ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D5
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2019)
9 Ιανουαρίου, 2020
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11(2), 30(2), 30(3) ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 (1-5) ΚΑΙ 6(1) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1962, Ν. 39/62, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7 ΚΑΙ 8 ΤΟΥ ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1986 Ν. 172/1986, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΝ ΤΗ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΕΠΙΔΟΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΤΕΡΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΕΙΣ ΑΣΤΙΚΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1982, Ν. 40/82, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΤΗ Δ.33 Θ.Θ. 1-18 ΚΑΙ ΤΗ Δ.35 Θ.Θ. 18 ΚΑΙ 19 ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ROGALSKIY, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ 2 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 3129/14 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΣΤΙΣ 5/2/2019 ΚΑΙ ΠΑΡΕΣΧΕ ΑΔΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΚΕΙ ΑΙΤΗΤΕΣ ΝΑ ΕΠΙΔΩΣΟΥΝ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΡΩΣΙΚΑ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΣΩ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΚΟΥ xxx MESCHERYAKOV
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 2/4/2019 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ xxx ROGALSKIY ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ STOP-LIST, ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΗΜΕΡ. 2/4/2019.
_ _ _ _ _ _
X. Χαραλαμπίδης, για τον Αιτητή.
Αλ. Τσιρίδης και Αγ. Χαραλαμπίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 10.5.2019, το Δικαστήριο έκρινε ότι θεμελιώθηκε ζήτημα συζητήσιμης υπόθεσης και συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, με δεδομένη την ύπαρξη υπαλλακτικού ένδικου μέσου, ούτως ώστε να δοθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς τον σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari, για ακύρωση εκδοθείσας μονομερώς απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 5.2.2019, στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 3129/14, διά της οποίας εγκρίθηκε η υποκατάστατη επίδοση αίτησης παρακοής και άλλων εγγράφων και προς ακύρωση περαιτέρω απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, ημερομηνίας 2.4.2019, διά της οποίας εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Αιτητή και διατάχθηκε η τοποθέτηση των στοιχείων του στο stop list.
Κατ΄ ακολουθίαν της παροχής άδειας, καταχωρήθηκε η υπό κρίση διά κλήσεως αίτηση. Τα γεγονότα που την περιβάλλουν αποτυπώνονται στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 66/2019, μέσω της οποίας δόθηκε η προαναφερθείσα άδεια και έχουν ως ακολούθως:
«Ο Αιτητής είναι ο εναγόμενος 2 στην αγωγή υπ΄ αριθμό 3129/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Οι ενάγοντες στην πιο πάνω αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε διά γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου, εξασφάλισαν μέσω μονομερούς αίτησης, διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων τύπου Mareva, καθώς επίσης και διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων αξίας πέραν των €10.000. Μετά τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας η αίτηση των εναγόντων απερρίφθη και, συνακόλουθα, τα πιο πάνω διατάγματα ακυρώθηκαν. Στο μεσοδιάστημα όμως, οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση παρακοής, προβάλλοντας ότι ο Αιτητής δεν προέβηκε σε πλήρη αποκάλυψη των περιουσιακών του στοιχείων, κατά παράβαση του προηγηθέντος διατάγματος του Δικαστηρίου. Ακολούθησαν τρεις αιτήσεις εκ μέρους των εναγόντων προς τον σκοπό εξασφάλισης άδειας για επίδοση της αίτησης παρακοής και του κλητηρίου μάρτυρος εκτός δικαιοδοσίας και παροχής άδειας για υποκατάστατο επίδοση της αίτησης παρακοής και του κλητηρίου μάρτυρος. Οι δύο πρώτες αιτήσεις, ημερομηνίας 3.7.2015 και 13.1.2016 απερρίφθησαν μετά και από σχετική ένσταση της πλευράς του Αιτητή. Η τρίτη κατά σειρά αίτηση, μέσω της οποίας επιζητείτο η υποκατάστατη επίδοση μέσω δικηγόρου στη Ρωσία ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία των εναγόντων, εγκρίθηκε στις 5.2.2019 από το Δικαστήριο και οι ενάγοντες προσπάθησαν να επιδώσουν την αίτηση παρακοής και τα σχετικά έγγραφα διά του ως άνω δικηγόρου ως το διάταγμα του Δικαστηρίου. Ο Αιτητής αρνήθηκε την παραλαβή τους και περί τις αρχές Απριλίου 2019 ενημέρωσε τους δικηγόρους του στην Κύπρο ως προς το γεγονός. Κατόπιν τούτου, οι συνήγοροί του προέβησαν σε έρευνα στον φάκελο του Δικαστηρίου, στις 12.4.2019, οπόταν και πληροφορήθηκαν περί της καταχώρησης, μονομερώς, της τρίτης αίτησης για υποκατάστατο επίδοση και της έκδοσης του σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.2.2019. Διαπίστωσαν επίσης ότι στις 2.4.2019, οπόταν η αίτηση παρακοής ήταν ορισμένη για επίδοση και ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του και είχαν δοθεί οδηγίες όπως τα στοιχεία του καταχωρηθούν στη λίστα stop list.»
Όπως λέχθηκε, στα πλαίσια της διαδικασίας στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 66/2019 κρίθηκε ότι είχαν τεθεί ικανά δεδομένα προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι υπάρχει εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως συζητήσιμη υπόθεση προς παροχή άδειας. Τα γεγονότα, όπως είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, επιμαρτυρούσαν, πάντα εκ πρώτης όψεως, παράβαση της υποχρέωσης για γνωστοποίηση της δικαστικής διαδικασίας παρακοής με τον ενδεδειγμένο τρόπο και διά της προσωπικής επίδοσης στον επηρεαζόμενο διάδικο / Αιτητή. Με αυτό ως δεδομένο, εξετάστηκε η επίδραση της ύπαρξης υπαλλακτικού ένδικου μέσου σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.2.2019. Όπως εξακολουθεί να είναι κοινή θέση, ο Αιτητής είχε στη διάθεσή του τη διαζευκτική θεραπεία της καταχώρησης αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος της πιο πάνω ημερομηνίας, δυνάμει της Δ.48 θ.8(4), των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και, σε περίπτωση αποτυχίας της αίτησης παραμερισμού, τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης. Κρίθηκε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένης της φύσης της αίτησης παρακοής και των συνακόλουθων επιπτώσεων που ενέχει, καθώς επίσης και της έκδοσης εντάλματος σύλληψης που ακολούθησε και των άμεσων, δραστικών συνεπειών που αυτό επιφέρει στο πρόσωπο του Αιτητή.
Το ζήτημα της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων σε συνάρτηση με την κοινή θέση περί ύπαρξης υπαλλακτικού ένδικου μέσου, τέθηκε και στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης. Είναι νομολογημένο ότι η ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται, σε κάθε στάδιο, από την κατάδειξη εκ μέρους του Αιτητή, ο οποίος φέρει και το βάρος, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα. Η αρχή αυτή, ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση εντός διατάγματος. Εάν παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για Certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων, συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878, Αναφορικά με την Αίτηση Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:A121.
Στην Μιτέλα (ανωτέρω), λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή εάν ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση εκτενούς επί του προκειμένου αποσπάσματος από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα (2012) 1 ΑΑΔ 878, 887-890.
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury' s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-
«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)
"Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."
Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.»
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury' s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-
«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»
Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd,ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.
Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης. Δεν εντοπίζουμε κανένα περιθώριο επιτυχίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί και εξετάζοντας τα δεδομένα της επίδικης περίπτωσης, ορθά κατέληξε ότι ουσιαστική επιδίωξη του Εφεσείοντα ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ότι τα όποια παράπονα του είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης έφεσης.»
Ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ούτως ώστε να εντάξει την περίπτωσή του στα πλαίσια των προϋποθέσεων άσκησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, έστω και αν εντοπιζόταν συζητήσιμη υπόθεση, απέτυχε να στοιχειοθετήσει συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, δεδομένης της νομικής διάστασης του θέματος, όπως την έχουμε αναπτύξει αμέσως προηγουμένως και με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω). Προσθέτουμε μόνο ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. Εάν υπάρχει κάτι το εξαιρετικά επείγον, παρέχεται, βεβαίως, πάντοτε η ευχέρεια αναζήτησης ταχύτερης εκδίκασης των εφέσεων, μετά από σχετικό αίτημα.»
Είναι αδύνατος ο εκ των προτέρων καθορισμός του τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Το ζήτημα κρίνεται σε κάθε περίπτωση υπό το φως των γεγονότων που την περιβάλλουν.
Εχοντας κατά νουν τη νομική διάσταση του θέματος, που αναπτύχθηκε πιο πάνω, κρίνεται ότι τα δεδομένα, όπως έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, συνηγορούν ότι στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις προς επίκληση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ούτε και η θέση της πλευράς του Αιτητή ότι το ένταλμα σύλληψης που ακολούθησε δεν μπορεί να ακυρωθεί με άλλο ένδικο μέσο είναι βάσιμη. Στην ενώπιόν μας περίπτωση, η έκδοση του εντάλματος σύλληψης εδράζεται στην απόφαση ημερ. 5.2.2019, διά της οποίας εγκρίθηκε η υποκατάστατη επίδοση της αίτησης παρακοής. Τυχόν ακύρωση της εν λόγω απόφασης θα έχει ως άμεσο επακόλουθο και την ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης.
Υπό το πρίσμα της πιο πάνω προσέγγισης, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης, αφού τα ζητήματα που εγείρονται - ιδίως ως προς τον τρόπο επίδοσης της αίτησης παρακοής - συνιστούν αντικείμενο άλλων διαδικασιών.
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται. Τόσο τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όσο και τα έξοδα της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 66/2019, επιδικάζονται εις βάρος του Αιτητή και προς όφελος των Καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.