ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A78
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013)
3 Μαρτίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Δ/ΣΤΕΣ]
STASSINOS INVESTMENT AND FINANCE LIMITED,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
1.ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2.ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
_ _ _ _ _ _
Φ. Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για την
Εφεσείουσα.
Καμία εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο 1.
Α. Δημητριάδης με A. Ανθίμου (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με αγωγή της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου η εφεσείουσα-ενάγουσα αξίωσε αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 1ΧΧ4/2/3, Φ/Σχ. LI.Χ.Χ.IX, στην Πάφο (επίδικο ακίνητο) και τιμωρητικές αποζημιώσεις για αντισυνταγματική συμπεριφορά.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται με την υπό κρίση έφεση. Τα παραθέτουμε σε συντομία:
Στις 15.6.1974 υπεγράφη συμφωνία, δυνάμει της οποίας το ΕΒΚΑΦ ενοικίασε στην εφεσείουσα το επίδικο ακίνητο για περίοδο 30 ετών από τις 13.6.1974 έναντι ενοικίου ΛΚ500 τον πρώτο χρόνο, το οποίο θα αυξάνετο σταδιακά, με σκοπό την ανέγερση και εκμετάλλευση καταστημάτων, γραφείων και διαμερισμάτων. Η συμφωνία επικυρώθηκε από την Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση, γεγονός που κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα. Η εφεσείουσα κατέβαλε μόνο το ποσό των ΛΚ1.000 ως premium και ΛΚ1.500 έναντι ενοικίων και δεν κατέβαλε οποιοδήποτε άλλο ποσό στο ΕΒΚΑΦ ή σε άλλο πρόσωπο ή Αρχή ως ενοίκια. Η εφεσείουσα προέβη στην ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων, τα οποία το ΕΒΚΑΦ προώθησε στο Δήμο Πάφου για άδεια οικοδομής. Λόγω απώλειας της αρχικής αίτησης, η εφεσείουσα κατέθεσε νέα αίτηση, πανομοιότυπη με την προηγούμενη, για την οποία ουδέποτε έλαβε απάντηση, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της προς τους εφεσίβλητους δι' επιστολών. Η εφεσείουσα ουδέποτε χρησιμοποίησε το ακίνητο ως χώρο στάθμευσης και ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να το αξιοποιήσει ως τέτοιο.
Κατά ή περί το 1978 ο εφεσίβλητος 1 άρχισε να χρησιμοποιεί μέρος του ακινήτου για τις ανάγκες της Αστυνομίας Πάφου, με την εγκατάσταση λυόμενων κατασκευών, ενώ ο Δήμος Πάφου το 1989 διαμόρφωσε μέρος του, ήτοι 450 τ.μ. σε οργανωμένο χώρο στάθμευσης. Ακολούθως, ο Δήμος εγκατέστησε μηχανές είσπραξης δικαιώματος για στάθμευση προς κάλυψη των εξόδων καθαριότητας του χώρου, τις οποίες στην πορεία εκμεταλλεύεται τρίτο πρόσωπο.
Το ΕΒΚΑΦ είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου και η εφεσείουσα, με βάση τη συμφωνία ενοικίασης, είχε το δικαίωμα κατοχής του. Από τα ευρήματά του το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι διέπραξαν το αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Ο μεν εφεσίβλητος 1 «με το να εισέλθει κατά ή περί το 1978 στο ακίνητο και να αρχίσει να χρησιμοποιεί μέρος του, απροσδιόριστης έκτασης, για τις ανάγκες της Αστυνομίας Πάφου», ο δε Δήμος «με το να διαμορφώσει και χρησιμοποιήσει έκταση 450 τ.μ. ως χώρο στάθμευσης από το 1989 μέχρι τη λήξη της περιόδου ενοικίασης, δηλαδή μέχρι 12.6.04». Για τις συγκεκριμένες πράξεις κανένας δεν εξασφάλισε τη συγκατάθεση της εφεσείουσας ή του ΕΒΚΑΦ, ούτε υπήρξε τέτοια εισήγηση από πλευράς εφεσιβλήτων.
Ως προς τις αξιούμενες αποζημιώσεις το Δικαστήριο απόρριψε τη μέθοδο υπολογισμού των αποζημιώσεων και την αξίωση για €467.729,64, ως απώλεια εισοδημάτων. Κατέληξε δε πως αυτό που δικαιούται είναι μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, τις οποίες καθόρισε σε €1.000 «λαμβάνοντας υπόψη και την μεγάλη χρονική περίοδο που αυτή αφορούσε».
Περαιτέρω, απόρριψε την αξίωση της εφεσείουσας για τιμωρητικές αποζημιώσεις για αντισυνταγματική συμπεριφορά.
Η εφεσείουσα με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα του ποσού των €1.000 που επιδικάστηκε ως ονομαστικές αποζημιώσεις για την παράνομη επέμβαση, καθώς και τη μη επιδίκαση τιμωρητικών/παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους, η εφεσείουσα προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τον καθορισμό των ονομαστικών αποζημιώσεων δεν έλαβε υπόψη ότι αυτή δικαιούτο κατ΄ ελάχιστον σε ονομαστικές αποζημιώσεις από μέρα σε μέρα (de die in diem) για όλη τη περίοδο των 30 ετών. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου να επιδικάσει το ποσό των €1.000 αντιφάσκει με το σκεπτικό του ότι έλαβε υπόψη τη μεγάλη χρονική περίοδο που αφορούσε η παράνομη επέμβαση.
Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ότι θα έπρεπε να επιδικαστούν ονομαστικές αποζημιώσεις για το ποσό των ΛΚ2 (€3,42) ημερησίως, ήτοι το ποσό των €37.449 για τη συνολική περίοδο των 30 ετών.
Από την άλλη, ο Δήμος προβάλλει ότι το ποσό των €1.000 επιδικάστηκε επειδή η εφεσείουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά και πως οι ονομαστικές αποζημιώσεις δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση της ζημιάς, εφόσον αυτή δεν έχει αποδειχθεί αλλά ως μία ένδειξη της απαρέσκειας του νόμου έναντι των παρανομούντων. Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι δεν υπάρχει νομολογιακή αρχή που να διέπει το θέμα όπως προβλήθηκε από την εφεσείουσα.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε στην υπόθεση Fegans v. Norris, 537 F.3d 897 (8th Cir. 2008), ως υποστηρικτική της θέσης του για επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων για κάθε μέρα που συνεχιζόταν η παράνομη ενέργεια. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε, μεταξύ άλλων, την παράλειψη των φυλακών να προσφέρουν στον εφεσείοντα «kosher» γεύματα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε (the Prison Litigation and Reform Act), η θεραπεία που μπορούσε να αποδοθεί σε τέτοιου είδους υποθέσεις για πνευματικό ή συναισθηματικό τραυματισμό (mental or emotional injury) ήταν οι ονομαστικές αποζημιώσεις. Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποδόθηκε ποσό $1500 ως αποζημιώσεις θεωρήθηκε ότι παραβίαζε τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και αντικαταστάθηκε με ποσό $1.44 για κάθε συνταγματική παραβίαση, ως ονομαστικές αποζημιώσεις. Δεν αναλύεται όμως στην απόφαση για ποιο λόγο το Δικαστήριο κατάληξε ότι υπήρξε παραβίαση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ούτε πως καθορίστηκε το ποσό των $1.44, έτσι ώστε η εν λόγω απόφαση να μπορεί να έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων για τις περιπτώσεις που σ΄ εκείνη την υπόθεση κρίθηκαν ότι παραβίαζαν συνταγματικά δικαιώματα αποτελούσε νομοθετική επιταγή.
Σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου υπάρχει παράνομη επέμβαση επί ακινήτου, κάτι που αποτελεί αστικό αδίκημα, actionable per se, δύναται να αποδοθούν ονομαστικές αποζημιώσεις. Ονομαστικές αποζημιώσεις επίσης δίδονται όπου αποδεικνύεται η απώλεια, αλλά δεν δόθηκε η απαιτούμενη μαρτυρία ως προς το ποσό που αξιώνεται.
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μέθοδο υπολογισμού των αποζημιώσεων από μέρους της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να απορρίψει την αξίωσή της για αποζημιώσεις λόγω απώλειας εισοδημάτων. Ως εκ τούτου, κατέληξε να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Αυτό συνάδει με τις αρχές που ακολουθούνται στο δικό μας δικαϊκό σύστημα για απόδοση ονομαστικών αποζημιώσεων. Το ύψος του ποσού που δίδεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι ενδεικτικό. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Beaumont v. Greathead (1846) 2 CB 494, "nominal damages means a sum of money that may be spoken off, but that has no existence in point of quantity.".
Επέμβαση σε ακίνητο η οποία συνεχίζεται δεν αποτελεί μία μεμονωμένη πράξη αλλά αποτελεί συνεχιζόμενη επέμβαση και δίδει αγώγιμο δικαίωμα για κάθε μέρα που συνεχίζεται (de die in diem) (Winfield and Jolowicz on Tort 16η έκδοση, σελ. 748, Halsbury's Laws of England Fourth Edition Reissue Vol. 45(2) σελ. 334). Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι αποδίδονται ονομαστικές αποζημιώσεις για κάθε μέρα που συνεχίζεται η επέμβαση. Από τη στιγμή που η εφεσείουσα έχει καταχωρήσει αγωγή η οποία αφορούσε όλη τη χρονική περίοδο που συνεχιζόταν η παράνομη επέμβαση και απέτυχε να αποδείξει αποζημιώσεις, τότε αυτό που επιδικάζεται είναι μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις για το σύνολο της περιόδου που συνεχιζόταν η επέμβαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ατυχώς ανέφερε ότι το ποσό των €1.000 καθορίστηκε αφού έλαβε υπόψη τη μεγάλη χρονική περίοδο που αφορούσε η παράνομη επέμβαση. Η αναφορά, όμως, αυτή δεν μπορεί να έχει επίπτωση στο ύψος των ονομαστικών αποζημιώσεων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτησή της για τιμωρητικές αποζημιώσεις για αντισυνταγματική συμπεριφορά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αξίωση για τιμωρητικές αποζημιώσεις για αντισυνταγματική συμπεριφορά αφού παρέθεσε τη σχετική νομολογία επί του θέματος. Απόρριψε την αξίωση στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Στην προκειμένη περίπτωση όπου ο Εναγόμενος 2 το 1989 διαμόρφωσε έκταση 450 τ.μ. από τα 32.800 τ. πόδια της συνολικής έκτασης του ακινήτου και ο Εναγόμενος 1 είχε τοποθετήσει κατά ή περί το 1978 λυόμενες κατασκευές για τις ανάγκες της Αστυνομίας, χωρίς ποτέ η Ενάγουσα να απαιτήσει την άρση της επέμβασης ή να διαμαρτυρηθεί έστω, παρά μόνο διαμαρτυρήθηκε κατά τον τελευταίο χρόνο της ενοικίασης στον Εναγόμενο 1, είμαι της γνώμης ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων προς όφελος της Ενάγουσας.»
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 επέδειξαν καταπιεστική και/ή αντισυνταγματική συμπεριφορά, όχι μόνο για το λόγο ότι διέπρατταν συνεχιζόμενη παράνομη επέμβαση, αλλά και για το λόγο ότι για 30 έτη τα διαβήματα της εφεσείουσας για εξέταση του αιτήματός της δεν βρήκαν ανταπόκριση στους εφεσίβλητους 1 και 2.
Προς υποστήριξη των θέσεων της η εφεσείουσα παραπέμπει, πέραν της Κυπριακής νομολογίας, και στην Αγγλική υπόθεση Rookes v. Barnanrd [1964] 1 All E.R.367, με την εισήγηση ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων εμπίπτει στις δύο από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην εν λόγω υπόθεση ότι δικαιολογούν την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Ο εφεσίβλητος 2 από την άλλη υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης και αναφορικά με το συσχετισμό της μη έκδοσης άδειας οικοδομής εισηγείται ότι αυτό αποτελεί άσχετο γεγονός. Για τη μη έκδοση άδειας οικοδομής δόθηκαν, σύμφωνα με την εισήγηση, ικανοποιητικοί λόγοι, τόσο κατά την ακρόαση της υπόθεσης, όσο και κατά την ακρόαση των προσφυγών 836/04 και 837/04 που καταχώρησε η εφεσείουσα εναντίον του Δήμου Πάφου για την παράλειψή του να εξετάσει την αίτηση του ΕΒΚΑΦ για έκδοση άδειας οικοδομής οι οποίες απορρίφθηκαν.
Το Δικαστήριο κατέγραψε σωστά τη νομολογία ως προς το συγκεκριμένο είδος αποζημιώσεων. Στην υπόθεση Adrian Holdings Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 1 AAΔ 1836, στη σελίδα 1846, που παρέπεμψε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και η εφεσείουσα, αναφέρθησαν τα εξής σχετικά:
«Στο δίκαιο που διέπει το θέμα παραδειγματικών αποζημιώσεων, εξέχουσα θέση κατέχει η αγγλική απόφαση στην υπόθεση Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367, όπου τέθηκαν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων. Στην Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 CLR 65, το Εφετείο, χωρίς να αποφανθεί τελικά αν οι αρχές της Rookes v. Barnard τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο, προτίμησε την ευρύτερη αρχή που επιτρέπει επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων όπου η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει επιβολή τιμωρίας από πολιτικό δικαστήριο. Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κίνητρου, ιδιαίτερα όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος.»
Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τη συμπεριφορά του εναγόμενου και στόχο έχει τόσο την τιμωρία όσο και τον παραδειγματισμό.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσείουσα δεν είχε ποτέ διαμαρτυρηθεί ή αιτηθεί άρση της επέμβασης, παρά μόνο διαμαρτυρήθηκε τον τελευταίο χρόνο ενοικίασης στον εφεσείοντα 1. Η όλη προσπάθεια της εφεσείουσας ήταν να λάβει άδεια οικοδομής για το ακίνητο.
Η επιδίκαση παραδειγματικών σε αντίθεση με κανονικές αποζημιώσεις εξετάστηκε στην υπόθεση Rookes v. Barnard, ανωτέρω, όπου ο Lord Devlin καθόρισε ότι παραδειγματικές αποζημιώσεις επιδικάζονται μόνο:
(i) Σε περιπτώσεις πιεστικής, αυθαίρετης ή αντισυνταγματικής συμπεριφοράς από κρατικούς υπαλλήλους˙
(ii) Όταν η συμπεριφορά του εναγομένου έχει προγραμματιστεί να του αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος από το ποσό των αποζημιώσεων που θα κληθεί να καταβάλει στον ενάγοντα˙
(iii) Όταν τούτο επιτρέπεται από μια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια.
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ή Μήτα ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. σελ.1952) λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με τις παραδειγματικές αποζημιώσεις:
«Στην θεμελιακή απόφασηPapakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) διατυπώθηκαν οι αρχές που επιτρέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Αναφορικά με το ύψος των παραδειγματικών αποζημιώσεων λέχθηκε (βλ. σελ. 78-79) ότι οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η σοβαρότητα της συμπεριφοράς του εναγομένου και η οικονομική του κατάσταση. Λέχθηκε, επίσης, ότι όπου επιδικάζονται παραδειγματικές αποζημιώσεις δικαιολογείται η επιδίκαση ενός μόνο ποσού και ότι είναι εσφαλμένος ο διαχωρισμός των παραδειγματικών αποζημιώσεων από τις συνήθεις αποζημιώσεις. Στο τέλος πρέπει να γίνεται μια επιδίκαση βασισμένη επί της συνολικής θεώρησης των γεγονότων της υπόθεσης.
Στον McGregor on Damages, 15th ed., παραγ. 428, με αναφορά κυρίως στην υπόθεση Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129, αναφέρονται τα εξής:
"While the assessment of compensation can never be affected by the amount awarded by way of exemplary damages, the converse is not true. The size of an exemplary award may indeed be influenced by the size of the compensatory one. Thus Lord Devlin in Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129 indicated that, in a case where exemplary damages were appropriate, 'a jury should be directed that if, but only if, the sum which they have in mind to award as compensation (which may, of course, be a sum aggravated by the way in which the defendant has behaved to the plaintiff) is inadequate to punish him for his outrageous conduct, to mark their disapproval of such conduct and to deter him from repeating it, then it can award some larger sum'; and there is no reason why the same principle should not apply to awards made by judges sitting alone. This principle was fully endorsed by all seven of their lordships in Broome v. Cassel & Co. [1972] Α.C. 1027, 1089, and its operation is well illustrated by Drane v. Evangelou [1978] 1 W.L.R. 455 (C.A.)."
Σε μετάφραση:
«Ενώ ο καθορισμός των αποζημιώσεων δεν μπορεί ποτέ να επηρεασθεί από το ποσό που επιδικάζεται με τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων, το αντίστροφο δεν είναι αληθές. Το ύψος μιας επιδίκασης παραδειγματικών αποζημιώσεων μπορεί πράγματι να επηρεασθεί από το ύψος της συνήθους αποζημίωσης. Έτσι ο Lord Devlin στην Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129 υπέδειξε ότι σε μια υπόθεση όπου οι παραδειγματικές αποζημιώσεις αποτελούσαν το ορθό μέτρο 'οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται ότι αν, και μόνο αν, το ποσό το οποίο έχουν υπόψη τους να επιδικάσουν ως αποζημίωση (το οποίο βεβαίως μπορεί να είναι ένα ποσό επαυξημένο λόγω του τρόπου με τον οποίο ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί στον ενάγοντα) είναι ανεπαρκές να τον τιμωρήσει για την αποτρόπαια συμπεριφορά του, να σημειώσουν την απαρέσκεια τους για τη συμπεριφορά του και να τον αποτρέψουν από του να το επαναλάβει τότε μπορεί να επιδικάσουν κάποιο μεγαλύτερο ποσό'· και δεν υπάρχει λόγος γιατί η ίδια αρχή να μην εφαρμόζεται σε επιδικάσεις από Δικαστές που συνεδριάζουν χωρίς ενόρκους. Αυτή η αρχή έχει τύχει της πλήρους επιδοκιμασίας και των 7 Δικαστών στην Broome v. Cassel & Co. [1972] Α.C.1027, 1089, και η εφαρμογή της επεξηγείται καλώς στην Drane v. Evangelou [1978] 1 W.L.R. 455 (C.A.).»
Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin και ειδικά η φράση «if, but only if,» επεξηγήθηκε από τον Lord Reid στην Broome (πιο πάνω) στη σελ. 1089:
"The next passage in Lord Devlin's speech which has caused some difficulty is what has been called the "if, but only if,", paragraph on p. 1228. I see no difficulty in it but again I shall set out the substance of it in my own words. The difference between compensatory and punitive damages is that in assessing the former the jury or other tribunal must consider how much the plaintiff ought to receive, whereas in assessing the latter they must consider how much the defendant ought to pay. It can only cause confusion if they consider both questions at the same time. The only practical way to proceed is first to look at the case from the point of view of compensating the plaintiff. He must not only be compensated for proved actual loss but also for any injury to his feelings and for having had to suffer insults, indignities and the like. And where the defendant has behaved outrageously very full compensation may be proper for that. So the tribunal will fix in their minds what sum would be proper as compensatory damages. Then if it has been determined that the case is a proper one for punitive damages the tribunal must turn its attention to the defendant and ask itself whether the sum which it has already fixed as compensatory damages is or is not adequate to serve the second purpose of punishment or deterrence. If they think that that sum is adequate for the second purpose as well as for the first they must not add anything to it. It is sufficient both as compensatory and as punitive damages. But if they think that sum is insufficient as a punishment then they must add to it enough to bring it up to a sum sufficient as punishment. The one thing which they must not do is to fix sums as compensatory and as punitive damages and add them together. They must realize that the compensatory damages are always part of the total punishment."
Σε μετάφραση:
«Το επόμενο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Devlin, το οποίο έχει προκαλέσει κάποια δυσκολία, είναι εκείνο που έχει ονομασθεί η παραγ. "if but, only if," στη σελ. 1228. Δεν βλέπω οποιαδήποτε δυσκολία σ' αυτό αλλά και πάλι θα παραθέσω την ουσία με δικά μου λόγια: η διαφορά μεταξύ των συνήθων αποζημιώσεων και τον τιμωρητικών είναι ότι κατά τον καθορισμό των πρώτων οι ένορκοι ή το άλλο δικαστήριο πρέπει να εξετάσουν πόσα έπρεπε να λάβει ο ενάγων ενώ κατά τον καθορισμό των τελευταίων πρέπει να εξετάσουν πόσα θα έπρεπε να πληρώσει ο εναγόμενος. Δημιουργείται μόνο σύγχυση αν εξετάσουν και τα δύο ζητήματα ταυτοχρόνως. Ο μόνος πρακτικός τρόπος για να προχωρήσουν είναι πρώτα να εξετάσουν την υπόθεση από την άποψη της αποζημίωσης του ενάγοντα. Δεν πρέπει μόνο να αποζημιωθεί για την αποδειχθείσα πραγματική απώλεια αλλά επίσης για οποιαδήποτε βλάβη στα αισθήματα του και επειδή έχει υποστεί ύβρεις, ταπεινώσεις και τα παρόμοια. Και όπου ο εναγόμενος έχει συμπεριφερθεί με τρόπο αποτρόπαιο μια πλήρης αποζημίωση θα είναι το ορθό μέτρο. Έτσι το δικαστήριο θα καθορίσει στο μυαλό του το ποσό που θα ήταν ορθό ως συνήθης αποζημίωση. Τότε, εάν έχει αποφασίσει ότι η υπόθεση είναι η πρέπουσα για τιμωρητικές αποζημιώσεις, το δικαστήριο πρέπει να στρέψει την προσοχή του στον εναγόμενο και να διερωτηθεί κατά πόσο το ποσό το οποίο έχει ήδη ορίσει ως συνήθεις αποζημιώσεις είναι ή δεν είναι επαρκές να εξυπηρετήσει το δεύτερο σκοπό της τιμωρίας ή αποτροπής. Αν νομίζουν ότι εκείνο το ποσό είναι επαρκές για το δεύτερο σκοπό καθώς και για τον πρώτο δεν πρέπει να προσθέσουν οτιδήποτε σ' αυτό. Είναι αρκετό τόσο ως συνήθεις όσο και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. Πλήν, όμως, αν νομίζουν ότι το ποσό είναι ανεπαρκές ως τιμωρία τότε πρέπει να προσθέσουν σ' αυτό αρκετά για να το καταστήσουν ως ποσό επαρκές για τιμωρία. Ένα πράγμα που δεν πρέπει να κάμουν είναι να καθορίσουν ένα ποσό ως συνήθεις και ως τιμωρητικές αποζημιώσεις και να τα προσθέσουν. Πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις είναι πάντοτε μέρος της συνολικής τιμωρίας.»
Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία για τον καθορισμό της πραγματικής απώλειας - της συνήθους ζημιάς. Δεν μπορούσε, επομένως, να εξετάσει κατά πόσο το ποσό που θα επεδίκαζε με τη μορφή των συνήθων αποζημιώσεων ήταν ανεπαρκές (Rookes, πιο πάνω). Τούτων δοθέντων δεν υπήρχε περιθώριο για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Επομένως η επιδίκαση αποζημιώσεων παραμερίζεται. Πρόσθετα ένας από τους παράγοντες που λαμβάνεται υπόψη είναι η οικονομική κατάσταση του εναγομένου. Ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος ζεί με μια σύνταξη, και ενώ δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία για το ύψος της σύνταξης και τις ανάγκες διαβίωσης του, προχώρησε στην επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Έχει, επομένως, λειτουργήσει με τρόπο αντίθετο προς τις αρχές που διέπουν την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων. Η επί του προκειμένου απόφαση του κρίνεται εσφαλμένη και γι' αυτό το λόγο".
Στην παρούσα περίπτωση δικαιολογημένα δεν επιδικάστηκαν τιμωρητικές αποζημιώσεις. Η εφεσείουσα δεν είχε ζητήσει από τους εφεσίβλητους να της δώσουν ελεύθερη κατοχή του ακινήτου, παρά μόνο τον τελευταίο χρόνο και δεν είχαν πρόθεση να το χρησιμοποιήσουν παρά μόνο για ανέγερση κτιριακού συγκροτήματος, για το οποίο δεν δόθηκε η σχετική άδεια. Ούτε βέβαια δόθηκαν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις για να εξεταστεί κατά πόσο στη βάση της πιο πάνω νομολογίας απαιτείτο να δοθούν παραδειγματικές αποζημιώσεις.
Αναφορικά με τον έτερο ισχυρισμό ότι οι αποζημιώσεις μπορούν να αποδοθούν λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι δεν απάντησαν έγκαιρα και δεν έδωσαν την αναγκαία άδεια, δεν θεωρούμε ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Δήμου, οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας για την καθυστέρηση και τη μη έκδοση της άδειας υπήρξαν αντικείμενο προσφυγών, οι οποίες απορρίφθηκαν. Δεν αποτελούν επίδικο θέμα στην υπό κρίση αγωγή και δεν θα μπορούσε, βεβαίως, στη βάση αυτή να δοθούν τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου 2 και εναντίον της εφεσείουσας.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ