ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A71
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2019)
21 Φεβρουαρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
xxxx LIAO
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
-----------------------------------------
Χ. Αλεξάνδρου (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.,
για τον Εφεσείοντα.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μονομερής αίτηση με την οποία επιδιωκόταν η λήψη άδειας για να καταχωρηθεί προνομιακό ένταλμα φύσεως Certiorari με σκοπό την ακύρωση ή τον παραμερισμό του εντάλματος σύλληψης ημερ. 26.11.2018 εναντίον του αιτητή και το οποίο εκδόθηκε με σκοπό την έκδοση ή παράδοση του στη Γερμανία, απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Απορρίφθηκε επίσης και το έτερο διάταγμα που ζητείτο που αφορούσε την αναστολή της ακρόασης της διαδικασίας έκδοσης του αιτητή που ήταν ορισμένη στις 3.1.2019.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας, αλλά και στα γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονταν στη σχετική ένορκη δήλωση και έκθεση που συνόδευαν την αίτηση, έκρινε ότι η άδεια δεν μπορούσε να χορηγηθεί γιατί δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως ζήτημα. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο αιτητής είχε αφιχθεί στον αερολιμένα Λάρνακας στις 23:58 ώρα στις 25.11.2018, κατά δε τον έλεγχο του διαβατηρίου του διαπιστώθηκε ότι εναντίον του είχε ήδη εκδοθεί από τις Γερμανικές αρχές Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, με αποτέλεσμα ο αιτητής να μεταφερθεί στο γραφείο αφίξεων του αερολιμένα υπό τη φύλαξη αστυνομικού. Στις 06:10 ώρα της επομένης ημέρας, ήτοι, στις 26.11.2018, υποβλήθηκε αίτηση για έκδοση προσωρινού Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης δυνάμει του άρθρου 16(2)(α) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου αρ. 133(Ι)/2004, το οποίο, αφού εκδόθηκε, εκτελέστηκε στις 6:40 ώρα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι μέσα από την έκθεση γεγονότων, αλλά και διά της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, ο τελευταίος πριν την έκδοση του συγκεκριμένου προσωρινού εντάλματος είχε, κατά την εισήγηση, αποστερηθεί παρανόμως της ελευθερίας του κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων και ότι το ένταλμα είχε εκδοθεί με δόλο διότι δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ουσιώδη στοιχεία, όπως η παράνομη αυτή κράτηση. Περαιτέρω, ότι δεν εξηγήθηκε στον αιτητή σε καταληπτή γλώσσα ο λόγος της κράτησης του πριν την έκδοση του προσωρινού εντάλματος και ο ίδιος ουδέποτε συγκατατέθηκε σχετικά. Υποστηρίχθηκε ότι δεν προβλέπεται στο σχετικό Νόμο η δυνατότητα κράτησης πριν από την έκδοση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δε κράτηση επιτρέπεται μόνο για το σκοπό της μεταφοράς του εκζητουμένου με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου από το οποίο ζητήθηκε η έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, είχε γνωστοποιηθεί ο χρόνος άφιξης του αιτητή και, επομένως, δεν τεκμηριωνόταν η εισήγηση ότι υπήρξε απόκρυψη οποιουδήποτε στοιχείου. Το γεγονός ότι ο αιτητής τελούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή υπό τη φύλαξη της αστυνομίας δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει τα δεδομένα της υπόθεσης εφόσον η συγκεκριμένη φύλαξη στόχευε στην υλοποίηση υφισταμένου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.
Με την καταχωρηθείσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στη βάση των εξής πέντε λόγων: Πρώτον, ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, με το Δικαστήριο να έσφαλε ως προς το επίπεδο ή βάρος απόδειξης που έπρεπε να ικανοποιηθεί από τον εφεσείοντα για να του δοθεί άδεια, εφόσον η αστυνομία τον συνέλαβε και τον κράτησε χωρίς προηγούμενο δικαστικό ένταλμα. Δεύτερο, (που καλύπτει και τον τέταρτο λόγο έφεσης), λανθασμένα έγινε πρωτοδίκως χρήση του Άρθρου 11.3 του Συντάγματος, αλλά και του Νόμου αρ. 133(Ι)/2004, εφόσον από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα υπήρχε εκ πρώτης όψεως παράνομη αποστέρηση της ελευθερίας του εφεσείοντα. Τρίτο, ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν διαφοροποιείτο η όλη υπόθεση από το γεγονός ότι ο εφεσείων βρισκόταν τη συγκεκριμένη περίοδο υπό τη φύλαξη της αστυνομίας χωρίς οποιοδήποτε ένταλμα σύλληψης. Τέλος, και κατά πέμπτο λόγο, ότι ο εφεσείων δεν έχει εναλλακτικό ένδικο μέσο και αδυνατεί να εγείρει τους ισχυρισμούς του περί παράνομης προηγούμενης κράτησης ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδικάζει την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Ο τελευταίος αυτός λόγος δεν απορρέει από οποιαδήποτε σχετική θέση στην πρωτόδικη απόφαση.
Είναι οφειλόμενο, πριν την κατ΄ ουσίαν εξέταση της έφεσης, να καταγραφούν και τα εξής δεδομένα που ακολούθησαν της καταχώρησης της και που αναμφισβήτητα δίνουν άλλη διάσταση στο όλο ζητούμενο. Στις 11.6.2019 οι δικηγόροι που καταχώρησαν το εφετήριο ζήτησαν άδεια να αποσυρθούν διότι ο εφεσείων δεν ήταν πλέον στη Δημοκρατία και υπήρχε έλλειψη οδηγιών. Αφού δόθηκε η άδεια για απόσυρση, την ίδια ώρα υπήρξε εμφάνιση από άλλο δικηγορικό γραφείο το οποίο καταχώρησε σημείωμα αλλαγής δικηγόρου ζητώντας χρόνο για την καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης. Ερωτούμενοι οι νέοι δικηγόροι από την Ολομέλεια κατά πόσο ο εφεσείων βρισκόταν στη Δημοκρατία, δόθηκε η απάντηση ότι το γραφείο τους ήταν γραφείο επιδόσεως και δεν γνώριζαν εάν ο εφεσείων είχε εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.
Στη συνέχεια, την 1.11.2019 και στη βάση εκπροσώπησης του εφεσείοντα από τους νέους αυτούς δικηγόρους, η κα Αλεξάνδρου ανέφερε ότι καταχωρήθηκε το περίγραμμα αγόρευσης και ότι το ζητούμενο της έφεσης αφορούσε σε νομικό ζήτημα διότι υπήρχε κενό στη νομοθεσία. Συγκεκριμένα το όλο θέμα αφορούσε τις έξι ώρες που ο εφεσείων τέθηκε υπό τη φύλαξη της αστυνομίας μέχρι την έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης. Κατά την εισήγηση, ο εφεσείων αποστερήθηκε του δικαιώματος του στην ελευθερία για το διάστημα αυτό χωρίς να είχε αποκαλυφθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το προσωρινό ένταλμα σύλληψης ότι ο εφεσείων ήδη κρατείτο χωρίς να υπάρχει προηγούμενο ένταλμα.
Ερωτούμενη η συνήγορος ως προς την περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, ανέφερε ότι αυτή εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου διότι το συγκεκριμένο Δικαστήριο απέστειλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Προδικαστικό Ερώτημα κατά πόσο η έκδοση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έγινε από δικαστική αρχή ενόψει του ότι το ένταλμα είχε εκδοθεί από Εισαγγελία της Γερμανίας και όχι από Δικαστήριο. Η συνήγορος πρόσθεσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έθεσε την όλη διαδικασία υπό προσωρινή αναστολή, αλλά στο μεσοδιάστημα και επειδή έγινε αλλαγή δικηγόρου, ο εφεσείων-αιτητής, ως ισχυρίζεται η κεντρική αρχή, παραβίασε τους όρους που είχαν τεθεί και έφυγε από τη Δημοκρατία, αλλά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πού βρίσκεται ο εφεσείων και οδηγίες το γραφείο της λαμβάνει μέσω δικηγόρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όταν τέθηκε ερώτημα από την έδρα ποιο είναι πλέον το αντικείμενο της εφέσεως εφόσον το υποκείμενο της διαδικασίας δεν βρίσκεται στην Κύπρο για να εκδοθεί σε περίπτωση που το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληγε σε απόφαση έκδοσης, η συνήγορος απάντησε ότι εάν έλθει στην Κύπρο θα συνεχίσει η διαδικασία και θα δικαιούται σε αποζημίωση για την αποστέρηση της ελευθερίας του.
Εξετάζοντας την έφεση υπό το φως και των εξελίξεων που ακολούθησαν, είναι πρόδηλο ότι η έφεση έχει παύσει να έχει αντικείμενο, αν είχε ποτέ. Δύο είναι οι λόγοι γι΄ αυτό: Πρώτον ο εφεσείων δεν είναι πλέον στη Δημοκρατία και αυτό έχει καταλυτική σημασία διότι η παρουσία του ήταν και είναι αναγκαία για να τελεσφορήσει η διαδικασία έκδοσης, με σχετική απόφαση προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν νοείται διαδικασία έκδοσης στην απουσία του υπό έκδοση προσώπου. Πρόσθετα, ο εφεσείων, ως αναφέρθηκε, παραβίασε τους τεθέντες όρους παρουσίασης του στο Δικαστήριο εγκαταλείποντας την Κύπρο, ευρισκόμενος, κατά τους συνηγόρους του, σε άγνωστη διαμονή, οδηγίες δε φαίνεται να δίδει προς τους εν Κύπρω νέους δικηγόρους, δικηγόρος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εννοείται ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να αντλεί δικαιώματα από την όποια ατέλεια στη διαδικασία, ως ο ίδιος ισχυρίζεται, και της κατ΄ ισχυρισμόν παράνομης εξάωρης κράτησης του, όταν ο ίδιος έχει διαφύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από το οποίο επιθυμεί να ζητήσει αποζημίωση. Στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση του για προνομιακό ένταλμα, καταγράφεται ότι είχε απολυθεί με εγγύηση και διέμενε σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα. Ούτε βεβαίως αποτελεί ορθή απάντηση, η θέση της συνηγόρου ότι αν και εφόσον ο εφεσείων επιστρέψει στη Δημοκρατία, θα συνεχίσει η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ώστε να προχωρήσει σε διεκδίκηση αποζημίωσης. Όλα αυτά πλέον ανήκουν στη σφαίρα της εικασίας και παραμένουν απροσδιόριστα χωρίς αναγκαίο σαφές υπόβαθρο γεγονότων.
Δεύτερο, η πρωτόδικη αίτηση για Certiorari αφορούσε, κατά το λεκτικό της αιτηθείσας θεραπείας, την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Η βάση, κατ΄ ουσίαν, ήταν ότι απεκρύβη ή δεν τέθηκε ενώπιον του εκδώσαντος το προσωρινό ένταλμα σύλληψης η προηγηθείσα «παρανομία» στην κράτηση του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ήταν αδιάφορο δεδομένου ότι η κράτηση στόχευσε στην υλοποίηση ήδη εκδοθέντος και εκκρεμούντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Αυτό είναι ορθό έχοντας υπόψη το στόχο και σκοπό της όλης διαδικασίας έκδοσης σύμφωνα με όλη την υφιστάμενη επί του θέματος νομολογία. Το προσωρινό ένταλμα σύλληψης έχει ως μόνη προϋπόθεση έκδοσης την ύπαρξη προηγούμενου Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης το οποίο εδώ ήδη υφίστατο. Η κατά το συνήγορο προηγούμενη «παράνομη» φύλαξη του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το νόμιμο της έκδοσης του προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Έπεται ότι το προσωρινό ένταλμα σύλληψης για τους σκοπούς της διαδικασίας έκδοσης εκζητούμενου, η οποία ειρήσθω εν παρόδω, είναι πολύ διαφορετική από την έκδοση εντάλματος έρευνας ή σύλληψης κατά την Ποινική Δικονομία, νόμιμα εκδόθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα δεν έδωσε άδεια μη διαπιστωθέντος οποιουδήποτε προβλήματος νομιμότητας.
Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε η συνήγορος περί του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο, (Golder v. United Kingdom No. 4451/70, ημερ. 21.2.1975, και Campbell and Fell v. United Kingdom No. 7819/77 και 7878/77, ημερ. 28.6.1984), ουδεμία σχέση έχουν με το υπό συζήτηση θέμα. Πρόσβαση στο δικαστήριο είχε και έχει ο εφεσείων, ακόμη και υπό το φως της δικής του μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει να τηρήσει την εγγύηση παρουσίασης στο Δικαστήριο. Ούτε και διαπιστώνεται εδώ να συντρέχει περίπτωση αβεβαιότητας νομοθετικών διατάξεων ή εφαρμογής τους κατά την υπόθεση De Geouffre de la Pradelle v. France Νο. 12964/87, ημερ. 16.12.1992.
Εν κατακλείδι, η έφεση είναι άνευ αντικειμένου. Όπως λέχθηκε και στην Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφ. αρ. 314/2017, ημερ. 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474, η φύση του εντάλματος τύπου Certiorari είναι αποκλειστικά ακυρωτική, απαιτείται δε το ακυρωτικό αποτέλεσμα να έχει πρακτική αξία. Η αλυσιτέλεια δεν επιφέρει οποιαδήποτε πρακτική συνέπεια.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ