ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D353
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1/2018
9 Σεπτεμβρίου, 2019
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ., ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΕ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2010 (2(Ι)/2010)
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 79/2015 (ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1342/2007 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ)
XXX ΖΙΑ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ISMAIL YUSUF ΖΙΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ
ΚΑΙ
XXX XXX ΒΙLGΕΗΑΝ ΕΞ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ISMAIL YUSUF ΖΙΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ
ΚΑΙ
XXX ΖΙΑ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ MUR UV ISMAIL ΖΙΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ
ΚΑΙ
XXX XXX ΒΙLGΕΗΑΝ εξ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ MURUVET ISMAIL ZIA, τέως από τη Λάρνακα
Aιτητές/Ενάγοντες/Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Καθ' ων η αίτηση/Εναγόμενοι/Εφεσίβλητοι
------------- -------------
Αχιλ.Δημητριάδης για Λ.Δημητριάδη ΔΕΠΕ, για τους αιτητές
Ελ.Φλωρέντζου, (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 31/05/2007 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η αγωγή αρ. 1342/2007. Οι ενάγοντες, μεταξύ των οποίων οι αιτητές στην παρούσα Πρωτογενή Αίτηση, αξίωναν έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τους εναγόμενους (καθ΄ων η αίτηση στην παρούσα) να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή των περιουσιών των εναγόντων καθώς και συγκεκριμένα ποσά για απώλεια χρήσης ή εύλογο ενοίκιο ή/και ενδιάμεσα κέρδη για κάθε ακίνητο από το τέλος του 1974 μέχρι του τέλους του 2008, πλέον τόκους στη βάση παράνομης επέμβασης, παράβασης του Νόμου ή και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πρόσθετα αξίωναν τιμωρητικές αποζημιώσεις καθώς και αποζημιώσεις για ηθική βλάβη.
Η αξίωση δυνάμει της υπό κρίση πρωτογενούς αιτήσεως:
Οι αιτητές δυνάμει του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου, του 2010 Ν.(2(Ι)/2010) (από τώρα και στο εξής «ο Νόμος) αξιώνουν αποζημιώσεις για ζημιά και βλάβη, ένεκα καθυστέρησης τόσο σε σχέση με την εκδίκαση της αγωγής όσο και με την εκδίκαση της έφεσης. Επιδιώκουν ακόμη «δήλωση και ή διαταγή του Δικαστηρίου πως το δικαίωμα τους για διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο έχει παραβιαστεί» και ότι στην εξέταση της υπόθεσης μπορεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την καθυστέρηση της διαδικασίας που αφορά την αγωγή. Προσθέτως επιδιώκεται έκδοση οδηγιών για επιτάχυνση της διαδικασίας στην έφεση 79/2015 η οποία καταχωρήθηκε εναντίον της απόφασης στην αγωγή 1342/2007.
Οι αιτητές προέβαλαν σθεναρά τη θέση ότι το Δικαστήριο πρέπει κατά την εξέταση της υπόθεσης να λάβει υπόψη του συνολικά το χρόνο καθυστέρησης σε συνάρτηση με την πρωτόδικη και τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία. Η νομική θεμελίωση της αίτησης αυτής θα εξηγηθεί πιο κάτω. Είναι αρκετό σ΄αυτό το στάδιο να καταδειχθεί η πορεία της υπόθεσης τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση, όπως προβάλλεται από τους αιτητές χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση από την πλευρά της Δημοκρατίας. Προς το σκοπό καλυτέρας κατανόησης διαχωρίζουμε τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης σε δύο μέρη (Α) στην πρωτόδικη διαδικασία και (Β) στην κατ΄έφεση διαδικασία.
Α΄ Πρωτόδικη Διαδικασία:
Μετά την καταχώρηση της αγωγής στις 29/06/2007 ο εναγόμενος 1 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης. (Εν τω μεταξύ λαμβάνει χώρα η επικοινωνία των μερών για εξώδικο συμβιβασμό της υπόθεσης). Στις 22/09/2008 στάλθηκε ειδοποίηση από το Πρωτοκολλητείο στους δικηγόρους των εναγόντων, όπως καταχωρήσουν την Έκθεση Απαίτησης τους εντός 14 ημερών.
Στις 14/10/2008 καταχωρήθηκε αίτηση για προσθήκη του εναγόμενου 2 στην αγωγή και σχετικές τροποποιήσεις επί του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος προς αυτό τον σκοπό.
Στις 28/11/2008 δόθηκε το σχετικό Διάταγμα για προσθήκη ως εναγόμενου 2 του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών καθώς και για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος. Στις 12/12/2008 καταχωρήθηκε το ως άνω τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα από τους ενάγοντες και στις 16/12/2008 επιδόθηκε στον εναγόμενο 2, ο οποίος στις 30/01/2009 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης.
Στις 11/05/2009 στάλθηκε ειδοποίηση από το Πρωτοκολλητείο στους δικηγόρους των εναγόντων, όπως καταχωρήσουν την ΄Εκθεση Απαίτησης τους εντός 14 ημερών.
Στις 20/05/2009 καταχωρήθηκε η ΄Εκθεση Απαίτησης των εναγόντων και δόθηκε αντίγραφο την ίδια ημέρα στη δικηγόρο των εναγόμενων 1 και 2.
Στις 15/09/2009 καταχωρήθηκε από τους ενάγοντες Αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης, η οποία εν τέλει καταχωρήθηκε στις 20.01.2010 και στις 13/04/2010 οι ενάγοντες καταχώρησαν την απάντηση τους καθώς και αίτηση ορισμού. Στη συνέχεια δόθηκε ειδοποίηση ορισμού δικασίμου στις 03/05/2010.
Στις 07/10/2010 η αγωγή ορίστηκε πρώτη φορά για ακρόαση η οποία τελικά αναβλήθηκε. Οι δικηγόροι των εναγόντων στο μεσοδιάστημα ανέμεναν πρόταση εξώδικου συμβιβασμού. Η θέληση των μερών σε σχέση με την πρόθεση τους για εξώδικο συμβιβασμό είχε αναφερθεί επανειλημμένα και ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 23/03/2011 η αγωγή η οποία ήταν ορισμένη για ακρόαση αναβλήθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμου χρόνου του Δικαστηρίου.
Ακολούθως η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση στις 20/09/2011 και 21/09/2011. Η ακρόαση αναβλήθηκε και σε αυτές τις ημερομηνίες. Η ακρόαση της αγωγής ξεκίνησε στις 06/12/2011 και συνεχίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες που περιλαμβάνουν τις 18/01/2012, 31/01/12 (αν και ορισμένη το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συνεχίσει την ακρόαση), 16/03/12 (αν και ορισμένη το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συνεχίσει την ακρόαση), 02/05/2012, 05/06/2012, 18/06/2012, 26/06/2012, 04/07/2012 και 05/07/2012.
Στις 06/08/2012 οι δικηγόροι των εναγόντων ενημερώθηκαν από τη Δικαστή που χειρίζεται την υπόθεση ότι λόγω του διορισμού της στο Ανώτατο Δικαστήριο η ακρόαση θα πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου ενώπιον νέου Δικαστή. Ως εκ τούτου η αγωγή ορίστηκε στις 14/09/2012 για οδηγίες. Στις 14/09/2012 οι δικηγόροι των εναγόντων ενημερώθηκαν εκ νέου ότι θα πρέπει να αναλάβει την υπόθεση άλλος Πρόεδρος Δικαστηρίου.
Στις 04/02/2013, 05/02/2013, 06/02/2013, 07/02/2013, 28/05/2013 και 28/06/2013, ημερομηνίες κατά τις οποίες η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση, δεν πραγματοποιήθηκε ακρόαση λόγω προχωρημένων συζητήσεων των μερών προς εξώδικη διευθέτηση της αγωγής.
Η εξώδικη διευθέτηση δεν κατέστη εφικτή «λόγω άρνησης του τελικού κειμένου διευθέτησης που είχε επιτευχθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση από την νέα κυπριακή κυβέρνηση που ανέλαβε καθήκοντα τον Μάρτιο του 2013».
Η αγωγή ακολούθως ορίστηκε για ακρόαση στις 21/10/2013 όμως δεν ξεκίνησε λόγω αδυναμίας του Δικαστηρίου. Στις 20/01/2014 η ακρόαση ξεκίνησε εκ νέου και συνεχίστηκε στις 21/01/2014, 22/01/2014, 22/01/2014 και 23101/2014.
Στις 31/01/2014 καταχωρήθηκε αίτηση των εναγόντων για άδεια κλήτευσης μαρτύρων και στις 27/02/2014 δόθηκε ενδιάμεση απορριπτική της αίτησης απόφαση.
Στις 04/06/2014 δόθηκαν οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και στις 09/01/2015 δόθηκε απόφαση με την οποία το Δικαστήριο απέρριπτε την αγωγή των εναγόντων με έξοδα υπέρ των εναγόμενων και εναντίον των εναγόντων.
Β΄ Κατ΄έφεση διαδικασία
Στις 18/02/2015 οι αιτητές ως εφεσείοντες καταχώρησαν ειδοποίηση έφεσης μέσω των δικηγόρων τους και στις 11/03/2015 έλαβαν ειδοποίηση ότι η έφεση καταχωρήθηκε στο Μητρώο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με αριθμό πολιτικής έφεσης 79/15.
Στις 31/05/2016 οι αιτητές καταχώρησαν αίτηση για σύντομη ημερομηνία προδικασίας σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 του Περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων. Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996.
Στην ανωτέρω αίτηση για σύντομη ημερομηνία προδικασίας, οι δικηγόροι των αιτητών/εφεσειόντων ανέφεραν μεταξύ των λόγων αίτησης, την προχωρημένη ηλικία του αιτητή/εφεσείοντα 1 και 3 (το ίδιο πρόσωπο ως διαχειριστής περιουσίας), τη δεινή κατάσταση υγείας της αιτήτριας/εφεσείουσας 2 και 4 (το ίδιο πρόσωπο ως Διαχειρίστρια Περιουσίας) καθώς και το γεγονός ότι η μεγαλύτερη κληρονόμος, εφεσείουσα 1 και 4 (το ίδιο πρόσωπο ως διαχειρίστρια περιουσίας) στην αγωγή, απεβίωσε εκκρεμούσης της διαδικασίας. Περαιτέρω ανέφεραν ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης καταδεικνύοντας τις καθυστερήσεις που είχαν προκύψει από την καταχώρηση της αγωγής το 2007 μέχρι την έκδοση απόφασης στις 09/01/2015.
Στις 26/09/2016 η Έφεση ορίστηκε για Προδικασία. Από την καταχώρηση της έφεσης μέχρι την προδικασία μεσολάβησε διάστημα πέραν των 19 μηνών. Κατά την προδικασία, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ενδεχόμενη ακρόαση θα πραγματοποιείτο περί τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 2017. Οι αιτητές καταχώρησαν περίγραμμα αγόρευσής στις 28/09/2016. Στις 24/10/2016 οι δικηγόροι των αιτητών με επιστολή τους προς τον Γενικό Εισαγγελέα, τον ενημέρωναν ότι έχουν καταχωρήσει το δικό τους περίγραμμα αγόρευσης στις 28/09/2016 και καλούσαν τους εφεσίβλητους όπως προχωρήσουν στην καταχώρηση του δικού τους περιγράμματος αγόρευσης εντός της προθεσμίας.
Στις 12/11/2016 ήταν η προθεσμία των εφεσίβλητων για καταχώρηση περιγράμματος έφεσης σε απάντηση των αιτητών όμως δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε περίγραμμα μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Στις 06/12/2016 οι αιτητές με ειδοποίηση τους προς τον Αρχιπρωτοκολλητή αιτούνταν όπως οριστεί η έφεση σε σύντομη ημερομηνία ως ήταν οι οδηγίες του Δικαστηρίου κατά τη Προδικασία μετά και από την αίτηση των αιτητών ημερομηνίας 31/05/2016. Οι αιτητές πληροφορήθηκαν ότι λόγω φόρτου εργασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αίτηση για σύντομη ημερομηνία ακρόασης θα μπορούσε να εξεταστεί περί τον Απρίλιο του 2017. Στις 28/02/2017 αιτήθηκαν όπως εξεταστεί το αίτημα για σύντομη ημερομηνία ακρόασης της έφεσης το συντομότερο δυνατόν. Περαιτέρω ανέφεραν τις καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν από την καταχώρηση της έφεσης αναφέροντας ότι οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται «ουσιαστικά ματαιώνουν το σκοπό της έφεσης και συμβάλλουν στη συνεχιζόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων των αιτητών».
Στις 21/04/2017 ο Γενικός Εισαγγελέας με ηλεκτρονικό του μήνυμα, ζητούσε τη συγκατάθεση των αιτητών για παράταση του χρόνου καταχώρησης του περιγράμματος. Ακολούθησε αλληλογραφία για το θέμα.
Στις 26/01/2018 οι αιτητές καταχώρησαν εκ νέου αίτηση για σύντομη ημερομηνία ακρόασης. Στις 26/02/2018 καταχωρείται από κοινού αίτηση για παράταση του χρόνου για καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης του Γενικού Εισαγγελέα μαζί με αίτημα για σύντομη εκδίκαση.
Την 01/03/2018 καταχωρήθηκε το περίγραμμα αγόρευσης του Γενικού Εισαγγελέα αφότου δόθηκε άδεια για καταχώρηση στις 27/02/2018. Στις 13/03/2018 οι δικηγόροι των αιτητών/εφεσείοντων επισκέφθηκαν το Πρωτοκολλητείο για να ρωτήσουν αν υπήρξε οποιαδήποτε εξέταση του αιτήματος για σύντομη εκδίκαση, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη.
Στις 17/04/2018 οι δικηγόροι των αιτητών/εφεσείοντων καταχώρησαν εκ νέου αίτηση για σύντομη ημερομηνία εκδίκασης. Σε απάντηση της αίτησης, η Αρχιπρωτοκολλητής ενημέρωσε με επιστολή της ημερ. 14.5.2018 πως η αίτηση έχει εξεταστεί από το Δικαστήριο και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και ότι η υπόθεση θα πρέπει να αναμένει τη σειρά της, καθότι δεν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις.
Η ένσταση και οι θέσεις της Δημοκρατίας:
Η ευπαίδευτη συνήγορος έχει προωθήσει ιδιαίτερα το θέμα ότι η παρούσα αίτηση στερείται νομικής βάσης και δεν είναι τεκμηριωμένη, ενώ προβάλλεται και ο ισχυρισμός της αντικανονικότητας και παρατυπίας χωρίς όμως επαρκή εξειδίκευση. Παρεμπιπτόντως τίθεται στο προσκήνιο και ευθύνη της πλευράς των αιτητών ως προς την καθυστέρηση, λόγω χρόνου που δαπανήθηκε για εξεύρεση εξώδικης διευθέτησης της υπόθεσης. Όπως εξήγησε η κα Φλωρέντζου η απαρίθμηση ενεργειών που έγιναν στα πλαίσια εξώδικης ρύθμισης ή και περιορισμό των επιδίκων θεμάτων «εκφεύγουν των προνοιών και της φιλοσοφίας του νομοθετήματος». Παρά την παρέλευση αντικειμενικά μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έγερση της αγωγής μέχρι σήμερα, διατυπώνεται η άποψη πως δεν συντρέχουν τέτοιοι παράγοντες που να λειτουργούν αντισταθμιστικά στο γεγονός της παρέλευσης χρόνου ώστε να στοιχειοθετείται εύρημα υπέρμετρης καθυστέρησης.
Εξέταση της νομικής βάσης της αίτησης:
Κατά την ακρόαση της αίτησης ετέθη από το Δικαστήριο, ειδικά στον κ.Δημητριάδη, το ερώτημα περί της δυνατότητας να προωθείται μια διαδικασία τόσο σε συνάρτηση με την αγωγή όσο και με την έφεση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ανέφερε ότι η υπόθεση Δημητρίου ν. Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αίτηση αρ.2/13, 27.3.2014 η οποία ασχολήθηκε με την ερμηνεία των άρθρων 5, 7 και 8 του Νόμου, περιέχει εσφαλμένη αρχή δικαίου και μας κάλεσε να μη την ακολουθήσουμε.
Πριν από οποιαδήποτε ενασχόληση μας με το περιεχόμενο της Δημητρίου είναι ορθό να παραθέσουμε τα σχετικά άρθρα τα οποία αναλύονται σε αυτή αλλά και θα πρέπει ομοίως να μας απασχολήσουν. Να σημειωθεί ότι τονίζονται κάποια σημεία του Νόμου που θα σχολιάσουμε στη συνέχεια.
5. (1) Αγωγή δυνάμει του άρθρου 4 δύναται να εγερθεί για παραβίαση του δικαιώματος σε υπόθεση που περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε σχέση με παραβίαση του δικαιώματος σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, περιλαμβανομένου εκείνου της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, ανεξάρτητα αν για την παραβίαση του δικαιώματος στο στάδιο εκτέλεσης υπέχουν ευθύνη οι δικαστικές αρχές, ή άλλες αρχές της Δημοκρατίας. Η αγωγή εγείρεται εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή την ημερομηνία εκτέλεσης, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ότι η αγωγή δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εγερθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας.
Αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει αγωγή για παραβίαση του δικαιώματος
6. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παρέχεται με τον παρόντα Νόμο δικαιοδοσία να εξετάσει και αποφασίσει σε αγωγή δυνάμει των άρθρων 4 και 5 για παραβίαση του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο σε υποθέσεις που περατώθηκαν με έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης είναι -
(α) Σε σχέση με υποθέσεις επαρχιακού δικαστηρίου, ο διοικητικός Πρόεδρος οποιουδήποτε επαρχιακού δικαστηρίου ο οποίος ενόσω εκκρεμούσε η υπόθεση στην οποία σύμφωνα με την αγωγή παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα σε διάγνωση αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο δεν ασκούσε τα καθήκοντά του στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση και δεν είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέτασή της, ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει διοικητικός Πρόεδρος που να μην ασκούσε τα καθήκοντά του στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η υπόθεση και να μην είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέταση της, ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος επαρχιακού δικαστηρίου ή άλλος δικαστής που ικανοποιεί τα πιο πάνω, ως ήθελε ορίσει για την περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο,
(β) σε σχέση με υποθέσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου, τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήθελε ορίσει για την περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Απόφαση του αρμόδιου, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), δικαστηρίου είναι τελεσίδικη και δεν υπόκειται σε έφεση.
Δικαίωμα εξέτασης ισχυρισμών για παραβίαση του δικαιώματος σε εκκρεμούσες υποθέσεις
7. (1) Χωρίς βλάβη στο δικαίωμα έγερσης αγωγής δυνάμει των άρθρων 4 και 5, πρόσωπο που είναι διάδικος σε εκκρεμούσα υπόθεση στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος δικαιούται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ενόσω εκκρεμεί η υπόθεση, να προσφύγει στα ένδικα μέσα που προβλέπονται στο εδάφιο (2) σε σχέση με ισχυρισμό του ότι παραβιάστηκε στην υπόθεση το δικαίωμά του σε διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του σε εύλογο χρόνο.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), διάδικος που ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το δικαίωμά του σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του σε εύλογο χρόνο δικαιούται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να προσφύγει με πρωτογενή αίτηση κατά της Δημοκρατίας στο αρμόδιο κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 8 δικαστήριο για εξέταση του ισχυρισμού και απόδοση θεραπειών για την παραβίαση που προβλέπει ο παρών Νόμος, και για την έκδοση απόφασης για τα ζητήματα αυτά.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) εφαρμόζονται και σε σχέση με υποθέσεις που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο.
.......
(4) Δεν αναστέλλεται ή αναβάλλεται οποιαδήποτε διαδικασία σε υπόθεση που εκκρεμεί, λόγω υποβολής αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου ή εν αναμονή της περάτωσης της εξέτασής της.
.....
(5) Σε σχέση με αίτηση δυνάμει των άρθρων 7 και 8 και για ζητήματα δικονομίας και πρακτικής για τα οποία δε γίνεται ειδική ρύθμιση στον παρόντα Νόμο, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εκτός στην έκταση και για ζητήματα για τα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ήθελε εκδώσει σχετικό διαδικαστικό κανονισμό.
Αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει παραβίαση του δικαιώματος σε εκκρεμούσα υπόθεση
8. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παρέχεται διά του παρόντος δικαιοδοσία να εξετάσει και αποφασίσει ισχυρισμό και να αποδώσει θεραπείες σε πρωτογενή αίτηση δυνάμει του άρθρου 7 είναι -
(α)Σε σχέση με υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου, ο διοικητικός Πρόεδρος οποιουδήποτε επαρχιακού δικαστηρίου ο οποίος δεν ασκεί τα καθήκοντά του στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και δεν είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέτασή της, ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει διοικητικός Πρόεδρος που να μην ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω δικαστήριο και να μην είχε συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο στην εξέταση της υπόθεσης, ο αμέσως αρχαιότερος Πρόεδρος επαρχιακού δικαστηρίου ή άλλος δικαστής που ικανοποιεί τα πιο πάνω, ως ήθελε ορίσει για την περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο,
(β)σε σχέση με υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ' εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή με υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο εν λόγω δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο, τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήθελε ορίσει για την περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο:
Νοείται ότι δυνάμει της παρούσας παραγράφου ορίζονται δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίοι δεν είχαν συμμετοχή σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης της υπόθεσης.
(2) Απόφαση του αρμόδιου, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), δικαστηρίου είναι τελεσίδικη και δεν υπόκειται σε έφεση.
Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση»
Για λόγους που θα διαφανούν καλύτερα στη συνέχεια είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με το πιο πάνω θέμα.
Ο όρος «τελεσίδικη δικαστική απόφαση» μας είχε απασχόλησε στην Καούλα ν. Γενικού Εισαγγελέα, αρ. αγωγής 1/2017, 4.7.2018 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η νομολογία επιχείρησε να αποδώσει εννοιολογικά τον όρο «τελεσίδικη δικαστική απόφαση». Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Σιαμμά (2010) 1 Α.Α.Δ. 2114 και Οικονομίδης ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255.
Στη Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) αναφέρεται:
"Κατ' αρχάς, η έννοια «τελεσίδικη απόφαση» δεν σημαίνει απόφαση που δεν υπόκειται σε έφεση αλλά «τελική απόφαση» («final judgment») (ίδε Huntley (Marchioness) v. Gaskell [1905] 2 Ch. R. (CA) 656, Τάκης Οικονομίδης v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255). Εξ άλλου το άρθρο 3(1)(ζ) εν πάση περιπτώσει δεν μιλά για «τελεσίδικο» διάταγμα, όπως μιλά για «τελεσίδικη» απόφαση, αλλά, διαφοροποιώντας, για «τελικό» διάταγμα για πληρωμή ποσού. Ο όρος «τελικό διάταγμα» δεν θα μπορούσε να επεκτείνετο πέραν της έννοιας του διατάγματος για πληρωμή ήδη οφειλόμενου ποσού επί τη διαγνώσει ανάλογης ουσιαστικής αστικής ευθύνης, για να εκάλυπτε και διάταγμα για καταβολή εξόδων. Και να επεκτείνετο όμως πέραν τούτου, με τον προσδιορισμό του όρου «τελικό» μόνο σε τελικό και όχι ενδιάμεσο διάταγμα για πληρωμή εξόδων θα μπορούσε να παραπέμπει. Αυτό εξ άλλου θα ήταν και λογικό, αφού η εξασφάλιση ενδιάμεσου διατάγματος για έξοδα με ανοικτή ακόμα την τύχη των ουσιαστικών απαιτήσεων και των τελικών εξόδων δεν θα ήταν λογικό να μπορούσε να καθίσταται βάση για έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης. Εξ άλλου, όπως παρατηρεί και ο Εφεσίβλητος, όταν εξεδόθη η εν λόγω διαταγή για έξοδα, ούτε αυτή ούτε η ενδιάμεση αίτηση την οποία αφορούσε ήταν εφέσιμη, σύμφωνα με τη νομολογία, και μόνο στα πλαίσια της τελικής απόφασης θα μπορούσε να εφεσιβάλλετο. Θα δημιουργείτο έτσι πρόσθετη αδικία στον Εφεσίβλητο αν η μη δυνάμενη ακόμα να εφεσιβληθεί διαταγή για έξοδα καθίστατο βάση για έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης".
Στην Οικονομίδης (ανωτέρω) λέχθηκαν και τα εξής:
«Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" ("final judgment") εμφανίζεται και στο άρθρο 4(1) (g) της Αγγλικής Bankruptcy Act, 1883 (βλ. τώρα Bankruptcy Act, 1914, άρθρο 1(1) (g)). Έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Re Chinery, Ex p. Chinery [1884] 12 Q.B.D. 342, 345:
"I think we ought to give to the words 'final judgment' in this subsection their strict and proper meaning, i.e. a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε στις λέξεις 'τελεσίδικη απόφαση' σ' αυτό το εδάφιο την αυστηρή και σωστή έννοια τους. Είναι απόφαση που λαμβάνεται σε μια αγωγή με την οποία μια προϋπάρχουσα υποχρέωση του εναγομένου προς τον ενάγοντα εξακριβώνεται ή αποδεικνύεται."
Στη Huntly (Marchioness) ν. Gaskell [1905] 2 Ch. (CA) 656, 667 ο όρος έχει ερμηνευθεί ως εξής:
"When the word 'final' is used, as I think it is in some authorities with reference to judgments, that does not mean, I apprehend, a judgment which is not open to appeal, but merely 'final' as opposed to 'interlocutory'. A judgment is, in my opinion, not the less an estoppel between the parties to the action because it may be reversed on appeal to the House of Lords."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Όπου η λέξη 'τελεσίδικη' χρησιμοποιείται, καθώς νομίζω, σε μερικές αυθεντίες σε σχέση με αποφάσεις, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν σημαίνει απόφαση η οποία δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά απλώς 'τελεσίδικη' σε αντίθεση με την 'ενδιάμεση'. Κατά την γνώμη μου μια απόφαση δεν αποτελεί μικρότερο κώλυμα μεταξύ των μερών επειδή δυνατόν να ανατραπεί κατ' έφεση από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων."
Η έννοια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο του Νόμου για να είναι δυνατή η σύζευξη της με το σκοπό του.
Ο ίδιος ο Νόμος στον τίτλο του και στο περιεχόμενο του αναφέρεται σε δύο βασικές παραμέτρους:
(α) δικαίωμα για διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο.
(β) παραβίαση αυτού του δικαιώματος να αποφασισθεί δικαστικά.
Το δικαίωμα αυτό ως (α) ανωτέρω προϋποθέτει είτε εκκρεμή διαδικασία (όπου ισχύουν συγκεκριμένες πρόνοιες) είτε περατωθείσα διαδικασία με τελεσίδικη απόφαση (όπου επιχειρείται να ενταχθεί η παρούσα).
Η τελεσίδικη απόφαση, που έχει την έννοια της τελικής απόφασης όπως προσδιορίστηκε από την πιο πάνω νομολογία, είναι απαραίτητο στάδιο της κρίσης για «παραβίαση δικαιώματος», γιατί ακριβώς το δικαίωμα προϋποθέτει διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.
Η υπόθεση Δημητρίου και ο Νόμος:
Ο κ. Δημητριάδης εισηγήθηκε ότι στην επίδικη περίπτωση εφαρμόζεται το άρθ.7 ανωτέρω και εν προκειμένω υφίσταται εκκρεμούσα υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στο γραπτό του δε περίγραμμα αναφέρει τα εξής για την Δημητρίου:
«Το Δικαστήριο στη Δημητρίου, όπου ετέθη στα Kυπριακά Δικαστήρια το θέμα διαχωρισμού της υπόθεσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν υπάρχει πουθενά στο Νόμο του 2010» ρητή και σαφής πρόνοια ότι η όποια εκκρεμότητα αφορά αγωγή καταχωρηθείσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδικάζεται κατ΄έφεση. Δηλαδή δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων αφορά ολόκληρη τη διαδικασία στο Επαρχιακό, αλλά και στο εφετειακό στάδιο».
Λόγω του διαχωρισμού που προκύπτει από το Νόμο του 2010, το Δικαστήριο προχώρησε στην εν λόγω υπόθεση με την εξέταση μόνο της εφετειακής εκκρεμότητας όπου διαπίστωσε παραβίαση.»
Χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη Δημητρίου (ανωτέρω):
"Το άρθρο 7 αφορά, αντίθετα, εκκρεμούσες υποθέσεις. Το αγώγιμο δικαίωμα που δίδεται εδώ είναι η προσφυγή στα ένδικα μέσα που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου, που είναι η καταχώρηση πρωτογενούς αιτήσεως. Και πάλι φαίνεται να ενυπάρχει διαχωρισμός ανάλογα με το στάδιο και το επίπεδο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Το άρθρο 8(1)(α), προνοεί ότι για εκκρεμότητες στο Επαρχιακό Δικαστήριο, υπεύθυνος για την εκδίκαση της πρωτογενούς αιτήσεως είναι ο Διοικητικός Πρόεδρος ή άλλος αρχαιότερος Πρόεδρος ως ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, ορίζονται τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου για διάγνωση της αιτούμενης θεραπείας.
Πουθενά στο Νόμο δεν υπάρχει ρητή και σαφής πρόνοια ότι η όποια εκκρεμότητα αφορά αγωγή καταχωρηθείσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδικάζεται κατ΄ έφεση. Δηλαδή δεν καθορίζεται στο Νόμο ότι η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων αφορά ολόκληρη τη διαδικασία στο Επαρχιακό, αλλά και στο εφετειακό στάδιο. Το πρόβλημα παρουσιάζεται να είναι στη διατύπωση και στο λεκτικό των άρθρων 5 και 7, που κατά διαζευκτικό τρόπο είναι που καθορίζουν τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος διάγνωσης σε εύλογο χρόνο. Γίνεται λόγος για δικαίωμα που «... παραβιάστηκε σε εκκρεμούσα υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου ή υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ..» (η έμφαση προστέθηκε). Το λεκτικό που χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, στο άρθρο 8(1)(β) του Νόμου για «... υπόθεση επαρχιακού δικαστηρίου που εκκρεμεί σ΄ εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ..», δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι εκκρεμεί λόγω έφεσης. Είναι δυνατόν να εκκρεμεί η υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω ενδιάμεσων εφέσεων και με αυτή την έννοια η υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει περατωθεί.
Επομένως η υπό κρίση αίτηση θα εξεταστεί από την άποψη και μόνο της εφετειακής εκκρεμότητας.
Ο κ.Δημητριάδης προφορικά διαφοροποιήθηκε κάπως από τη γραπτή αγόρευση του, περί μη καθαρής πρόνοιας, ζητώντας μας ουσιαστικά πλέον «να ανατρέψουμε την ισχύ της Δημητρίου».
Η νομολογία στο κυπριακό νομικό σύστημα είναι η θωράκιση απέναντι στην ανασφάλεια δικαίου καθώς και στην ανισότητα. Γι΄αυτό και η ανατροπή προηγούμενου τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις και αρχές που εδώ δεν επιχειρήθηκε να τεθούν. Εκτενής ανάλυση του θέματος γίνεται στην Ronald Watts v. Λαούρη, πολ.εφ.319/2008, 7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε εφόσον για λόγους που θα εξηγήσουμε, η Δημητρίου είναι απολύτως συμβατή με τη σωστή ερμηνεία των αναφερομένων προνοιών. Εφόσον διαβαστούν σαν σύνολο τα πιο πάνω άρθρα 5-8 του Νόμου, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Δύο είναι οι τρόποι αξίωσης με βάση το Νόμο:
(α) Με καταχώρηση αγωγής, εάν η υπόθεση περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για υποθέσεις που περατώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε με τελεσίδικη απόφαση Εφετείου. Όπως αναφέραμε προηγουμένως και κατ΄επίκληση της Καούλα, ανωτέρω και της προηγηθείσας νομολογίας, ο όρος τελεσίδικη απόφαση έχει την έννοια της τελικής απόφασης χωρίς να συναρτάται με το δικαίωμα έφεσης.
Μάλιστα εάν η αξίωση εμπίπτει σε αυτή την κατάταξη του Νόμου, αυτή πρέπει να εγερθεί εντός ενός έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη απόφαση. Ομοίως η δικαιοδοσία ως προς την εκδίκαση γι΄αυτού του είδους τις αξιώσεις καθορίζεται να είναι ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου (με κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, που δεν χρειάζεται να αναφερθούν εν προκειμένω) εφόσον πρόκειται για περατωθείσα τελεσίδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εάν δε η αξίωση αφορά περατωθείσα έφεση η δικαιοδοσία εκδίκασης ανήκει σε τρία μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου (με τις διευκρινίσεις που δίδονται στο Νόμο).
(β) Με καταχώρηση πρωτογενούς αίτησης. Με αυτό τον τρόπο δέον να εγείρονται με βάση το Νόμο, οι αξιώσεις που αφορούν μη περατωθείσα υπόθεση, όπου ακριβώς δεν υφίσταται τελεσίδικη απόφαση (υπό την ως άνω έννοια της τελικής απόφασης) σημειωτέον ότι για αυτή την αξίωση δεν υπάρχει προθεσμία. Αναφορικά δε με τη δικαιοδοσία γίνεται ο εξής διαχωρισμός:
(α) σε σχέση με εκκρεμείς υποθέσεις Επαρχιακού Δικαστηρίου στο διοικητικό Πρόεδρο,
(β) σε σχέση με υπόθεση Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκκρεμεί σ΄εκείνο το στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο ή με υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο σε τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η δομή και η φιλοσοφία του Νόμου όπως προκύπτει από την ενιαία ανάγνωση των άρθρων αυτών αλλά και κάτω από το πρίσμα της θεώρησης που δόθηκε στη Δημητρίου, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε άλλη λογική ερμηνεία, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών. Διαχωρίζονται σαφώς οι θεραπείες και οι προϋποθέσεις αυτών αφενός σε υπόθεση Επαρχιακού ή Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν τελεσίδικης απόφασης, όπου μόνο αγωγή μπορεί να γίνει και αφετέρου σε υπόθεση που δεν αποπερατώθηκε ως άνω, όπου η αξίωση καταχωρείται με την μορφή πρωτογενούς αιτήσεως, με ξεχωριστό πάντα πλαίσιο μεταξύ πρωτόδικης και εφετειακής δικαιοδοσίας.
Ο κ. Δημητριάδης εισηγήθηκε ότι, αν αφαιρέσουμε την πρωτόδικη διαδικασία δηλαδή της αγωγής από την αξίωση, δεν θα υφίσταται αποτελεσματική θεραπεία και αυτό συνιστά παράβαση υφιστάμενης ευρωπαϊκής νομολογίας. (Βλ. Konig ν. Gemany [1978] (Aίτηση αρ. 6232/73, ημερ. 28.06.1978 και Erkner and Hofauer v. Austria, 23.4.1987 (αναφορά 17/1986/115/163), ημερ. 23.4.1987).
Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω εισήγηση. Ο νομοθέτης θέλησε να προβεί σε αυτό το διαχωρισμό και οι δύο ξεχωριστές διαδικασίες υφίστανται για να κριθεί ο εύλογος χρόνος εκδίκασης πρωτόδικα και δευτεροβάθμια. Η κείμενη νομοθεσία αποκλείει την εκδίκαση ενιαίας υπόθεσης για την πρωτόδικη και τη δευτεροβάθμια διαδικασία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συντρέχει αποτελεσματική θεραπεία για τους αιτητές. Τέτοια θεραπεία υφίστατο εφόσον ασκείτο αγωγή εντός ενός έτους μετά την έκδοση της πρωτόδικης τελεσίδικης απόφασης και η αξίωση αυτή θα αφορούσε παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης της αγωγής. Οι αιτητές δεν επέλεξαν να το πράξουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι το νομοθετικό πλαίσιο είναι ελλιπές.
Ακόμη και με βάση την ευρωπαϊκή νομολογία η εισήγηση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Στο Σύγγραμμα Ι. Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία», εκδόσεις Σάκκουλα 2018, σελ.112, στο Κεφάλαιο «Η εύλογη προθεσμία εκδίκασης» αναφέρεται πως «κάθε βαθμός δικαιοδοσίας μπορεί να κριθεί ξεχωριστά» (βλ. Stefanou 2954/07, 22.4.2010, para.67).
Σύμφωνα με τα πιο πάνω είναι φανερό πως, αποκλειομένης της αξίωσης για το χρόνο εκδίκασης που αφορά την αγωγή, παραμένει μόνο για εξέταση η θεραπεία για την εφετειακή διαδικασία από την ημερομηνία καταχώρησης της έφεσης μέχρι σήμερα.
Το πρώτο βεβαίως που θα πρέπει να απαντηθεί είναι εάν ο χρόνος εκδίκασης μέχρι τώρα ήταν εύλογος και αν υπήρξε παραβίαση του σχετικού δικαιώματος των διαδίκων με αντίστοιχη μη τίμηση της υποχρέωσης της πολιτείας για τη διασφάλιση του εύλογου χρόνου εκδίκασης.
Παρατηρείται αναφορικά με την εφετειακή διαδικασία ότι δεν εντοπίζεται καμία παράλειψη ή πράξη των ιδίων των αιτητών ώστε να στοιχειοθετείται και δική τους υπαιτιότητα στην καθυστέρηση. Κατά τα λοιπά, όπως πλειστάκις έχει λεχθεί στη νομολογία, ο εύλογος ή μη χρόνος εκδίκασης είναι θέμα που αφορά πολλούς και διαφορετικής υφής παράγοντες, όπως το πολύπλοκο της διαφοράς, το τι διακυβεύεται για τον αιτητή και άλλα (Βλ. άρθρο 11 του Νόμου και Ηλιάδης κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα, αγωγή 1/2014, 31.5.2016).
Η έφεση καταχωρήθηκε αρχές του 2015 και πέρασε ένα διάστημα 19 μηνών ώστε να οριστεί για προδικασία. Υπήρξε καθυστέρηση και όσον αφορά την καταχώρηση περιγράμματος από τη Δημοκρατία. Διάφορα αιτήματα των αιτητών ως εφεσειόντων για σύντομη εκδίκαση της υπόθεσης απέτυχαν εφόσον η δυνατότητα εκδίκασης συσχετιζόταν με τη συνολική ικανότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδικάσει μεγάλο όγκο υποθέσεων που υπήρξαν εκκρεμείς ενώπιον του και οι οποίες υποθέσεις εκδικάζοντο με προτεραιότητα το χρόνο καταχώρησης τους.
΄Εχοντας υπόψη τη φύσης της υπόθεσης η οποία δεν φαίνεται να παρουσιάζει ασυνήθεις δυσκολίες σε συνάρτηση με τις νομολογιακές κατευθύνσεις για την έννοια του εύλογου χρόνου εκδίκασης, θεωρούμε πως υπήρξε παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης της έφεσης. Υπήρξε μεγάλη περίοδος απραξίας για την οποία δεν υπάρχει αιτιολογία. Ο καθορισμός της υπόθεσης για ακρόαση δεν έγινε ακόμη - και αυτό είναι κοινό έδαφος - λόγω του όγκου των υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανκαι μερική καθυστέρηση παρουσιάστηκε επίσης ως προς την καταχώρηση των περιγραμμάτων των εφεσιβλήτων, η οποία επίσης αποδίδεται στη Δημοκρατία.
Ως προς την υπόθεση και τη φύση της, καθώς και τον αντίκτυπο που ενδεχομένως να έχει η καθυστέρηση στους διαδίκους, πρέπει να λεχθεί πως η αγωγή αφορούσε σε ακίνητη ιδιοκτησία τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών και οι αξιώσεις στρέφονταν κατά του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Εσωτερικών ως κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών σύμφωνα με το άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου και δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1991-2012. Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαίτησης «οι αποβιώσαντες τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες ήσαν σύζυγοι και κατοικούσαν στη Λάρνακα μέχρι και τον Αύγουστο του 1974, ενώ μετά μεταφέρθησαν, χωρίς τη θέληση τους, σε περιοχή της Κύπρου η οποία δεν ευρίσκεται υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας». Καταλογίζεται στους εναγόμενους πως «μετά τον Αύγουστο του 1974 έλαβαν τον έλεγχο και την κατοχή των περιουσιών χωρίς την άδεια ή συγκατάθεση των αποβιωσάντων ή των διαχειριστών τους και χωρίς την καταβολή ενοικίου ή αποζημίωσης». Δικογραφείτο δε ακόμη πως οι ενάγοντες ως διαχειριστές της περιουσίας των ιδιοκτητών ζήτησαν επιστροφή των επιδίκων περιουσιών αλλά οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να τους καταβάλουν οποιονδήποτε ποσό. Αξιώνετο διάταγμα που να διατάσσει τους εναγομένους «σε παράδοση της κατοχής των περιουσιών και για συγκεκριμένα ποσά για απώλεια χρήσης στη βάση παράνομης επέμβασης, παράβασης του Νόμου ή και ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Παρά το γεγονός ότι η αξίωση εδράζεται σε δικαίωμα επί ακίνητης ιδιοκτησίας, η νομική της βάση δεν φαίνεται να εκφεύγει από αυτή της παράνομης επέμβασης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να κριθεί ότι ενέχει τέτοια στοιχεία που να καθιστούν τον αντίκτυπο της καθυστέρησης, ιδιαίτερα απεχθή στους αιτητές, αν και είναι πλήρως κατανοητή η ανησυχία που αφορά τη μεγάλη ηλικία ορισμένων εξ αυτών.
Ανεξαρτήτως του ότι οι λόγοι μη εκδίκασης της έφεσης ακόμη συναρτώνται με τον όγκο των εφέσεων και υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εν λόγω έφεση δεν μπόρεσε ακόμη να ακουστεί και οι εφεσείοντες δικαιούνται αποζημιώσεων αφού παρατηρείται παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης. (Bλ. Kudla ν. Poland (Αριθμός Αίτησης 30210/96), ημερ. 26/10/2000, Guincho v. Portugal (αριθμός αίτησης 8990/80), ημερ. 10.7.84).
Στο ίδιο Σύγγραμμα Ι.Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία» ανωτέρω, σελ.112-114, για το θέμα των αποζημιώσεων αναφέρονται τα εξής:
«Το Δικαστήριο διακρίνει ειδικότερα δύο παθολογικά φαινόμενα: τη μακρά περίοδο απραξίας και την υπερβολικά αργή διεξαγωγή μιας διαδικασίας. Ως προς τις περιόδους απραξίας, η ανωμαλία ξεκινά κατά γενικό κανόνα μετά την παρέλευση έξι μηνών, με αποδοχή του εννεαμήνου ως μη παθολογικού φαινομένου, ενώ αντίθετα τα δύο έτη απραξίας θεωρούνται μετά βεβαιότητος ως στοιχειοθετούντα παραβίαση του δικαιώματος. Ως προς το αργό της διεξαγωγής, το ένα και ήμισυ έτος από της καταθέσεως της προσφυγής μέχρι της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, Θεωρείται ως απολύτως αποδεκτό χρονικό διάστημα, το οποίο βεβαίως μπορεί να παρατείνεται ανάλογα με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης ή να είναι πιο σύντομο εν όψει του διακυβεύματος και της απλότητας των θεμάτων. Ως προς την εκτέλεση, επτά μήνες είναι ανεκτοί όχι όμως και ενάμιση έτος.
Η αποζημίωση τώρα που επιδικάζεται στις περιπτώσεις υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου αποτελεί συνάρτηση του διακυβεύματος σε συνδυασμό με τον υπερβολικά αργό χαρακτήρα της διαδικασίας και το συνολικό χρόνο αυτής. Ασήμαντα ποσά, προπετείς απαιτήσεις και καταχρηστική συμπεριφορά δεν δίνουν βάση για καταδίκες. Όταν κάποιος ανοίγει μια τέτοια διαδικασία ενώ το χρηματικό διακύβευμα της κυρίας διαδικασίας είναι πολύ χαμηλό, όταν ζητεί υπερβολικά υψηλή αποζημίωση, εντελώς αδικαιολόγητα, και όταν ο ίδιος με την ασημαντότητα του δικαστικού του αιτήματος συντελεί στην επιβάρυνση των πινακίων, το Δικαστήριο απορρίπτει ή δεν επιδικάζει χρηματική αποζημίωση. Όμως, μια αίτηση κρίνεται βάσιμη, ανεξαρτήτως αν η κύρια δίκη κατέληξε σε δικαίωση του προσφεύγοντος. Το ψυχικό βάρος της αναμονής αποζημιώνεται με χρήμα που μπορεί να ξεκινά από 300 ευρώ όταν το κύριο χρηματικό διακύβευμα ήταν μικρό να φθάνει όμως και σε 30.000 ευρώ όταν, σε συνάρτηση με την επί δεκαετία και πλέον διαρκέσασα δίκη, το κύριο αντικείμενο της διαφοράς αφορούσε εκτάσεις υπό απαλλοτρίωση μεγάλης αξίας. Σε μια υπόθεση δίκης για προσαύξηση συντάξεων που διήρκησε συνολικά εννέα έτη μέχρι της εκδικάσεως του αιτήματος το Δικαστήριο επιδίκασε 2.000 ευρώ, ενώ σε άλλη συνταξιοδοτική υπόθεση η αποζημίωση που επιδικάσθηκε για καθυστέρηση πλέον των εννέα ετών ήταν της τάξεως των 3.000 ευρώ».
Οι αιτητές δικαιούνται αποζημιώσεις για ζημία ή βλάβη μη χρηματικής φύσης λόγω της αναφερομένης παράβασης, δυνάμει του άρθρου 12(β) του Νόμου. Βεβαίως δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστό δικαίωμα αποζημίωσης για τον καθένα ενόψει της ιδιότητας τους ως διαχειριστές.
Στην Μ. D. Cyprus Soya Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αρ.αγωγής 1/18, ημερ. 25.2.2019 όπου ο συνολικός χρόνος εκδίκασης της έφεσης υπήρξε αυτός των 6 ετών επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις €1,500.
Στη Δημητρίου (ανωτέρω), όπου ο συνολικός χρόνος εκδίκασης μέχρι την ημερομηνία της απόφασης ήταν 4 έτη, ομοίως επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις €1,500. Στην ίδια αυτή υπόθεση γίνεται αναφορά σε διάφορα ποσά αποζημιώσεων και θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα.
«Στην Panayiotou v. Cyprus, Appl. No. 20009/06, ημερ. 20.1.2011, η Δημοκρατία καταδικάστηκε στην καταβολή αποζημίωσης ύψους €3.200 για παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης σε ποινική υπόθεση που διήρκεσε 5 χρόνια και 3 μήνες. Μέρος της καθυστέρησης οφειλόταν στην αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως αρκετές φορές λόγω φόρτου εργασίας, ενώ χρειάστηκε και σχεδόν ένα έτος για την ετοιμασία των πρακτικών της δίκης. Στην Christodoulou v. Cyprus, υπόθ. αρ. 30282/06, ημερ. 16.7.2009, που αφορούσε υπόθεση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, η Δημοκρατία καταδικάστηκε να καταβάλει ποσό €3.200 ως δίκαιη αποζημίωση («non-pecuniary damage»), για παραβίαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης εφόσον η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 2.3.2001 και το Ανώτατο Δικαστήριο έκδοσε την απόφασή του στις 27.1.2006, διατάζοντας επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Τελικά η υπόθεση συμβιβάσθηκε στις 19.12.2006. Το ΕΔΑΔ έλαβε υπόψη ότι χρειάστηκε υπέρμετρος χρόνος για την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' έφεση, με την έφεση να ορίζεται ένα έτος και 10 μήνες μετά την καταχώρησή της.
Από την άλλη, στην Frydlender v. France - πιο πάνω - το ΕΔΑΔ επιδίκασε αποζημιώσεις ύψους 60,000 Γαλλικών Φράγκων για καθυστέρηση σχεδόν 9 ετών και 8 μηνών, ενώ η απόφαση του Conseil D' Edat δόθηκε σχεδόν έξι έτη μετά την παρουσίαση της υπόθεσης ενώπιόν του, χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση για την καθυστέρηση».
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, όπου η έφεση εκκρεμεί, για 4 έτη χωρίς να ορισθεί για ακρόαση, κρίνουμε πως οι αιτητές δικαιούνται αποζημιώσεων στο συνολικό ποσό των €2,500 πλέον έξοδα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Προσθέτως δυνάμει του άρθρου 14(1) του Νόμου, με βάση τη διαπίστωση περί παραβίασης του δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου εκκρεμούσας υπόθεσης, διαβιβάζεται η παρούσα στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω της Αρχιπρωτοκολλητού για τα δέοντα επόμενα διαβήματα, σύμφωνα με το άρθρο 14(2) του Νόμου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.