ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D156
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση αρ. 47/2020
20 Mαϊου, 2020
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
|
|
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964)
Και
Αναφορικά με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018 (5/2018)
Και
Αναφορικά με την αίτηση των Ηagορ G. Bohdjelian & Sons Ltd για άδεια καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων τύπου Certiorari ή/και Prohibition
Και
Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου Eλέγχου Ενοικιάσεως Λάρνακας που εκδόθηκε στις 28/04/2020 στην Αίτηση Αρ. ΚΙ6/2018 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως Λάρνακας μεταξύ των Eldary Holdings Ltd, Αιτητών και Ηagop G. Bohdjelian & Sons Ltd
Καθ' ων η Αίτηση
--------------
Δρ Α. Ποιητής, για τους αιτητές.
----------------- -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές επιδιώκουν με την παρούσα, την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να τους δίδεται άδεια για να καταχωρήσουν αίτηση για prohibition ή και certiorari για ακύρωση του διατάγματος ή και απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως Λάρνακας ημερ. 28.4.2020, απορριπτική της αίτησης των αιτητών. Με την εν λόγω αίτηση είχαν προβάλει τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να προβεί σε οποιαδήποτε έκδοση απόφασης ή διατάγματος, που να διατάσσει την αύξηση του ενοικίου.
Τα προβαλλόμενα δια της αίτησης θέματα αφορούν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας στην πιο πάνω αίτηση με την οποία οι καθ΄ων η αίτηση (Eldary Holdings Ltd) είχαν αιτηθεί το 2018 αύξηση ενοικίου εναντίον των αιτητών.
Οι αιτητές στο δικόγραφο που καταχώρησαν στην εν λόγω διαδικασία και δη στην παράγραφο 10 της απάντησης τους, ανέφεραν ότι «δεν επιτρεπόταν οποιαδήποτε αύξηση του ενοικίου». Προχώρησαν στη συνέχεια σε διατύπωση αιτήματος για προδίκαση του εν λόγω σημείου ως προδικαστικό, δυνάμει κυρίως της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στις 13.2.2020 με σχετική απόφαση του, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έδωσε σχετική άδεια για προδίκαση του εν λόγω σημείου και προχώρησε στο να δώσει οδηγίες σε σχέση με καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων και από τους δύο διαδίκους. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, στις 28.4.2020, εξέδωσε την επίδικη απόφαση με την οποία απέρριψε τις θέσεις των αιτητών θεωρώντας ότι δύναται να προχωρήσει η διαδικασία για αύξηση του ενοικίου. Σύμφωνα με τις θέσεις των αιτητών, το ακίνητο είναι ενοικιοστασιακό και ούτε συμφωνήθηκε αύξηση μεταξύ των διαδίκων. Με τη συνδυασμένη δε εφαρμογή και ερμηνεία του άρθρου 8[1] του περί Ενοικιοστασίου Νόμου και της ΚΔΠ 120/19[2] καθοριζόταν μηδενική αύξηση ως προς τα ενοίκια. Ως εκ τούτου η αίτηση που καταχωρήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση για αύξηση ενοικίου στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν μπορούσε να επιτύχει.
Μετά την απορριπτική απόφαση, οι αιτητές προσέφυγαν δια της παρούσης, στο Ανώτατο Δικαστήριο προωθώντας τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η υπόθεση αφορά αίτηση για αύξηση ενοικίου ενοικιοστασιακού υποστατικού.
(β) Προεβλήθη η ένσταση ότι το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία λόγω της Κ.Δ.Π. 12012019 να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα για αύξηση του ενοικίου.
(γ) Το Δικαστήριο θεώρησε ότι έχει τέτοια εξουσία διότι πρόκειται να το προσαρμόσει προς τα ενοίκια της μικρής περιοχής και παρέπεμψε στην υπόθεση Φεραίου ν. Χρ. Γεωργιάδης Λτδ, η οποία δεν έχει σχέση με την παρούσα, διότι αφορούσε περίοδο όπου επιτρέπετο η αύξηση του ενοικίου.
(δ) Το Δικαστήριο δεν αντελήφθη ότι η αύξηση απαγορεύεται για οποιαδήποτε περίπτωση.
(ε) Είναι αναγκαία η έκδοση διατάγματος prohibition και certiorari, ώστε η υπόθεση να μην προχωρήσει καθ' ότι το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση για αύξηση ενοικίου.
(ζ) Επειδή η απόφαση δεν είναι ενδιάμεση δεν χωρεί έφεση.
(η) Αν η υπόθεση προχωρήσει, θα δημιουργήσει άδικα έξοδα και απώλεια χρόνου του Δικαστηρίου.
Ο κ.Ποιητής στην αναλυτική του αγόρευση αναφέρθηκε σε αποσπάσματα της επίδικης απόφασης σχολιάζοντας τα λάθη της προσέγγισης του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τη νομοθεσία υποδεικνύοντας ότι η νομολογία που το Δικαστήριο χρησιμοποιεί αναφέρεται σε περίοδο που επιτρέπετο η αύξηση, καταλήγοντας ως εξής:
«Αυτό το λάθος οδήγησε το Δικαστήριο στο να παραγνωρίσει το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου. Το διάταγμα δεν αφήνει περιθώρια διαφοροποίησης, εφόσον αναφέρεται γενικώς στο άρθρο 8(4)(α), στο οποίο περιλαμβάνεται και η μικρή περιοχή. Lege non distiguendi nec nostris est distinguere".
Είναι βεβαίως γνωστές οι αρχές στη βάση των οποίων εξετάζονται αιτήματα παροχής αδείας στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Όπως ετέθη συμπυκνωμένα και περιεκτικά στη Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1718:
«Η νομολογία μας σε πλήρη ταύτιση με την αντίστοιχη αγγλική νομολογία έχει πάγια υιοθετήσει τη θέση ότι το ένταλμα Certiorari παρέχει τη δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο με προοπτική την επέμβαση είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του πρακτικού προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας (Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, παραγ. 268, σελ. 142, Supreme Court Practice, 1988, σελ. 794)».
Περαιτέρω, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου συντρέχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις (Αναφορικά με την αίτηση Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004)1 Α.Α.Δ. 1535, Εrin Resources S.A. κ.ά. (2014) 1Α Α.Α.Δ. 55, ECLI:CY:AD:2014:A10).
΄Εχοντας υπόψη τα δεδομένα της υπόθεσης αλλά κυρίως το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης ημερ. 28.4.2020 παρατηρώ πως ο ευπαίδευτος Δικαστής προχώρησε σε σχετική ερμηνεία του άρθρου 8 (ανωτέρω) υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας (βλ. κυρίως Φεραίου ν. Γεωργιάδη, πολ.εφ.212/10, 2.12.2015), ECLI:CY:AD:2015:D804 καταλήγοντας να θεωρήσει πως η προδικαστική ένσταση ήταν αβάσιμη δίδοντας πλήρη αιτιολογία που καλύπτει αρκετές σελίδες της απόφασης του. Υπό αυτή δε την έννοια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπόθεσης R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122, ως εξηγήθηκαν στην Α.Π.Ποιητής πολ. αίτηση αρ.186/19, 4.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D459 .
Είναι φανερό ότι επιδιώκεται δια της παρούσης, με το μανδύα της αίτησης για παροχή αδείας, να υποβληθεί στην ουσία «έφεση» επί της ορθότητας της απόφασης και όχι επί της νομιμότητας αυτής. Όπως είναι νομολογημένο, ακόμη και λανθασμένη ερμηνεία νόμου δεν παρέχει το βάθρο παροχής τέτοιας αδείας. (Βλ. Λειβαδιώτου πολ.αίτηση 128/19, ημερ. 22.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:D338.
Τυχόν λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το Νόμο ή την ερμηνεία δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα διότι η δικαιοδοσία αυτή εφαρμόζεται μόνο επί της νομιμότητας και όχι επί της ορθότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης & Υιός Λτδ (αρ.2) (1996)1 Α.Α.Δ. 822 και Γεν. Εισαγγελέα, πολ.αίτηση 24/20 ημ. 10.3.2020), ECLI:CY:AD:2020:D96.
Δεν έχει προβληθεί λοιπόν με βάση τη θεώρηση μου, συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δοθεί σχετική άδεια.
Περαιτέρω, ακόμη και αν δεν χωρεί έφεση επί ενδιάμεσης απόφασης, όπως εν προκειμένω, είναι μέσα στη φαρέτρα των αιτητών η δυνατότητα να πλήξουν την επίδικη απόφαση, μετά την τελική τυχόν εναντίον τους απόφαση του Δικαστηρίου, εάν το επιθυμούν. Το ότι οι εφεσείοντες θα υποστούν μια «μακρά διαδικασία αχρείαστα», όπως ανέφερε ο κ.Ποιητής, με όλο το σεβασμό, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει «εξαιρετική περίσταση», ως επιτάσσει η νομολογία.
Επίσης να θυμίσω πως τέτοιες ενοικιοστασιακές διαδικασίες, εκ της φύσεως τους, είναι - ή τουλάχιστον πρέπει να είναι - πολύ συνοπτικές. Η δε μέχρι τώρα καθυστέρηση φαίνεται να συνδέεται και με το προδικαστικό σημείο.
Το ότι βέβαια σήμερα, λόγω της πανδημίας, τα πράγματα πιθανόν να διαφοροποιηθούν, όπως εύστοχα επεσήμανε ο κ.Ποιητής, είμαι σίγουρη ότι θα απασχολήσει δεόντως τους διαδίκους.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
[1] 8.(1) Ουδε΅ία αύξησις ενοικίου κατοικιών ή καταστη΅άτων δύναται να επιβληθή επί θεσ΅ίου ενοικιαστού πλην ως εν τω παρόντι Νό΅ω διαλα΅βάνεται.
(4)(α) Το ανώτατον όριον του υπό του Δικαστηρίου καθοριζομένου δικαίου ενοικίου δεν Θα υπερβαίνη ποσοστόν 14 τοις εκατόν διά τα πρώτα δύο έτη από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, μετά το πέρας της οποίας περιόδου το ποσοστόν θα καθορίζεται ανά διετίαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου τη συστάσει του Υπουργού διά διατάγματος δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Νοείται ότι, αν η πρώτη αίτηση που υποβάλλεται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 για αύξηση του ενοικίου βάσει του επιτρεπόμενου ποσοστού, που δεν υπερβαίνει τώρα το 14%, οδηγεί στον καθορισμό ενοικίου χαμηλότερου από το 40% του εκάστοτε μέσου όρου των ενοικίων της μικρής περιοχής, τότε καθορίζεται ενοίκιο ίσο προς το 40% του μέσου αυτού όρου. Το ποσοστά 40% ως ανωτέρω, για την πρώτη ή τις επόμενες αιτήσεις αυξάνεται από 1.1.1997 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ανά διετία, μέχρις ότου ανέλθει στο 90% του εκάστοτε μέσου όρου των ενοικίων της μικρής περιοχής.
(β) Το ανώτατον όριον του Δικαστηρίου καθοριζομένου δικαίου ενοικίου εν ουδεμιά περιπτώσει θα υπερβαίνη το 80% του εν εδαφίω (4)(α) καθορισμένων ποσοστών διά τους εκτοπισθέντας και παθόντας.
Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου οι όροι "εκτοπισθείς" και "παθών" κέκτηνται την εις τους όρους τούτους αποδιδομένην έννοιαν υπό του Μέρους V του παρόντος Νόμου.
[2] To Yπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται από την παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 8 των περί Ενοικιοστασίου Νόμων του 1983 μέχρι 2013, μετά από σύσταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, καθορίζει, για τους σκοπούς του προαναφερόμενου άρθρου, το ποσοστό του 0 τοις εκατόν, ως το ανώτατο όριο αυξήσεως ενοικίων για τη διετία που αρχίζει από τις 22 Απριλίου 2019 μέχρι και τις 21 Απριλίου 2021.