ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A41
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 403/2019
3 Φεβρουαρίου, 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ χχχχ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI/PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. Μ. Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΗΜΕΡ. 17/10/19 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 30681/2013 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Έφεση από την Εφεσείουσα/Αιτήτρια εναντίον της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, του κ. Τ. Θ. Οικονόμου, Δ., ημερ. 06/11/2019 στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 184/2019.
.........
Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι κατηγορούμενη στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 30681/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο), στην οποία αντιμετωπίζει έξι (6) κατηγορίες για έκδοση προς τον παραπονούμενο/κατήγορο Π. Π. ισάριθμων επιταγών συνολικού ποσού €892.070,00 χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), Κεφ. 154.
Στην έκθεση των αδικημάτων αναφερόταν, αρχικά, ότι οι επιταγές εκδόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 20, 29 και 305Α(1)-(5), (7) και (8) του ΠΚ όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/1986, 36(I)/1997, 37(I)/1999, 129(I)/1999, 25(I)/2003 και 164(I)/2003 και όλα είχαν ως λεπτομέρειες το ότι οι επιταγές, όταν εμφανίστηκαν στην τράπεζα κατά την ημερομηνία πληρωμής τους, δεν εξοφλήθηκαν και επιστράφηκαν με την ένδειξη «Η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της επιταγής» και έκτοτε όλες οι επιταγές παρέμειναν απλήρωτες.
Η εφεσείουσα αρνήθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Με την ολοκλήρωση δε της υπόθεσης εκ μέρους του κατηγόρου, η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για απόρριψη της υπόθεσης ως καταχρηστική της διαδικασίας. Χωρίς όμως επιτυχία, αφού το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αυτή με απόφαση του ημερ. 2.9.2019. Την ίδια τύχη είχε και αίτηση της εφεσείουσας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για άδεια καταχώρισης αίτησης Certiorari προς ανατροπή της εν λόγω απόφασης (βλ. Αναφορικά με την αίτηση Λειβαδιώτη, Πολ. Αιτ. 163/2019 ημερ. 17.9.2019), γεγονός που δεν σηματοδότησε και τις προσπάθειες της εφεσείουσας για τερματισμό της εναντίον της ποινικής δίωξης. Κι αυτό γιατί, με την συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ζήτησε τον παραμερισμό του κατηγορητηρίου, προβάλλοντας ότι το κατηγορητήριο ήταν ανύπαρκτο ή ελαττωματικό εφόσον (α) το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα που αντιμετώπιζε, δεν είναι γνωστό στο Νόμο και περαιτέρω (β) ότι έπασχε από πολλαπλότητα καθότι στην έκθεση των αδικημάτων αναφέρονταν όλα τα εδάφια του άρθρου 305A του ΠΚ, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση της λόγω του ότι της καταλογίστηκαν ανύπαρκτα αδικήματα. Επιπρόσθετα πρόβαλλε και τον ισχυρισμό πως η μαρτυρία που προσκομίστηκε από τον κατήγορο δεν απεδείκνυε αφενός ότι οι επιταγές εκδόθηκαν από την εφεσείουσα και αφετέρου ότι ανακλήθηκαν από την ίδια, ζήτημα όμως που δεν θα μας απασχολήσει εφόσον δεν αποτελεί και ούτε θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας Certiorari.
Το κατώτερο Δικαστήριο αφού εξέτασε την προαναφερθείσα αίτηση, αποφάνθηκε, στις 17.10.2019, ότι ναι μεν το κατηγορητήριο έπασχε από ελαττωματικότητα αλλά η ελαττωματικότητα δεν ήταν τέτοια που συνιστούσε ακυρότητα για απαλλαγή της εφεσείουσας. Προς θεραπεία δε της ελαττωματικότητας που εντόπισε, προχώρησε σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του άρθρου 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 διαμορφώνοντας την έκθεση αδικήματος εκάστης των έξι (6) κατηγοριών ως ακολούθως:-
«Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του άρθρου 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 70(Ι)/08».
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην τροποποίηση της έκθεσης των αδικημάτων (ως ανωτέρω), καταθέτοντας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την Πολ. Αιτ. 184/2019 για άδεια καταχώρισης αίτησης Certiorari προς ακύρωση της υπό αναφορά απόφασης και για αναστολή της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της αίτησης δια κλήσεως. Χωρίς όμως και πάλι επιτυχία, αφού ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση, την απέρριψε στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:-
«Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση Certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας τα ίδια επιχειρήματα. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το αίτημα που η ίδια η αιτήτρια του έθεσε και να το αποδεχθεί ή όχι, με παράλληλη ευχέρεια να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με βάση το άρθρο 83(1) σύμφωνα με το οποίο:
«83(1) Όταν, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης φαίνεται στο Δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είτε με τροποποίηση του ή με υποκατάσταση του ή με προσθήκη σε αυτό νέας κατηγορίας ως το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης.»
Όπως υποδείχθηκε και στην προηγούμενη, προαναφερθείσα αίτηση υπ' αρ. 163/19, δεν είναι η ορθότητα της απόφασης που ελέγχεται στη διαδικασία Certiorari, αλλά η νομιμότητα. Εάν το δικαστήριο έκανε λάθος, το λάθος αυτό ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, όπως ενσωματώνεται και το καίριο ζήτημα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και μπορεί να ελεγχθεί με έφεση, όπως υποδηλώνει, ακριβώς, η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας. Πέραν τούτου, η κατατεμάχιση της δίκης που επιδιώκει η αιτήτρια, η οποία δεν έθεσε τέτοια ζητήματα πριν απαντήσει στο κατηγορητήριο αλλά μόνο στο προχωρημένο αυτό στάδιο της δίκης, αντενδείκνυται ως ζήτημα αρχής, αλλά και από πρακτικής πλευράς δημιουργεί περιπλοκές και καθυστερήσεις που πρέπει να αποφεύγονται.»
Η εφεσείουσα θεωρεί πως εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτηση της για άδεια καταχώρισης αίτησης Certiorari και με την παρούσα έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με πέντε (5) λόγους έφεσης. Bασικά όμως, ισχυρίζεται ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν τέθηκε θέμα ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δυνάμει του άρθρου 83(1) της Ποινικής Δικονομίας, αλλά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα τροποποίησης του (ενώπιον του) ανύπαρκτου και θνησιγενούς κατηγορητηρίου το οποίο, πέραν του ότι έπασχε από πολλαπλότητα λόγω του ότι εδραζόταν στα εδάφια (1)-(5) και (7)-(8) του άρθρου 305Α του ΠΚ, καταλόγιζε στην εφεσείουσα ανύπαρκτα κατά τον ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο Νόμο αδικήματα. Κι αυτό καθότι στο νομικό υπόβαθρο της έκθεσης των αδικημάτων δεν συμπεριελήφθη ο Ν.70(Ι)/2008 ο οποίος εισήγαγε το άρθρο 305Α(2) του ΠΚ, αλλά πρόνοιες που εδράζονταν στον καταργηθέντα Ν.25(Ι)/2003 ενώ τα κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα διαπράχθηκαν το 2011/2012. Με αυτό ως δεδομένο, προβάλλεται πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση της αιτηθείσας άδειας εφόσον η ενέργεια του κατώτερου Δικαστηρίου να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του άρθρου 83(1) της Ποινικής Δικονομίας σε θνησιγενές και ανύπαρκτο κατηγορητήριο - και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας - ήταν προϊόν καταφανούς νομικής πλάνης του κατώτερου Δικαστηρίου, υπέρβασης δικαιοδοσίας, παραβίασης του δικαιώματος της εφεσείουσας για δίκαιη δίκη και ως εκ τούτου «καταφανώς και δεν ετίθετο θέμα έφεσης ή ενσωμάτωσης των όσων εγείροντο δια της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος σε έφεση» όπως εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
O ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε τα ζητήματα που εγείρονται στο εφετήριο με άξονα τη θέση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για χορήγηση της αιτηθείσας άδειας. Aφενός γιατί το επίδικο κατηγορητήριο καταλόγιζε στην εφεσείουσα ανύπαρκτα κατά Νόμο αδικήματα και αφετέρου γιατί το κατηγορητήριο έπασχε από εκτεταμένης φύσεως πολλαπλότητα που δεν έδιναν τη δυνατότητα στο κατώτερο Δικαστήριο για τροποποίηση του δυνάμει του άρθρου 83(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Προς τούτο, μεταξύ άλλων, παρέπεμψε την Ολομέλεια (α) στο Άρθρο 12.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο ουδείς κηρύσσεται ένοχος οποιουδήποτε αδικήματος για πράξη που δεν συνιστά αδίκημα σύμφωνα με νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, (β) στις διατάξεις του άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που καθορίζουν τον τρόπο σύνταξης του κατηγορητηρίου και (γ) στο ότι το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα αντικαταστάθηκε με το Ν.70(Ι)/2008 ο οποίος δεν αναφέρεται στη νομική βάση της έκθεσης του αδικήματος, στην οποία αναγράφονται Νόμοι που δεν ίσχυαν κατά το χρόνο που, κατ΄ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν τα αδικήματα. Με αποτέλεσμα, όπως προέβαλε, οι επίδικες κατηγορίες να στερούνταν νομικού ερείσματος που καθιστούσαν τα καταλογιζόμενα στην εφεσείουσα αδικήματα ανύπαρκτα. Παρέπεμψε συναφώς σε νομολογία (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παπαλαζάρου κ.α. (1995) 2 Α.Α.Δ. 128, Μούσκου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 437, Νεάρχου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 33, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Σωφρονίου (2008) 2 Α.Α.Δ. 803, Σάββα ν. Δήμου Πάφου (2011) 2 Α.Α.Δ. 496 και Αναφορικά με την Αίτηση της Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1993), διατυπώνοντας ως τελική εισήγηση ότι η τροποποίηση του κατηγορητηρίου από το κατώτερο Δικαστήριο επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση της εφεσείουσας και λαμβανομένων υπόψιν όλων των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Καταλήξαμε ότι η απόρριψη της αίτησης για χορήγηση της αιτηθείσας άδειας ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν υπάρχει περιθώριο ανατροπής της απόφασης του για τους πιο κάτω λόγους:-
1. Ο Νομοθέτης, με τον πλαγιότιτλο που θέτει στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, θεωρεί τη μη εξόφληση μιας επιταγής τόσο «λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός» όσο και λόγω του ότι ο εκδότης της επιταγής «χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί τη μη εξόφληση της», ως αδικήματα «Έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα». Επομένως το αδίκημα «έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα» δεν είναι άγνωστο στο Νόμο όπως είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, έστω και εάν θεωρηθεί ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Νομοθέτης στη δεύτερη περίπτωση είναι αδόκιμος.
2. Το ότι η νομική βάση της έκθεσης των αδικημάτων έπασχε από ελαττωματικότητα είναι δεδομένο, και αυτό το αποφάσισε και το κατώτερο Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι δυνάμει του άρθρου 83(1) της Ποινικής Δικονομίας το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να τροποποιεί ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, κατηγορητήριο όπου «κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης». Ωστόσο, στη βάση και της νομολογίας που επικαλέστηκε ο κ. Κληρίδης, τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται όταν το κατηγορητήριο στερείται νομικού ερείσματος, με αποτέλεσμα την ανυπαρξία έγκυρου κατηγορητηρίου για διεξαγωγή της δίκης. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι κατά πόσο η νομική βάση που τέθηκε (αρχικά) στο κατηγορητήριο, το καθιστούσε μη έγκυρο κατηγορητήριο. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Όπως σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, στην έκθεση των αδικημάτων αναφερόταν ότι οι «επίδικες επιταγές εκδόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 20, 29 και 305Α(1)-(5), (7) και (8) του ΠΚ όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 186/86 και 36(Ι)/97, 37(Ι)/99, 129(Ι)/99, 25(Ι)/2003 και 164(Ι)/2003». Όμως, στο κατηγορητήριο γίνεται αναφορά στο άρθρο 305 του ΠΚ, γεγονός που δεν μπορεί να σημαίνει παρά ότι το εν λόγω άρθρο τέθηκε ως ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρισης του κατηγορητηρίου. Κατά συνέπεια η αναφορά στους Νόμους που είχαν προηγουμένως τροποποιήσει το εν λόγω άρθρο, καθώς επίσης και η παράλειψη αναφοράς στο Ν.70(I)/2008 που αντικατέστησε το άρθρο αυτό, στερείται οποιασδήποτε νομικής ή ουσιαστικής σημασίας. Κι αυτό γιατί δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι το εδάφιο (2) του άρθρου 305Α πρωτοεισάχθηκε με το Ν.36(Ι)/1997 και έκτοτε βρίσκεται σε ισχύ και αυτούσιο ενσωματώθηκε στο άρθρο 305Α, όπως το άρθρο αυτό έλαβε την τελική του μορφή με το Ν.70(Ι)/2008. Εν πάση περιπτώσει η παράλειψη συμπερίληψης οποιουδήποτε άρθρου του Νόμου σχετικού προς τη στοιχειοθέτηση και οριοθέτηση του αδικήματος δεν επάγεται ακυρότητα της κατηγορίας όπως ρητά ορίζεται από την επιφύλαξη του άρθρου 39 του Κεφ. 155. Μόνο όπου εμφαίνεται ότι ο κατηγορούμενος παραπλανήθηκε από το λάθος στη διατύπωση της κατηγορίας δικαιολογείται τέτοιο συμπέρασμα (βλ. Fourri v. The Republic (1980) 2 CLR 152, Constantinides v. The Republic (1978) 2 CLR 337, Begonia Fashions Ltd κ.α. v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 451 και Ανδρέας Σ. Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194). Κατ΄ ακολουθία τούτου δεν ασπαζόμαστε την άποψη του συνηγόρου της εφεσείουσας για ύπαρξη ανύπαρκτου ή θνησιγενούς κατηγορητηρίου εφόσον στη νομική βάση της έκθεσης των αδικημάτων αναγράφεται το άρθρο 305Α που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρισης του και, περαιτέρω, δεν φαίνεται οποιαδήποτε παραπλάνηση της εφεσείουσας εφόσον με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ό,τι της αποδίδεται είναι ότι προκάλεσε χωρίς εύλογη αιτία τη μη εξόφληση των επιταγών και τίποτα περισσότερο. Επομένως το κατώτερο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για τροποποίηση του κατηγορητηρίου και εάν τελικά την άσκησε λανθασμένα, αυτό μπορεί να ελεγχθεί με το ένδικο μέσο της έφεσης εφόσον, όπως ορθώς υπενθύμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν είναι η ορθότητα της απόφασης που ελέγχεται στη διαδικασία Certiorari, αλλά η νομιμότητα» και
3. Αναφορικά τώρα με το παράπονο περί πολλαπλότητας του κατηγορητήριου, η οποία βασίζεται στη συμπερίληψη της νομικής βάσης της έκθεσης των αδικημάτων και των εδαφίων 1, 3, 4, 5, 7 και 8 του άρθρου 305Α, είναι αρκετές δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη, ότι με τις λεπτομέρειες που καταγράφονται στις κατηγορίες, η οποία πολλαπλότητα αιωρείτο λόγω της συμπερίληψης στην έκθεση αδικημάτων και των εν λόγω εδαφίων, εξέλειπε και, δεύτερο, με την τροποποίηση, η οποία έγινε ως αποτέλεσμα της εξέτασης από το κατώτερο Δικαστήριο αιτήματος της εφεσείουσας, τα υπό αναφορά εδάφια διαγράφηκαν και συνεπώς η όποια πολλαπλότητα έπαυσε να υπάρχει. Κατά τα υπόλοιπα ισχύουν τα όσα παρατηρούνται ανωτέρω υπό (2).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/κβπ