ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A80
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2019)
3 Μαρτίου, 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
xxx ΠΡΟΪΟΣ,
Εφεσίβλητος/Εκζητούμενος.
_ _ _ _ _ _
Α. Μιλτιάδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Λ. Νεοφύτου για Τιμοθέου και Νεοφύτου, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ., με την οποία συμφωνώ. Διιστάμενη απόφαση θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 14(2) του Ν.133(Ι)/2004 υπέρ της απόρριψης του αιτήματος των Ελληνικών Αρχών για εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, το οποίο εκδόθηκε εναντίον του εφεσίβλητου (εκζητούμενου) στις 10.5.2018, από την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, σχετικά με οικονομικής φύσεως αδικήματα, λόγω του ότι δεν παρασχέθηκαν επαρκείς νομικές εγγυήσεις, οι οποίες απαιτούνται σε περιπτώσεις προσώπων που δικάστηκαν και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης ερήμην τους.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης εξέδωσε στις 10.5.2018 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (στο εξής το «ΕΕΣ») εναντίον του εφεσίβλητου, ο οποίος γεννήθηκε στη Νάουσα Ημαθίας, έχει ελληνική ιθαγένεια και, κατά το χρόνο που ζητήθηκε η εκτέλεση του ΕΕΣ, διέμενε και εξακολουθεί να διαμένει στην Κύπρο, με σκοπό την έκδοσή του στην Ελλάδα για να εκτίσει ποινές φυλάκισης που του έχουν επιβληθεί στην απουσία του σε επτά διαφορετικές υποθέσεις από τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία Νάουσας Ημαθίας και Βέροιας Ημαθίας, στις οποίες του έχουν επιβληθεί ποινές φυλάκισης ως ακολούθως:
«- Στην υπόθεση 451/2011 φυλάκιση 8 μηνών
- Στην υπόθεση 454/2011 φυλάκιση 8 μηνών
- Στην υπόθεση 563/2011 φυλάκιση 36 μηνών
- Στην υπόθεση 10/2012 φυλάκιση 6 μηνών
- Στην υπόθεση 172/2012 φυλάκιση 7 μηνών
- Στην υπόθεση 438/2012 φυλάκιση 18 μηνών
- Στην υπόθεση 188/2013 φυλάκιση 12 μηνών»
Το ΕΕΣ συνδέεται με δύο αξιόποινες πράξεις, ήτοι την έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά συρροή και πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ΄ εξακολούθηση και συναυτουργία, πράξεις που σύμφωνα με τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα θεωρούνται πλημμελήματα.
Σύμφωνα με τα όσα αναγράφονται στο ΕΕΣ, «οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν απόντος του ενδιαφερομένου ο οποίος κλητεύθηκε αυτοπροσώπως για την ημερομηνία και τον τόπο των ακροαματικών διαδικασιών που κατέληξαν στις αποφάσεις εν τη απουσία του».
Ο εφεσίβλητος δεν συγκατατέθηκε στην έκδοσή του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Οι λόγοι της μη συγκατάθεσής του αφορούν την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη και παράτυπη επίδοση των κλητηρίων θεσπίσματος αναφορικά με όλες τις υποθέσεις που τον αφορούν στη μητέρα του και την αδελφή του, υπό την ιδιότητα τους ως σύνοικοί του, με τις οποίες όμως, ως ο ισχυρισμός του, δεν είναι σύνοικος εδώ και χρόνια. Με την αδελφή του ισχυρίστηκε ότι δεν έχουν επαφή λόγω περιουσιακών διαφορών εδώ και χρόνια, ενώ η μητέρα του, λόγω βεβαρημένης κατάστασης υγείας, η οποία, μεταξύ άλλων ασθενειών, πάσχει από άνοια, δεν αντιλήφθηκε τι αφορούσαν τα έγγραφα που παρέλαβε για να τον ενημερώσει έγκαιρα και να εμφανιστεί ενώπιον των Ελληνικών Αρχών και να δικαστεί.
Ειδικότερα, η θέση που προέβαλε ήταν ότι ουδέποτε ειδοποιήθηκε για τις διαδικασίες που τον αφορούσαν για να παραστεί, ότι δεν είχε πληροφορηθεί ότι, σε περίπτωση μη παρουσίας του, θα μπορούσαν να προχωρήσουν οι υποθέσεις και να εκδοθούν αποφάσεις στην απουσία του, δεν του επιδόθηκαν οι αποφάσεις και οι ποινές που του έχουν επιβληθεί στην απουσία του, ούτε και γνώριζε οτιδήποτε σε σχέση με αυτές μέχρι τη σύλληψή του στις 8.4.2019.
Συναφώς, εισηγήθηκε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ, λόγω του ότι δεν υπάρχει συμμόρφωση με το άρθρο 14(2)(3) και (4) του Νόμου, κάτι το οποίο επιτρέπει στο Δικαστήριο να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια.
Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι ο τύπος και τα όσα περιγράφονται στο ΕΕΣ ήταν ορθά και ικανοποιητικά, καθώς επίσης και ότι οι πράξεις για τις οποίες έχει καταδικαστεί ο εκζητούμενος σε ποινές φυλάκισης πέραν των 4 μηνών, αποτελούν αδικήματα με βάση τον Κυπριακό Νόμο. Έκρινε, περαιτέρω, ότι δεν τύγχανε εφαρμογής κανένας από τους υποχρεωτικούς λόγους μη εκτέλεσης του ΕΕΣ, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου.
Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή αξιολογήθηκε, κατέδειξε ότι ο εκζητούμενος από τα τέλη του 2009 βρίσκεται εγκατεστημένος στην Κύπρο. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του εκζητούμενου ότι αυτός ούτε κρυβόταν, ούτε προσπάθησε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να διαφύγει των υποχρεώσεών του και πως γνήσια φαινόταν να μην γνωρίζει για την ύπαρξη της εναντίον του διαδικασίας. Αναφορικά με το θέμα του νομότυπου της επίδοσης σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, το Δικαστήριο έκρινε πως είναι θέμα το οποίο δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το ίδιο, αντίθετα, θα μπορούσε να προβληθεί, σε περίπτωση έκδοσης του εκζητούμενου, ενώπιον των Ελληνικών Αρχών.
Το ερώτημα, όμως, που απασχόλησε στη συνέχεια ήταν κατά πόσο έχουν δοθεί από τις Ελληνικές Αρχές επαρκείς νομικές εγγυήσεις, ως προνοούνται στο άρθρο 14(2) του Νόμου και στην παράγραφο 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο.
Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Μ.3, Προϊστάμενου της Μονάδας Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, μετά την αποστολή επιστολής εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία ζητούσαν περαιτέρω διευκρινίσεις αναφορικά με την επίδοση των κλητηρίων θεσπίσματος στον εκζητούμενο, οι Ελληνικές Αρχές απέστειλαν αντίγραφα των επτά σχετικών αποδεικτικών επίδοσης. Ανέφεραν επίσης, σε σχέση με την παροχή νομικών εγγυήσεων που τους είχε ζητηθεί, κατά πόσο μπορεί να γίνει εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων και να είναι παρών ο εκζητούμενος, «ότι εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που ο εκζητούμενος ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων με την επίκληση λόγου ανώτερης βίας που δικαιολογεί το εκπρόθεσμο υποβολής των εφέσεων και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί ως βάσιμο τον προβληθέντα λόγο ανώτερης βίας».
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχετική επί του θέματος νομολογία και κατέληξε πως οι νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν δεν δίνουν τα εχέγγυα που ο Νόμος, η Απόφαση Πλαίσιο, αλλά και το όλο πνεύμα της διαδικασίας απαιτούν. Συναφώς, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Στην παρούσα υπόθεση έχω ήδη αναφερθεί στο περιεχόμενο των εγγυήσεων όπως αυτές έχουν σταλεί από τις Αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, σχετικό είναι το Τεκμήριο 10. Είναι η θέση μου ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν συνάδουν με το πνεύμα των εγγυήσεων που η παρ. 5(1) της Απόφασης Πλαισίου και το άρθρο 14(2) του Νόμου απαιτεί, υπό την έννοια του ότι στην επιστολή των Ελληνικών Αρχών δεν δίδεται η εγγύηση ότι ο εκζητούμενος, οποίος δεν παρουσιάστηκε στην δίκη του, θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στην Ελλάδα και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.
Σε όλες τις πιο πάνω αποφάσεις που έχω αναφερθεί, οι νομικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί, εξασφάλιζαν, χωρίς βεβαίως να εξεταστεί ούτε η διαδικασία ούτε η πιθανότητα επιτυχίας των εν λόγω διαβημάτων, το δικαίωμα των εκζητούμενων να προσφύγουν ενώπιον των αρχών των χωρών που ζητούσαν την έκδοση τους και να εφεσιβάλουν και/ή να ζητήσουν ακύρωση των αποφάσεων και των ποινών που εκδόθηκαν στην απουσία τους και να δικαστούν εκ νέου.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. Επαναλαμβάνω αυτούσιες τις νομικές εγγυήσεις που δόθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές, σχετικό είναι το Τεκμήριο 10, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«.............Επιπλέον σας γνωρίζουμε ότι εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων είναι δυνατή μόνο (δική μου η υπογράμμιση) στην περίπτωση που ο εκζητούμενος ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων με την επίκληση λόγου ανώτερης βίας που δικαιολογεί το εκπρόθεσμο υποβολής των εφέσεων και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί ως βάσιμο τον προβληθέντα λόγο ανώτερης βίας».
Είναι η θέση μου ότι οι πιο πάνω νομικές εγγυήσεις δεν δίνουν τα εχέγγυα που ο Νόμος, η Απόφαση Πλαίσιο αλλά και το όλο πνεύμα της διαδικασίας υπό κρίση απαιτούν. Με τον τρόπο που έχει συνταχθεί το Τεκμήριο 10 δεν εξασφαλίζεται στον εκζητούμενο ότι όντως υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας λόγω της ερήμην καταδίκης του, ούτε και το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου στην παρουσία του. Αντίθετα εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι είναι αβέβαιο το γεγονός αυτό μόνον με την επίκληση λόγου ανώτερης βίας ο οποίος θα δικαιολογεί το εκπρόθεσμο υποβολής έφεσης και ο οποίος θα γίνει δεκτός από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί ο εκζητούμενος να ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων εναντίον του.
Ενόψει των ανωτέρω, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχει ο Νόμος και δη το άρθρο 14(2), είναι η θέση μου ότι το αίτημα των Ελληνικών Αρχών για εκτέλεση του ΕΕΣ υπόκειται σε απόρριψη και απορρίπτεται.»
Εγείρονται επτά λόγοι έφεσης, οι έξι από τους οποίους στρέφονται κατά της επάρκειας των νομικών εγγυήσεων και ο έβδομος για άλλο θέμα, ως ακολούθως:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε τη μη εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και τη μη έκδοση του εκζητούμενου στις Ελληνικές Αρχές, λόγω του ότι οι νομικές εγγυήσεις και, ειδικότερα, το δικαίωμα ακρόασης του εκζητούμενου ενώπιον των Ελληνικών Αρχών δεν ήταν επαρκείς, απορρίπτοντας το αίτημά τους. Αυτό, παρά το ότι οι Ελληνικές Αρχές διευκρίνισαν ότι ήταν δυνατόν για τον εκζητούμενο να ζητήσει την εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων στην ουσία τους, ισχυριζόμενος την παρανομία των επιδόσεων των αποφάσεων, ώστε οι εφέσεις να θεωρηθούν ως ασκηθείσες εμπρόθεσμα ή να ισχυριστεί ότι λόγος ανώτερης βίας τον εμπόδισε στην εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης.
Ο ισχυρισμός που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, πάλι στρεφόμενος κατά της επάρκειας των νομικών εγγυήσεων, οι οποίες δεν ταυτίζονται με αυτές οι οποίες αναφέρονται στην παρατεθείσα στην απόφαση του Δικαστηρίου νομολογία. Σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις, ο εκζητούμενος έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει και/ή να ζητήσει ακύρωση των αποφάσεων και ποινών που εκδόθηκαν στην απουσία του και να δικαστεί εκ νέου. Κατά τον ισχυρισμό, όπως εκεί έτσι κι εδώ, ο εκζητούμενος μπορούσε να ασκήσει το ένδικο μέσο των εφέσεων.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα υπεισήλθε στην εξέταση του περιεχομένου των παρασχεθεισών νομικών εγγυήσεων, παραβαίνοντας το Νόμο και την Απόφαση Πλαίσιο. Λανθασμένα ερμήνευσε και αποφάνθηκε το Δικαστήριο ότι οι νομικές εγγυήσεις των Ελληνικών Αρχών δεν δίδουν τα εχέγγυα που ο Νόμος και η Απόφαση Πλαίσιο απαιτούν, ότι πράγματι παρέχεται η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας ή να δικαστεί εκ νέου στην παρουσία του, αφού παρέχεται το δικαίωμα στον εκζητούμενο για επανεξέταση της υπόθεσής του, σύμφωνα πάντα με τις διαδικασίες που η νομοθεσία του κράτους-μέλους που ζητεί την έκδοσή του προβλέπει και που το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι αποδέχεται ότι δεν εξετάζει, εν τούτοις, προχώρησε σε κατάληξη επί τούτων.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αποδέχτηκε τη νομιμότητα της επίδοσης, λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τις νομικές εγγυήσεις των Ελληνικών Αρχών οι οποίες στηρίχθηκαν στην εν λόγω επίδοση. Ειδικότερα, κατά τον ισχυρισμό, ότι όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως δεν μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα του νομότυπου της επίδοσης, σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο, κατ΄ ανάλογο τρόπο, ούτε και τις νομικές εγγυήσεις μπορούσε να εξετάσει, εφόσον το σκεπτικό του Νόμου στη βάση της Απόφασης Πλαίσιο, είναι το ίδιο με την εξέταση των νομικών όρων των εγγυήσεων, η εφαρμογή των οποίων ανήκει στο κράτος έκδοσης του αιτήματος.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του ότι οι νομικές εγγυήσεις καθιστούν αβέβαιη τη δυνατότητα του εκζητούμενου να ακουστεί εκ νέου ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων. Παρά το ότι οι Ελληνικές Αρχές κατέστησαν σαφές (Τεκμήριο 10) ότι του παρέχεται το δικαίωμα ακρόασης και εκδίκασης της υπόθεσής του στην ουσία μέσω έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε δεδομένο ότι οι δικαστικές Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας θα διασφαλίσουν τον πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων του εκζητούμενου.
Ο έκτος λόγος έφεσης προβάλλεται από τον εφεσείοντα για να ισχυριστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε στη δική του ερμηνεία του όρου «ανωτέρα βία» στις παρασχεθείσες νομικές εγγυήσεις και, ειδικότερα, ότι δεν εξασφαλίζεται με βεβαιότητα η δυνατότητα του εκζητούμενου να ακουστεί ενώπιον των Ελληνικών Αρχών. Καθ' υπέρβαση της εξουσίας που του δίνει ο Νόμος και η Απόφαση Πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αμφισβήτησε την επιβολή του όρου της ανωτέρας βίας στις νομικές εγγυήσεις που αποστάληκαν καθότι, ενώ αποδέχεται ότι ο εκζητούμενος νομότυπα κλητεύθηκε αυτοπροσώπως και ότι η ερημοδικία επιτρέπεται, ωστόσο δεν αποδέχεται το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προτείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στη μη χρήση των διατάξεων του άρθρου 21(2) του Νόμου και προέβη σε αξιολόγηση, παρά τις υπάρχουσες αμφιβολίες, αντί να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων.
Σημειώνεται ότι με τους λόγους έφεσης δεν αμφισβητείται η αναζήτηση διευκρινίσεων ως προς την επίδοση των κλητηρίων θεσπισμάτων και τη συνακόλουθη παροχή «εγγυήσεων» ή ο τρόπος που αυτές παρασχέθηκαν, παρά μόνο η ερμηνεία των δοθέντων εγγυήσεων και οι επιπτώσεις που είχαν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και υπό αυτό το πρίσμα θα εξεταστεί η έφεση.
Προτού προβούμε σε λεπτομερή εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε επιγραμματικά τους βασικούς στόχους και τις παραμέτρους που διέπουν το ΕΕΣ, όπως συνοψίστηκαν στην υπόθεση Μεσαρίτη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2017, ημερομηνίας 24.10.2017:
"Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση Γεωργίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 154/2017, ημερ. 6.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:A245 τόνισε τους βασικούς σκοπούς του Νόμου (Ν.133(Ι)/2004) και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ).
«Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 196/13, ημερ. 19.7.13, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 221/13, ημερ. 2.9.13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa, ΠΕ 41/14, ημερ. 5.3.14, Leonid Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 100/14, ημερ. 13.5.14, ECLI:CY:AD:2014:A313, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 184/14, ημερ. 17.7.14, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 347/14, ημερ. 5.3.15), ECLI:CY:AD:2015:A155. Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ΄ ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ - η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του ΄Αρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ητοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004.»
(βλ. επίσης Shini-Mehrabzadeh Said ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. Αρ. 279/2015, 17/11/2015)".
Θα εξετάσουμε τους πρώτους έξι λόγους έφεσης μαζί, λόγω της συνάφειάς τους.
«(1)...............................
(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-
(α) εν ευθέτω χρόνω-
(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και
(ii)είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή
(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή
(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-
(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή
(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή
(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-
(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και
(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
(3) Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και ο εκζητούμενος δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προτού παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης. Μόλις η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος ενημερωθεί για το ως άνω αίτημα του εκζητουμένου, παρέχει ευθύς στον εκζητούμενο, μέσω της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, αντίγραφο της απόφασης:
(4) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή άσκηση έφεσης, μέχρι την ολοκλήρωση της επανεκδίκασης ή της έφεσης η κράτηση του εκζητουμένου επανεξετάζεται, ανά τακτά διαστήματα ή κατόπιν αίτησης του εκζητουμένου, στη βάση του δικαίου του κράτους έκδοσης. Η επανεξέταση παρέχει ειδικότερα τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της κράτησης. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η άσκηση της έφεσης αρχίζει εν ευθέτω χρόνω μετά την παράδοση.»
Η εμβέλεια του άρθρου 14 του Νόμου, οι λόγοι θέσπισής του και το πεδίο εφαρμογής του έτυχαν εξέτασης στην υπόθεση John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155 ως ακολούθως:
«Η πιο πάνω πρόνοια, στην ολότητά της, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας το ΄Αρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, το οποίο είναι διατυπωμένο με πολύ παρόμοιους όρους. Το άρθρο αυτό ενσωματώθηκε στην εν λόγω Απόφαση με το ΄Αρθρο 2 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, στο ΄Αρθρο 1 της οποίας αναφέρονται, στις παραγράφους 1 και 3, σε σχέση με τους στόχους της, τα εξής:-
«1. Οι στόχοι της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και, ιδίως, η βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ κρατών μελών.»
«3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζει κοινούς κανόνες για την αναγνώριση ή/και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος εκτέλεσης), οι οποίες εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος έκδοσης) έπειτα από διαδικασία στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, ...»
Η αναγκαιότητα, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του ΄Αρθρου 4α, ανωτέρω, καθώς, επίσης ο σκοπός, τον οποίο αυτό επιδιώκει να υπηρετήσει, αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 6 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, ενώ, επεξηγούνται και στις υποθέσεις C-396/2011, Radu, ανωτέρω, σκέψεις 35, 36 και 37, και C-399/2011, Stefano Melloni, της 26.2.2013. ...»
Συγκεκριμένα, για το άρθρο 14(2)(δ), που εδώ ενδιαφέρει, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Σε συμφωνία, λοιπόν, με το ΄Αρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο, το άρθρο 14(2) προβλέπει τη δυνατότητα δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, στην περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία οδήγησε στην καταδίκη του και στην επιβληθείσα σ' αυτό ποινή. Η διακριτική αυτή εξουσία δεν παρέχεται, εφόσον η παράγραφος (δ) του ΕΕΣ συμπληρώνεται δεόντως και αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που διέπουν την περίπτωση του εκζητουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 14(2) και έχουν εξηγηθεί στην υπόθεση C-399/2011, Melloni, ανωτέρω, στη σκέψη 40, με αναφορά στο αντίστοιχο ΄Αρθρο 4α της εν λόγω Απόφασης.»
Στη υπόθεση Melloni, πιο πάνω, τέθηκαν τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) |
Έχει το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της από την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, την έννοια ότι απαγορεύει στις εθνικές δικαστικές αρχές, στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στη διάταξη αυτή, να εξαρτούν την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και παραδόσεως από τον όρο ότι η σχετική καταδικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα υπερασπίσεως του εκζητουμένου; |
2) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ συμβατό με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δικαίωμα στην αποτελεσματική δικαστική προστασία και σε δίκαιη δίκη, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη [.], καθώς και από τα δικαιώματα υπερασπίσεως, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του ίδιου Χάρτη; |
3) |
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, παρέχει το άρθρο 53 του Χάρτη, ερμηνευόμενο συστηματικά σε συνάρτηση με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τα άρθρα του 47 και 48, τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εξαρτήσει την παράδοση ερήμην καταδικασθέντος προσώπου από τον όρο ότι η καταδικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση στο κράτος που ζητεί την έκδοση, αναγνωρίζοντας έτσι στα δικαιώματα αυτά υψηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο που προβλέπει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθεί μία ερμηνεία που θα περιόριζε ή θα έθιγε θεμελιώδες δικαίωμα αναγνωριζόμενο από το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους;» |
Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο στη σκέψη 40 αναφέρθηκε στο γράμμα του άρθρου 4α(1) της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584 ως ακολούθως:
«Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.»
Στη σκέψη 41 το Δικαστήριο διευκρίνισε πως καταργήθηκε το άρθρο 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο 2002/584, το οποίο «παρείχε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα εξαρτήσεως της εκτελέσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τους σκοπούς της εκτελέσεως ποινής επιβληθείσας ερήμην από την προϋπόθεση διασφαλίσεως εντός του κράτους μέλους εκδόσεως νέας διαδικασίας εκδικάσεως της υποθέσεως παρουσία του ενδιαφερομένου». Με το νέο άρθρο 4α, η πιο πάνω διάταξη περιόρισε τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης τέτοιου εντάλματος θέτοντας «προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως». Άρα, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί στην παράδοση καταδικασθέντος ερήμην προσώπου, «εφόσον το πρόσωπο αυτό είχε ενημερωθεί εν ευθέτω χρόνο σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και σχετικά με το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή το οποίο, τελούν εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να το υπερασπισθεί, οπότε η εν λόγω δικαστική αρχή δεν μπορεί να εξαρτά την παράδοση από το ενδεχόμενο νέας δίκης παρουσία του ενδιαφερομένου εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.» (σκέψη 42).
Το Δικαστήριο στήριξε την πιο πάνω ερμηνεία του άρθρου 4α στους επιδιωκόμενους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, δηλαδή να καταστεί εφικτό «στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου» (σκέψη 43). Καταλήγοντας ως προς το πρώτο ερώτημα στα ακόλουθα:
«Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι απαγορεύει στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως, στις παρατιθέμενες στην ως άνω διάταξη περιπτώσεις, να εξαρτά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής από την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα ερήμην καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.» (τονισμός δικός μας)
Ως προς το δεύτερο ερώτημα το Δικαστήριο, υπογράμμισε ότι :
«...η εναρμόνιση των προϋποθέσεων εκτελέσεως των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία εκδίδονται προς εκτέλεση των εκδοθεισών αποφάσεων κατόπιν δίκης στην οποία δεν παρέστη αυτοπροσώπως ο ενδιαφερόμενος, εναρμόνιση η οποία υλοποιείται με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, συμβάλλει, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 1 αυτής, στην ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των αποτελούντων αντικείμενο ποινικής δίκης προσώπων, βελτιώνοντας παράλληλα την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών». (σκέψη 51) (τονισμός δικός μας).
Για να καταλήξει στο ότι:
«52 Υπό την έννοια αυτή, στο εν λόγω άρθρο 4α, παράγραφος 1, προβλέπονται, υπό τα στοιχεία αʹ και βʹ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του, με αποτέλεσμα η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς εκτέλεση της εκ μέρους του καταδικασθέντος ερήμην προσώπου ποινής να μην μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να επιτύχει τη διεξαγωγή νέας δίκης παρουσία του εντός του κράτους μέλους εκδόσεως. Τούτο συμβαίνει είτε οσάκις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη μολονότι κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή είχε ενημερωθεί επισήμως σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο οι οποίοι είχαν ορισθεί με την κλήτευση είτε, όπως αναφέρεται στην ίδια παράγραφο, στοιχείο βʹ, οσάκις, τελώντας εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, επέλεξε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο αντί να παραστεί ο ίδιος αυτοπροσώπως. Ως προς την παράγραφο 1, στοιχεία γʹ και δʹ, παρατίθενται εκεί οι περιπτώσεις όπου η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μολονότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να τύχει νέας διεξαγωγής της δίκης εφόσον το συγκεκριμένο ένταλμα συλλήψεως διευκρινίζει είτε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ζήτησε την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης είτε ότι πρόκειται να ενημερωθεί ρητώς ως προς το δικαίωμά του για την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης. (ο τονισμός δικός μας) |
53 Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσβάλλει το δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη ούτε τα διασφαλιζόμενα αντιστοίχως από τα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαιώματα άμυνας». |
Αναφορικά με το τρίτο ερώτημα το Δικαστήριο τόνισε πως:
«όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οσάκις ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μια από τις τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται με την ανωτέρω διάταξη». (ο τονισμός δικός μας)
Επισημαίνοντας πως στην Aπόφαση Πλαίσιο 2009/299 δεν προβλέπεται προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως (σκέψη 63), το Δικαστήριο κατέληξε στο εξής:
«Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 53 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από την προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, ώστε να αποφεύγεται τυχόν προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των κατοχυρωμένων στο Σύνταγμά του δικαιωμάτων άμυνας».
Το Άρθρο 4α της Απόφασης Πλαίσιο διαγράφει το Άρθρο 5.1 και αντικαθιστά το στοιχείο (δ) στο Παράρτημα με ένα διαφορετικό κείμενο, το οποίο αντανακλά τις τροποποιήσεις που έγιναν. Στην προκείμενη περίπτωση, παρατηρούμε ότι στο επίδικο ΕΕΣ δεν χρησιμοποιήθηκε ο νέος τύπος που προνοείται στο Παράρτημα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 14(2) του Νόμου και το Άρθρο 4α της Απόφασης-Πλαίσιο.
To άρθρο 21(2) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ζητήσει την «κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων», προκειμένου να καταστεί εφικτή η εκτέλεση του ΕΕΣ. Στην υπό εξέταση υπόθεση έχουν ζητηθεί συμπληρωματικά στοιχεία, ήτοι αντίγραφο του αποδεικτικού επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και επαρκείς εγγυήσεις, δυνάμει του Άρθρου 5.1 της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584, οι οποίες όμως κρίθηκαν ανεπαρκείς από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτό οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεση του ΕΕΣ.
Παρά την κατάργηση του Άρθρου 5.1 τονίστηκε στην υπόθεση Constantinides, πιο πάνω, ότι «η προσπάθεια, η οποία προωθείται από την Απόφαση Πλαίσιο 2009/299, για απλούστευση, έτι περαιτέρω, της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του Άρθρου 4α, δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος Άρθρου 5.1 της Απόφασης πλαίσιο 2002/584.».
Στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν παρών στη δίκη του και καταδικάστηκε ερήμην. Ως προς την κλήτευσή του, αυτή έγινε, σε κάποιες εκ των περιπτώσεων με επίδοση στη μητέρα του και σε άλλες στην αδελφή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως «σε ότι αφορά το θέμα του νομότυπου της επίδοσης σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο αναφέρω ότι είναι θέμα το οποίο δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Αντίθετα, είναι θέμα που θα πρέπει να προβάλει, εάν και εφόσον εγκριθεί το αίτημα της Κεντρικής Αρχής και εκδοθεί ο εκζητούμενος ενώπιον των Ελληνικών Αρχών».
Αυτό, όμως, που προκύπτει από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι οι αποφάσεις εκδόθηκαν ερήμην και η επίδοση των κλήσεων έγινε στη μητέρα και αδελφή του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες κατά πόσο υπήρξε αυτοπρόσωπη επίδοση (βλ. υπόθεση C-108/16, Pawel Dworzecki, ημερομηνίας 24.5.2016, σκέψη 54). Δόθηκαν, επίσης, από τις Αρχές της χώρας έκδοσης, οι λεγόμενες «νομικές εγγυήσεις», ως κατωτέρω:
«. Επιπλέον σας γνωρίζουμε ότι εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που ο εκζητούμενος ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων με την επίκληση λόγου ανώτερης βίας που δικαιολογεί το εκπρόθεσμο υποβολής των εφέσεων και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί ως βάσιμο τον προβληθέντα λόγο ανώτερης βίας».
Με αυτά τα δεδομένα, η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει σε καμία από τις τέσσερις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4α της Απόφασης-Πλαίσιο και στο άρθρο 14(2) του Νόμου, οι οποίες, εάν υφίσταντο, δεν θα δικαιολογούσαν την άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ, όπως έχει επεξηγηθεί στην υπόθεση Melloni, πιο πάνω.
Η δυνητική διατύπωση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, «δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος...», σημαίνει ότι υφίσταται διακριτική ευχέρεια της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός αν ισχύουν οι προϋποθέσεις που τίθενται ρητά στο εν λόγω άρθρο. Εν προκειμένω, δεν ισχύει καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 14(2) έτσι ώστε να μην υφίσταται διακριτική ευχέρεια άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ. Οι δε «εγγυήσεις» που δόθηκαν δεν προσφέρουν τη δυνατότητα στον εκζητούμενο να ακυρώσει την ερήμην του καταδίκη και να τύχει νέας εκδίκασης των υποθέσεων του παρά μόνο με την επίκληση ανωτέρας βίας. Αυτό, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δίδει τα εχέγγυα που ο Νόμος, η απόφαση-πλαίσιο και το όλο πνεύμα της διαδικασίας του ΕΕΣ καθορίζουν.
Η δυνατότητα που προσφέρεται στον εκζητούμενο να «δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο» στην έννοια της παραγράφου 2(δ) του άρθρου 14 του Νόμου υπ΄ αρ. 133(1)/2004, παρουσιάζεται να περιορίζεται σημαντικά, εφόσον το Τεκμήριο 10 ενεργοποιεί το δικαίωμα του ερημοδικήσαντα να τύχει εκ νέου εκδίκασης των υποθέσεών του μόνο κατ΄ έφεση με την επίκληση λόγου ανωτέρας βίας. Αυτό φαίνεται να εκφεύγει και της παραγράφου 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο και της πρόνοιας περί «επαρκών εγγυήσεων».
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν υπεισήλθε στην εξέταση των δικονομικών διαδικασιών της χώρας έκδοσης, ούτε στην εξέταση του νομικού της συστήματος. Περιορίστηκε μόνο στην πληροφόρηση που έλαβε με βάση το Τεκμ. 10. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή αναφορά σε νομολογία και στο περιεχόμενο των νομικών εγγυήσεων που δόθηκαν σε αποφάσεις που αφορούσαν εκζητούμενα πρόσωπα, μεταξύ άλλων και από την Ελληνική Δημοκρατία. Η αναφορά σε αυτές περιορίζεται σε παραπομπή σε νομολογία, χωρίς να εξετάζεται το νομικό σύστημα και οι δικονομικές διαδικασίες των Ελληνικών Δικαστηρίων, κάτι που μόνο με μαρτυρία θα μπορούσε να τεθεί στο Δικαστήριο. Επαναλαμβάνουμε πως, με τους λόγους έφεσης, δεν αμφισβητείται η αναζήτηση των «εγγυήσεων» από τη χώρα έκδοσης.
Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1-6 απορρίπτονται.
Παραπονείται ο εφεσείων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε χρήση των διατάξεων του άρθρου 21(2) του Νόμου και προχώρησε σε αξιολόγηση των εγγυήσεων που δόθηκαν από τη χώρα έκδοσης, παρά τις αμφιβολίες που είχε.
Σύμφωνα με το άρθρο 21(2) του Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, «ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων».
Στην παρούσα περίπτωση, με επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, ημερομηνίας 19.4.2019, (Τεκμ. 9), ζητήθηκε από τις Ελληνικές Αρχές το αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος και διαβεβαίωση στη βάση των προνοιών του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Απόφασης-Πλαίσιο. Απεστάλη απάντηση από την Ελληνική Δημοκρατία Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης προς την Κεντρική Αρχή (Τεκμ. 10), στο οποίο περιλαμβάνεται και αναφορά στις «εγγυήσεις», όπως έχουμε παραθέσει πιο πάνω, καθώς και αντίγραφα των αποδεικτικών επίδοσης κλητηρίων θεσπισμάτων. Η αξιολόγηση των εγγυήσεων εναπόκειτο στο Δικαστήριο που εξέτασε την αίτηση έκδοσης του φυγόδικου. Δεν χρειάστηκε, καθώς κρίθηκε και θα λέγαμε, εύλογα, η αναζήτηση ή η προσκόμιση περαιτέρω συμπληρωματικών στοιχείων, εφόσον το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι παρασχεθείσες πληροφορίες ομιλούσαν αφ΄ εαυτών.
Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμέσως την παρούσα απόφαση στη Δικαστική Αρχή Έκδοσης του εντάλματος, ήτοι την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, μέσω της Κεντρικής Αρχής της Δημοκρατίας.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 230/19
3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντας
και
xxx ΠΡΟΪΟΣ
Εφεσίβλητος
--------------------
Α. Μιλτιάδου (κα), για Γ.Ε. για τον Εφεσείοντα
Λ. Νεοφύτου για Τιμοθέου και Νεοφύτου, για τον Εφεσίβλητο
-------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ (ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ανέγνωσα με προσοχή την απόφαση της πλειοψηφίας και με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω με το σκεπτικό, αλλά ούτε και με την κατάληξή της.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά και αφορούν εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) του Εφεσίβλητου/Εκζητούμενου, Έλληνα πολίτη, ο οποίος διαμένει εις Κύπρο. Σκοπείται με την έκδοση του εις Ελλάδα η έκτιση διαφόρων ποινών φυλακίσεως που του έχουν επιβληθεί στην απουσία του από Δικαστήριο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στο ΕΕΣ αναφέρεται ρητά "ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν απόντος του ενδιαφερόμενου ο οποίος κλητεύθηκε αυτοπροσώπως για την ημερομηνία και τον τόπο των ακροαματικών διαδικασιών που κατέληξαν στις αποφάσεις εν τη απουσία του.". (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Μη συγκατατηθέντος του Εφεσίβλητου στην έκδοση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία. Εξέτασε μέσω δοθείσας μαρτυρίας, το θέμα κλήτευσης του Εφεσίβλητου στις ημερομηνίες και τόπο που έλαβαν μέρος οι ακροαματικές διαδικασίες των υποθέσεων του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου ότι δηλαδή αυτός ουδέποτε έλαβε γνώση για τις υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του στην Ελλάδα, ουδείς τον ειδοποίησε γι' αυτές και ουδέποτε έλαβε αντίγραφα των κλητηρίων θεσπισμάτων. Ουδείς τον ειδοποίησε ότι "επιδόθηκαν" τα έγγραφα αυτά σε τρίτο πρόσωπο για να του δοθούν και ουδέποτε υπήρξε σύνοικος με την μητέρα του, για την οποία υπήρξε ισχυρισμός συγκατοίκησης, εδώ και 25 χρόνια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε στο τέλος, ότι το θέμα του νομότυπου της επίδοσης σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο είναι θέμα το οποίο δεν μπορούσε να εξετάσει. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ακολούθως:
"Σε ότι αφορά το θέμα του νομότυπου της επίδοσης σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο αναφέρω ότι είναι θέμα το οποίο δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Αντίθετα, είναι θέμα που θα πρέπει να προβάλει, εάν και εφόσον εγκριθεί το αίτημα της Κεντρικής Αρχής και εκδοθεί ο εκζητούμενος, ενώπιον των Ελληνικών Αρχών.
Ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί ούτε να καταλήξει σε εύρημα ότι ο εκζητούμενος ήταν ή δεν ήταν σύνοικος με την μητέρα του Ελ. Πρόϊου και/ή την αδελφή του Ευ. Πρόϊου, ούτε να δεκτεί ότι η μητέρα του Ελ. Πρόϊου πάσχει από ψυχική νόσο και ως εκ τούτου εμπίπτει στην κατηγορία ατόμων που με βάση το άρθρο 155 παρ. 1 του Ελληνικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν μπορούν να δεχθούν επιδόσεις ούτε Θα εξετάσει κατά πόσο τα κριτήρια θεσπίσματα τα οποία επισυνάπτονται στο Τεκμήριο 10 είναι δεόντως συμπληρωμένα ως απαιτεί το Ελληνικά Δίκαιο αφού δεν αναφέρεται σε αυτά η οδός που έγιναν οι επιδόσεις ούτε θα προβεί σε οποιαδήποτε ευρήματα αναφορικά με το κατά πόσο οι Ελληνικές Αρχές γνώριζαν που διέμενε ο εκζητούμενος κατά τα έτη 2011, 2012 και 2013 που ήταν η ημερομηνία διενέργειας των επιδόσεων."
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εξέταση του ακόλουθου ζητήματος:
"Η θέση του κ. Νεοφύτου ότι με βάση τα αποδεικτικά επιδόσεων μέρος του Τεκμηρίου 10 δεν προκύπτει, ακόμα και σε περίπτωση που Θα μπορούσε να θεωρηθεί η επίδοση ως νομότυπη, ότι ο εκζητούμενος είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση εναντίον του σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί κατά παράβαση του άρθρου 14(2) του Νόμου. Ως θα φανεί πιο κάτω, η νομολογία που διέπει το Θέμα αυτό έχει καθορίσει ότι εάν έχουν παρασχεθεί οι νομικές εγγυήσεις που προνοούνται τόσο στον Νόμο όσο και στην παράγραφο 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο η πιο πάνω θέση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την μη εκτέλεση του ΕΕΣ."
Παρεμβάλλεται εδώ και σημειώνεται ότι οι Ελληνικές Αρχές κατόπιν αιτήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρείχαν της ακόλουθες νομικές εγγυήσεως.
".... Επιπλέον στας γνωρίζουμε ότι εκ νέου εκδίκαση των υποθέσεων είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που ο Εκζητούμενος ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων με την επίκληση λόγου ανωτέρας βίας που δικαιολογεί το εκπρόθεσμό υποβολής των Εφέσεων και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί ως βάσιμο του προβληθέντος λόγω ανώτερης βίας." (Τεκμ. 10)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Άρθρο 14(2)(δ), του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004 και αφού άντλησε καθοδήγηση από τις John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 347/14 ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155, Shini-Mehrabzadeh Said ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. 279/15, ημερ. 17.11.2015, Νεοφύτου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. 262/16 ημερ. 29.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A452 και Μεσαρίτη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 256/17, ημερ. 24.10.2017, Χατζηκυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα, Π.Ε. 193/2014 ημερ. 8.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A546, Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. 196/13 ημερ. 19.7.2013 κ.α. κατέληξε:
"Από την θεώρηση της νομολογίας ως ανωτέρω προκύπτει ότι η ερημοδικία δεν οδηγεί αυτόματα στην απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεση ΕΕΣ εάν το Δικαστήριο το οποίο καλείται να εκτελέσει το ΕΕΣ έχει ενώπιον του της νομικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 5(1) της Απόφασης Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ και το Νόμο. Προκύπτει σαφέστατα από τα πιο πάνω ότι εκείνο που έχει σημασία είναι το περιεχόμενο των νομικών εγγυήσεων που έχουν δοθεί και βεβαίως όχι η εξέταση των νομικών συστημάτων και δικονομικών διαδικασιών της αιτούσας χώρας.
Κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξεταστεί με βάση την σχετική παροχή νομικών εγγυήσεων που έχει γίνει από το κράτος το οποίο ζητεί την εκτέλεση του εντάλματος.
Στην παρούσα υπόθεση έχω ήδη αναφερθεί στο περιεχόμενο των εγγυήσεων της αυτές έχουν σταλεί από της Αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, σχετικό είναι το Τεκμήριο 10. Είναι η θέση μου ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν συνάδουν με το πνεύμα των εγγυήσεων που η παρ. 5(1) της Απόφασης Πλαισίου και το άρθρο 14(2) του Νόμου απαιτεί, υπό την έννοια του ότι στην επιστολή των Ελληνικών Αρχών δεν δίδεται η εγγύηση ότι ο εκζητούμενος, ο οποίος δεν παρουσιάστηκε στην δίκη' του, Θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στην Ελλάδα και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης.
Σε της της πιο πάνω αποφάσεις που έχω αναφερθεί, οι νομικές εγγυήσεις που είχαν δοθεί, εξασφάλιζαν, χωρίς βεβαίως να εξεταστεί ούτε η διαδικασία ούτε η πιθανότητα επιτυχίας των εν λόγω διαβημάτων, το δικαίωμα των εκζητούμενων να προσφύγουν ενώπιον των αρχών των χωρών που ζητούσαν την έκδοση της και να εφεσιβάλουν και/ή να ζητήσουν ακύρωση των αποφάσεων και των ποινών που εκδόθηκαν στην απουσία της και να δικαστούν εκ νέου.
Κάτι τέτοιο της δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση. ......... ..............
Είναι η θέση μου ότι οι πιο πάνω νομικές εγγυήσεις δεν δίνουν τα εχέγγυα που ο Νόμος, η Απόφαση Πλαίσιο αλλά και το όλο πνεύμα της διαδικασίας υπό κρίση απαιτούν. Με τον τρόπου που έχει συνταχθεί το Τεκμήριο 10 δεν εξασφαλίζεται στον εκζητούμενο ότι όντως υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας λόγω της ερήμην καταδίκης του, ούτε και το δικαίωμα του να δικαστεί εκ νέου στην παρουσία του. Αντίθετα εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι είναι αβέβαιο το γεγονός αυτό αφού μόνον με την επίκληση λόγου ανώτερης βίας ο οποίος θα δικαιολογεί το εκπρόθεσμο υποβολής έφεσης και ο οποίος Θα γίνει δεκτός από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί ο εκζητούμενος να ασκήσει έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων εναντίον του.
Ενόψει των ανωτέρω, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχει ο Νόμος και δη το άρθρο 14(2), είναι η Θέση μου ότι το αίτημα των Ελληνικών Αρχών για εκτέλεση του ΕΕΣ υπόκειται σε απόρριψη και απορρίπτεται."
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Όπως φαίνεται από το πιο πάνω σκεπτικό το οποίο επικυρώνεται και με την απόφαση της πλειοψηφίας και εδώ συνιστάται η διαφωνία μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήρτησε την τύχη του ΕΕΣ από τις νομικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το Άρθρο 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και το Νόμο και ιδιαίτερα την επάρκεια τους.
Η πιο πάνω προσέγγιση, με όλο το σεβασμό, είναι εσφαλμένη και αντίθετη τόσο προς το Νόμο, την απόφαση-πλαίσιο αλλά και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.)
Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης έχει χαρακτηριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως "ακρογωνιαίος λίθος" της δικαστικής συνεργασίας και το ΕΕΣ αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής στον τομέα του ποινικού Δικαίου. Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης και την αντικατάστασή της από ένα απλουστευμένο σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών της Ένωσης. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. (βλ. σκέψεις 5-6 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584). "Κατά το άρθρο 1, παράγρ. 2, της αποφάσεως-πλαισίου, τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Caldararu, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU: C:2016:198 σκέψη 79 όπως και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία")(βλ. απόφαση ημερ. 13.1.2018, Dawid Piotrowski, C-367/16 σκέψη 47). Στην ίδια απόφαση (Piotrowski) στη Σκέψη 48 αναφέρονται:
"48. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως δύνανται, καταρχήν, να αρνηθούν την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο στις περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτελέσεως κατά το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ή σε εκείνες της προαιρετικής μη εκτελέσεως κατά τα άρθρα 4 και 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Κατά συνέπεια, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως ενός τέτοιου εντάλματος νοείται ως εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski, C-579/15, EU:C:2017:503, σκέψη 19, καθώς και της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas, C-270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψεις 50 και 51).
Τα σχετικά άρθρα της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση πλαίσιο 2009/299 του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής επί της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, είναι τα άρθρα 3, 4 και 5.
"Άρθρο 3
Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης (εφεξής καλούμενη «δικαστική αρχή εκτέλεσης») αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. εάν η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος μέλος εκτέλεσης, εφόσον το εν λόγω κράτος είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο·
2. εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης·
3. εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.
Άρθρο 4
Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
1. εάν, σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4, η πράξη λόγω της οποίας εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης· ωστόσο, προκειμένου περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν θα μπορεί να αποτελεί αντικείμενο άρνησης λόγω του ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση περί φόρων, τελών, τελωνείων και συναλλάγματος με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·
2. όταν το πρόσωπο για το οποίο εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διώκεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης για την ίδια πράξη με εκείνη στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης·
3. όταν οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν δίωξη για την αξιόποινη πράξη που αποτελεί το αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είτε να παύσουν τη δίωξη ή όταν ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης·
4. όταν έχει επέλθει παραγραφή της ποινικής δίωξης ή της ποινής σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης και οι πράξεις ανάγονται στην αρμοδιότητα αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο·
5. εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε τρίτη χώρα, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί να εκτιθεί πλέον σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας της καταδίκης·
6. εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο·
7. όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά αξιόποινες πράξεις οι οποίες:
α) κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θεωρούνται ότι διεπράχθησαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφός του κράτους εκτέλεσης ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο·
β) διεπράχθησαν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του.
Άρθρο 4α
Αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται σε δίκες κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως
1. Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
α) εν ευθέτω χρόνω:
i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης·
και
ii) είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη·
ή
β) το πρόσωπο τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη, και εκπροσωπήθηκε όντως από αυτόν τον δικηγόρο στη δίκη·
ή
γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:
i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·
ή
ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ισχύουσας προθεσμίας·
ή
δ) η απόφαση δεν του επιδόθηκε αυτοπροσώπως αλλά:
i) θα του επιδοθεί αυτοπροσώπως και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπου το πρόσωπο δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξετασθεί, και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης·
και
ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, όπως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
2. Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας υπό τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο δ), και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, μπορεί, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης προτού παραδοθεί. Ευθύς ως ενημερωθεί για το αίτημα, η εκδούσα αρχή παρέχει στον καταζητούμενο το αντίγραφο της απόφασης μέσω της εκτελούσας αρχής. Το αίτημα του καταζητουμένου δεν καθυστερεί ούτε τη διαδικασία παράδοσης ούτε την απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η διαβίβαση της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο γίνεται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν θεωρείται ως επίσημη επίδοση της απόφασης ούτε κινεί τις όποιες προθεσμίες ενδέχεται να ισχύουν για αίτηση επανεκδίκασης της υπόθεσης ή άσκηση ενδίκου μέσου.
3. Σε περίπτωση που το πρόσωπο παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή ασκήσει ένδικο μέσο, το μέτρο στέρησης της ελευθερίας του προσώπου που αναμένει την επανεκδίκαση της υπόθεσης ή το ένδικο μέσο επανεξετάζεται, έως ότου ολοκληρωθεί η εν λόγω δικαστική διαδικασία, βάσει του δικαίου του κράτους μέλους έκδοσης, είτε ανά τακτικά διαστήματα είτε κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου προσώπου. Η επανεξέταση αυτή εμπεριέχει ειδικότερα τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής του μέτρου στέρησης της ελευθερίας. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η άσκηση ενδίκου μέσου αρχίζει εν ευθέτω χρόνω μετά την παράδοση.
Άρθρο 5
Εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις
Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
▼M1 —————
2. όταν η αξιόποινη πράξη στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας εφ' όρου ζωής, η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος δύναται να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος έχει στο νομικό του σύστημα διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής —κατ' αίτηση ή το αργότερο μετά την πάροδο 20 ετών— ή για την εφαρμογή μέτρων επιεικείας τα οποία προβλέπει υπέρ του προσώπου η νομοθεσία ή πρακτική του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και τα οποία αποσκοπούν στη μη εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής ή μέτρου·
3. όταν το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος."
Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί το Άρθρο 5 ως είχε προηγουμένως, δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 πριν τη τροποποίηση του:
"Άρθρο 5
Εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις
Η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εξαρτηθεί κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης από μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1. όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί με απόφαση εκδοθείσα απόντος του ενδιαφερομένου και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως ούτε είχε ενημερωθεί κατ' άλλον τρόπο σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο της ακροαματικής διαδικασίας που οδήγησε στην απόφαση που εκδόθηκε εν τη απουσία του, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από το αν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ώστε να εξασφαλισθεί στον καθ' ου το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, ότι θα έχει τη δυνατότητα να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και να παρίσταται κατά τη λήψη της απόφασης·
2. όταν η αξιόποινη πράξη στην οποία βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας εφ' όρου ζωής, η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος δύναται να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος έχει στο νομικό του σύστημα διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής -κατ' αίτηση ή το αργότερο μετά την πάροδο 20 ετών- ή για την εφαρμογή μέτρων επιεικείας τα οποία προβλέπει υπέρ του προσώπου η νομοθεσία ή πρακτική του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και τα οποία αποσκοπούν στη μη εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής ή μέτρου·
3. όταν το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτέλεσης, η παράδοση μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο κράτος μέλος εκτέλεσης ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος."
Στον Ν.133(Ι)/2004, ο οποίος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και Οδηγίες 2012/13/ΕΕ, 2013/48/ΕΕ όπως τροποποιήθηκε, συναντούμε τα αντίστοιχα άρθρα που είναι τα άρθρα 13-15:
"Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
13. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης,
(β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,
(γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, σύμφωνα με τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους,
(δ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, ή του γενετήσιου προσανατολισμού του,
(ε) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους,
(στ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός, εκτός εάν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει σ΄ αυτή την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.
Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
14.-(1) Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης,
(β) αν οι Κυπριακές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη,
(γ) αν έχει επέλθει παραγραφή της ποινικής δίωξης ή της ποινής σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των Κυπριακών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους Κυπριακούς Ποινικούς νόμους,
(δ) αν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης,
(ε) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,
(στ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία: (i) θεωρείται κατά τον Κυπριακό ποινικό νόμο ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο ή (ii) τελέστηκε εκτός του εδάφους του Κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και κατά τους Κυπριακούς ποινικούς νόμους δεν επιτρέπεται η δίωξη για την ίδια αξιόποινη πράξη που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας,
(ζ) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Κύπρο και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους.
(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-
(α) εν ευθέτω χρόνω-
(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και
(ii)είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή
(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή
(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-
(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή
(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή
(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-
(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και
(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
(3) Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και ο εκζητούμενος δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προτού παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης. Μόλις η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος ενημερωθεί για το ως άνω αίτημα του εκζητουμένου, παρέχει ευθύς στον εκζητούμενο, μέσω της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, αντίγραφο της απόφασης:
Νοείται ότι σε καμία περίπτωση το αίτημα του εκζητουμένου για λήψη αντιγράφου απόφασης δεν καθυστερεί τη διαδικασία παράδοσής του ή την απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
Νοείται, περαιτέρω, ότι η διαβίβαση της απόφασης στον εκζητούμενο γίνεται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν κινεί τις όποιες προθεσμίες ενδέχεται να ισχύουν για αίτηση επανεκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης έφεσης.
(4) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή άσκηση έφεσης, μέχρι την ολοκλήρωση της επανεκδίκασης ή της έφεσης η κράτηση του εκζητουμένου επανεξετάζεται, ανά τακτά διαστήματα ή κατόπιν αίτησης του εκζητουμένου, στη βάση του δικαίου του κράτους έκδοσης. Η επανεξέταση παρέχει ειδικότερα τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της κράτησης. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η άσκηση της έφεσης αρχίζει εν ευθέτω χρόνω μετά την παράδοση.
Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
15. (1) Αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή με μέτρο στερητικό της ελευθερίας εφ΄ όρου ζωής, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι στο νομικό σύστημα του κράτους έκδοσης του εντάλματος ισχύουν διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής - κατ΄ αίτηση ή το αργότερο μετά την πάροδο είκοσι (20) ετών - ή για την εφαρμογή των μέτρων επιείκειας που προβλέπει υπέρ του προσώπου του δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος και τα οποία αποσκοπούν στην μη εκτέλεση μιας τέτοιας ποινής ή μέτρου.
(2) Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, κατοικεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει σ΄ αυτό την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος."
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Παρατηρείται συνεπώς ότι με την τροποποίηση του Άρθρου 5 της απόφασης-πλαίσιο και άρθρο 15 του Ν.133(Ι)/2004 ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ μπορεί να εξαρτηθεί από τις παρεχόμενες από το κράτος έκδοσης του ΕΕΣ, εγγυήσεις, μόνο στις περιπτώσεις όπου η αξιόποινη πράξη επί της οποίας στηρίζεται το ΕΕΣ τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη ή μέτρο ασφάλειας στερητικής της ελευθερίας εφ' όρου ζωής (Άρθρο 5(2)). Η υπό εξέταση υπόθεση αφορά πλημμελήματα όπου επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 6-36 μηνών. Συνεπώς, εσφαλμένα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εξετάστηκε και εξαρτήθηκε η εκτέλεση του ΕΕΣ από την επάρκεια των νομικών εγγυήσεων του Άρθρου 5(1) της απόφασης-πλαίσιο 2002/584, το οποίο καταργήθηκε αφ' ενός και αφ' ετέρου σύμφωνα με το Άρθρο 5(2) δεν τίθεται θέμα εγγυήσεων, εφόσον η περίπτωση δεν αφορά αξιόποινες πράξεις τιμωρούμενες με ισόβια κάθειρξη ή μέτρο ασφάλειας στερητικό της ελευθερίας εφ' όρου ζωής.
Όσον αφορά το Άρθρο 14(2) του Ν.133(Ι)/2004 που είναι το αντίστοιχο του Άρθρου 4α της απόφασης-πλαίσιο 2002/584 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, σχετική είναι η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Stefano Melloni, C-399/11. Σκέψεις 39 και επόμενες:
"39. Προκειμένου να καθορισθεί η έκταση εφαρμογής του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αντικειμένου του υπό κρίση ερωτήματος, πρέπει να εξετασθούν το γράμμα, η οικονομία και ο σκοπός της διατάξεως αυτής.
40. Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.
41. Τη γραμματική αυτή ερμηνεία του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιβεβαιώνει η ανάλυση της οικονομίας της ανωτέρω διατάξεως. Το αντικείμενο της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299 έγκειται, αφενός, στην κατάργηση του άρθρου 5, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο παρείχε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα εξαρτήσεως της εκτελέσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τους σκοπούς της εκτελέσεως ποινής επιβληθείσας ερήμην από την προϋπόθεση διασφαλίσεως εντός του κράτους μέλους εκδόσεως νέας διαδικασίας εκδικάσεως της υποθέσεως παρουσία του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, στην αντικατάσταση της ανωτέρω διατάξεως από το άρθρο 4α. Του λοιπού, η ανωτέρω διάταξη περιορίζει τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως ενός τέτοιου εντάλματος θέτοντας, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, «προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως».
42. Ειδικότερα, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προβλέπει κατ' ουσίαν, στα σημεία αʹ και βʹ, ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί στην παράδοση καταδικασθέντος ερήμην προσώπου, εφόσον το πρόσωπο αυτό είχε ενημερωθεί εν ευθέτω χρόνο σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και σχετικά με το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή το οποίο, τελούν εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να το υπερασπισθεί, οπότε η εν λόγω δικαστική αρχή δεν μπορεί να εξαρτά την παράδοση από το ενδεχόμενο νέας δίκης παρουσία του ενδιαφερομένου εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.
43. Την ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 4α επιβεβαιώνουν και οι επιδιωκόμενοι από τον νομοθέτη της Ένωσης στόχοι. Όπως προκύπτει τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 όσο και από το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν η μέσω της θεσπίσεως της αποφάσεως-πλαισίου διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις με τη βελτίωση της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών διά της εναρμονίσεως των λόγων μη αναγνωρίσεως των αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν μετά από δίκη στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως. Όπως υπογραμμίζεται ειδικότερα με την αιτιολογική σκέψη 4, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να καταστεί εφικτό, μέσω του ορισμού των κοινών αυτών λόγων, «στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου».
44. Όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 70 των προτάσεών του, η λύση την οποία επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης και η οποία συνίσταται στο να προβλέπονται εξαντλητικώς οι υποθετικές περιπτώσεις όπου η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην πρέπει να θεωρείται ως μη θίγουσα τα δικαιώματα άμυνας είναι ασύμβατη προς τη διατήρηση της δυνατότητας της αρμόδιας δικαστικής αρχής εκτελέσεως να εξαρτά την εκτέλεση αυτή από την προϋπόθεση ότι μπορεί να αναθεωρηθεί η καταδικαστική απόφαση προκειμένου να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου.
45. Ως προς το επικληθέν από το αιτούν δικαστήριο επιχείρημα ότι η υποχρέωση τηρήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ, θα νομιμοποιούσε τις αρμόδιες δικαστικές αρχές εκτελέσεως να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, περιλαμβανομένων των κατά το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 περιπτώσεων, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου εκδικάσεως της υποθέσεώς του, επιβάλλεται η υπογράμμιση ότι το επιχείρημα αυτό οδηγεί στην πραγματικότητα στο ζήτημα περί της συμβατότητας του άρθρου 4α της αποφάσεως πλαισίου 2002/584 προς τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης, όπερ αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου από τα υποβληθέντα ερωτήματα.
46. Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι απαγορεύει στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως, στις παρατιθέμενες στην ως άνω διάταξη περιπτώσεις, να εξαρτά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής από την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα ερήμην καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.
47. ............. ..................... ...............................
61. Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οσάκις ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μια από τις τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται με την ανωτέρω διάταξη.
(οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Να σημειωθεί ότι στην ίδια άνω απόφαση κρίθηκε ότι το άρθρο 4α, παράγρ. 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσβάλλει το δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη ούτε τα διασφαλιζόμενα αντιστοίχως από τα άρθρα 47 και 48 παράγρ. 2 του Χάρτη[1], δικαιώματος άμυνας (βλ. Σκέψη 53) (αφορούσε το δεύτερο ερώτημα) και ότι το άρθρο 53 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από την προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, ώστε να αποφεύγεται τυχόν προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και την κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα του δικαιωμάτων άμυνας (βλ. Σκέψη 64) (αφορούσε το τρίτο ερώτημα).
Συνεπώς, ούτε με βάση το Άρθρο 14(2) του Ν.133(Ι)/2004 (αντίστοιχο του Άρθρου 4α της απόφασης-πλαισίου) μπορούσε να εξαρτηθεί η εκτέλεση του ΕΕΣ εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής του Εφεσίβλητου, από την προϋπόθεση της επάρκειας των νομικών εγγυήσεων με τις οποίες να εξασφαλίζεται στον Εφεσίβλητο/Εκζητούμενο "η δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας λόγω της ερήμην καταδίκης του ή να του παρέχεται το δικαίωμα να δικαστεί εκ νέου στην παρουσία". Αυτό το οποίο έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ακριβώς αυτό που απαγορεύεται από το ευρωπαϊκό και ημεδαπό δίκαιο και νομολογία του ΔΕΕ. Υπενθυμίζεται ότι και αν ακόμη το ημεδαπό δίκαιο και η νομολογία προβλέπουν διαφορετική ρύθμιση των ζητημάτων υπό εξέταση και πάλι δεν μπορούσαν να υπερισχύσουν του δίκαιου της Ένωσης. (βλ. Σκέψεις 43, 59 και 60 της Melloni (άνω)).
"59. Όντως, κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα της έννομης τάξης της Ένωσης (βλ. γνωμοδότηση 1/91 της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. I-6079, σκέψη 21, και γνωμοδότηση 1/09 της 8ης Μαρτίου 2011, Συλλογή 2011, σ. I-1137,σκέψη 65), το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επικαλείται διατάξεις του εθνικού δικαίου, έστω και συνταγματικής φύσεως, δεν μπορεί να θίγει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης στην επικράτεια του εν λόγω κράτους (βλ., υπό την έννοια αυτή, ιδίως, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 3, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C-409/06, Winner Wetten, Συλλογή 2010, σ. I-8015, σκέψη 61).
60. Ασφαλώς, το άρθρο 53 του Χάρτη επιβεβαιώνει ότι, όταν πράξη της Ένωσης υπαγορεύει την εφαρμογή εθνικών μέτρων, είναι κατ' αρχήν θεμιτό οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόζουν τα κατοχυρωμένα στα Συντάγματά τους θεμελιώδη δικαιώματα, αρκεί η εν λόγω εφαρμογή να μη θέτει υπό διακύβευση την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη." |
Στην απόφαση ημερ. 24.5.2016, Pawel Dworzecki C-108/16 PPU του ΕΕΣ η οποία αφορούσε Πολωνό υπήκοο που διέμενε στην Χάγη, υπεβλήθη στο Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ αίτηση εκτελέσεως ΕΕΣ προκειμένου να εκτελεσθούν στην Πολωνία, τρεις ποινές φυλακίσεως διάρκειας δύο ετών, οκτώ μηνών και έξι μηνών. Ο εκζητούμενος δεν είχε εμφανισθεί στην δίκη η οποία οδήγησε στην έκδοση της σχετικής καταδικαστικής απόφασης. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο ΕΕΣ, το έγγραφο κλητεύσεως απεστάλη στη διεύθυνση που ο εκζητούμενος είχε δηλώσει για τις επιδόσεις δικογράφων και παρελήφθη από τον παππού του ο οποίος ανέλαβε να το παραδώσει στον εκζητούμενο. Ο εκζητούμενος ομολόγησε ενοχή και δέχθηκε εκ των προτέρων την ποινή που είχε προτείνει ο Εισαγγελέας. Ενώπιον του ΔΕΕ τέθησαν τα κάτωθι ερωτήματα:
(α) Κατά πόσο αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δίκαιου της Ένωσης οι εκφράσεις στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, σημείο i, της απόφασης - πλαισίου 2002/584 "είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως" καθώς και "είχε δι΄ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης".
(β) "33. .... να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι πληροί τις τεθείσες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις μια κλήτευση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν παραδόθηκε απευθείας στον ενδιαφερόμενο, αλλά η οποία πραγματοποιήθηκε με παράδοση, στη διεύθυνση τον τελευταίου, σε ενήλικο μέλος τον νοικοκυριού του, το οποίο μέλος ανέλαβε να παραδώσει το έγγραφο κλητεύσεως στον ενδιαφερόμενο, χωρίς να προκύπτει από το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αν και, ενδεχομένως, πότε το εν λόγω ενήλικο μέλος του νοικοκυριού πράγματι παρέδωσε το ως άνω έγγραφο κλητεύσεως στον ενδιαφερόμενο."
Το ΔΕΕ απάντησε τα δύο ερωτήματα στις σκέψεις 32 και 54 αντίστοιχα της απόφασης.
"32. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι οι εκφράσεις "είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως" καθώς και «είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης», οι οποίες περιλαμβάνονται στην εν λόγω διάταξη, αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της "Ενωσης και πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση."
"54. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίού 2002/584 έχει την έννοια ότι δεν πληροί τις τεθείσες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις μια κλήτευση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν παραδόθηκε απευθείας στον ενδιαφερόμενο, αλλά η οποία πραγματοποιήθηκε με παράδοση, στη διεύθυνση του τελευταίου, σε ενήλικο μέλος του νοικοκυριού τον, το οποίο ανέλαβε να παραδώσει το έγγραφο κλητεύσεως στον ενδιαφερόμενο, χωρίς να προκύπτει με βεβαιότητα από το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εάν και, ενδεχομένως, πότε το εν λόγω ενήλικο μέλος του νοικοκυριού πράγματι παρέδωσε το ως άνω έγγραφο κλητεύσεως στον ενδιαφερόμενο."
Αξιοσημείωτα είναι και τα όσα έχουν αναφερθεί στις σκέψεις 45, 49 και 50 της απόφασης.
"45. Ο σκοπός τον άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο ί, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο οποίος υπομνήστηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, οπωσδήποτε επιτυγχάνεται όταν ο ενδιαφερόμενος έχει κλητευθεί «αυτοπροσώπως», όπως μνημονεύεται στο πρώτο τμήμα της περιόδου που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη, με δεδομένο ότι ένας τέτοιος τρόπος κλητεύσεως διασφαλίζει ότι ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος έλαβε το έγγραφο κλητεύσεως και, επομένως, ενημερώθηκε σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης του."
"49. Συναφώς, εναπόκειται στη δικαστική αρχή εκδόσεως να μνημονεύσει, στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε πραγματικά και επισήμως τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης τον. Όταν η εκτελούσα δικαστική αρχή βεβαιώνεται ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πληρούνται, αυτή μπορεί να στηριχθεί και σε άλλα στοιχεία, περιλαμβανομένων και περιστάσεων των οποίων αυτή έλαβε γνώση στο πλαίσιο ακροάσεως του ενδιαφερομένου."
"50 Εξάλλου, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχείο α', σημείο i, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 νοούνται ως εξαιρέσεις ενός λόγου προαιρετικής μη αναγνωρίσεως, η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αφού έχει διαπιστώσει ότι η εκάστοτε επίμαχη κατάσταση δεν εμπίπτει στις ως άνω περιπτώσεις, να λαμβάνει υπόψη άλλες περιστάσεις που της παρέχουν τη δυνατότητα να βεβαιωθεί ότι η παράδοση του ενδιαφερομένου δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς του."
Στην παρούσα υπόθεση στο επίδικο ΕΕΣ αναγράφετο ότι ο εκζητούμενος "κλητεύθηκε αυτοπροσώπως για την ημερομηνία και τον τόπο των ακροαματικών διαδικασιών που κατέληξαν στις αποφάσεις εν τη απουσία του". Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού με την προφορική μαρτυρία ενώπιον του είχε άλλα στοιχεία, που τα πρόβαλε ο εκζητούμενος και οδηγούσαν στην αντίθετη κατεύθυνση, όφειλε να ζητήσει διευκρινίσεις από τη δικαστική Αρχή εκδόσεως, αναφορικά με τον τρόπο κλητεύσεως ο οποίος διεσφάλιζε ότι "ο ίδιος ο εκζητούμενος έλαβε το έγγραφο κλητεύσεως και επομένως, ενημερώθηκε σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης". Δεν το έπραξε αλλά αντ' αυτού ζήτησε διευκρινίσεις για νομικές εγγυήσεις οι οποίες έχουν καταργηθεί ως έχει εξηγηθεί νωρίτερα.
Όπως αποφασίστηκε στην Dowrzecki (άνω), Σκέψη 32, η έκφραση "είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως" εις το άρθρο 4α, παράγραφος 1 στοιχείο α', σημείο i, είναι αυτοτελής έννοια και συνεπώς, εφόσον στο ΕΕΣ αναφέρεται ότι ο εκζητούμενος "κλητεύθηκε αυτοπροσώπως" ικανοποίησε την προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 4α, πράγραφος 1, στοιχείο α΄ και συνεπώς η εκτέλεση του ΕΕΣ είναι υποχρεωτική. Αυτά και σε πλήρη αρμονία και με το άρθρο 14(2)(α)(i) του Ν.133(Ι)/2004 .
Στην παρούσα υπόθεση υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, νομολογία του ΔΕΕ και Νόμου 133(Ι)/2004.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, θα αποδεχόμουν την έφεση και θα παραμέριζα την πρωτόδικη απόφαση.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ
[1] Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης