ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A468
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 155/2012)
14 Νοεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxxx ΧΑΡΙΛΑΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσίβλητης
------------------------------------------------
Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αποστολίδης για Ιωαννίδης & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.,
για την Εφεσίβλητη.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 29.2.2012 απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €421.617,86 με τόκο προς 8% επί ποσού €287.282,49 από 24.7.2007 μέχρι εξόφλησης, καθώς και για ποσό €27.422,10 με τόκο προς 12.25% ετήσια από 1.10.2002 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποιημένο τον τόκο την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Παράλληλα, απέρριψε την ανταπαίτηση επιδικάζοντας τα έξοδα της αγωγής και της ανταπαιτήσεως υπέρ της τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος.
Η διαφορά η οποία απασχόλησε το Δικαστήριο βασίστηκε, σύμφωνα με το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, επί δύο συμφωνιών, η πρώτη ημερ. 20.5.1999 και η δεύτερη ημερ. 11.10.1989. Η πρώτη συμφωνία αφορούσε τη συμμετοχή του εφεσείοντος στο λεγόμενο «Σχέδιο Επενδυτής» της τράπεζας, ούτως ώστε να τύχει χρηματοδότησης ή και τραπεζικών διευκολύνσεων με παραχώρηση ορίου για ποσό ΛΚ30.000 σε τρεχούμενο λογαριασμό ώστε να αγοραπωλούνται κινητές αξίες εγγεγραμμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Λίμιτεδ, η οποία, δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 25.6.1999, διορίστηκε από τον εφεσείοντα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του. Δυνάμει της συμφωνίας ανοίχθηκε λογαριασμός παρατραβήγματος στον οποίο γίνονταν διάφορες χρεοπιστώσεις οι οποίες διεκπεραιώθηκαν στη βάση των εντολών του εφεσείοντα ή και του αντιπροσώπου του, Λαϊκής Επενδυτικής Λίμιτεδ, προς όφελος και για λογαριασμό του. Αποστέλλονταν μηνιαίες καταστάσεις του λογαριασμού προς τον εφεσείοντα, καθώς και τριμηνιαία κατάσταση όλων των αγοραπωλησιών που διενεργούνταν προς όφελος του χωρίς ποτέ να τύχουν αμφισβήτησης ή άρνησης, όπως δεν αμφισβητήθηκαν ούτε οι σημειώσεις σύμβασης («contract notes»), που του αποστέλλονταν για κάθε πράξη.
Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού, η τράπεζα πληροφορούσε τον εφεσείοντα ότι οι εξασφαλίσεις που είχε συνεισφέρει ως όρος για το άνοιγμα και τη λειτουργία του λογαριασμού είχαν μειωθεί κάτω από το ποσοστό κάλυψης και, επομένως, λόγω παράλειψης του να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις για παραχώρηση περαιτέρω εξασφαλίσεων, η εφεσίβλητη τράπεζα τερμάτισε στις 16.7.2002 τη λειτουργία του λογαριασμού, ο οποίος την 1.10.2002 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο στο ποσό των ΛΚ239.958,96 πλέον τόκους προς 12.25% από 1.10.2002 μέχρι εξόφλησης.
Δυνάμει της δεύτερης συμφωνίας ημερ. 11.10.1989, η τράπεζα ανέλαβε την παροχή δανείων και πιστώσεων υπό τύπο τρεχούμενου και/ή λογαριασμού όψεως και/ή ως τραπεζικές διευκολύνσεις σε ποσό ΛΚ15.000 μόνο, με τόκο προς 9% ετησίως. Όντως ανοίχθηκε συγκεκριμένος τρεχούμενος λογαριασμός, ο οποίος την 1.10.2002 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους ΛΚ16.049,44. Δυνάμει όρου της συμφωνίας, η τράπεζα τερμάτισε τη λειτουργία του καλώντας τον εφεσείοντα να εξοφλήσει τα ποσά πλέον τόκους προς 12.25% ετησίως όπως εκ των υστέρων καθορίστηκε το επιτόκιο δυνάμει της συμφωνίας, χωρίς όμως οποιαδήποτε ανταπόκριση.
Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων καταλόγισε στην εφεσίβλητη τράπεζα ότι διαφήμιζε το σχέδιο «Σχέδιο Επενδυτής» ως ένα επενδυτικό σχέδιο που έδιδε την ευχέρεια παροχής χρηματοδότησης ή και τραπεζικών διευκολύνσεων για επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., ώστε οι επενδυτές να εκμεταλλεύονταν τις προοπτικές που υπήρχαν με σκοπό την πραγματοποίηση μεγάλων κερδών χωρίς την ανάγκη χρησιμοποίησης ιδίων κεφαλαίων εφόσον οι επενδύσεις θα γίνονταν ουσιαστικά με χρηματοδότηση από την τράπεζα. Ο εφεσείων αρνήθηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού, εισηγούμενος ότι η τράπεζα τηρούσε μέσω την ηλεκτρονικών υπολογισμών της τις κινήσεις του λογαριασμού στις οποίες ο ίδιος δεν είχε πρόσβαση ή έλεγχο. Παραδεχόμενος την υπογραφή της συμφωνίας και του πληρεξουσίου προς τη Λαϊκή Επενδυτική Λίμιτεδ, ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η τελευταία λειτουργούσε ως διαχειρίστρια του λογαριασμού και των επενδύσεων του και ότι έτσι είχε παραστήσει η τράπεζα προς τον ίδιο το ρόλο της Λαϊκής Επενδυτικής Λίμιτεδ.
Περαιτέρω, ο εφεσείων αρνήθηκε ότι έδινε τις εντολές προς τη Λαϊκή Επενδυτική ή την τράπεζα, εισηγούμενος ότι από τις 14.7.1999 μέχρι και το κλείσιμο του λογαριασμού, η τράπεζα τον δάνειζε κατά παράβαση ρητών και ουσιωδών όρων της συμφωνίας και καθ΄ υπέρβαση αυτής, παρανόμως, και, κατ΄ αντίθεση της δημόσιας πολιτικής όπως αυτή είχε καθοριστεί από διάφορες εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Λόγω της παράβασης αυτής της δημόσιας πολιτικής, η τράπεζα δεν δικαιούτο να ανακτήσει οποιοδήποτε ποσό. Διαζευκτικά, ενήργησε κατά αμελή τρόπο και/ή κατά παράβαση των θεσμίων καθηκόντων της, παραλείποντας αφενός να τον ενημερώσει για τις εγκυκλίους και αφετέρου να τον προστατεύσει κλείνοντας έγκαιρα το λογαριασμό και εκποιώντας τις επενδύσεις του ώστε να εξοφληθούν τα υπόλοιπα. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά ότι στις 11.7.2000 και με υπόλοιπο λογαριασμού ανερχόμενο σε ΛΚ246.936,77 και με αξία χαρτοφυλακίου ανερχόμενη σε ΛΚ335.993,75 η τράπεζα αντί να τον προειδοποιήσει και να τον συμβουλεύσει για τους κινδύνους που διέτρεχε και να εκποιήσει τις επενδύσεις του, τον κάλεσε μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Λίμιτεδ να προσκομίσει περαιτέρω χρήματα ή νέους τίτλους προς εκχώρηση και προς εξασφάλιση του επενδυτικού λογαριασμού.
Συνεπεία των ανωτέρω και λόγω ψευδών παραστάσεων από την εφεσίβλητη τράπεζα, υπέστη ζημιές ίσες προς το ποσό των ΛΚ239.958,96 ή το οποιοδήποτε υπόλοιπο πλέον τόκους ήθελε αποδειχθεί ότι είχε ο επίδικος λογαριασμός, ΛΚ12.000 ως ποσό που είχε καταθέσει ως αρχικό κεφάλαιο στο «Σχέδιο Επενδυτής», πλέον τόκους προς 9% ετησίως και ΛΚ89.056,98 που υπέστη λόγω της αμέλειας και της παράβασης της δημόσιας πολιτικής ή και λόγω της μη συμβουλής προς αυτόν να εκποιήσει στις 11.7.2000 ή νωρίτερα ή και αργότερα, το χαρτοφυλάκιο του. Ως εκ τούτου ανταπαίτησε τα πιο πάνω ποσά. Υπήρξε βέβαια άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντος με την απάντηση, ενώ με την υπεράσπιση στην ανταπαίτηση ζητήθηκε η απόρριψη της τελευταίας και η εν γένει απόρριψη των ισχυρισμών του εφεσείοντος.
Το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, αποδέχθηκε τις θέσεις της εφεσίβλητης τράπεζας και απέρριψε τις αντίθετες του εφεσείοντος. Αυτό το έπραξε μετά από αποδοχή της μαρτυρίας που προσήλθε από την τράπεζα που ήταν αυτή του xxx, Μ.Ε.1, ο οποίος εργαζόταν από τα τέλη Νοεμβρίου 2000 στη Μονάδα Επενδυτικών Χορηγήσεων της τράπεζας και της xxxx, Μ.Ε.2., η οποία από τον Ιούνιο του 1999 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001 ήταν χρηματιστηριακός εκπρόσωπος της Λαϊκής Επενδυτικής. Αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του xxxx, Μ.Ε.3, διευθυντή της Λαϊκής Χρηματιστηριακής θυγατρικής εταιρείας της Λαϊκής Επενδυτικής στην οποία εργαζόταν από τον Οκτώβριο του 1999.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία αυτών των μαρτύρων ήταν πλήρως επεξηγηματική και συνήδε με τα έγγραφα και συμφωνίες που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και που έδειχναν ότι ο βασικός λογαριασμός είχε ανοιχθεί δυνάμει της αιτήσεως που ο εφεσείων υπέβαλε για συμμετοχή στο σχέδιο πιστωτικών διευκολύνσεων, αποδεχόμενο ότι στη βάση και του πληρεξουσίου εγγράφου, η Λαϊκή Επενδυτική εξουσιοδοτείτο να αγοράζει, πωλεί, μεταβιβάζει και αποδέχεται μεταβίβαση οποιωνδήποτε κινητών αξιών εγγεγραμμένων στο Χ.Α.Κ., με τον εφεσείοντα να αναλάμβανε να επικυρώσει τις πράξεις του πληρεξουσίου του, ως εάν είχαν γίνει από τον ίδιο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε ή αρνήθηκε οποιεσδήποτε πράξεις οι οποίες του αποστέλλονταν μηνιαίως στην ταχυδρομική του διεύθυνση, ενώ η xxxx, Μ.Ε.2, ήταν το πρόσωπο εκείνο που ως χρηματιστηριακός εκπρόσωπος διενήργησε τις πλείστες από τις πράξεις που διαλαμβάνονταν στο Τεκμήριο 7, αναλυτική κατάσταση των πράξεων που περιγραφόταν ως «Customer Profile» και οι οποίες έγιναν με τις τηλεφωνικές εντολές του εφεσείοντος, πλην των πωλήσεων μετοχών που είχαν γίνει στις 28 και 30.12.1999. Οι τελευταίες αυτές πράξεις έγιναν από την ίδια στη βάση οδηγιών του διευθυντή της Λαϊκής Επενδυτικής xxxx όταν η τράπεζα, όπως και οι άλλες εμπορικές τράπεζες, έλαβε επιστολή από την Κεντρική Τράπεζα ότι έπρεπε να μειωθούν τα υπόλοιπα των πελατών που είχαν υπερβάσεις. Προς το σκοπό αυτό είχε μιλήσει και η ίδια με τον εφεσείοντα τους μήνες Οκτώβριο με Δεκέμβριο υποδεικνύοντας του ότι μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1999, το υπόλοιπο του λογαριασμού έπρεπε να επαναφερθεί εντός ορίων, αλλά αυτός επέμενε σε περαιτέρω αγορές αξιών. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης δεν υπήρξε εισήγηση ή ισχυρισμός ότι οι αγοραπωλησίες μετοχών δεν είχαν γίνει στη βάση εντολών του ιδίου του εφεσείοντος, ενώ ο τελευταίος, αντιμέτωπος με την αναλυτική κατάσταση του Τεκμηρίου 7, ανέφερε ότι δεν μπορούσε να θυμόταν αν όλες οι πράξεις είχαν πράγματι γίνει με δικές του εντολές.
Το Δικαστήριο επίσης δέχθηκε τη μαρτυρία του xxxx, Μ.Ε.3, διευθυντή της Λαϊκής Χρηματιστηριακής θυγατρικής εταιρείας της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ, ο οποίος εξήγησε την πρακτική λειτουργία του «Σχεδίου Επενδυτής», λέγοντας ότι οι πράξεις που εκτελούνταν από τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ στη βάση οδηγιών του εφεσείοντα αναφέρονταν στο λογαριασμό του στην εφεσίβλητη τράπεζα ηλεκτρονικά και ουδέποτε η Λαϊκή Επενδυτική προσέφερε υπηρεσίες διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του.
Το Δικαστήριο εξέτασε και τις θέσεις του εφεσείοντος αναφορικά με τις εισηγήσεις του ότι η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ ενεργούσε ως διαχειρίστρια του χαρτοφυλακίου, ότι λανθασμένα και αμελώς η εφεσίβλητη τράπεζα επέτρεψε την υπέρβαση του ορίου των ΛΚ30.000, ότι υπήρξε παραβίαση της δημόσιας πολιτικής στη βάση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και ότι η εφεσίβλητη τράπεζα παρέλειψε να προειδοποιήσει έγκαιρα και/ή καθόλου τον εφεσείοντα για τους κινδύνους που η λειτουργία αυτού του λογαριασμού ενείχε για τον ίδιο. Απέρριψε όλες αυτές τις εισηγήσεις για τους λόγους που κατέγραψε στην απόφαση του, ενώ σημείωσε ότι διάφορες υπερασπίσεις που ηγέρθηκαν δεν καλύπτονταν από τη δικογραφία της υπεράσπισης, κρίνοντας ότι όλες οι συναλλαγές έγιναν με βάση τις οδηγίες και εντολές του εφεσείοντα ο οποίος τις γνώριζε και ήταν υπόλογος γι΄ αυτές.
Η έφεση αφορά στο όλο φάσμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αφού εξηγείται η επίδικη συμφωνία και οι όροι αυτής, ο εφεσείων διέρχεται μέσα από τη μαρτυρία για να εισηγηθεί ότι η εφεσίβλητη τράπεζα παρέβηκε τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και το ίδιο το όριο του λογαριασμού ενεργώντας αμελώς και κατά τρόπο που ζημίωσαν τον εφεσίοντα. Λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι μπορούσε ο λογαριασμός να λειτουργήσει πέραν του ορίου του κατά παράβαση τόσο της συμφωνίας του «Σχεδίου Επενδυτής», όσο και του καθήκοντος της να προστατεύσει τον εφεσείοντα ιδιαίτερα εφόσον είχαν εκδοθεί σχετικές Εγκύκλιοι της αρμοδίας αρχής, δηλαδή, της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου.
Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε η συμφωνία του «Σχεδίου Επενδυτής» έγινε κατά παράβαση της ίδιας της συμφωνίας αυτής και χωρίς να υπήρχε ποτέ τροποποίηση ή αύξηση του ορίου και ούτε αναφέρεται κάτι τέτοιο στην έκθεση απαίτησης. Μέσα από τους 24 λόγους έφεσης, ο εφεσείων θεωρεί πρόσθετα ότι η πρωτόδικη δικαστική απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και λόγω της υπερβολικής καθυστέρησης στην έκδοση της μετά την επιφύλαξη της απόφασης. Πρόσθετα, κακώς έγινε δεκτή η μαρτυρία της εφεσίβλητης τράπεζας και με λανθασμένη αξιολόγηση έγινε δεκτή η μαρτυρία αυτή στη βάση πεπλανημένης εκτίμησης, ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών συμφωνίας. Ο εφεσείων είχε αμφισβητήσει τη μαρτυρία της τράπεζας και αυτό κατέστη φανερό μέσα από την αντεξέταση, αλλά και τη δική του μαρτυρία και επομένως δεν ήταν επιτρεπτό και/ή εύλογο το συμπέρασμα περί του αντιθέτου.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης τράπεζας στο δικό της περίγραμμα υποστηρίζει πλήρως την απόφαση και θεωρεί ότι ούτε η καθυστέρηση στην έκδοση της ήταν τόσο σημαντική ώστε να οδηγήσει σε ακύρωση της, αλλά ούτε και η αξιολόγηση της μαρτυρίας έπασχε με οποιοδήποτε τρόπο εφόσον φανερά η μαρτυρία αυτή συνήδε με όλα τα κατατεθέντα έγγραφα και εύλογα κρίθηκε ότι ο εφεσείων έδινε όλες τις σχετικές εντολές και, επομένως, ορθά κρίθηκε υπόλογος για τις συναλλαγές.
Το ζήτημα της καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης είναι το πρώτο που πρέπει να απαντηθεί. Χωρίς αμφιβολία, η βασική θέση της νομολογίας υπερθεματίζει και επιβεβαιώνει όχι μόνο τη σύντομη εκδίκαση υπόθεσης, αλλά και τη σύντομη έκδοση απόφασης. Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, διατάχθηκε επανεκδίκαση κηρύσσοντας άκυρη την πρωτόδικη απόφαση η οποία αφορούσε σε τροχαίο ατύχημα και εκδόθηκε 5 χρόνια 3 μήνες και 9 ημέρες από την ημέρα που επιφυλάχθηκε χωρίς να είχε δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση, έχοντας υπόψη, καθώς λέχθηκε από το Εφετείο, το ακραίο όριο των 6 μηνών που θέτει ο εκδοθείς προς συμμόρφωση της δικαστικής εξουσίας προς διασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης Διαδικαστικός Κανονισμός για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων του 1986, (σχετικές προς τούτο αποφάσεις είναι οι Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 71 και Δράκος ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 696). Στην υπόθεση Χριστοδούλου είχε παρατηρηθεί και το φαινόμενο ότι το Δικαστήριο είχε επιφυλάξει την ετυμηγορία του σε σχέση με ζητήματα αποδοχής μαρτυρίας που εγείρονταν κατά τη διάρκεια της δίκης, τα οποία αποφάσισε με την έκδοση της απόφασης.
Πρόσθετα, όπως ορθά έχει επισημανθεί σε άλλες αποφάσεις, όπως οι Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578 και Εργατίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 1 Α.Α.Δ. 1098, ο προσδιορισμός του ευλόγου χρόνου αποτιμάται από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την έκδοση της απόφασης.
Εδώ δεν χωρεί αμφιβολία όπως και αν ωραιοποιηθεί η κατάσταση με τη συνδρομή, όπως εισηγείται η εφεσίβλητη τράπεζα στο δικό της περίγραμμα, κριτηρίων περί πολυπλοκότητας και συμπεριφοράς του ιδίου του εφεσείοντα, ο οποίος καθυστέρησε περί τον ένα χρόνο στην κατάθεση της υπεράσπισης του και είχε αιτηθεί αρκετές φορές αναβολή, ότι ο χρόνος των 3 ετών και 2 μηνών ο οποίος μεσολάβησε από την επιφύλαξη μέχρι την έκδοση της απόφασης (10.12.2008-29.2.2012), ήταν από κάθε άποψη αδικαιολόγητος, ενώ δεν δόθηκε καμιά προς τούτο εξήγηση, αν υπήρχε. Άλλωστε από την επιφύλαξη μιας απόφασης, η συγγραφή της εξαρτάται ολοκληρωτικά από το ίδιο το Δικαστήριο και οι προηγουμένως μνημονευθέντες παράγοντες που αφορούν το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, παύουν να συντρέχουν. Αντικειμενικά, λοιπόν, η καθυστέρηση δημιούργησε αφ΄ εαυτής πρόβλημα δίκαιης δίκης από την άποψη του ευλόγου χρόνου προς διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Τέτοιου είδους καθυστέρηση εγείρει διάφορα ζητήματα. Η ακύρωση της απόφασης και η επανεκδίκαση της δεν αποτελεί όμως αποδεκτή λύση εφόσον θα δημιουργήσει περαιτέρω, και ανεπίτρεπτη με τη συμβολή αυτή τη φορά και του Εφετείου, καθυστέρηση. Μετέπειτα, θα ήταν ενδεχομένως βοηθητική, ή θα εξυπηρετούσε, μόνο τον εφεσείοντα εφόσον θα ακυρωνόταν το διαγνωσθέν δικαστικό του χρέος, διόλου ευκαταφρόνητο. Η επανεκδίκαση, σε περίπτωση και πάλι δικαίωσης της τράπεζας, θα έθετε, ευλόγως, θέμα πρόσθετων τόκων και της εναπόθεσης του βάρους πληρωμής τους, εφόσον η τράπεζα θα καθυστερούσε για ανάλογο χρόνο να εισπράξει. Από την άλλη, η τράπεζα ως εφεσίβλητη δεν εγείρει ζήτημα ακυρότητας λόγω καθυστέρησης. Επιθυμεί να εκτελέσει τη δικαστική απόφαση το συντομότερο, έχοντας προς τούτο κάθε δικαίωμα, ως επιτυχών διάδικος, μέρος της διαδικασίας.
Μετά την ψήφιση του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου αρ. 2(1)/2010, ο διάδικος οποίος επηρεάζεται από τη μη έγκαιρη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του έχει πλέον τη δυνατότητα να αιτηθεί αποζημίωσης για την καθυστέρηση στη διαπίστωση της βασιμότητας των θέσεων του. Αυτό συνάδει και με την παρατήρηση που έγινε per curiam στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου - ανωτέρω - ότι τα έξοδα θα έπρεπε να τα επωμισθεί η Δημοκρατία ως η υπεύθυνη για την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης, πλην όμως τότε, δεν μπορούσε αυτό να γίνει λόγω έλλειψης μηχανισμού εφόσον η Δημοκρατία δεν ήταν διάδικος. Στην υπόθεση εκείνη υπήρξε και το πρόβλημα ότι δεν επιλύονταν ζητήματα αποδεκτότητας μαρτυρίας την ώρα που εγείρονταν, με αποτέλεσμα ο διάδικος που προωθούσε τη σχετική μαρτυρία να μην βάδιζε σε στερεό έδαφος.
Εδώ, οι σχετικοί λόγοι έφεσης συναρτώνται προς δύο βασικές αιτιάσεις: η πρώτη αφορά τον επηρεασμό της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας με πληρότητα. Δεν δίδονται όμως ούτε λεπτομέρειες, ούτε και αναφέρεται πώς και με ποιο τρόπο η αξιολόγηση ήταν ελλιπής. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, το Δικαστήριο, αντίθετα με την εισήγηση, δεν φάνηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας να είχε επηρεαστεί η μνήμη του ή άλλως πως λόγω της καθυστερημένης συγγραφής της απόφασης. Η δεύτερη αιτίαση αφορά την, κατ΄ ισχυρισμόν, λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας σχετικά με τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και το κλείσιμο αυτού εγκαίρως και/ή της πώλησης των μετοχών. Αυτά όμως αφορούν την καθαυτή αξιολόγηση της μαρτυρίας και το εύλογο της και δεν λειτουργούν προς ακύρωση της όλης απόφασης.
Εν κατακλείδι σ΄ αυτό το θέμα, η ακύρωση της απόφασης λόγω καθυστέρησης δεν παρέχεται ως πρόσφορη λύση διότι στην εξίσωση το Εφετείο οφείλει να συνυπολογίσει και τα δικαιώματα του εφεσίβλητου, ο οποίος δικαιώθηκε πρωτοδίκως, ενώ δεν υπάρχει εισήγηση ότι ευθύνεται για την καθυστέρηση.
Τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται με την έφεση έχουν απασχολήσει πλειστάκις τα Δικαστήρια και τα Εφετεία. Έχουν στη θεωρία, ώστε να απομείνει η εφαρμογή τους στην πράξη, κατά περίπτωση, επιλυθεί. Ίσως γι΄ αυτό το λόγο, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος παρουσίασε την έφεση ως ουσιαστικό ζήτημα επίλυσης δικονομικών προβλημάτων. Ποια είναι αυτά εξηγήθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης και αναφέρονται και στο σχετικό περίγραμμα. Βασική θέση που προβάλλει είναι ότι δεν υπήρξε ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης περί υπέρβασης του ορίου των ΛΚ30.000 ως αποτέλεσμα συμφωνίας. Ούτε καταγράφηκε πουθενά ότι υπήρξε συμφωνία για τροποποίηση του ορίου ώστε αυτό να αυξάνεται αναλόγως. Ο κανόνας περί ορθής δικογράφησης με την παράθεση όλων των ουσιωδών γεγονότων που συναποτελούν την αξίωση είναι γνωστός και ουδεμία περαιτέρω ανάλυση χρειάζεται. Η Δ.19 θ.4 είναι βεβαίως απόλυτα σχετική, καθώς και η Δ.19 θ.22. Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη τράπεζα ισχυρίστηκε ως γεγονός στην παράγραφο 3, ότι δυνάμει της συμφωνίας που υπεγράφη στις 20.5.1999 για το «Σχέδιο Επενδυτής», «οι Ενάγοντες παραχώρησαν στον Εναγόμενο πιστωτικές διευκολύνσεις με όριο για το ποσό των ΛΚ30.000 σε τρεχούμενο λογαριασμό ..». Ουσιώδεις όροι θεωρήθησαν οι αναφερόμενοι στις υποπαραγράφους (α)-(στ) της παραγράφου 3, οι οποίοι αφορούσαν στο ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις θα υπόκειντο στην «απόλυτη κρίση των Εναγόντων», ότι αυτές θα επιβαρύνονταν με τόκο 8% ετήσια ή με το ανώτατο ποσοστό επιτοκίου που θα επιτρεπόταν από την ισχύουσα νομοθεσία, ότι θα μπορούσαν ως Ενάγοντες να τερματίσουν χωρίς προειδοποίηση και οποτεδήποτε τη λειτουργία του λογαριασμού, ότι «Όλες οι συναλλαγές που θα γίνονταν με βάση τη Συμφωνία, θα γίνονταν κατόπιν εντολής του Εναγομένου και/ή των αντιπροσώπων του», ότι θα υποχρεωνόταν να συνεισφέρει εξασφαλίσεις ή θα ενεχυρίαζε μετρητά ή άλλα ισάξιες κινητές αξίες σε ποσοστό πέραν του 40% του «εγκεκριμένου ορίου που του παραχωρήθηκε με βάση τη Συμφωνία, όπως αυτό διαμορφωνόταν από καιρό σε καιρό» και ότι σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της συμφωνίας, ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο θα καθίστατο αμέσως οφειλόμενο και απαιτητό.
Όλα τα ανωτέρω, ασφαλώς και δεν παρέχουν τη δικογραφική εκείνη βάση που θα επέτρεπε στην τράπεζα να ισχυριζόταν βάσιμα ότι υπήρξε τροποποίηση του ορίου ή της συμφωνίας. Εννοείται ότι όλα τα ανωτέρω είχαν οροφή το ποσό των ΛΚ30.000, εξ ου και η τράπεζα δεν εστίασε την προσοχή της στα πιο πάνω για να δικαιολογήσει την υπέρβαση του ορίου.
Εκείνο που επικαλέσθηκε ήταν, δικογραφικά, την παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης. Η οποία είχε ως εξής:
«6. Με βάση τα πιο πάνω πάντοτε κατόπιν εντολών του Εναγομένου ή/και αντιπροσώπων του, η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ σε διάφορες χρονικές περιόδους προέβηκε προς όφελος και για λογαριασμό του Εναγομένου σε αγορά και πώληση αξιών εγγεγραμμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, χρεώνοντας και πιστώνοντας ανάλογα τον λογαριασμό του Εναγομένου στους Ενάγοντες.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την εισήγηση του εφεσείοντος μέσω του συνηγόρου του ότι η δικογραφία δεν κάλυπτε οποιαδήποτε αξίωση προερχόμενη υπό την κίνηση του λογαριασμού έξω από το όριο ασφαλείας και σε κάθε περίπτωση πέραν του ποσού των ΛΚ30.000, αναφέρθηκε στην Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, ως προς την πρόταση ότι τα δικόγραφα δεν περιέχουν μαρτυρία και πως «η λεπτομέρεια των ισχυρισμών τίθεται σε κατοπινό στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου, με μαρτυρία». Σημείωσε επίσης πως το Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην «εξέταση των επιδίκων θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται από τη δικογραφία».
Οι πιο πάνω νομολογιακές επισημάνσεις του Δικαστηρίου δεν εφαρμόστηκαν ορθά στα δεδομένα της υπόθεσης. Ούτε η παράγραφος 3, μαζί με τους ουσιώδεις όρους της συμφωνίας, δεν επέτρεπαν υπέρβαση του ορίου των ΛΚ30.000, - ούτε ιδιαιτέρως ο όρος (ε), ως προς το όριο «όπως αυτό διαμορφωνόταν από καιρό σε καιρό», φράση μάλιστα που έτυχε υπογράμμισης από το Δικαστήριο. Αυτή η διατύπωση δεν θα μπορούσε να σήμαινε οτιδήποτε άλλο από ποσό το οποίο κινείτο, ή αυξομειωνόταν ανάλογα, αλλά πάντοτε παρέμενε εντός του ορίου των ΛΚ30.000 πλέον τόκους.
Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση περί υπέρβασης του ορίου των ΛΚ30.000 έκρινε ότι προσφέρθηκε μαρτυρία στη βάση της πιο πάνω παραγράφου 6 της Έκθεσης Απαίτησης και ότι, «Είναι φανερό ότι το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων δεν σχετίζεται με το όριο του λογαριασμού αλλά με τη διεκδίκηση υπολοίπου χρεωστικού λογαριασμού, δυνάμει γραπτής συμφωνίας».
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Ουδόλως έχει έρεισμα στην έκθεση απαίτησης η οποία στο ουσιώδες μέρος της στην αξίωση (α) που αποτελεί και την ουσιαστική θεραπεία της αγωγής συναρτά την απαίτηση των ΛΚ239.958,96 «με βάση έγγραφες συμφωνίες ή/και τραπεζικές πιστώσεις ή/και σαν αναγνωρισμένο λογαριασμό ή/και σαν αδικαιολόγητο πλουτισμό (unjust enrichment) ή/και άλλως πως ως κατωτέρω». Στις λεπτομέρειες όμως του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, δεν μνημονεύεται καμιά άλλη συμφωνία εκτός του «Σχεδίου Επενδυτής» στη βάση του οποίου ανοίχθηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του xxxx, Μ.Ε.1, «λογαριασμός τύπου υπέρβασης («overdraft account») το οποίο σήμαινε ότι ο εναγόμενος είχε ένα περιθώριο υπέρβασης από την τράπεζα .». Ούτε το «Σχέδιο Επενδυτής», Τεκμήριο 2, (Αίτηση συμμετοχής σ΄ αυτό), ούτε η Έκθεση Απαίτησης δικαιολογούν ή καλύπτουν το άνοιγμα λογαριασμού αυτού του τύπου. Όροι που διείπαν τη φύση αυτού του λογαριασμού ή άλλη συμφωνία σε σχέση με το άνοιγμα του με τον εφεσείοντα δεν υπήρξαν ή δεν κατατέθηκαν. Και εν πάση περιπτώσει, στην παρ. 3 της Έκθεσης Απαίτησης, ο ισχυρισμός είναι για άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού με όριο ΛΚ30.000. Δεν δικογραφείται άλλος ισχυρισμός για την ύπαρξη έτερης νομικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων ώστε να δικαιολογείτο η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου το οποίο ενώ αποδέχθηκε στην ουσία ότι το αγώγιμο δικαίωμα δεν σχετιζόταν με το όριο, εν τούτοις, όπως σαφώς υπονοείται, λειτουργούσε γραπτή συμφωνία που επέτρεπε τη διεκδίκηση χρεωστικού λογαριασμού.
Κακώς έγινε δεκτή η θέση του xxxx, Μ.Ε.1, ότι το όριο ήταν πάντοτε ΛΚ30.000, αλλά ήταν θέμα της τράπεζας να εγκρίνει οποιαδήποτε υπέρβαση. Τέτοιος ισχυρισμός δεν υπάρχει στην έκθεση απαίτησης. Αυτό θα σήμαινε, όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ότι η συμφωνία είχε τροποποιηθεί. Πλην όμως δεν περιέχεται τέτοιος ισχυρισμός στην αξίωση. Και όπως λέχθηκε και προηγουμένως, ο όρος 2 του «Σχεδίου Επενδυτής» τον οποίο επικαλέσθηκε το Δικαστήριο, ότι δηλαδή το ποσό των πιστωτικών διευκολύνσεων «θα υπόκειται στην απόλυτη κρίση της Τράπεζας», δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτων οποιοδήποτε ποσό πέραν του ορίου. Διαφορετικά, προς τί τέθηκε το όριο των ΛΚ30.000 το οποίο αναμφίβολα λειτουργούσε αμφίδρομα για την προστασία και των δύο. Ούτε η τράπεζα να εκτίθετο πέραν της δυνατότητας του εφεσείοντα ως επενδυτή να αποπληρώσει τις πιστωτικές διευκολύνσεις, ο οποίος δήλωσε στην αίτηση μισθό ΛΚ15.000 ετησίως, σπίτι και οικόπεδα αξίας ΛΚ50.000 και ΛΚ70.000 αντίστοιχα, χωρίς όμως υποθήκευση τους, ούτε και ο εφεσείων να λειτουργούσε επενδυτικά ανεξέλεγκτα.
Εφόσον η εφεσίβλητη τράπεζα ως ενάγουσα στήριξε την αγωγή της σε «έγγραφες συμφωνίες ή/και τραπεζικές πιστώσεις» (οι θεραπείες του αναγνωρισμένου λογαριασμού και αδικαιολόγητου πλουτισμού σαφώς δεν ευσταθούσαν ούτε νομικά ούτε επί των πραγματικών γεγονότων), θα έπρεπε να καταγράψει ως προνοείται και από τη Δ.19 θ.4, εκείνα τα ουσιώδη συνοπτικά γεγονότα, αν υπήρχαν, που ενδεχόμενα θα είχαν φέρει τους διαδίκους σε περαιτέρω συμφωνία ή συμφωνίες για δανειοδότηση πέραν του αρχικού ορίου των ΛΚ30.000 ή επέκταση του ορίου αυτού με διαρκώς αυξανόμενα ποσά. Δεν υπάρχει αυτή η συνοχή των γεγονότων. Γι΄ αυτό στον Bullen & Leake & Jacobs: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 62, αναφέρεται ότι «When all the material facts have been alleged, the statement of claim concludes with the relief or remedy which the Plaintiff claims.». Ελλείπει επομένως το υποστηρικτικό βάθρο των αναγκαίων γεγονότων που δικαιολογούσαν την ενασχόληση του Δικαστηρίου με ποσά πέραν του ορίου. Λέγει στο σημείο αυτό το Δικαστήριο ότι:
«Εν πάση περιπτώσει η αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία καταδεικνύει ότι οι διάδικοι δεν επέμεναν στην αυστηρή τήρηση του πιστωτικού ορίου αφού οποιαδήποτε υπέρβαση ήταν μετά από αίτημα του εναγομένου, το οποίο δινόταν μέσω των εντολών του για την αγορά μετοχών και σχετική έγκριση των εναγόντων με την παραχώρηση των σχετικών πιστωτικών διευκολύνσεων.»
Η πιο πάνω κρίση είναι εκτός των δικογράφων. Πουθενά δεν υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός στην Έκθεση Απαίτηση, ότι δηλαδή σιωπηρώς ή εξυπακουόμενα οι διάδικοι συναινούσαν στην αύξηση του πιστωτικού ορίου. Η σχέση του εφεσείοντα ήταν διπλή, τόσο με την εφεσίβλητη τράπεζα, όσο και με την Λαϊκή Επενδυτική Λτδ. Όμως στην Έκθεση Απαίτησης δεν διασυνδέονται οι δύο μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να είναι αντιληπτό πώς οι εντολές που έδιδε ο εφεσείων στη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, ενεργούσας ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου του αύξαναν το όριο πέραν των ΛΚ30.000. Τη στιγμή μάλιστα που ο xxxx, Μ.Ε.1, επέμενε στην αντεξέταση του ότι πάντοτε το όριο, όπως μάλιστα έδειχναν και τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ήταν ΛΚ30.000.
Η θέση του ήταν ότι οποιαδήποτε υπέρβαση στο λογαριασμό «ήταν μέσα από αίτημα του πελάτη και έγκριση της τράπεζας». Την αύξηση του ορίου τη δικαιολόγησε με το ότι ο εφεσείων ζήτησε να προβαίνει σε αγορές μετοχών και η τράπεζα το ενέκρινε ως ήταν το απόλυτο δικαίωμα της.
Υπάρχει όμως πρόβλημα διασύνδεσης της εφεσίβλητης τράπεζας με την Λαϊκή Επενδυτική Λτδ. Πέραν της ανορθόδοξης δικογράφησης, το θέμα καταλήγει ως εξής: Δεν υπάρχει οτιδήποτε στα κατατεθέντα τεκμήρια είτε της αίτησης για συμμετοχή στο «Σχέδιο Επενδυτής», είτε στο πληρεξούσιο έγγραφο που δόθηκε στη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, (Τεκμήριο 3), είτε ακόμη στη Συμφωνία ημερ. 25.6.1999, (Τεκμήριο 4), που καθόριζε ουσιαστικά την αμοιβή της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ, είτε, τέλος, στο Πληρεξούσιο Έγγραφο που δόθηκε (άνευ ημερομηνίας), στην εφεσίβλητη τράπεζα, (Τεκμήριο 5), που να επέτρεπε αύξηση ορίου, ή, που να επέτρεπε στην εφεσίβλητη τράπεζα να δανειοδοτούσε ανεξέλεγκτα τον εφεσείοντα πέραν του ορίου λόγω του ότι αυτός έδιδε εντολές στη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ για αγορά τίτλων. Οι όποιες εντολές του εφεσείοντα προς την τελευταία αφορούσαν αγορές τίτλων στο Χ.Α.Κ. εξ ονόματος του, και αυτό δέσμευε τον εφεσείοντα, ως προς τις υποχρεώσεις του προς την εφεσίβλητη τράπεζα, αλλά ουδόλως επέτρεπε την εκ μέρους της τράπεζας χρεοπίστωση του λογαριασμού με ποσά πέραν των ΛΚ30.000.
Η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της τράπεζας δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική για το λόγο που αφέθηκε ο λογαριασμός του εφεσείοντα να υπερβεί εξωφρενικά το όριο. Εκείνο που αβίαστα απορρέει είναι ότι η εφεσίβλητη τράπεζα επέλεγε εξ ιδίων της να καλύπτει τις συναλλαγές που γίνονταν από τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, ή, εν άλλοις λόγοις, βρισκόμενη προ τετελεσμένων από τις πράξεις του πληρεξουσίου αντιπροσώπου πλήρωνε αναλόγως τις συναλλαγές. Στα κατατεθέντα πρωτοδίκως έγγραφα δεν υπάρχει απευθείας νομική σχέση μεταξύ Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ ως πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης τράπεζας.
Ακόμη και το ίδιο το Πληρεξούσιο Έγγραφο, Τεκμήριο 5, με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ «όπως για λογαριασμό μου/μας και εκ μέρους μου/μας πληρώνει οποιαδήποτε ποσά και/ή οποιεσδήποτε δόσεις πληρωτέες σε σχέση με τους ενεχυρισμένους τίτλους χωρίς αυτό να δημιουργεί οποιαδήποτε υποχρέωση στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ να πραγματοποιεί τέτοιες πληρωμές ..» δεν επέτρεπε την αύξηση του ορίου χωρίς νέα συμφωνία. Άλλωστε, το εν λόγω τεκμήριο ήταν από την ίδια τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, υπογράφουσα ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του εφεσείοντα υπογραμμένη απ΄ αυτή, όχι τον ίδιο, και χωρίς προσυπογραφή της εφεσίβλητης τράπεζας. Προδήλως λοιπόν δεν υπήρξε συμφωνία που να διαφοροποίησε το όριο του λογαριασμού.
Τα πιο πάνω ταυτόχρονα δείχνουν ότι στο βαθμό που ξεπεράστηκε το όριο, αυτό έγινε ως αποτέλεσμα αμέλειας της εφεσίβλητης τράπεζας, η οποία το επέτρεψε γνωρίζοντας και τους κινδύνους που είχαν στο μεταξύ επισημανθεί από την Κεντρική Τράπεζα με τις εγκυκλίους της. Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσίβλητης τράπεζας ότι λάμβαναν για κάθε χρεοπίστωση στον επίδικο λογαριασμό εντολή από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του εφεσείοντα, τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, αφήνει κενό ως προς τη νομική διασύνδεση των διαδίκων. Δεν αποτελεί αιτιολογία ότι ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος έδινε εκ μέρους του εφεσείοντα εντολή στην εφεσίβλητη τράπεζα. Ήταν η τελευταία που όφειλε να ελέγχει το λογαριασμό και να μην δεχόταν τις εντολές εκείνες που σήμαιναν τη χρέωση του λογαριασμού πέραν του ορίου. Είναι εντυπωσιακό ότι από ένα όριο ΛΚ30.000, το τελικώς αξιωθέν ποσό με τον τερματισμό της συμφωνίας ήταν του ύψους των ΛΚ239.958,96. Πώς και με ποιο τρόπο η τράπεζα ήλεγχε με επιμέλεια του τι γινόταν από τη Λαϊκή Επενδυτική Λτδ, ως πληρεξουσίου του εφεσείοντα, και για ποιο λόγο χρέωνε χωρίς προβληματισμό το λογαριασμό. Με πιο δικαίωμα, για παράδειγμα, η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ ζητούσε με το Τεκμήριο 19 αύξηση του ορίου κάλυψης του λογαριασμού κατά 60%. Ο ρόλος του πληρεξουσίου ήταν διαφορετικός. Είναι προφανές ότι υπήρξε σύγχυση των ιδιοτήτων της εφεσίβλητης τράπεζας και της Λαϊκής Επενδυτικής Λτδ και ορθά ο συνήγορος του εφεσείοντα λέγει ότι ανήκουσες και οι δύο εταιρείες στον Όμιλο Λαϊκής, ενεργούσαν στην ουσία ως μια οντότητα. Τη στιγμή που η προτεινόμενη και αποδεκτή εκ μέρους της εφεσίβλητης εξασφάλιση ήταν το 33% του ορίου των ΛΚ30.000.
Όλα τα πιο πάνω παραπέμπουν χωρίς άλλο σε μια λανθασμένη απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την ορθότητα της σε σχέση με το Σχέδιο Επενδυτής. Έχει ήδη εξηγηθεί ανωτέρω πώς και γιατί η εφεσίβλητη τράπεζα ουδόλως μπορούσε να αυξάνει το όριο χωρίς την τροποποίηση της συμφωνίας. Δεν έγινε ποτέ τέτοια τροποποίηση, ούτε η έκθεση απαίτησης έθετε τα πράγματα υπό άλλη νομική οπτική γωνία.
Υπό το φως όλων των προηγηθέντων δεν απαιτείται η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λεπτομερείς λόγους της έφεσης. Ο εφεσείων δεν αρνείται τις υπογραφές του επί των συμφωνικών και του πληρεξουσίου εγγράφου. Δεν χρειάζεται όμως περαιτέρω ανάλυση ως προς το λογαριασμό ή τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, ή, κατά πόσο η Λαϊκή Επενδυτική Λτδ προσέφερε υπηρεσίες διαχείρισης του χαρτοφυλακίου ή όχι. Θεωρώντας ότι η χρέωση του λογαριασμού του εφεσείοντος δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τις ΛΚ30.000, αυτό που δικαιούτο η εφεσίβλητη τράπεζα περιοριζόταν στο πιο πάνω ποσό πλέον τους αναλογούντες τόκους ως είχαν αυτοί συμφωνηθεί.
Η αγωγή αφορούσε επίσης σε έτερη προγενέστερη συμφωνία ημερομηνίας 11.10.1989 στη βάση της οποίας είχε δανειοδοτηθεί ο εφεσείων ποσό ύψους ΛΚ15.000 μέσω τρεχούμενου λογαριασμού, με τόκο 9% ετησίως και δικαίωμα κεφαλαιοποίησης κάθε τέλους του έτους. Η δανειοδότηση αυτή δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με το «Σχέδιο Επενδυτής», όπως άλλωστε και ο xxxx, Μ.Ε.1, απερίφραστα δέχθηκε. Όταν την 1.10.2002 ο λογαριασμός τερματίστηκε το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν ΛΚ16.049,44 το οποίο και απαιτήθηκε με διαφοροποιημένο το επιτόκιο σε 12.25% από 16.7.2002, όπως επιτρεπόταν με τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(Ι)/99.
Ο σχετικός λόγος έφεσης ασχολείται με γενικότητα με το θέμα και δεν ευσταθεί. Η μαρτυρία έδειξε ότι νομίμως τερματίστηκε η εν λόγω συμφωνία δανείου και ορθώς απαιτείτο το ποσό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Το ποσό που αποδόθηκε στην εφεσίβλητη τράπεζα επί του «Σχεδίου Επενδυτής», μειώνεται στις €52.153,94 (αντίστοιχο των ΛΚ30.000), πλέον 8% από 24.1.2007 μέχρι εξόφλησης, πλέον €27.422,10 (αντίστοιχο των ΛΚ16.049,44), πλέον τόκο προς 12.25% ετησίως από 1.10.2002 μέχρι εξόφλησης του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Η ανταπαίτηση επιτυγχάνει στο βαθμό που διαφοροποιείται η πρωτόδικη απόφαση.
Τα έξοδα πρωτοδίκως επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος στην κλίμακα του αντίστοιχου συνολικού ποσού υπέρ της εφεσίβλητης, ενώ κατ΄ έφεση επιδικάζονται €2.500 υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ