ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αντ.Βαφέας, για εφεσείοντα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-05-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ GHEBALI, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 51/2020, 11/5/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A150

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 51/2020)

                    

11 Μαϊου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ xxx GHEBALI

Εφεσείων/Εκζητούμενος

_ _ _ _ _ _

΄Εφεση του εφεσείοντα/εκζητούμενου εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, του κ.Δ.Θεοδώρου, Ε.Δ., ημερ. 19.2.2020, στην αίτηση αρ.20/2019 (΄Ενταλμα Σύλληψης Εκζητούμενου Προσώπου)

_ _ _ _ _ _

Αντ.Βαφέας, για εφεσείοντα

Ε.Παπαλοϊζου,  δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν.Εισαγγελέα

------------ -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

----------------- -

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την πρωτόδικη διαδικασία επιδιώχθηκε η σύλληψη και παράδοση του εφεσείοντα εκζητούμενου στα πλαίσια εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από δικαστική αρχή της Γαλλίας εναντίον του σε συνάρτηση με αδικήματα κατάχρησης θέσης εμπιστοσύνης και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.

 

Ο εφεσείων, μέσω του συνηγόρου του, δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του στις Γαλλικές Αρχές, προβάλλοντας, πως επιδιώκεται η σύλληψη και παράδοση του στη Γαλλία, για λόγους άλλους από αυτούς που επιτρέπουν μια τέτοια παράδοση μέσω εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.  ΄Ηταν η θέση του ότι, η παράδοση του δεν επιδιωκόταν ούτε για να εκτίσει ποινή που είχε επιβληθεί σε αυτόν στη Γαλλία, ούτε για να διωχθεί ποινικά, αλλά για να του υποβληθούν ερωτήσεις και για να ανακριθεί σε σχέση με υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς να είναι, από το στάδιο αυτό δυνατόν, να προβλεφθεί το κατά πόσο εντέλει, θα διωχθεί.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα καταλήγοντας ότι ο σκοπός για τον οποίο επιζητείτο η παράδοση του είναι ώστε να διωχθεί ποινικά και πάντως όχι για λόγο άλλο από αυτούς που δικαιολογούσαν τέτοια έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος.  Συνεπώς έκρινε πως τηρούνται όλες ανεξαιρέτως οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση του εντάλματος και την παράδοση του εκζητουμένου στις γαλλικές αρχές με βάση το άρθ.29[1] του Ν.133(Ι)/2004.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης, ως εξής:

(α).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή χωρίς να αναλύσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τις αξιόποινες πράξεις που καταγράφονται στο Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης και σύμφωνα με την οποία διάταξε την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης σε σχέση και με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις που καταγράφονται στο ΕΕΣ.

 

(β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αναιτιολόγητα και/ή χωρίς να αναλύσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία και πιο συγκεκριμένα στην αναφορά των γαλλικών αρχών στο (e) του ΕΕΣ ότι "xxx Ghebali has been regularly subpoenaed on his address in Israel but never showed to honor the request for appearance", κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την ενημέρωση του εκζητούμενου για την κλήση του ενώπιον του ανακριτή δικαστή να προσέλθει για ανάκριση.

 

Πρέπει ευθύς εξ αρχής να παρατηρήσουμε πως ο εφεσείων στο περίγραμμα αγόρευσης του εξ απήνης και στο εισαγωγικό μέρος αυτής θέτει θέμα παραπομπής προδικαστικού σημείου στο ΔΕΕ από το Εφετείο επικαλούμενος το άρθ.267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (πρώην 234 της ΣΕΚ).[2]

Επίκληση γίνεται μεταξύ άλλων και του άρθ.34Α[3] του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60).

 

Πρόκειται βεβαίως για εντελώς ανορθόδοξο τρόπο εισαγωγής του θέματος αφού δεν προβάλλεται ως θεσμικά επιβάλλεται, δηλαδή με την μορφή αίτησης.  ΄Oμως και στην ουσία του το ζήτημα δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Τα ερωτήματα που επιδιώκεται να απαντηθούν έχουν ως εξής:

(1). ΄Εχει δικαίωμα η δικαστική αρχή έκδοσης να εκδίδει Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης για να ερευνήσει και/ή να ανακρίνει ύποπτο άτομο όταν ο Δικαστής Ανακριτής έχει ήδη αποστείλει κλήση, ανεπίσημη κλήση χωρίς απόδειξη επίδοσης, στην οποία ο ύποπτος δεν παράλαβε ποτέ και δεν παρουσιάστηκε στην προκαθορισμένη συνάντηση αλλά ούτε θα είχε την δυνατότητα να δώσει εντολές σε δικηγόρο του να τον αντιπροσωπεύσει, λόγω του ότι δεν ήρθε εις γνώση του και δεν είχε την δυνατότητα να παρουσιαστεί εξ αιτίας του ότι ήταν προφυλακισμένος λόγω άλλου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης εκδομένο από την ίδια δικαστική αρχή έκδοσης και συγκεκριμένα από τις Γαλλικές Αρχές;

(2).  Καλώντας έναν ύποπτο για να του υποβληθούν ερωτήσεις ενώπιον ενός Δικαστή Ανακριτή, γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο άτομο όχι μόνο δεν θα είχε εν γνώσει του την εν λόγω κλήση αλλά θα του ήταν αδύνατο να προσέλθει στην αίτηση των δικαστικών αρχών έκδοσης λόγω του ότι η ίδια δικαστική αρχή έκδοσης είχε εκδώσει προηγουμένως άλλο Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης για άλλη υπόθεση εναντίον του Εκζητούμενου, και με την έκδοση ενός νέου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης λόγω της απουσίας του ενώπιον Δικαστή Ανακριτή, οι δικαστικές αρχές έκδοσης παραβιάζουν ή όχι την Αρχή της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όπως θέλει να το εγγυάται η Απόφαση Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002;

Όπως είναι γνωστό, διαδικασία παραπομπής ακολουθείται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αμφισβητείται η ερμηνεία δικαίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης υπό την έννοια πως ανακύπτει νέο ερμηνευτικό ζήτημα με σημασία για την ενιαία εφαρμογή του δικαίου Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ή όταν η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να παράσχει τις απαραίτητες διευκρινίσεις.  Πρέπει ακόμη το προδικαστικό σημείο να είναι αναγκαίο προκειμένου το εθνικό Δικαστήριο να εκδώσει τη δική του απόφαση.

Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 5/2016, 5.4.2017 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Τα ερωτήματα που τίθενται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατά το συνήγορο της, αναφέρονται και επιβάλλουν την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου αναφορικά με το κατά πόσο η παρεμπόδιση οποιασδήποτε ρύθμισης ή περιορισμού στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα γενικώς, επιτρέπεται. Διαπιστώνεται, κατ΄ αρχάς, η γενικότητα της διατύπωσης των ερωτημάτων αυτών. Ούτε στην αίτηση παραπομπής, ούτε σε άλλο μέρος των ερωτημάτων, καθορίζεται με ακρίβεια ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ερμηνεία, που θα πρέπει να τίθενται εν πάση περιπτώσει σε μια παράκληση κατά τις πρόνοιες του Καν. 3(β)(vii), του Κανονισμού περί Προδικαστικής Παραπομπής στον οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. Τα ερωτήματα όπως καταγράφηκαν ζητούν απλώς τη γνωμάτευση του Δικαστηρίου κατά πόσο τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης και τα άρθρα 15 και 16 του Χάρτη, απαγορεύουν τη θέσπιση των άρθρων 3 και 32 Ε(1) του προτεινόμενου Νόμου που εισάγει νέα άρθρα στο βασικό κείμενο. Αυτό, πέραν της γενικότητας των ερωτημάτων που δεν εξειδικεύουν το ζητούμενο, προσκρούει και στο γεγονός ότι η διατύπωση τους αναφέρεται και επιδιώκει γνωμάτευση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας και με τη Συνθήκη και όχι αμιγή ερμηνεία των άρθρων της Συνθήκης. Όπως έχει αποφασιστεί και στη Bekefi - ανωτέρω - αυτό θα αποτελούσε, κατά ανεπίτρεπτο τρόπο, απαίτηση για εφαρμογή από το Δικαστήριο του προτεινόμενου Νόμου επί των γεγονότων.

Και παρακάτω:

«...΄Επεται ότι η παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων δεν είναι αναγκαία για την επίλυση ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, ως επιτακτική προϋπόθεση για την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αναφοράς του Προέδρου. ’λλωστε, όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, αυτά δεν είναι την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που επιδιώκουν σύμφωνα με το ’ρθρο 267, αλλά στοχεύουν στον έλεγχο της συμβατότητας της εσωτερικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο (Duringello vINPS Case C-186/90).

 

Με όλο το σεβασμό στις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, τα τεθέντα ως ερωτήματα δεν συνδέονται ευθέως με ερμηνεία νόμου.  Απλώς επιχειρείται η αναγωγή κάποιων από τα μεμονωμένα περιστατικά της υπόθεσης και η διατύπωση ερωτήματος νομικής φύσεως.  Αυτό κρίνουμε πως δεν είναι επιτρεπτό και σίγουρα δεν μπορεί να ενεργοποιήσει διαδικασία προδικαστικής παραπομπής ακόμη και αν το ελλιπές και το αντιθεσμικό του τρόπου του αιτήματος παρακάμπτετο.  Περαιτέρω δεν ετέθη αναγκαίο υπόβαθρο, ούτε ο εφεσείων έπεισε ότι, έστω και αν θεωρηθούν νομικά σημεία τα εγειρόμενα ερωτήματα, θα ήταν καθοριστικά για την επίλυση της υπόθεσης.  (βλ. Bulmer v. Pollinger (1974)2 All E.R. 1226, R. v. International Stock Expange ex parte Ellse (1993)1 All E.R. 420). 

Η θεώρηση μας επί του αβασίμου του αιτήματος για παραπομπή νομικού σημείου μας οδηγεί στη συνέχεια στην εξέταση των δύο λόγων έφεσης οι οποίοι έχουν παρατεθεί πιο πάνω.

Ξεκινούμε από την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

Από το ενώπιον του Δικαστηρίου επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα, σημασία έχει η αναφορά «for the purpose of conducting a criminal prosecution".  

Εκείνο δε περαιτέρω που προέκυπτε από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεδομένα είναι πως η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα δεν βρισκόταν στο αρχικό στάδιο διερεύνησης.  Είχαν ήδη ληφθεί οι καταθέσεις από τους παραπονούμενους που κατονομάζουν τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που τους ξεγέλασε.  Όπως παρατηρεί δε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης, όπως συνέβη στην υπόθεση Βalzaz Aztastos v. The Szellsord Court, Hungary (2010) EWHC237.  Η πρωτόδικη κρίση επί του θέματος - το οποίο ήταν και ο μοναδικός λόγος ένστασης - είναι πλήρως αιτιολογημένη και ορθή.  Το γεγονός ότι υπήρξε προβληματισμός αρχικά σε σχέση με το λόγο που ζητείτο για παράδοση ο εφεσείων και ο προβληματισμός αυτός, οδήγησε  το Δικαστήριο[4] με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, σε υποβολή διευκρινιστικού ερωτήματος προς τις Γαλλικές Αρχές, δεν αλλοιώνει τα πράγματα, αφού εντέλει οι διευκρινίσεις που δόθηκαν συνάδουν με το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά και με το άρθρο 3[5] του Ν.133(Ι)/2004, του ως άνω Νόμου. Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη.

Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία. (βλ. Reinwald ν. Γεν.Εισαγγελέας Πολ. έφ. αρ.42/19, 23.4.2020).  Τέτοια πορεία θα ήταν ατελέσφορη. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γάλλος δικηγόρος που κατέθεσε για τον εκζητούμενο, δήλωσε πως οι απαντήσεις της Κεντρικής Αρχής της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα σταδίου διερεύνησης.  Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος  είναι η ποινική δίωξη.  Αυτό προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από την υπόθεση του ΔΕE στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις  C-566/19 PPU και C626/19 PPU 12.12.2019 από την οποία μεταφέρουμε τις σκέψεις 69 και 70:  «. στη γαλλική έννομη τάξη, η απόφαση περί εκδόσεως μπορεί ως διαδικαστική πράξη να προσβληθεί ενόσω διαρκεί η ανακριτική διαδικασία και αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται εις βάρος προσώπου το οποίο δεν είναι ακόμη διάδικος, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο μετά την παράδοση του και την προσαγωγή του ενώπιον του ανακριτή.  Η ύπαρξη, στη γαλλική έννομη τάξη, τέτοιων δικονομικών κανόνων καταδεικνύει, επομένως, ότι ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενου δικαστικού ελέγχου, ακόμη και σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του και, εν πάση περιπτώσει, μετά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, επομένως, ο έλεγχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί, κατά περίπτωση, πριν ή μετά την παράδοση του εκζητουμένου».

(Βλ. επίσης το Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης του Μουζάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, ειδικά σελ.492 κ.επ.).

Επίσης είναι άνευ τελικής σημασίας, κατά την κρίση μας, ότι στο ίδιο το ένταλμα δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης, δηλαδή της φράσης «..executing a custodial sentence or detention order" και παρέμεινε ομού με την ορθή αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution."  Προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα της υπόθεσης πως είναι η δεύτερη αναφορά που ισχύει. 

Εν κατακλείδι, πρέπει να τονιστεί ότι στο περίγραμμα του ο εφεσείων εκφεύγει του περιεχομένου αλλά και της αιτιολογίας του λόγου έφεσης εγείροντας θέματα που δεν αμφισβητήθηκαν πρωτοδίκως (όπως την έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και άλλα (βλ. σελ.7-13 του περιγράμματος).  Αυτό βεβαίως είναι και αντινομικό με τις θέσεις του όπως εκφράστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία.  Σίγουρα δε, δεν του παρέχεται γενικά δικαίωμα αμφισβήτησης θεμάτων που δεν εγέρθηκαν πρωτοδίκως αλλά και δεν αποτελούν διατυπωμένους λόγους έφεσης. 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Σε συνάρτηση με τον δεύτερο λόγο έφεσης και πάλιν παρατηρούμε ότι ευθέως δεν υπήρξε ένσταση του εφεσείοντα αναφορικά με την κλήση ή μη για την παρουσία του ενώπιον Δικαστή.  Προφανώς γι΄αυτό το λόγο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα.  Εν πάση περιπτώσει ο λόγος αυτός είναι εντελώς αβάσιμος.  Τα όσα δε τίθενται σχετικά δεν αποτελούν λόγο μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.  Οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έχει υποχρέωση ή διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος αναφέρονται εξαντλητικά στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου. 

Προκύπτει σαφώς από το λεκτικό των ως άνω άρθρων πως η κλήση ή μη και η παρουσία ή μη του υπό αναφορά προσώπου στις διαδικασίες της χώρας που αιτείται την έκδοση, δεν αποτελεί λόγο μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος στις περιπτώσεις που η εκτέλεση του εντάλματος ζητείται για τη ποινική δίωξη του εκζητούμενου όπως συμβαίνει εν προκειμένω.  (βλ. James v. Γεν. Εισαγγελέας πολ.έφεση αρ.184/14, ημερ. 17.7.2014)

Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος.

Κατ΄ακολουθίαν των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.   Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.  Ο εφεσείων θα παραμείνει υπό κράτηση στο μεταξύ. 

Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμέσως την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας.

                                                                   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 



[1] 29. (1) Με ΅έρι΅να της Κεντρικής Αρχής, ο εκζητού΅ενος παραδίδεται το ταχύτερο δυνατόν σε η΅ερο΅ηνία που συ΅φωνείται ΅ε τις αρ΅όδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλ΅ατος. Η προθεσ΅ία παράδοσης του εκζητου΅ένου δεν ΅πορεί να υπερβαίνει τις δέκα (10) η΅έρες, αφότου εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλ΅ατος σύλληψης. Κατά την παράδοση, ΅ε ΅έρι΅να της Κεντρικής Αρχής, διαβιβάζονται στην αρ΅όδια αρχή του κράτους έκδοσης του εντάλ΅ατος όλες οι πληροφορίες σχετικά ΅ε τη διάρκεια κράτησης του εκζητου΅ένου στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλ΅ατος σύλληψης.

(2) Αν η παράδοση του εκζητου΅ένου, εντός της προθεσ΅ίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ε΅ποδίζεται λόγω περιστάσεων που δεν ελέγχονται από τα κράτη ΅έλη, ο ∆ικαστής, αφού υποβληθεί προς τούτο γραπτό αίτη΅α από την Κεντρική Αρχή και η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλ΅ατος συ΅φωνούν α΅έσως νέα η΅ερο΅ηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα (10) η΅ερών από τη συ΅φωνηθείσα νέα η΅ερο΅ηνία.

 (3) Κατ' εξαίρεση, η παράδοση ΅πορεί να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, ιδίως όταν ευλόγως εκτι΅άται ότι αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητου΅ένου. Το ευρωπαϊκό ένταλ΅α σύλληψης εκτελείται ΅όλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Ο ∆ικαστής, αφού υποβληθεί γραπτό αίτη΅α από την Κεντρική Αρχή, ενη΅ερώνει σχετικά τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλ΅ατος και συ΅φωνεί ΅ε αυτή νέα η΅ερο΅ηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα η΅ερών ΅ετά τη συ΅φωνηθείσα νέα η΅ερο΅ηνία.

(4) Αν ΅ετά την παρέλευση των ανωτέρω προθεσ΅ιών ο εκζητού΅ενος εξακολουθεί να κρατείται, απολύεται. Σε περίπτωση που έχουν επιβληθεί σε βάρος του περιοριστικοί όροι, αυτοί αίρονται αυτοδικαίως.

[2] Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:

α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,

β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν.

 

[3] 34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτη΅α, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερ΅ηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερ΅ηνεία των συ΅βάσεων που καταρτίζονται ΅ε βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερ΅ηνεία των ΅έτρων εφαρ΅ογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητή΅ατος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέ΅ψει το ζήτη΅α στο ∆ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού. (2) Σε περίπτωση που ζήτη΅α, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητή΅ατος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο ∆ικαστήριο παραπέ΅πει το ζήτη΅α στο ∆ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[4] Πηγασίου ν. Γεν. Εισαγγελέα (2009)1 Α.Α.Δ. 519

[5] Το ευρωπαϊκό ένταλ΅α σύλληψης είναι απόφαση ή ∆ιάταγ΅α δικαστικής αρχής κράτους ΅έλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται ΅ε σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους ΅έλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρ΅όδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος.

(α) Για την άσκηση ποινικής δίωξης ή (β) για την εκτέλεση ποινής ή ΅έτρου στερητικών της ελευθερίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο