ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα. Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. WIDESON BROS κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 269/2013, 30/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A132

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 269/2013)

 

30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

1. WIDESON BROS,

2. ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΧΧ WIDESON,

3. ΧΧΧ ΧΧΧ WIDESON,

4. ΧΧΧ ΧΧΧ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ,

5. ΧΧΧ ΧΧΧ ΛΟΥΚΑ,

6. ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΧΧ ΧΧΧ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,

7. ΧΧΧ ANDRIEU,

8. ΧΧΧ ΧΧΧ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Μ. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δώσει ο  Παρπαρίνος, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η αξίωση του Εφεσείοντα εναντίον των Εφεσίβλητων για προμήθεια, δυνάμει της περί Κτηματομεσιτών Νομοθεσίας, απερρίφθη ως μη αποδειχθείσα.

 

Η εκδοχή του ενάγοντα, όπως αυτός την προώθησε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ότι οι εναγόμενοι ως ιδιοκτήτες ακινήτου ιδιοκτησίας εις την πόλη της Λάρνακας πωλούσαν αυτήν για ένα ποσό γύρω στις ΛΚ3.500.000. Η ιδιοκτησία αποτελείται από ένα ξενοδοχείο και άλλα ακίνητα γύρω από αυτό. Ήταν γνωστό ήδη από το 2003-2004 ότι η ιδιοκτησία αυτή ήταν προς πώληση. Εντός του ξενοδοχείου διέμενε ο Α.Ι. τέως Διευθυντής του ξενοδοχείου, οι εργασίες του οποίου εν τω μεταξύ διακόπηκαν. Σύμφωνα με την εκδοχή του ενάγοντα αυτός έτυχε πληροφόρησης από τον ΜΕ1, Α.Π., ο οποίος επίσης εργαζόταν εις το ξενοδοχείο πριν αυτό τερματίσει τις εργασίες του και αργότερα εις το γραφείο του ενάγοντα, ότι αντιπρόσωπος των ιδιοκτητών ήταν ο Α.Ι. και ο οποίος παρουσίαζε την ιδιοκτησία σε ενδιαφερόμενους αγοραστές. Συζήτησε με τον συγγενή του και επιχειρηματία Ν.Κ. το ενδεχόμενο να ενδιαφερθεί ο τελευταίος για την αγορά της ιδιοκτησίας. Ο τελευταίος επέδειξε ενδιαφέρον αναφέροντας ότι «θα συζητήσει το θέμα με συνεργάτες του". Με δεδομένο αυτό ο Εφεσείων επικοινώνησε με τον Α.Ι. και ο τελευταίος τον επιβεβαίωσε ότι η ιδιοκτησία ήταν προς πώληση. Συζήτησαν δε τη διαμεσολάβηση του όπως και την εξουσία που είχε ο Α.Ι. από τους ιδιοκτήτες/Εφεσίβλητους να του δοθεί το δικαίωμα διαμεσολάβησης όπως επίσης να πληρωθεί την προμήθειά του ύψους 3% επί του τιμήματος πώλησης, πλέον ΦΠΑ. Ο ενδιαφερόμενος αγοραστής Ν.Κ. εν τω μεταξύ του ζήτησε όπως τον εφοδιάσουν με αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας των ακινήτων. Ως επίσης να τον πληροφορήσουν κατά πόσο αυτά ήταν διατηρητέα.

 

Ο Μ.Ε.1, Α.Π. έλαβε από τον Α.Ι. αντίγραφα των τίτλων και ταυτόχρονα πληροφόρησε τον τελευταίο το όνομα του ενδιαφερόμενου αγοραστή. Ο Α.Ι. πληροφόρησε τον Μ.Ε.1 ότι τα ακίνητα δεν είχαν κηρυχτεί διατηρητέα όπως και την τιμή πώλησής τους. Επίσης ζήτησε και έλαβε τον αριθμό τηλεφώνου του ενδιαφερόμενου αγοραστή Ν.Κ. ώστε να μιλήσει μαζί του και διευθετήσει συνάντησή τους. Ο Μ.Ε.1 Α.Π. επιβεβαίωσε από το Δημαρχείο ότι πράγματι τα ακίνητα δεν ήταν διατηρητέα. Μετά από πάροδο λίγων ημερών μαζί με τον Μ.Ε.1, Α.Π., μετέβηκαν στο ξενοδοχείο όπου συνάντησαν τον Α.Ι. ο οποίος τον πληροφόρησε ότι ο ενδιαφερόμενος αγοραστής επικοινώνησε μαζί του και διευθετήθηκε συνάντηση με κάποιους από τους Εφεσίβλητους. Παράλληλα τον επιβεβαίωσε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν ενημερωθεί για τη διαμεσολάβηση του και ότι δεν είχαν πρόβλημα να καταβάλουν την προμήθειά του σε περίπτωση που ολοκληρωνόταν η πώληση και ότι δεν ήταν ανάγκη να τον φέρει σε επαφή μαζί τους. Ακολούθως, επανειλημμένα επικοινώνησε με Ν.Κ. και Α.Ι. προκειμένου να μάθει  την εξέλιξη των πραγμάτων και ο μεν πρώτος του έλεγε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν ολοκληρώθηκαν ακόμη, ο δε δεύτερος ότι δεν γνώριζε αφού αυτές τις έκαναν πλέον οι ιδιοκτήτες. Περί τον Οκτώβριο του 2004 πληροφορήθηκε ότι τα ακίνητα πωλήθηκαν σε εταιρεία στην οποία ο Ν.Κ. είχε συμφέρον. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα ακίνητα πωλήθηκαν στην Omnistock Limited στη βάση έγγραφης συμφωνίας ημερ. 21.5.2004, έναντι του ποσού των Λ.Κ.4.500.000 και η μεταβίβασή τους έγινε στις 29.7.2004. Ο Ν.Κ. κατά τους άνω χρόνους δεν είχε καμία σχέση με την αγοράστρια εταιρεία. Αργότερα στις 29.7.2004, εταιρεία στην οποία είναι ο μοναδικός μέτοχος απέκτησε το 25% των μετοχών της αγοράστριας εταιρείας και ο ίδιος διορίστηκε διευθυντής της. Τον Οκτώβρη του 2004, ο δικηγόρος του Α.Μ. στην παρουσία του μίλησε τηλεφωνικά στον Α.Ι. και ο τελευταίος επιβεβαίωσε τα της μεσολάβησής του και ότι ενημέρωσε τους ιδιοκτήτες για την εμπλοκή του Εφεσείοντα. Ο δικηγόρος Α.Μ. καταθέτοντας επιβεβαίωσε το τηλεφώνημα και τι ειπώθηκε μεταξύ του και του Α.Ι. πλην όμως διευκρίνισε ότι δεν γνώριζε τον τελευταίο και ότι ο αριθμός τηλεφώνου όπου τον κάλεσε του δόθηκε από τον Εφεσείοντα. Όπως δήλωσε δεν γνώριζε ότι μιλούσε με τον Ιωάννου, που αυτός ευρισκόταν και τι έκανε.

 

Διά τον ενάγοντα κατέθεσαν επίσης ο Α.Π. ο οποίος υποστήριξε πλήρως την εκδοχή του Εφεσείοντα, η Μ.Θ. υπάλληλος τραπέζης η οποία επιβεβαίωσε το γεγονός ότι το πωλητήριο έγγραφο των επιδίκων ακινήτων είναι το ίδιο με αυτό που ευρίσκεται στο φάκελο της αγοράστριας εταιρείας που διατηρείται στην τράπεζα. Επίσης κατέθεσε η Β.Π. του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, η οποία αναφέρθηκε στις δηλώσεις μεταβίβασης των επιδίκων κτημάτων στις 20.7.2004, το ποσό της αγοράς που ήταν ΛΚ4.500.000 και ότι κατά τη μεταβίβαση δηλώθηκε ότι δεν μεσολάβησε κτηματομεσίτης.

 

Οι Εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν καμία μαρτυρία για υπεράσπισή τους. Αντεξέτασαν όμως, κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τους Ν.Κ. και Α.Ι. οι οποίοι διέψευσαν παντελώς τα όσα τους απέδωσαν οι Εφεσείων και Μ.Ε.1, ότι οι ίδιοι δήλωσαν σ΄ αυτούς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα και Μ.Ε.1 ενώ για τον μάρτυρα/δικηγόρο Α.Μ. παρόλο που δέχτηκε ότι αυτή ήταν θετική, εντούτοις ουσιαστικά την απέρριψε δεδομένου ότι αυτός δεν γνώριζε κατά τον χρόνο που μιλούσε στο τηλέφωνο, στον αριθμό που του δόθηκε, εάν πράγματι ήτο ο Α.Ι. Προτίμησε ως αληθή τη μαρτυρία του τελευταίου, ο οποίος κατέθεσε ότι η μόνη περίπτωση που μίλησε με τον δικηγόρο Α.Μ. ήταν κατά το στάδιο που ο τελευταίος τον κάλεσε στο τηλέφωνο προκειμένου να τον πείσει να καταθέσει στη διαδικασία και ότι  ουδέποτε δήλωσε σ΄ αυτόν τηλεφωνικά ότι λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος των Εφεσιβλήτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αποτέλεσμα την αγωγή με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Η ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή το πρόσωπο που κατ΄ ισχυρισμό της πλευράς του ενάγοντα ανέθεσε για λογαριασμό και ως αντιπρόσωπος των εναγομένων-ιδιοκτητών στον ενάγοντα να εξεύρει αγοραστή για τα ακίνητά τους, δεν έχει καταδειχθεί ότι λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγομένων-ιδιοκτητών προς όφελος και για λογαριασμό τους, είναι ικανή, από μόνη της, να σφραγίσει καταλυτικά την τύχη της παρούσας αγωγής. Εκ των πραγμάτων, ο ενάγοντας στην υπό εξέταση περίπτωση δεν νομιμοποιείται να διεκδικεί από τους εναγόμενους ιδιοκτήτες τις απαιτούμενες θεραπείες.»

 

Ο Εφεσείων με επτά λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο προβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε να καλέσει τον Ν.Κ. και Α.Ι. για σκοπούς αντεξέτασης τους ως μάρτυρες του Εφεσείοντα και κατά συνέπεια εσφαλμένα και αντινομικά έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία τους. Ολοι οι υπόλοιποι λόγοι αφορούν την εσφαλμένη κατά τον Εφεσείοντα αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρημάτων του Δικαστηρίου, της παράλειψης των Εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν μάρτυρες και ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν επέβαλε την κλήση των μαρτύρων Ν.Κ. και Α.Ι. επί τη βάσει της μαρτυρίας του ιδίου και Α.Π. και Α.Μ. εάν αξιολογούσε ορθά θα αποδεχόταν την εκδοχή του Εφεσείοντα.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η κλήτευση των πιο πάνω μαρτύρων για αντεξέταση είναι αντινομική καθότι σύμφωνα με τα δικόγραφα μαρτυρία και εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν εχθρικοί μάρτυρες και εν πάση περιπτώσει θα ήταν άδικο για την πλευρά του Εφεσείοντα να στερηθεί από την αντεξέτασή τους. Δεν ήταν υπό τις περιστάσεις ούτε εύλογη αλλά ούτε αναγκαία υπό τις περιστάσεις η μαρτυρία τους. Μας παρέπεμψε δε σε απόσπασμα πρωτόδικης απόφασης και σε «ουσιώδη γεγονότα» που προκύπτουν από τη δοθείσα μαρτυρία και πρωτόδικη απόφαση προκειμένου να καταλήξει ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κλητεύσει τους πιο πάνω δεν ήταν εύλογη αλλά ούτε αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

 

Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων υποστήριξε ως ορθή την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση κλήτευσης των δύο μαρτύρων για αντεξέταση,  λαμβανομένου υπόψη ότι δόθηκε από πλευράς Εφεσείοντα και Μ.Ε.1 εξ ακοής μαρτυρία. Η δε διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου ορθά ασκήθηκε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 11.6.12 και πριν ακόμη ολοκληρωθεί η παρουσίαση της υπόθεσης του Εφεσείοντα και αφού άκουσε και τις δύο πλευρές εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του, επιτρέποντας την αντεξέταση των δύο ως άνω προσώπων. Σχετικά από την απόφασή του είναι τα ακόλουθα:

 

«Ο,τι πραγματικά απασχολεί εδώ είναι η αναγκαιότητα σ΄ αυτήν την περίπτωση έκδοσης του διατάγματος. Φρονώ ότι η ως άνω εξ ακοής μαρτυρία των δύο προσώπων αποτελούν πραγματικά ουσιαστική μαρτυρία για την πλευρά του ενάγοντα. Ιδιαίτερα σημαντική θα τολμούσα να πω αφού ο τελευταίος, ως έχει ήδη δηλώσει ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδέποτε συνάντησε τους ιδιοκτήτες, ουδέποτε ουσιαστικά όπως φαίνεται από την πορεία των πραγμάτων φαίνεται να συνάντησε τον τελικό αγοραστή του ακινήτου. Επικαλείται ουσιαστικά τη μαρτυρία αυτών των προσώπων, του κάθε ενός με ξεχωριστό τρόπο και τις αναφορές τους, για να προωθήσει ουσιαστικά τη δική του υπόθεση. Την μεν μαρτυρία, εξ ακοής όπως έχει προσδιοριστεί πιο πάνω, για να καταδείξει τη σχέση του και την εντολή που προβάλλει ότι έλαβε από τους ιδιοκτήτες, την δε μαρτυρία του κ. Κ. για να καταδείξει την σχέση των τελικών αγοραστών του ακινήτου ή των ακινήτων με τον ίδιο ως το πρόσωπο που αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο, όπως γίνεται αντιληπτό, για την διεκπεραίωση της πώλησης που διατείνεται στα δικόγραφα του. Αποτελεί δηλαδή μαρτυρία που δεν θα μπορούσε, κάτω από τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης, επουδενή να περάσει απαρατήρητη. Αντίθετα, αποτελεί, όπως η πλευρά του ίδιου του ενάγοντα την έχει αναγάγει σε μαρτυρία, ας μου επιτραπεί ο όρος, θεμελιώδη για την παρουσίαση της υπόθεσης του.

 

Φρονώ συνακόλουθα ότι η κλήτευση για σκοπούς αντεξέτασης των δύο συγκεκριμένων προσώπων στο τέλος της μέρας θα πρέπει να κριθεί κάτω από τις περιστάσεις που περιβάλλουν αυτήν την υπόθεση αναγκαία για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης. Δεν έχει άλλωστε τεθεί οτιδήποτε υπόψη του Δικαστηρίου που καθιστά την κλήτευση των περί ου ο λόγος προσώπων μη εφικτή.»

 

 

 

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο Εφεσείοντας ανήγαγε την εξ ακοής μαρτυρία των δύο αυτών προσώπων ως τη βάση της αξίωσής του. Η μαρτυρία τους, αναπόδραστα θα έκλινε την πλάστιγγα υπέρ ή εναντίον των όσων ισχυρίζετο ο Εφεσείων και Μ.Ε.1. Δεν συμφωνούμε ότι οι άνω μάρτυρες ήταν εχθρικοί μάρτυρες για τον Εφεσείοντα. Υπενθυμίζεται ότι αυτός προσέφερε την ως άνω εξ ακοής μαρτυρία προκειμένου να καταδείξει ότι αυτοί τον διαβεβαίωναν (α) ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν τη διαμεσολάβησή του και (β) ότι ο Ν.Κ. προέβη ως αποτέλεσμα της μεσολάβησής του, σε απευθείας διαπραγμάτευση αγοράς των ακινήτων. Αυτή η εξ ακοής μαρτυρία προσεφέρθη για την αλήθεια του περιεχομένου της. Ορθά εφάρμοσε συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο τις πρόνοιες των ΄Αρθρων 23 και 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και ορθά κατέληξε να καλέσει τα δύο αυτά πρόσωπα να αντεξεταστούν επί των συγκεκριμένων δήθεν δηλώσεων τους. Αυτό επέβαλλε η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τη ρητή πρόνοια του ΄Αρθρου 26(2) «όταν μάρτυρας κλητεύεται, δυνάμει του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως εάν είχε κλητευθεί από τον διάδικο, ο οποίος έχει προσαγάγει την αρχική δήλωση με εξ ακοής μαρτυρία». Συνεπώς ο Εφεσείων δεν έχει δίκαιο να παραπονείται ότι στερήθηκε του δικαιώματος αντεξέτασής τους.

 

Η πρωτόδικη απόφαση στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ουδόλως βοηθά την υπόθεσή του. Εξετάστηκε εκείνη στα δικά της περιστατικά και δεν προσθέτει ο,τιδήποτε στα όσα νόμος και νομολογία καθορίζουν. Σχετική επί του εξεταζόμενου θέματος είναι η Κουλλαπής ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. Αρ. 141/2010, ημερ. 13.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:A751.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τους λόγους έφεσης αρ. 2, 4 και 5,  προσβάλλει ως εσφαλμένη την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, Μ.Ε.1, Α.Π., Μ.Ε.2, δικηγόρου Α.Μ. ως και τα ευρήματα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα.

 

Σημειώνουμε ότι όλοι και οι τρεις λόγοι εκτός ενός σημείου προβάλλονται γενικά και αόριστα με αποτέλεσμα να μην έχουν οποιαδήποτε αξία. Όταν πλήττεται η αξιολόγηση πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να γίνεται αναφορά στα μέρη εκείνης της μαρτυρίας που κατά τη γνώμη του Εφεσείοντα υποστηρίζουν την εσφαλμένη αξιολόγηση και ευρήματα. Οι αναφορές ότι «εύρημα του Δικαστηρίου είναι αυθαίρετο και αδικαιολόγητο και δεν υποστηρίζεται από την ολότητα της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας εάν αυτή αξιολογείτο και εγένετο αντιληπτή ορθά» δεν βοηθά και δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.

 

Παραπονείται ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα και Μ.Ε. 1 και 2 (Α.Π. και Α.Μ.) στις πλέον ουσιαστικές τους πτυχές αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία και ότι δεν αναφέρει ποια είναι αυτή. Προβάλλει ότι η μαρτυρία αυτή δεν ήταν εξ ακοής μαρτυρία αλλά αφορούσε ενέργειες ή λεχθέντα μεταξύ αυτών και των προσώπων που κλήθηκαν για αντεξέταση Α.Ι. και Ν.Κ.

 

Το ΄Αρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 προβλέπει:

 

«Εξ ακοής μαρτυρία

 

23. Στο παρόν Μέρος, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-


"αρχική δήλωση" σημαίνει τη δήλωση του προσώπου:


(α) που έχει προσωπική γνώση του γεγονότος, όταν η δήλωση αναφέρεται σε γεγονός, ή


(β) που έχει εκφράσει ως ειδήμων γνώμη, όταν η  δήλωση περιέχει γνώμη.


"εξ ακοής μαρτυρία" σημαίνει δήλωση που έγινε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που καταθέτει σε πολιτική ή ποινική διαδικασία και η οποία προσάγεται ως μαρτυρία για απόδειξη των όσων αναφέρονται σε αυτή.»

 

 

Διαφωνούμε κατ΄ αρχή με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε σε ποια μαρτυρία αναφέρετο ότι αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία και ότι αφορούσε τις πλέον ουσιαστικές της πτυχές. Διαφεύγει της προσοχής των Εφεσειόντων ότι ακριβώς γι΄ αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 11.6.12 και σαφώς την καθόρισε.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει ακριβώς την εξ ακοής μαρτυρία η οποία ήταν και η καθοριστική στην έκβαση της υπόθεσης:

 

«Για τους λόγους που πιο πάνω με συντομία προσπάθησα να εξηγήσω, παρέχεται άδεια για κλήτευση στη βάση του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, των δύο προσώπων, του Ι. και Κ. για σκοπούς αντεξέτασης όσον αφορά περιοριστικά πάντα, τα ζητήματα που τους αποδίδονται, ότι δήλωσαν ή ανέφεραν με την εξ ακοής μαρτυρία των μαρτύρων της πλευράς του ενάγοντα, στην έκταση και τον βαθμό που έχουν προσδιοριστεί από τον αιτητή, με παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές στη γραπτή ευτυχώς μαρτυρία τους, αλλά και σε σχέση και σε συνάρτηση με τις αναφορές του μάρτυρα Μαθηκολώνη, όσον αφορά τον κ. Ι. όπως αυτή έχει προσδιοριστεί ενώπιον του Δικαστηρίου.»

 

 

 

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι οι άνω δηλώσεις που αποδίδονται στα δύο πρόσωπα τα οποία κλητεύθηκαν και αντεξετάσθηκαν επ΄ αυτής είναι εξ ακοής μάρτυρες εν τη εννοία του ΄Αρθρου 23.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων του (Α.Π. και Α.Μ.) δεν ευρίσκουμε κανένα έρεισμα επέμβασής μας. Η αξιολόγηση έγινε μέσα στα πλαίσια που η νομολογία καθορίζει. Δεν παρουσιάζει παράλογα ή αυθαίρετα συμπεράσματα και τα ευρήματά του υποστηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία. Η αιτιολογία επίσης είναι επαρκής και συνεπώς δεν δικαιολογείται επέμβαση μας. Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία που καταδείκνυε την παράδοση των τίτλων της ιδιοκτησίας από τον Α.Ι. στον Μ.Ε.1 και εν συνεχεία ο τελευταίος τους παρέδωσε στον Ν.Κ. δεν είναι βάσιμη. Στη σελίδα 23 της απόφασης γίνεται ακριβώς αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής η οποία και απερρίφθη τελικά ενόψει της δήλωσης του Ν.Κ. ότι δεν γνώριζε και ότι ουδέποτε συνάντησε τον Α.Π. Ο Ν.Κ. υπενθυμίζεται ότι λογίζεται ως μάρτυρας για τον ενάγοντα, ως αποτέλεσμα των προνοιών του άρθρου 26(2) του Κεφ. 9.

 

Οι λόγοι 2, 4 και 5 ως αποτέλεσμα απορρίπτονται.

 

Με τον λόγο έφεσης 6 ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα, αντινομικά και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη και αξιολογήσει το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν μαρτυρία για να αντικρούσουν τον ισχυρισμό που παρουσίασε η πλευρά του Εφεσείοντα.

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά αναφορικά με το λόγο αυτό. Η προσαγωγή μαρτυρίας είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση. Υποχρέωση ενυπάρχει εκεί που ο διάδικος φέρει το βάρος της απόδειξης. Το βάρος της απόδειξης ποικίλει και εξαρτάται από τα γεγονότα εκάστης υπόθεσης. Γενικά ισχύει ο κανόνας EI QUI AFFIRMAT NON EI QUI NEGAT INCUMBIT PROBATIO, η απόδειξη δηλαδή βαρύνει αυτόν που προβάλλει τον ισχυρισμό και όχι αυτόν που τον αρνείται. Υπάρχουν και εξαιρέσεις βεβαίως αλλά δεν είναι επί του παρόντος χρήσιμη η ανάπτυξη του θέματος. Εφόσον, συνεπώς, οι Εφεσίβλητοι έκριναν και ήτο απόλυτο δικαίωμά τους ότι ο Εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, εναπόκειτο σ΄ αυτούς πως θα τύγχανε περαιτέρω χειρισμού η υπεράσπισή τους και το δικαστήριο δεν μπορούσε στα περιστατικά της παρούσης υποθέσεως να λάβει υπόψη το γεγονός αυτό εις βάρος των Εφεσιβλήτων.

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 6 απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 7 στηρίζονται στην υποθετική βάση μη κλήτευσης του Α.Ι. και Ν.Κ. για αντεξέταση οπότε δεν θα δικαιολογούντο σε τέτοια περίπτωση τα ευρήματα του Δικαστηρίου και θα όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί την εκδοχή του Εφεσείοντα και Μ.Ε.1, Α.Π.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα ο οποίος ετοίμασε την έφεση, το Εφετείο δεν ασχολείται με υποθετικά σενάρια ούτε προβαίνει σε θεωρητικές απαντήσεις. Ενόψει της απόρριψης του πρώτου λόγου έφεσης δεν υπάρχει ο,τιδήποτε προς συζήτηση σε σχέση με τους λόγους έφεσης 3 και 7, οι οποίο και απορρίπτονται.

 

Δι΄ όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €3000 έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα.

 

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο