ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μαλαχτός, Χάρης Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για τον Αιτητή. Ι. Καραμούζης για τη Δημοκρατία CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MHAMMEDI ν. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., Πολιτική Aίτηση Αρ. 4/2020, 24/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 4/2020)

 

24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2020

 

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx xxx MHAMMEDI ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:-

 

1.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

2.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx xxx MHAMMEDI ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 Της ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Καθ΄ων η Αίτηση

 

--------------

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για τον Αιτητή.

Ι. Καραμούζης για τη Δημοκρατία

------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Αιτητής αιτείται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης του υπό την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου από τις 10.1.2019 μέχρι σήμερα ως παράνομη.  Είναι η δεύτερη φορά που ο Αιτητής επικαλείται την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος (βλ. άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(ii)).  Η Αίτηση υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ. 17.1.2020 του Αιτητή.  Η Δημοκρατία καταχώρησε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης που υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση ημερ. 5.2.2020 λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Μαρόκου, όπου και γεννήθηκε και κάτοχος διαβατηρίου του Μαρόκου και της Γαλλίας.  Την 29.12.2018 αφίχθηκε στην Κύπρο, στα κατεχόμενα, και στη συνέχεια πέρασε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Την 10.1.2019 παρουσιάστηκε στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών Λευκωσίας και αιτήθηκε πολιτικό άσυλο.  Διαπιστώθηκε ότι το όνομα του εντοπιζόταν στη βάση δεδομένων υπηρεσίας συνεργαζόμενης χώρας ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας και συγκεκριμένα ως ύποπτος για επιχειρησιακή δράση σε θέματα τρομοκρατίας. Αυθημερόν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου για λόγους εθνικής ασφάλειας.  Έκτοτε ο Αιτητής κρατείται, από 11.1.2019 στα κρατητήρια Μεννόγειας.  Έχουν πραγματοποιηθεί δύο συνεντεύξεις του Αιτητή την 18.1.2019 και την 20.3.2019, σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

Την 21.3.2019 ο Αιτητής προσέφυγε, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(6)(α) του Νόμου, στο Διοικητικό Δικαστήριο με την προσφυγή 422/2019, επικαλούμενος ότι το διάταγμα ήταν παράνομο και άκυρο.  Η προσφυγή του απορρίφθηκε την 22.4.2019 και κατά της απορριπτικής απόφασης καταχώρησε την έφεση 78/2019, που εκκρεμεί. 

 

Στο μεταξύ, με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, που εμπεριέχεται σε επιστολή ημερ. 12.4.2019 προς τον  Αιτητή, αυτός αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας.  Ωστόσο το καθεστώς του πρόσφυγα ανακλήθηκε άμεσα, δυνάμει του άρθρου 6Α(1)(γ) του Νόμου, στη βάση ότι ο Αιτητής αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.  Η διοικητική προσφυγή που ο Αιτητής καταχώρισε κατά της απόφασης ανάκλησης απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Α.Α.Π., την 30.7.2019.  Μη ικανοποιημένος από την απόφαση αυτή, την 14.10.2019, ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 229/2019 στο Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, Δ.Δ.Π.  που εκκρεμεί.

 

Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση της Δημοκρατίας, την 20.11.2019 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε επιστολή στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Υ.Α.Μ., προκειμένου να ενημερωθεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι κράτησης του Αιτητή.   Η Υ.Α.Μ. απάντησε με επιστολή ημερ. 19.12.2019 και την 16.1.2020 διενεργήθηκε επανεξέταση της κράτησης του Αιτητή κατά την οποία αποφασίστηκε η συνέχιση της.

 

Η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης θα αποφασιστεί τελεσίδικα στην έφεση 422/2019 και δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, που αφορά στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκεια της κράτησης του Αιτητή (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i)).  Η διάρκεια της κράτησης μπορεί να κριθεί παράνομη αν διαπιστωθεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη και παρά τη νομιμότητα του αρχικού διατάγματος κράτησης ή εάν οι λόγοι κράτησης έχουν εκλείψει.  Σημειώνεται πως η κράτηση του Αιτητή μέχρι 17.7.2019 έχει κριθεί νόμιμη με απόφαση που εκδόθηκε την 5.8.2019 στην πρώτη αίτηση για Habeas Corpus (Αίτηση Αρ.126/2019) που ο Αιτητής είχε καταχωρίσει.  Η απόφαση εκείνη δεν έχει εφεσιβληθεί από τον Αιτητή.

 

Στη Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-107, αναφέρθηκε ότι:

 

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ΅ε βάση την παράγραφο 4 του ’ρθρου 155 του Συντάγ΅ατος αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνο΅ιακά εντάλ΅ατα, ΅εταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εντάλ΅ατα της φύσεως Habeas Corpus.

. . . . . . . . . . .

Το Habeas Corpus Ad. Subjiciendum είναι προνο΅ιακή διαδικασία για την εξασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη, παρέχει αποτελεσ΅ατικό ΅έσο ά΅εσης απελευθέρωσης από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη. Με το ένταλ΅α αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατού΅ενου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά ΅ε την αιτία της φυλάκισης ή της κράτησης του. Εάν δεν υπάρχει νό΅ι΅η δικαιολογία για την κράτηση διατάσσεται η απόλυση του κρατού΅ενου.»

 

Πιο πρόσφατα, στη Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Ζάνα (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3 αναφέρθηκε ότι:

«Η ελευθερία του ατό΅ου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δη΅οκρατική κοινωνία, διεπό΅ενη από το κράτος δικαίου. Σε περίπτωση παράνο΅ης κράτησης ή περιορισ΅ού προσφέρεται η δυνατότητα στον πολίτη να α΅φισβητήσει τη νο΅ι΅ότητα της τοιαύτης κράτησης, ΅έσω του προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Habeas Corpus Ad Subjiciendum.

 

Το ένταλ΅α Habeas Corpus είναι ά΅εσο δραστικό ΅έτρο για την απελευθέρωση ατό΅ου από παράνο΅η ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε αυτή ενεργείται από δη΅οσία αρχή, ή ιδιώτη. Είναι ΅ια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση.»

 

 

Η νομολογία μας έχει τελευταία εμπλουτιστεί με αποφάσεις όπου εξετάστηκαν αιτήσεις για Habeas Corpus από αιτητές που κρατούνταν για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας.  Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Moatasem, Πολ. Αίτηση αρ. 182/2019, ημερ.6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:D510, αναφέρθηκε ότι:

«Το δικαίωμα του αιτητή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους. H νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος καθορίζει ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33. Όταν διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια ή η δημόσια τάξη, η κράτηση ενός προσώπου είναι πρόσφορο μέτρο που στοχεύει στην προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου επιβάλλει. (J.N v. Staatssecretaris van Veilingheid en Justice 15.2.2016).

 

Στην υπόθεση C-584/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή ν. Kadi, 18.7.2013, τονίστηκε ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την επιταγή που αφορά τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.»

 

 

 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Yazen, Πολ. Αίτηση αρ. 202/2019, ημερ.30.1.2020, αναφέρθηκε ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης που διατάχθηκε ως απαιτούμενη για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης:

« . είναι αναγκαίο να εξισορροπείται το δικαίωμα του κράτους να προστατεύει την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, με τα δικαιώματα και

ελευθερίες που αναγνωρίζονται κατά το άρθρο 52 παράγραφος (1) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζοντας, κατά την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμούς επιτρεπόμενους μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων, (J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-601/15/PPU του ΔΕΕ, σκέψεις 49-50). Παρόμοια, στη νομολογία του ΕΔΑΔ στην υπόθεση A and Others v. The United Kingdom, Application no. 3455/05, ημερ. 19.2.2009, η σχετική πρόνοια στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης του άρθρου 5 παράγραφος (1), έχει επίσης ερμηνευθεί αναλόγως ούτως ώστε να διασφαλίζεται αφενός στον κρατούμενο το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο και το δικαίωμα δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπότε και είναι δυνατόν να τεθούν, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα, περιορισμοί στη διεξαγωγή της δίκης.

 

Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention of Human Rights, 5η έκδ., σελ. 236 κ.ε., σε σχέση με το δικαίωμα ελέγχου της κράτησης κάτω από το ’ρθρο 5(4), αναφέρεται ότι δεν διασφαλίζεται δικαίωμα σε «judicial review» τέτοιας έκτασης που να δίδει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να υποκαταστήσει τη δική του ευχέρεια γι΄ αυτή της διοίκησης. Πρέπει όμως να είναι ευρεία ώστε να εξετάζονται εκείνες οι συνθήκες που καθιστούν την κράτηση νόμιμη («lawful») σύμφωνα με το ’ρθρο 5(1), (E. v. Norway (1990) 17 EHRR 30, παρ. 50). Η δυνατότητα ελέγχου κάτω από το ’ρθρο 5(4) έχει χαρακτηρισθεί από τους Harris, O'Boyle & Warbrick: Law of the European Convention of Human Rights, 2η έκδ., σελ. 182, ως το «habeas corpus» της Σύμβασης. Το υλικό το οποίο κατά το κράτος δικαιολογεί την κράτηση πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο ώστε να αξιολογείται και πρέπει να υπάρχει μια ορθή ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δικαιωμάτων. Αν και αναγνωρίζεται ότι στο πλαίσιο της εξέτασης, η αποκάλυψη διαβαθμισμένου ή εμπιστευτικού υλικού πρέπει να γίνεται με προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παραμένουν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα εθνικά Δικαστήρια, (Chahal v. U.K. (1996) 23 EHRR 413).»

 

 

Αναφέρθηκε ακόμα πως:

 

 

« . σε υποθέσεις αφορούσες σε θέματα εθνικής ασφάλειας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα κρατικής ασφάλειας από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Το Δικαστήριο μπορεί βεβαίως να ελέγξει τις πληροφορίες και την όλη διαδικασία ως προς το νόμιμο αυτής, αλλά δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:C317 και Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. υπ΄ αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014).».

 

Στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, όπου εξετάστηκε η ευχέρεια των αρχών να επιβάλουν περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας (άρθρο 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(Ι)/2007) αναφέρθηκε ότι:

 

« . κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία « . πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.». Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. .

 

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).

 

. Η ενεργός διοίκηση είναι κατ΄ εξοχήν το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων και δεν θα ήταν δυνατό να αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η εκτίμηση αυτή στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες από πρόσωπα τα οποία τις δίδουν στην αστυνομία. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή. Ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας.».

 

 

 

Αναφέρθηκε ακόμα πως:

 

 

«Στην Eddine v. Δημοκρατίας - πιο πάνω - [(2008) 3 Α.Α.Δ. 95], η Ολομέλεια θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, ως επαρκείς. Και, όπως λέχθηκε και στην Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012, 291/2012 και 203/2012, ημερ. 20.2.2013, η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού για σκοπούς ασφάλειας. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους που συνάπτονται με θέματα κρατικής ασφάλειας που είναι κατ΄ εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, στο ότι η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη πιο πλατειά, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).».

 

 

Στην Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Πολ. Εφέσεις 42-45/2013, ημερ. 30.6.2016, και πάλι στα πλαίσια εξέτασης της δυνατότητας επιβολής περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, αναφέρθηκε ότι:

«Η έννοια της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας δεν ορίζονται στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ, ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Η δε έκταση της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών στον τομέα αυτό, επίσης  παραμένει αόριστη και αδιευκρίνιστη. Προφανώς γιατί πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα εμπίπτοντα στη σφαίρα του κυριαρχικού δικαιώματος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ρυθμίζουν και να ελέγχουν τα περί της εισόδου και παραμονής ξένων υπηκόων στο έδαφος τους και που χρήζουν, συνήθως, καθορισμού σε ad hoc βάση. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα από το ΔΕΕ, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα κατ' ουσία να καθορίζουν τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες και αξίες (36/75 Rutili), οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος και τη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει, όμως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς στο πλαίσιο της Ένωσης, αν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ.C-434/10, Petar Aladzhov v. Zamestnik director na Stolichna direktsia na vatreshnite raboti kam Ministerstvo na vatreshnite raboti, ημερομηνίας 17.11.2011), η οποία να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη της Ένωσης.».

 

 

Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης διενεργείται υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου που προνοεί ότι: «Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).»  Ακόμα, στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) προβλέπεται ότι: «Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.  Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.».

 

Η δικηγόρος του Αιτητή επιχειρηματολόγησε ότι η κράτηση του δεν πρέπει να συνδέεται με την πορεία των διαδικασιών εξέτασης της αίτησης ασύλου που εκκρεμεί, αλλά με τις ενέργειες που κάμνουν οι αρχές για επαλήθευση των λόγων για τους οποίους κρατείται ο Αιτητής, δηλαδή ότι θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.  Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, που υποστήριξε πως η κράτηση του Αιτητή συνδέεται με την ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών σε σχέση με το αίτημα του να τύχει διεθνούς προστασίας. 

 

Οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται στις παρ. (α)-(δ) του εδαφίου (2) του Νόμου παραπέμπουν σε κάποιες ενέργειες που πρέπει να διεκπεραιωθούν.  Σε σχέση με το λόγο (ε) δεν προδιαγράφεται από την ίδια την παράγραφο κάτι που πρέπει να γίνει και η κράτηση προσώπου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον εκκρεμούν διαδικασίες που αφορούν τον αιτητή, που όμως δεν περιορίζονται κατά τον τρόπο που εισηγήθηκε η δικηγόρος του Αιτητή.  Αποδοχή της θέσης της δικηγόρου του Αιτητή θα οδηγούσε στο απαράδεκτο αποτέλεσμα να πρέπει να αφεθεί ελεύθερο να διακινείται στη Δημοκρατία πρόσωπο που, μετά την περάτωση των σχετικών ερευνών, επιβεβαιώνεται ότι είναι επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους, επειδή λόγω της εκκρεμοδικίας σε σχέση με αίτημα του για διεθνή προστασία δεν επιτρέπεται να απελαθεί.

 

Εκκρεμούσας της προσφυγής 229/2019, ο Αιτητής εξακολουθεί να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας (Αναφορικά με την Αίτηση του Abdelmogeeth, Πολ. Αίτηση 183/2019, ημερ.12.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D465).  Είναι συνεπώς αυτονόητο πως εφόσον ο Αιτητής, θα βρίσκεται στη Δημοκρατία τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση της προσφυγής κατά της απόφασης της Α.Α.Π. και της ετυμηγορίας του Δ.Δ.Π., η κράτηση του θα είναι επιβεβλημένη, εκτός και αν το διάταγμα κράτησης στο μεταξύ ακυρωθεί στην έφεση 422/2019 ή δεν διαφαίνεται πως ο Αιτητής συνιστά πλέον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή η εκδίκαση της έφεσης ενώπιον του Δ.Δ.Π. καθυστερήσει σε βαθμό που η παράταση της κράτησης του Αιτητή να καθίσταται αδικαιολόγητη ή και καταχρηστική και ως εκ τούτου παράνομη.

 

Κατά αυτό τον τρόπο εξετάστηκε το ζήτημα και στην απόφαση στην πρώτη αίτηση για Habeas Corpus που καταχώρησε ο Αιτητής, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας (Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτηση Αρ.126/2019, ημερ.5.8.2019, ECLI:CY:AD:2019:D344) και την οποία ο Αιτητής δεν έχει εφεσιβάλει.  Σε εκείνο το χρονικό στάδιο είχε  εκδοθεί η απόφαση της Α.Α.Π., όμως δεν είχε εκπνεύσει η περίοδος των 75 ημερών μέσα στην οποία ο Αιτητής είχε το δικαίωμα να την αμφισβητήσει, όπως και έπραξε την 14.10.2019 με την καταχώριση της προσφυγής 229/2019. 

Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Khoshorauli, Πολ. Αίτηση Αρ.1/2019, ημερ.24.1.2019, επαναλαμβάνοντας το Δικαστήριο ότι η κράτηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά διενεργείται με σκοπό την απέλαση, σημειώνεται ότι ο σκοπός αυτός περιλαμβάνει και προϋποθέτει την εξέταση και απόρριψη του αιτήματος για πολιτικό άσυλο.  Αναφέρεται ακόμα πως και όταν η νομιμότητα της αρχικής κράτησης είναι δεδομένη, η κράτηση μπορεί να καταστεί στη συνέχεια παράνομη όταν διαπιστώνεται υπέρβαση του εύλογου χρόνου που απαιτείται για το σκοπό της κράτησης, που προσδιορίστηκε ως η διευθέτηση της απέλασης εάν απορριπτόταν το αίτημα για πολιτικό άσυλο.

 

Ο Αιτητής είχε με την ένορκη του δήλωση που καταχώρησε προς υποστήριξη της Αίτησης πληροφορήσει ότι μέχρι και την 17.1.2020 δεν είχε καταχωριστεί η ένσταση της Δημοκρατίας.  Στην αγόρευση της δικηγόρου του αναφέρεται ότι η ένσταση καταχωρίστηκε την 24.1.2020. Κάτω από τις περιστάσεις, αναφέρει ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να αποδοθεί στη διοίκηση οποιαδήποτε καθυστέρηση ή κωλυσιεργεία.  

 

Δεδομένου ότι η έφεση 422/2019 εκκρεμεί και η κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου παραμένει ισχυρή, ενώ η εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Δ.Δ.Π. δεν έχει παρουσιάσει ιδιαίτερη καθυστέρηση, αυτό που παραμένει προς εξέταση είναι κατά πόσο ο Αιτητής έπαψε να συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Το υλικό το οποίο παραδόθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο για να κρίνει την νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του Αιτητή δεν έχει διατεθεί στο Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία.  Δόθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας η εξήγηση ότι οι αρχές δεν γνωρίζουν που βρίσκονται τα σχετικά έγγραφα.  Πιθανολογούν, ανάφερε, ότι βρίσκονται στο φάκελο της έφεσης 422/2019, αλλά δεν κατέχουν αντίγραφα.  Περαιτέρω και σημαντικότερο, κανένα ουσιαστικό στοιχείο από τα όσα ενδεχομένως λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση που διενεργήθηκε την 16.1.2020, για να διαπιστωθεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι κράτησης του Αιτητή, έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.  Αυτά αποτέλεσαν το κύριο αντικείμενο στην ενδιάμεση αίτηση για αποκάλυψη που καταχώρησε ο Αιτητής.  Ό,τι παραδόθηκε στο Δικαστήριο ως τα σχετικά έγγραφα εξετάστηκε για να διαπιστωθεί πως δεν περιλαμβάνονταν απόρρητες πληροφορίες αφού ουσιαστικά καμιά πληροφορία δεν εμπεριείχαν.  Με Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 12.2.2020 διατάχθηκε να αποκαλυφθούν στον Αιτητή.  Παραχωρήθηκε προς τούτο χρόνος ώστε να είχε η Δημοκρατία την ευχέρεια να αμφισβητήσει την Ενδιάμεση Απόφαση, όμως δεν το έπραξε και συμμορφώθηκε με το διάταγμα αποκάλυψης.

 

Στην επιχειρηματολογία του, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας παρέπεμψε σε απόσπασμα από την Αναφορικά με την αίτηση του Yusuf, Υπόθ. Αρ. 91/2019, ημερ. 20.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:D237. Παρατίθεται εκτενέστερο απόσπασμα όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Το παρόν Δικαστήριο υπό την προνο΅ιακή του δικαιοδοσία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7(α)(i) του περί Προσφύγων Νό΅ου 6(Ι)/2000, εξετάζει τη «διάρκεια της κράτησης» και όχι τη νο΅ι΅ότητα του διατάγ΅ατος κράτησης, που τεκ΅αίρεται νό΅ι΅ο. Συνεπώς, δεν τίθεται θέ΅α α΅φισβήτησης ότι η κράτηση του αιτητή, είναι νό΅ι΅η.

Τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον ΅ου η ευπαίδευτη συνήγορος, ε΅πιστευτικής φύσεως, έχουν ΅ελετηθεί. Η ε΅βέλεια τους και αν συνηγορούν υπέρ της νο΅ι΅ότητας της κράτησης, ξεφεύγουν της εξέτασης της παρούσας. Το Δικαστήριο δεν ΅πορεί να υπεισέλθει στην εξέταση των πληροφοριών ως προς τα θέ΅ατα ασφάλειας του κράτους, αλλά προσφέρεται εξουσία ελέγχου της νο΅ι΅ότητας της διαδικασίας αυτής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγ΅ατος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Είναι κατ' εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας τα θέματα κρατικής ασφάλειας. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφαλείας, η διακριτική αυτή ευχέρεια, καθίσταται πιο πλατιά. Ο οποιοσδήποτε κίνδυνος που δημιουργείται για την εσωτερική τάξη και εθνική ασφάλεια, επιτρέπει και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η κράτηση ενός ατόμου. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια αυτών γίνεται από τη διοίκηση, το έργο του Δικαστηρίου περιοριζόμενο στον έλεγχο της νομιμότητας της. (Βλ. Α.Ε. 42/2013 κ.ά., Bekefi a.o. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30 Ιουνίου 2016).

 

 

Η θέση της Δημοκρατίας ότι ο Αιτητής επιδιώκει την αναθεώρηση της απόφασης ότι το διάταγμα κράτησης του ήταν νόμιμο, εκτός του πλαισίου της έφεσης που έχει σχετικά καταχωρήσει, δεν είναι ορθή.  Η προέκταση της θέσης, ότι δεδομένης της νομιμότητας του διατάγματος η μετέπειτα κράτηση καθίσταται εκ προοιμίου και χωρίς άλλο νόμιμη, αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της διάρκειας της κράτησης που είναι η πεμπτουσία του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus (Haghilo (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2219, 2224).

 

Ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία.  Στη Yazen  επιβεβαιώνεται το πρόδηλο, ότι δηλαδή το υλικό το οποίο κατά το κράτος δικαιολογεί την κράτηση πρέπει να παρέχεται στο Δικαστήριο ώστε να αξιολογείται διαφορετικά οι αρμόδιες αρχές θα παρέμεναν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα Δικαστήρια. Και στη Yusuf, που ο δικηγόρος της Δημοκρατίας επικαλέστηκε, τα στοιχεία είχαν παραχωρηθεί στο Δικαστήριο.  Τα στοιχεία δεν αξιολογεί το Δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της διοίκησης ήταν ορθή ή έστω η ενδεδειγμένη.  Η απόφαση της διοίκησης δεν αναθεωρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Κατά την διαδικασία αίτησης για Habeas Corpus το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, όμως ελέγχει τις πληροφορίες και την όλη διαδικασία ως προς το νόμιμο αυτής. 

 

Ούτε το τεκμήριο της συνέχειας με αναφορά στη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης θα μπορούσε, αν ήταν επιτρεπτό σε τέτοιες περιπτώσεις, να βοηθήσει στην υπόθεση της Δημοκρατίας.  Και τούτο αφού, σε σχέση με την δικαιολόγηση της περαιτέρω κράτησης του Αιτητή, διενεργήθηκε την 16.1.2020 επανεξέταση και είναι στη βάση της απόφασης εκείνης, έστω επιβεβαιωτικής, που η κράτηση του Αιτητή συνεχίζεται.  Η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης μπορεί να συνιστά επαρκή επιμέρους δικαιολογία για τη συνέχιση της κράτησης, όμως αυτό δεν μπορεί να εδράζεται στην απογυμνωμένη επιμέρους στοιχείων νομιμότητα του διατάγματος, αλλά ακριβώς στα στοιχεία εκείνα που λήφθηκαν υπόψη και τα οποία μπορεί να αναδεικνύουν ότι το πρόσωπο δεν θα πάψει να θεωρείται επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους.  Στη προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο δεν γνωρίζει αν τα στοιχεία ήταν τέτοιας δυναμικής και εμβέλειας.

 

Το Δικαστήριο επιφορτισμένο με το καθήκον ελέγχου της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης του Αιτητή θα έπρεπε να είχε εφοδιαστεί με τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να ήταν σε θέση να ασκήσει το καθήκον του δικαστικά και να μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση.  Διαφορετικά, το δικαίωμα του Αιτητή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία καθίσταται γράμμα κενό.  Κανένα στοιχείο δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου.  Ούτε τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος κράτησης (για να συνεκτιμηθούν σε σχέση με την μέχρι σήμερα διάρκεια της κράτησης) και περισσότερο τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση και την απόφαση ότι η συνέχιση της κράτησης του Αιτητή ήταν επιβεβλημένη.  Και αυτό δοθείσας της επιμονής του Αιτητή πως ουδεμία σχέση έχει με την τρομοκρατία.  Εν κατακλείδι, αυτό που η Δημοκρατία καλεί το Δικαστήριο να πράξει είναι, χωρίς αυτό να ασκήσει τη δικαστική του κρίση, γιατί αυτό είναι εξ' αντικειμένου αδύνατο, να σφραγίσει την εκτίμηση των  αρχών ότι η συνέχιση της κράτησης του Αιτητή είναι δικαιολογημένη.  Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη εκχώρηση των εξουσιών ελέγχου της νομιμότητας της κράτησης οποιουδήποτε προσώπου, που το ’ρθρο 155.4 του Συντάγματος κατ' αποκλειστικότητα παραχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Στην Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55, 69-70, αναφέρθηκε ότι:

«Το βάρος απόδειξης ότι εκ πρώτης όψης ΅ια κράτηση είναι παράνο΅η, το έχει ο αιτητής. Σαν θέ΅α τακτικής ο αιτητής πρέπει να αποδείξει ΅ια εκ πρώτης όψης υπόθεση που δη΅ιουργεί ερωτη΅ατικά ως προς τη νο΅ι΅ότητα της κράτησης του.  Όταν η υπόθεση του βασίζεται πάνω σε γεγονότα έχει το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να παρουσιάσει ικανοποιητική ΅αρτυρία που ΅πορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συ΅περάσ΅ατος. Σε ΅ια τέτοια περίπτωση το νο΅ικό βάρος (legal burden) ΅εταφέρεται στους ώ΅ους του καθ' ου η αίτηση που καλείται να δικαιολογήσει την κράτηση.»

 

 

Αναφέρθηκε ακόμα το εξής, που έχει πλήρη εφαρμογή στις περιστάσεις της υπό εκδίκαση περίπτωσης:

 

« . άνκαι το Δικαστήριο είχε τις επιφυλάξεις του ως προς την αλήθεια των ισχυρισ΅ών του αιτητή και το βάρος της απόδειξης της νο΅ι΅ότητας της κράτησης το είχαν οι καθ' ων η αίτηση, εφόσον το Δικαστήριο δεν ΅πορούσε να αποφασίσει το θέ΅α υπέρ της ΅ιας ή της άλλης πλευράς, η απόφαση έπρεπε να ήταν υπέρ του αιτητή.».

 

 

Το Δικαστήριο, χωρίς να αποφαίνεται επί της θέσης του Αιτητή ότι ουδεμία σχέση έχει με την τρομοκρατία, βρίσκει ότι η συνέχιση της κράτησης του δεν έχει δικαιολογηθεί και διατάσσει κατά συνέπεια όπως αυτός αφεθεί ελεύθερος.

 

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο