ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Ν. Μακρίδης και Κ. Πατσαλίδου (κα) για τους Αιτητές. Μ. Μασούρα (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-06-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ CROWN RESORTS LIMITED κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/2019, 24/6/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D227

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/2019)

 

24 Ιουνίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ (Ν.33/1964, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. CROWN RESORTS LIMITED (HE33322), 2. xxx ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, 3. xxx ΦΙΛΙΠΠΟΥ, (ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΟΙ «ΑΙΤΗΤΕΣ», ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 1, 3 ΚΑΙ 4 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 3459/2017 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ (Α. ΚΑΡΝΟΥ - Ε.Δ.), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΓΕΛΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 11.06.2019 ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΛΕΟΜΟΙΟΤΥΠΟ ΣΤΙΣ 14.06.2019 ΚΑΙ ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 21.06.2019, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 3459/2017.

 

_ _ _ _ _ _

 

Ν. Μακρίδης και Κ. Πατσαλίδου (κα) για  τους Αιτητές.

Μ. Μασούρα (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Κεντρικό σημείο στην υπό κρίση περίπτωση αποτελεί η διάλυση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ο ΚΟΤ), ως αποτέλεσμα της ψήφισης του περί της ΄Ιδρυσης Υφυπουργείου Τουρισμού και Διορισμού Υφυπουργού Τουρισμού παρά τω Προέδρω και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2018, Ν. 123/2018 (ο Νόμος). Ο υπό αναφορά Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 2 Ιανουαρίου, 2019.

 

Εν τω μεταξύ, στις 25 Νοεμβρίου, 2017 καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση 3459/2017 με κατήγορο τον ΚΟΤ  και κατηγορούμενους τους Αιτητές στην παρούσα υπόθεση και ακόμη ένα πρόσωπο. Η υπόθεση τέθηκε επανειλημμένα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (που συνεδριάζει στο Παραλίμνι) προς απάντηση στο κατηγορητήριο. Ηγέρθησαν διάφορες προδικαστικές ενστάσεις, με τελευταία, στις 7 Φεβρουαρίου 2019, προδικαστική ένσταση στη βάση των προβλημάτων που προκλήθηκαν λόγω της θέσπισης του Νόμου. Προέβαλαν οι κατηγορούμενοι ότι ο ΚΟΤ είχε πλέον διαλυθεί και επομένως η ποινική διαδικασία δεν μπορούσε να συνεχιστεί από ανύπαρκτο κατήγορο. Περαιτέρω, ότι το Υφυπουργείο Τουρισμού, το οποίο είδε διαδεχθεί τον ΚΟΤ, δεν αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου, ως ήταν ο ΚΟΤ και επομένως δεν νοείται έναρξη ή συνέχιση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης από την Κυπριακή Δημοκρατία. Ακόμη, με προβολή των διαλαμβανομένων στο άρθρο 16 του Νόμου, ότι δεν ήταν δυνατή η συνέχιση ιδιωτικών διώξεων που ασκήθηκαν από τον ΚΟΤ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τις ενώπιόν του προδικαστικές ενστάσεις με αναφορά στα επίμαχα άρθρα 15(1) και 16(1)(2) των Νόμου, κατέληξε ότι είναι επιτρεπτή η συνέχιση και ολοκλήρωση της ενώπιόν του ποινικής υπόθεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, παρά τη διάλυση του ΚΟΤ, ότι, εν πάση περιπτώσει, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ξεκάθαρα από το άρθρο 16 του Νόμου, εφαρμογή θα είχε το εδάφιο 2 του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφάλαιο 1, εφόσον «αναμφίβολα ο νομοθέτης δεν έχει εκφράσει την πρόθεση όπως αυτές (οι ποινικές υποθέσεις) τερματισθούν» και ότι ο διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας ποινικής δίωξης δεν είχε οποιαδήποτε σημασία στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Η ως άνω πρωτόδικη κατάληξη, αμφισβητείται με διαδικασία  προνομιακού εντάλματος Certiorari. Αρχικά, όπως και επιβάλλεται, οι Αιτητές ζήτησαν άδεια προς καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος αυτής της μορφής για ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Ζητήθηκε επίσης διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της πρωτόδικης απόφασης μέχρι της αποπεράτωσης της προνομιακής διαδικασίας και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Η αιτηθείσα άδεια δόθηκε στη βάση εντοπισθείσας έκδηλης νομικής πλάνης, προκύπτουσας από το κείμενο της ίδιας της απόφασης.

 

Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση διά κλήσεως, μέσω της οποίας αξιώνεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της προαναφερθείσας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερ. 11.6.2019.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, τέθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ζήτημα απόρριψης της αίτησης στη βάση της παροχής δυνατότητας άσκησης άλλων ένδικων μέσων και στην απουσία συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν στην προσφυγή προς αναζήτηση προνομιακού εντάλματος.

 

Στις 26.6.2019, το Δικαστήριο θεώρησε ότι θεμελιώθηκε ζήτημα συζητήσιμης υπόθεσης και συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, με δεδομένη την ύπαρξη υπαλλακτικού ένδικου μέσου, της έφεσης, ούτως ώστε να δοθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς τον σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari, για ακύρωση της ανωτέρω εκδοθείσας απόφασης. 

 

Το ζήτημα της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, σε συνάρτηση με την κοινή θέση περί ύπαρξης υπαλλακτικού ένδικου μέσου, τέθηκε, ως λέχθηκε και στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης. Προβλήθηκε, επιπρόσθετα, από την ευπαίδευτη συνήγορο που εμφανίζεται εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ότι πέραν του ένδικου μέσου της έφεσης, υπήρχε στη διάθεση των Αιτητών η εναλλακτική θεραπεία της επίκλησης των προνοιών του άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, ήτοι του δικαιώματος να ζητήσουν από το πρωτόδικο δικαστήριο να «.. επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης».

 

Είναι νομολογημένο ότι η ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται, σε κάθε στάδιο, από την κατάδειξη εκ μέρους του Αιτητή, ο οποίος φέρει και το βάρος, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα. Η αρχή αυτή, ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση εντός διατάγματος. Εάν, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων, συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης  (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878, Αναφορικά με την Αίτηση Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:A121.

 

Στην Μιτέλα (ανωτέρω), λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή εάν ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση εκτενούς επί του προκειμένου αποσπάσματος από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα (2012) 1 ΑΑΔ 878, 887-890.

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury' s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

 

«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

 

"Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."

 

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη xxx Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury' s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-

 

«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη xxx Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re xxx Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

 

Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, xxx Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και xxx Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, xxx Μαρκίδης κ.ά.(2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης.  Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης. Δεν εντοπίζουμε κανένα περιθώριο επιτυχίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί και εξετάζοντας τα δεδομένα της επίδικης περίπτωσης, ορθά κατέληξε ότι ουσιαστική επιδίωξη του Εφεσείοντα ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ότι τα όποια παράπονα του  είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης έφεσης.»

 

Ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ούτως ώστε να εντάξει την περίπτωσή του στα πλαίσια των προϋποθέσεων άσκησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, έστω και αν εντοπιζόταν συζητήσιμη υπόθεση,  απέτυχε να στοιχειοθετήσει συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, δεδομένης της νομικής διάστασης του θέματος, όπως την έχουμε αναπτύξει αμέσως προηγουμένως και με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω). Προσθέτουμε μόνο ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. Εάν υπάρχει κάτι το εξαιρετικά επείγον, παρέχεται, βεβαίως, πάντοτε η ευχέρεια αναζήτησης ταχύτερης εκδίκασης των εφέσεων, μετά από σχετικό αίτημα.»

 

 

 

 

Είναι αδύνατος ο εκ των προτέρων καθορισμός του τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Το ζήτημα κρίνεται σε κάθε περίπτωση υπό το φως των γεγονότων που την περιβάλλουν.

 

Εχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος, όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω, κρίνεται ότι τα δεδομένα, ως έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, συνηγορούν  ότι στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς επίκληση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η όλη προσέγγιση των Αιτητών ως προς τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, εδράσθηκε στη θέση ότι το εναλλακτικό μέσο της έφεσης δεν θα μπορούσε να ήταν ούτε ευχερές, ούτε αποτελεσματικό, διότι, καθόσον χρόνο θα εκκρεμούσε η εν λόγω διαδικασία, θα συνεχιζόταν η ποινική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τρόπο που το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη θα παραβιαζόταν, αφού, κατά τη θέση τους, θα υφίσταντο κυρώσεις και θα αποστερούντο ευνοϊκότερης μεταχείρισης με βάση τις πρόνοιες του νέου περί της Ρύθμισης της ΄Ιδρυσης και Λειτουργίας Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου, Ν.34(1)/19 και, περαιτέρω, καθότι η ποινική υπόθεση θα προωθείτο από ανύπαρκτο κατήγορο, τον ΚΟΤ. Προσθέτει, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών, ότι τα διαλαμβανόμενα από το πιο πάνω άρθρο 148(1) του Κεφαλαίου 155 δεν συνιστούν εναλλακτικό ένδικο μέσο ή, έστω και αν ήταν τέτοιο, η δυνατότητα αυτή προσφερόταν πριν την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης και δεν αποτελεί εναλλακτικό ένδικο εφόδιο που θα μπορούσε να ασκηθεί κατά της απόφασης, μετά την έκδοσή της.

 

Με όλο το σεβασμό είναι αβάσιμη η πιο πάνω προσέγγιση. Όπως και στην απόφαση Κρασοπούλη (2013) 1 ΑΑΔ 492, 503-504  λέχθηκε:

 

«Τέλος, θα πρέπει να υποδείξουμε ότι ο εφεσείων δεν έχει μόνο το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στη διάθεση του. Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν και το προϊόν ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων, ήτοι των Νόμων περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, Ν. 112(1)/04 και περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου), Ν. 138(1)/01. Σε τέτοια περίπτωση, ο εφεσείων θα μπορούσε να ζητήσει από το Κακουργιοδικείο να «επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης», κατ' επίκληση του Άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Πλην όμως, δεν έκαμε χρήση αυτής της δυνατότητας. Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο είχε διακριτική ευχέρεια να επιφυλάξει νομικό ζήτημα ακόμα και μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασής του (Republic v. Kallis (1961) C.L.R. 266).»

 

 

 

 

Κατά ταυτόσημο τρόπο και στην υπό κρίση περίπτωση, το όλο ζήτημα είναι, στη βάση του, νομικό και η προσφυγή  στην αναζήτηση της υπαλλακτικής θεραπείας της επιφύλαξης  νομικού ζητήματος θα διασφάλιζε όλα τα δικαιώματα των Αιτητών και θα εκμηδένιζε τους φόβους που προβλήθηκαν περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης και αναποτελεσματικότητας του μέτρου της έφεσης.

 

Υπό το πρίσμα της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται εις βάρος των Αιτητών και προς όφελος των Καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο