παιδί διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για παιδί που έχει κατακτήσει τα φυσιολογικά αναπτυξιακά ορόσημα για τη χρονολογική του ηλικία. Παρουσιάζει φυσιολογικό νοητικό επίπεδο, αδρά εκτιμώμενο και φυσιολογικές για την ηλικία του κοινωνικές δεξιότητες. Σχετίζεται με εμπιστοσύνη αλληλεπιδρά σε ικανοποιητικό βαθμό και αναπτύσσει παιχνίδι συμβολικού χαρακτήρα.
Σε ερωτήσεις που αφορούσαν στις συνθήκες διαβίωσης καθώς και τη σχέση με τους γονείς του, δεν ανέφερε κάτι το επιλήψιμο πέραν του ότι τόσο η μαμά όσο και ο μπαμπάς "θυμώνουν και φωνάζουν όταν κάνω πελλάρες".
Συμπερασματικά πρόκειται για αγόρι στην λανθάνουσα φάση της ανάπτυξης του με φυσιολογικές ψυχικές και νοητικές λειτουργίες. Δεν φαίνεται να παρουσιάζει κλινικά σημεία που να συνηγορούν υπέρ κάποιας μορφής κακοποίησης εις βάρος του."
Στη περίπτωση της Μ.
"Από τις κλινικές συναντήσεις διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για παιδί με προσαρμοστικότητα, διάθεση για συνεργασία και παιχνίδι. Παρουσιάζει νοητικό επίπεδο που κυμαίνεται στα φυσιολογικά πλαίσια. Ο ειρμός και η οργάνωση της σκέψης της, όπως και η αντίληψη της, ήταν στα φυσιολογικά πλαίσια.
Συμπερασματικά πρόκειται για κορίτσι με φυσιολογικό νοητικό δυναμικό και φυσιολογική ψυχική οργάνωση. Από την κλινική ψυχολογική διερεύνηση δεν φαίνεται να παρουσιάζει κλινική συμπτωματολογία η οποία να σχετίζεται με οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης. Εξ άλλου, η Μ. δεν εξέφρασε το οποιοδήποτε παράπονο σχετικά με τους γονείς της και δη σωματική κακοποίηση (ξυλοδαρμό)."
Όλα τα πιο πάνω αγνοήθηκαν εντελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο για λόγους που δεν εξηγήθηκαν στην απόφαση του. Ειδικά για τις δύο εκθέσεις που ετοιμάστηκαν για τους δύο ανήλικους ημερ. 6.2.2017 και 14.2.2017 και μέσα στα πλαίσια εξέτασης λόγου ένστασης μη αποκάλυψης έκρινε ότι αυτές δεν είναι ουσιώδεις και δεν θα επηρέαζαν την κρίση του κατά τον χρόνο έκδοσης του προσωρινού Διατάγματος. Επίσης ότι αυτές δεν προσδίδουν οτιδήποτε στην υπόθεση λόγω της παρόδου τριών σχεδόν ετών μέχρι την καταχώρηση της αίτησης. Το ίδιο δεν έκρινε όμως για στοιχεία που έθεσε η Εφεσίβλητη με την Ένορκη Δήλωση Β. και τα οποία χρονολογούντο από το 2014, 2016, 2017. Τήρησε, συνεπώς, το λιγότερο που θα πούμε, άνισο κριτήριο. Αρκέστηκε να λάβει υπόψιν του μόνο τα στοιχεία που τέθησαν από την Εφεσίβλητη. Διερωτούμαστε, συνεπώς, πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να λάβει υπόψιν τα πιο πάνω που τέθηκαν από πλευράς Εφεσειόντων στο στάδιο της ακρόασης της αίτησης, προέβη στην αναγκαία νοητική διεργασία για να καταλήξει ότι συντρέχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του ’ρθρου 32(1). Ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η λήψη τέτοιου μέτρου όπως το προσβαλλόμενο Διάταγμα δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν έχει ως κίνητρο την υπέρτατη απαίτηση που είναι το καλό νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι όλα όσα έλαβε υπόψιν του ήταν σχετικοί παράγοντες αλλά λαμβανομένης υπόψιν όλης της "εικόνας", ήτοι το σύνολο των στοιχείων που τέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία αυτό αγνόησε, χωρίς να αποφασίζει επί της ολότητάς του ενώπιον του υλικού, είμαστε της γνώμης ότι δεν ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του ’ρθρου 32(1) του Ν.14/60. Η ύπαρξη "σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση" προϋποθέτει ακόμη και δικογραφικά, δηλαδή, στη βάση του υλικού που τίθεται με την αίτηση, "σοβαρό" θέμα και όχι απλώς την ύπαρξη μιας νομικής δυνατότητας. Με την κατάληξη μας αυτή, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε οτιδήποτε περισσότερο. Τονίζεται ότι με την πιο πάνω κατάληξη μας δεν αποφασίζουμε οτιδήποτε επί της ουσίας της διαφοράς η οποία παραμένει για εξέταση όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο επιληφθεί της κυρίως αίτησης που αναμένουμε να γίνει το συντομότερο δυνατό.
Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση επιτρέπεται.
Το Διάταγμα ημερ. 29.10.2019 το οποίο οριστικοποιήθηκε στις 3.2.2020 ακυρώνεται.
Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και να είναι εις βάρος της Εφεσίβλητης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, που αφορούν το ακυρωθέν Διάταγμα, να είναι επίσης υπέρ των Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, εγκριθούν από το Δικαστήριο και να είναι πληρωτέα στο τέλος της κύριας διαδικασίας.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/γκ