ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A503
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2013)
3 Δεκεμβρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. xxxx ΕΛΛΗΝΑΣ
2. INTERMALL INVESTMENTS LTD
Εφεσειόντες/Εναγόμενοι
ΚΑΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------------------------------
Στ. Αμερικάνος με Α. Κούμα και Χρ. Τσεκούμα, για τους Εφεσείοντες/Εναγόμενους.
Γ. Λοΐζου, για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
---------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επί αγωγής της εφεσίβλητης τράπεζας, η οποία ηγέρθη εναντίον των εφεσειόντων και ενός ακόμη προσώπου, με το οποίο έγινε διευθέτηση με αποτέλεσμα την απόσυρση της, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε, μετά από ακροαματική διαδικασία, απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό των €940,271,63 με τόκο προς 11,5% ετησίως, από 11.1.2006 του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30 Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, ενώ αφαιρέθηκε ένα ποσό, το οποίο είχε πληρωθεί από την πρώην εναγομένη 2, εναντίον της οποίας, όπως λέχθηκε, η αγωγή αποσύρθηκε μετά από συμβιβασμό.
Εναντίον του εφεσείοντα 1, προσωπικά, εξεδώθη επίσης διάταγμα για διάθεση και πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών αυτού, της τάξεως των €225.750 μετοχών που κατείχε στην Sharelink Financial Services Ltd. Η τράπεζα διορίστηκε ως παραλήπτρια των μετοχών, ώστε να προχωρήσει στην πώληση των μετοχών μέσω του Χ.Α.Κ. ή ιδιωτικώς, ανάλογα με την εξασφάλιση της υψηλότερης δυνατής τιμής πωλήσεως, με το προϊόν της πώλησης, αφαιρουμένων εξόδων, να διατίθετο για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Καθορίστηκε, ταυτόχρονα, ότι το ποσό για το οποίο ευθυνόταν η εφεσείουσα 2 - εταιρεία, περιοριζόταν στις €399.285,08, με τόκο 11,5%, από 1.1.2012, του τόκου κεφαλαιοποιημένου στο τέλος Ιουνίου και στο τέλος Δεκεμβρίου εκάστου έτους, μέχρι εξόφλησης. Τα έξοδα επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσειόντων, συνακόλουθα της έκδοσης απόφασης σε βάρος τους.
Η μαρτυρία που δόθηκε προερχόταν από τον Α.Χ, Μ.Ε.1, ο οποίος κατέθεσε όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν τις, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, παροχές πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων, τις συμφωνίες ενεχυρίασης των μετοχικών τίτλων και τις συμφωνίες εγγυήσεως και αποζημιώσεως. Η μαρτυρία του επεκτάθηκε στη θέση ότι αποστάλησαν επιστολές, ημερομηνίας 10.8.2005 και 11.1.2006, στην οδό Θεοτοκή, που θεωρείτο ως η τελευταία γνωστή διεύθυνση των εφεσειόντων. Περαιτέρω, στη βάση του όρου 2 της συμφωνίας, προβλεπόταν ότι, τα δάνεια και οι διευκολύνσεις, εκ μέρους της τράπεζας, θα χρεώνονταν, ετήσια, με επιτόκιο επί των χρεωστικών ημερήσιων υπολοίπων, λογιζόμενο κατά την κρίση της τράπεζας, και με δικαίωμα όπως η τελευταία προβαίνει σε ανατοκισμό, σύμφωνα με την εκάστοτε Νομοθεσία, και ότι θα δικαιούτο «κατά την απόλυτη κρίση της όπως κατά καιρούς με γραπτή ειδοποίησή της προς εσάς ή με ανακοίνωση της στον ημερήσιο τύπο καθορίζει το ύψος του εκάστοτε βασικού και/ή πρόσθετου επιτοκίου ή τον τρόπο υπολογισμού του ή τον χρόνο καταβολής του......».
Υπήρχε, επίσης, στη βάση των συμφωνιών, η πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση που η χορήγηση του δανείου θα ήταν σε ξένο νόμισμα, αυτό θα χρεωνόταν με τόκο σε όλα τα ληξιπρόθεσμα ποσά των δόσεων που θα υπολογίζεται με επιτόκιο ενός μηνός Libor + 5%. Το δάνειο, το οποίο δόθηκε μετά από αίτηση του εφεσείοντα 1, στις 18.12.2003, ήταν σε ξένο συνάλλαγμα, και συγκεκριμένα yen, 126.246.400, με ανάλογες εξασφαλίσεις, με σκοπό την εξόφληση υφιστάμενων δανείων του εφεσείοντα 1. Ήταν η μαρτυρία του κ. Χ. ότι, επανειλημμένα, η τράπεζα, προφορικώς αλλά και γραπτώς, είχε καλέσει τον εφεσείοντα 1 να προβεί σε εξόφληση των ληξιπρόθεσμων δόσεων του, ως προϋπήρχαν από τη δανειοδότηση, αλλά, λόγω μη ανταπόκρισης, η τράπεζα, με επιστολή της, ημερομηνίας 11.1.2006, κοινοποιηθείσα και στην εφεσείουσα 2 - εταιρεία, ανακάλεσε την χορήγηση και έκλεισε τον λογαριασμό δανείου, μεταφέροντας το υπόλοιπο στις οριστικές καθυστερήσεις, που ανέρχονταν, κατά την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, σε ΛΚ 550.316,54. Η τράπεζα ενημέρωσε, ταυτόχρονα, τους εφεσείοντες ότι το επιτόκιο της οφειλής θα ήταν, από τότε, 11,5%, χρεωνόμενο δύο φορές ετήσια, όπως προαναφέρθηκε.
Μαρτυρία έδωσε, επίσης, η Τ.Θ., ως Μ.Ε.2, η οποία κατέθεσε σχετική δήλωση και κατάσταση του τελικού λογαριασμού, όπως προέκυπτε από τις όλες συμφωνίες, και η οποία κατάσταση ετοιμάστηκε, μετά από οδηγίες του κ. Χ. ή άλλου προϊσταμένου, σε σχέση και με το επιτόκιο που θα έπρεπε να χρησιμοποιείτο για τις ανάλογες περιόδους. Πρόσθετα, ο Ν.Ν., Μ.Ε.3, του τμήματος της Διεύθυνσης Απαιτήσεων Διαχειρίσεων, προσπάθησε να καταθέσει επιστολή των εφεσειόντων προς την τράπεζα, ημερομηνίας 13.10.2004, η οποία, όμως, δεν επετράπη, καθότι δεν εμπεριέχετο στις δύο ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης εγγράφων.
Οι εφεσείοντες δεν προσέφεραν καμία μαρτυρία.
Το Δικαστήριο, αφού αποδέκτηκε τη δοθείσα, εκ μέρους της τράπεζας μαρτυρία, εξέδωσε την προαναφερθείσα στην αρχή του παρόντος σκεπτικού απόφαση, απορρίπτοντας, στην πορεία τις εισηγήσεις ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας έγινε λανθασμένα ή σε διεύθυνση που δεν ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση των εφεσειόντων ή ότι δεν είχαν παραληφθεί οι προαναφερθείσες επιστολές, ημερομηνίας 10.8.2005 και 11.1.2006. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, στη βασική συμφωνία των διαδίκων, ημερομηνίας 18.12.2003, ως διεύθυνση του εφεσείοντα 1 αναφερόταν η «Σύμης», ενώ στον όρο 20 της συμφωνίας, προβλεπόταν ότι, κάθε ειδοποίηση ή κοινοποίηση ηδύνατο να αποσταλεί με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή να επιδοθεί δια χειρός «στη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του.». Ως έκρινε το Δικαστήριο, σε διάφορα, ενώπιον του, τεκμήρια, τόσο στις συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων, όσο και στην αλληλογραφία που ακολούθησε, η τράπεζα χρησιμοποιούσε ως διεύθυνση, τόσο την Σύμης, όσο και την Θεοτόκη. Δεν προσήχθη καμία μαρτυρία από τους εφεσείοντες ότι η Θεοτόκη δεν ήταν ορθή ή ότι δεν λήφθηκαν οι προαναφερόμενες επιστολές, και δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι η οποιαδήποτε προηγούμενη αλληλογραφία δεν είχε δεόντως παραληφθεί. Ο μόνος ισχυρισμός που προτάθηκε, μέσω της υπεράσπισης, ήταν ότι οι δύο αυτές επιστολές δεν είχαν παραληφθεί. Οι σχετικές υποβολές του συνηγόρου των εφεσειόντων προς τον κ. Χ., Μ.Ε.1, οι οποίες δεν έγιναν αποδεκτές από αυτόν, δεν τεκμηριώθηκαν με άλλη μαρτυρία και, συνεπώς, απορρίφθηκαν ως μετέωρες και άνευ αξίας, δεδομένης και της καλής εντύπωσης που ο μάρτυρας έκανε στο Δικαστήριο.
Ως προς τη χρέωση του τόκου, προς 11,5% από 5.1.2006, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ο εφεσείων 1, αποδέχθηκε, με την υπογραφή της συμφωνίας, τα όσα προνοούντο σε αυτήν σε σχέση με τον τόκο και ότι, με την επιστολή 11.1.2006, η τράπεζα προειδοποιούσε τον εφεσείοντα 1, κοινοποιώντας την πρόθεση αυτή και στην εφεσείουσα 2 - εταιρεία, ότι, σε περίπτωση μη θετικής ανταπόκρισης για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων δόσεων, η συνολική οφειλή θα μεταφερόταν στις οριστικές καθυστερήσεις, οπότε και θα επιβαρυνόταν με αυξημένο επιτόκιο. Επομένως, καθώς κρίθηκε από το Δικαστήριο, η χρέωση του συνολικού επιτοκίου προς 11,5% ετησίως, ήταν εντός των δικαιωμάτων της τράπεζας και η μετατροπή του οφειλόμενου ποσού σε κυπριακό νόμισμα δεν είχε, επί τούτου, επίπτωση. Ο καθορισμός του ως άνω επιτοκίου σε καμία περίπτωση δεν ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, αρ. 160(1)/99.
Η υπεράσπιση που είχε κατατεθεί, στη βάση της οποίας, βέβαια, κινήθηκε η διαδικασία και το Δικαστήριο, ως μέρος της δικογραφίας, ισχυριζόταν ότι, ουδέν ποσό οφειλόταν στην τράπεζα και ότι αυτή χρέωνε τον λογαριασμό «καθ' υπέρβαση των προνοιών της επίδικης ισχυριζόμενης συμφωνίας ή/και κατά παράβαση της περί τόκου νομοθεσίας ή/και χρέωναν παράνομα τον εν λόγω λογαριασμό με κεφαλαιοποιημένους τόκους ή/και παράνομες χρεώσεις ή/και χρεώσεις μη εισπράξιμες.» [παράγραφος 4(β)]. Στην παράγραφο 11(β) κατεγράφη ισχυρισμός ότι, ο εφεσείων 1, ουδέποτε παρέλαβε τις επιστολές, ημερ. 10.8.2005 και 11.1.2006, και στην παράγραφο (γ) ότι η εφεσείουσα 2 - εταιρεία και η πρώην εναγόμενη 2, ουδέποτε παρέλαβαν την επιστολή ημερ. 11.1.2006. Στην παράγραφο (δ), ο ισχυρισμός ήταν ότι, η τράπεζα «παράνομα και/ή αντισυμβατικά τροποποίησαν το επιτόκιο σε 11,5% ετησίως.». Στην παράγραφο 12 της υπεράσπισης, ο ισχυρισμός ήταν ότι η τραπεζική συμφωνία, ημερ. 18.12.2003, ήταν αντίθετη και/ή είχε συναφθεί κατά παράβαση των προνοιών του Περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, αρ. 39(1)/2001 και, ως εκ τούτου, ήταν άκυρη και ότι η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε από την τράπεζα.
Με την έφεση πλήττονται τα όσα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την ορθότητα του τερματισμού με την επιστολή, ημερ. 11.1.2006, και ότι η προηγούμενη επιστολή προειδοποίησης, ημερ. 10.8.2005, καθώς και η επόμενη, είχαν αποσταλεί στην ορθή διεύθυνση και είχαν όντως παραληφθεί από τους εφεσείοντες. Επομένως, ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος και άκυρος. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα, το Δικαστήριο, έκρινε τη χρέωση με το επιτόκιο του ύψους του 11,5%, ως ευρισκόμενη εντός των δικαιωμάτων της τράπεζας, με το Δικαστήριο να παρερμηνεύει ή να αγνοεί ότι η συμφωνία καθόριζε ήδη συμβατικά τις όποιες πρόσθετες επιβαρύνσεις για υπερβάσεις των ορίων ή/και για καθυστερημένες πληρωμές και δεν ήταν δυνατό για την τράπεζα το ζήτημα των τόκων, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, ή μετά τον τερματισμό, να διαφοροποιήσει τον τόκο, κατ' αντίθεση προς τη βασική συμφωνία. Με άλλο λόγο έφεσης έγινε εισήγηση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο καθορισμός του τόκου αυτού δεν είναι αντίθετος προς τον Νόμο αρ. 160(1)/99, είναι εσφαλμένη και αναιτιολόγητη και δεν λαμβάνει υπόψιν το άρθρο 74(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφόσον ο τόκος προς 11,5% δεν είχε συνδεθεί με οποιανδήποτε πραγματική ζημία της τράπεζας και, εν πάση περιπτώσει, έπρεπε να θεωρηθεί ως παράνομη ποινική ρήτρα, αφού το επιτόκιο δεν είχε σκοπό να αποζημιώσει την τράπεζα για τις καθυστερήσεις στην εξόφληση, ούτε είχε προσφερθεί τέτοιου είδους μαρτυρία, αλλά είχε σκοπό να αποκομίσει η τράπεζα ένα επιπλέον κέρδος δανεισμού, μονομερώς επιβληθέν και κατά το δοκούν. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, θεωρείται ότι το Δικαστήριο, λανθασμένα δεν αποφάσισε επί της ουσίας των θέσεων των εφεσειόντων ότι οι ενεχυριάσεις των μετοχών ήταν άκυρες και μη εφαρμόσιμες, λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 138 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το δε Δικαστήριο όφειλε να εξέταζε το ζήτημα ως δημοσίας τάξεως, έστω και αν δεν εγειρόταν ρητά στην έκθεση υπεράσπισης.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων απέσυρε τον δεύτερο λόγο, ως προς το ότι η χρέωση αυξημένου επιτοκίου ήταν εντός των δικαιωμάτων της τράπεζας και εστίασε την προσοχή του στον, κατά τον ισχυρισμό, παράνομο τερματισμό, διά των επιστολών που, κατά την εισήγηση, αποστάλησαν σε λανθασμένη διεύθυνση, και στο δικαίωμα της τράπεζας να χρεώνει αυξημένο επιτόκιο, που ήταν σε αντίθεση με τον Νόμο αρ. 160(1)/99.
Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το λόγο που αφορά την κατ΄ ισχυρισμόν αποστολή των επιστολών τερματισμού σε λανθασμένη διεύθυνση ούτως ώστε ο τερματισμός να μην ήταν νόμιμος, προκύπτει από τη μαρτυρία που δόθηκε ότι και οι δύο επιστολές, η μία εκ των οποίων ήταν προειδοποιητική και η άλλη ο τερματισμός, αποστάλησαν στην οδό Θεοτόκη στη βάση του γεγονότος ότι υπήρχε επιστολή του εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη τράπεζα ημερ. 13.10.2004 στην οποία χρησιμοποιούσε ο ίδιος την πιο πάνω διεύθυνση και στην οποία αποστελλόταν σχετική αλληλογραφία. Ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για το ζήτημα ο εφεσείων 1 και αυτό παρά το γεγονός ότι η δηλωθείσα από τον ίδιο διεύθυνση στο έγγραφο που είχε καταρτιστεί με την τράπεζα ήταν η Σύμης στο xxxx. Υποδεικνύεται ότι δεν δόθηκε προς το αντίθετο μαρτυρία από τους εφεσείοντες και κυρίως από τον εφεσείοντα 1, ο οποίος επέλεξε να μην καταθέσει ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνάγεται ότι το συμπέρασμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι οι επιστολές που αποστάλησαν στη Θεοτόκη xxx, ήταν επιστολές που ορθά απευθύνθηκαν στους εφεσείοντες στην εν λόγω διεύθυνση, είναι ορθό. Αυτή, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία αλλά και τα σχετικά έγγραφα, ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση των εφεσειόντων και η απλή υποβολή προς το αντίθετο από το συνήγορο τους κατά την αντεξέταση του κ. Χ., στην έλλειψη υποστηρικτικής περί τούτου μαρτυρίας, δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει τα πράγματα.
Επομένως, εφόσον η Θεοτόκη xx ως διεύθυνση αλληλογραφίας συνδεόταν με τους εφεσείοντες, δημιουργήθηκε τουλάχιστον μαχητό τεκμήριο ότι οι επιστολές που αποστάλησαν με κοινό ταχυδρομείο παραδόθηκαν και περιήλθαν στη γνώση των εφεσειόντων. Είναι γνωστή η νομολογία ότι επιστολή η οποία απεστάλη ταχυδρομικώς και δεν έχει επιστραφεί αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, (Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18 και Χριστόδουλος Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895).
Η εφεσίβλητη τράπεζα δεν έκανε οτιδήποτε άλλο εκτός από ό,τι προνοούσε η σχετική μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, σύμφωνα δε με τον όρο 20 αυτής κάθε ειδοποίηση μπορούσε να αποστέλλεται στον πελάτη με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή να επιδίδεται διά χειρός στη δηλωθείσα στην τράπεζα διεύθυνση ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του. Η αποστολή, επομένως, των επιστολών με συνηθισμένο ταχυδρομείο ήταν εντός των δικαιωμάτων της τράπεζας και η χρησιμοποιηθείσα διεύθυνση ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση των εφεσειόντων, (Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059). Η εν λόγω διεύθυνση δεν ήταν, άλλωστε, άγνωστη ή αυθαίρετη, όπως στην ουσία θέλησαν να παρουσιάσουν οι εφεσείοντες. Στο Τεκμήριο 8, ημερ. 27.2.2001, (υπενθυμίζεται ότι η βασική συμφωνία ήταν ημερ. 18.12.2003), ο εφεσείων 1 είχε χρησιμοποιήσει την οδό Θεοτόκη xxx, προς ενεχυρίαση 740.000 μετοχών που κατείχε στη Sharelink Financial Services Ltd για τη χορήγηση σ΄ αυτόν πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων και/ή τραπεζικών διευκολύνσεων, τρεχούμενων λογαριασμών, κ.ά. Η ενεχυρίαση αυτή, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του κ. Χ. θα εξακολουθούσε να ισχύει και για τη συμφωνία της 18.2.2003.
Σημαντικό είναι επίσης και το γεγονός ότι οι επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού, Τεκμήρια 21 και 22, αποστάλησαν στην πιο πάνω οδό στο xxxx (όχι χωρίς σημασία το όνομα), σ΄ όλους τους εναγομένους στην αγωγή, περιλαμβανομένης και της πρώην εναγομένης 2, Έ.Έ, η οποία παρά τη σχετική υπεράσπιση ως ανωτέρω εξετέθη, συμβίβασε χωρίς καμιά απολύτως επιφύλαξη εξωδίκως στις 17.1.2012 την αγωγή, παραδεχόμενη εμμέσως, πλην σαφώς, ότι ο τερματισμός περιήλθε στη γνώση της.
Περαιτέρω, να λεχθεί ότι προκειμένου να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός περί νομότυπης αποστολής και παραλαβής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού, το δικόγραφο της υπεράσπισης θα έπρεπε να ήταν πλέον επεξηγηματικό και να θέτει τους αναγκαίους ισχυρισμούς. Η γενική άρνηση ισχυρισμών δεν εξυπακούει και την προβολή θετικών ισχυρισμών (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24), ενώ, όπως λέχθηκε και στη Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ 670, ισχυρισμός περί μη έγκαιρης παραλαβής επιστολής θεωρείται ουσιωδέστατος και θα αναμενόταν να περιεχόταν σαφής ισχυρισμός στην έκθεση υπεράσπισης ώστε να καθίστατο επίδικο θέμα. Στην υπόθεση εκείνη ο γενικός ισχυρισμός στην υπεράσπιση ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούντο να τερματίσουν τη συμφωνία διά της επιστολής ημερ 27.2.1995 και/ή καθόλου, δεν κάλυπτε το ζήτημα της καθυστερημένης λήψης της επιστολής το οποίο δεν ήταν απλώς νομικό, αλλά ήταν θέμα γεγονότων.
Εν πάση περιπτώσει, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής τερμάτιζε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ακόμη και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι επιστολές δεν είχαν περιέλθει στη γνώση των εφεσειόντων, θέμα που προκύπτει ως απόρροια της εισήγησης ότι οι εφεσείοντες δεν παρέλαβαν τις επιστολές. Η καταχώρηση της αγωγής από μόνη της δηλώνει επιλογή από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας τερματισμού της συμφωνίας και ενεργοποίηση των αναγκαίων διαδικασιών προς είσπραξη των οφειλομένων ποσών, (Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Κυριάκου ν. Χρυσοστόμου (2004) 1 Α.Α.Δ. 2029). Το ότι η αγωγή τερμάτιζε τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία το αποδέχονται και οι ίδιοι οι εφεσείοντες στο περίγραμμα τους με μόνη διαφορά ότι ο τερματισμός ενεργοποιείτο από 5.7.2006, αντί από 11.1.2006, που ήταν η ημερομηνία επιστολής του τερματισμού.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης που αφορά τη χρέωση του τόκου, η κύρια επιχειρηματολογία αφορά το ζήτημα ότι ο καθορισμός του επιτοκίου προς 11,5% ετησίως δεν ήταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 160(Ι)/99. Το παράπονο εδώ είναι ότι το Δικαστήριο αναιτιολόγητα, απλώς αποφάσισε χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση ή εξήγηση ότι ο Νόμος αυτός δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη συμφωνία και τον καθορισμό μετέπειτα του τόκου. Κατά τους εφεσείοντες θα έπρεπε να εξεταστεί το ζήτημα του κατά πόσο το άρθρο 74(1) του Κεφ. 149 είχε εφαρμογή εφόσον η απαίτηση για τόκο υπερημερίας συνδεόταν άμεσα με τον τερματισμό της συμφωνίας και, επομένως, η τράπεζα θα έπρεπε να αποδείξει ότι υπέστη ζημιά ώστε να προβεί στον καθορισμό του συγκεκριμένου τόκου. Το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι το ύψος της αύξησης του επιτοκίου ελεγχόταν κατά το Νόμο, ώστε να διαπιστωνόταν κατά πόσο η αύξηση αυτή είχε σκοπό να αποζημιώσει την τράπεζα ή απλώς απέληγε να είναι μια ποινική ρήτρα. Σύμφωνα με το Νόμο και συγκεκριμένα δυνάμει του άρθρου 3(1β), σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 66(1)/15, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή υπέρβασης ορίου «.. δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά.». Κατά τους εφεσείοντες, ο Νόμος ήθελε να καλύψει και συμβάσεις που είχαν καταρτισθεί προηγουμένως και ήταν σε ισχύ, αλλά τερματίστηκαν όταν εισήχθη η τροποποίηση του 2015. Εφόσον εδώ η συμφωνία τερματίσθηκε το 2006 αυτό σημαίνει ότι ισχύει ο Νόμος και όφειλε η τράπεζα να εξηγήσει και να αποδείξει γιατί προέβηκε στη χρέωση του 11,5% από το βασικό ουσιαστικό επιτόκιο του 4,25%.
Αποσυρομένου του λόγου έφεσης που αφορούσε τη θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν μπορούσε συμβατικά να χρεώσει τον τόκο του 11,5%, η εισήγηση περί της εφαρμογής του Νόμου αναδρομικά για την τερματισθείσα σύμβαση των διαδίκων, λαμβάνει άλλη διάσταση. Το Δικαστήριο αποφάσισε πρωτοδίκως ότι δυνάμει της βασικής συμφωνίας ημερ. 18.12.2003, Τεκμήριο 2, ήταν εντός των δικαιωμάτων της τράπεζας στη βάση της παραγράφου 5 της συμφωνίας να αποφάσιζε, κατά την απόλυτη κρίση της, να χρεώσει μετά τον τερματισμό τόκο και λοιπές επιβαρύνσεις ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα δάνεια ή οι διευκολύνσεις προς το χρεώστη είχαν καταστεί για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία, απαιτητά.
Όπως λέχθηκε ήδη αυτή η παράμετρος της απόφασης δεν προσβάλλεται πλέον με λόγο έφεσης. Παραμένει η επίπτωση του Νόμου αρ. 160(Ι)/99, όπως τροποποιήθηκε το 2015, επί της συγκεκριμένης συμφωνίας των διαδίκων που τερματίσθηκε το 2006. Έγινε αναφορά σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων επί του θέματος καθώς και στην ACC Bank Plc v. Friends First Managed Pensions Funds Ltd (2012) 1 EHC 435, η οποία υιοθέτησε την Lordsvale Finance Plc v. Bank of Zambia (1996) QB 752, ως προς το ότι το ποσοστό αύξησης τόκου πρέπει να αποτελεί γνήσια προσπάθεια καθορισμού της ζημιάς. Όμως για τους λόγους που ακολουθούν δεν είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε από αυτές τις αποφάσεις.
Ως πρώτη παρατήρηση, θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπεράσπιση ουδόλως καλύπτει το ζήτημα με την αναγκαία επάρκεια που απαιτείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα τη Δ.19 θ.13, που επιβάλλει στον εναγόμενο να εγείρει με τη δικογραφία του όλα τα θέματα ώστε να μην καταληφθεί ο αντίδικος εξ απροόπτου, μεταξύ των οποίων, και ότι η αγωγή ή η συναλλαγή είναι άκυρη ή ακυρώσιμη κατά Νόμο. Και να καταγράψει βεβαίως εκείνα τα γεγονότα που δείχνουν παρανομία οποιασδήποτε φύσης. Η απλή καταγραφή, και μάλιστα άνευ βλάβης του προηγούμενου ισχυρισμού περί μη παραλαβής των επιστολών, ότι η τράπεζα παράνομα και/ή αντισυμβατικά τροποποίησε το επιτόκιο σε 11,5% ετησίως δεν αρκεί να καλύψει το ζήτημα και ρητά έπρεπε να μνημονευθεί ο Νόμος ώστε να είχε υπόβαθρο και η εισήγηση περί ποινικής ρήτρας. Ορθά στο ζήτημα απαντά στο περίγραμμα της η εφεσίβλητη τράπεζα ότι τέτοια θέση δεν ηγέρθηκε με την υπεράσπιση και, επομένως, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί, σύμφωνα και με την καθιερωμένη νομολογία ότι η υπεράσπιση είναι δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου και το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάζει ζητήματα που είναι εκτός δικογραφίας, (Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826 και Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193). Ζήτημα που αφορά εισήγηση περί ποινικής ρήτρας πρέπει να εγείρεται ρητά στην υπεράσπιση, (Λίλλης ν. Ξενής (2009) 1 Α.Α.Δ. 217).
Εκείνο που μνημόνευσαν οι εφεσείοντες στην υπεράσπιση τους ως σχετική νομοθεσία ήταν ο περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμος αρ. 33(Ι)/2001 και αυτό εν πάση περιπτώσει μόνο σε σχέση με το ότι η συμφωνία ημερ. 18.12.2003 ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού και συνεπώς άκυρη. Έγινε όμως αποδεκτό κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι ο Νόμος αυτός δεν σχετιζόταν με την υπόθεση.
Η βασική λοιπόν γραμμή που αναπτύχθηκε στην έφεση όσον αφορά το ζήτημα της εφαρμογής του Νόμου με συγκεκριμένη στόχευση ότι η τράπεζα έπρεπε να αποδείξει ζημία ίση προς 11,5%, πέραν του ότι δεν καταγράφηκε στην υπεράσπιση, δεν αποτέλεσε ούτε και λόγο αντεξέτασης κατά τη μαρτυρία του κ. Χ.. Μια και μοναδική ερώτηση στο θέμα αφορούσε το ζήτημα ότι η χρέωση του 11,5% ήταν πέραν των συμφωνηθέντων. Αυτό ουδόλως, βεβαίως, σχετίζεται με τη θέση που προβλήθηκε στην έφεση. Ούτε και ρωτήθηκε σχετικά η Τ.Θ., Μ.Ε.2, περί του θέματος, εκτός του ότι παρατηρήθηκε, κατά τη σύντομη αντεξέταση της, ότι το 11,5% ήταν σχεδόν διπλάσιο του συμβατικού επιτοκίου. Εν πάση περιπτώσει για να υπάρχει ποινική ρήτρα θα πρέπει στη σύμβαση να προνοείται κάποια υποχρέωση η οποία μη εκπληρωνώμενη δημιουργεί με άλλο όρο της ίδιας σύμβασης, την υποχρέωση καταβολής υπερβολικής αποζημίωσης ώστε να απολήγει σε τιμωρία δυνάμει εκφοβισμού («in terrorem»), (Λίλλης ν. Ξενή - ανωτέρω -).
Θα μπορούσε να προστεθεί ότι ο Νόμος αρ. 160(Ι)/99, όπως τροποποιήθηκε, δημιουργεί κατ΄ αρχάς ποινικό αδίκημα σε περίπτωση που επιβάλλεται επιτόκιο κατά παράβαση των υποχρεώσεων που δημιουργεί το άρθρο 3(1) και (1α), σε περίπτωση δε που δεν αποδεικνύεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα επέβαλε τόκο υπερημερίας που αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά, το πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τον τόκο αυτό δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό το οποίο κατέβαλε επιπρόσθετα, το δε πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε. Να σημειωθεί, τέλος, ότι η τροποποίηση που έγινε με το Νόμο αρ. 66(Ι)/2015, ουδόλως θα μπορούσε να ισχύει στην επίδικη περίπτωση εφόσον η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδόθηκε πολύ πριν και συγκεκριμένα στις 23.1.2013.
Σε σχέση με τον τελευταίο λόγο έφεσης ότι οι ενεχυριάσεις των μετοχών ήταν άκυρες και ανεφάρμοστες διότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 138 του Κεφ. 149, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιληφθεί του ζητήματος αυτεπάγγελτα ως ζήτημα δημοσίας τάξεως έστω και εάν δεν εγειρόταν στην υπεράσπιση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθ΄ ότι το ζήτημα δεν ήταν καν επίδικο και δεν αποτελούσε ζήτημα δημόσιας τάξης δεδομένου ότι απαιτούνταν σχετικά γεγονότα που θα έπρεπε να καταγραφούν και να απασχολήσουν ρητά το Δικαστήριο με συγκεκριμένες επί του θέματος εισηγήσεις.
Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ