ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ. Νικολάου με Κατ.Φιλιππίδου, για Π.Παύλου amp;amp;amp; Σ/τες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες Ν.Γεωργιάδης και Κ.Βαρνάβα, για Γεωργιάδη amp;amp;amp; Πελίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο HAZLEWOOD INVESTMENT amp;amp; FINANCE LTD ν. MANUEL κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017, 16/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A310

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017)

 

16 Ιουλίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

HAZLEWOOD INVESTMENT & FINANCE LTD

 

Εφεσείοντες

 

και

 

1. xxxx MANUEL

2. xxxx RASHNIKOV

3. OCEAN FLOW INTERNATIONAL CORP

4. ANTEQUERA ENTERPRISES LTD

 

Εφεσίβλητοι

 

---------

 

Χρ. Νικολάου με Κατ.Φιλιππίδου, για Π.Παύλου & Σ/τες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες

 

Ν.Γεωργιάδης και Κ.Βαρνάβα, για Γεωργιάδη & Πελίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2

 

Π.Πολυβίου και Γ.Μίτλεττον, για τους εφεσίβλητους 3 και 4 για Χρυσαφίνη & Πολυβίου ΔΕΠΕ

 

-----------------

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Οι δύο εφέσεις έχουν εκδικασθεί από κοινού γιατί με τρόπο που θα εξηγηθεί πιο κάτω συνδέονται, παρά το διαφορετικό τους αντικείμενο.

 

Η Έφεση Ε14/2017 αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 30.12.2016 στην αγωγή αρ. 2005/16 με την οποία τα μονομερώς εκδοθέντα διατάγματα ακυρώθηκαν.  Η Έφεση Ε209/2017 αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 27.11.2017 (με άλλη σύνθεση), στην ως άνω αγωγή με την οποία ακυρώθηκαν τα διατάγματα ημερ. 8.7.2016 (άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας στους εφεσίβλητους 1 και 2) και 25.4.2017 (υποκατάσταση επίδοση στους εφεσίβλητους 1 και 2 μέσω του δικηγορικού γραφείου Γεωργιάδης και Πελίδης ΔΕΠΕ).  Παραμερίστηκε η ίδια υποκατάστατη επίδοση που έγινε στους εφεσίβλητους 1 και 2 και διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας στην εν λόγω αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2.

 

Ξεκινούμε με την εξέταση της πρώτης έφεσης.

 

 

 

Έφεση Ε14/2017

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων ημερ. 4.7.2016 εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσίβλητους-εναγόμενους να μεταφέρουν εκτός της Κύπρου και/ή να διαχειριστούν ή να αποξενώσουν ή με οποιοδήποτε τρόπο μειώσουν την αξία (κάτω από 90 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) οποιαδήποτε από τα περιουσιακά τους στοιχεία.  Απαγορευόταν επίσης σ΄ αυτούς να διαθέσουν ή αποξενώσουν, ή μειώσουν την καθαρή αξία συγκεκριμένων περιουσιακών τους στοιχείων κάτω από το ως άνω ποσό (τρία ακίνητα στη Γαλλία και μετοχές που κατέχουν οι εφεσίβλητοι 1 και 2 στην Κυπριακή εταιρεία Snapbox Holding Ltd).

 

Στη συνέχεια υποβλήθηκαν ενστάσεις και εκατέρωθεν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις κατόπιν άδειας. Αφού οι συνήγοροι των πλευρών αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 30.12.2016 η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε το εν λόγω διάταγμα, απορρίπτοντας την αίτηση με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

Ο πυρήνας της αιτιολογίας της απόρριψης εστιαζόταν στην κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν πληρείτο η β΄ προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60, δηλαδή η ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Αποδεχόμενο το Δικαστήριο ουσιαστικά την εκδοχή των εφεσιβλήτων κατέληξε πως «οι εκδοχές που η ενάγουσα προέβαλε καταρρίπτονται».  Στην ίδια βάση, στηριζόμενο σε ταυτόσημες διαπιστώσεις (κυρίως ότι η πλευρά των εφεσειόντων γνώριζε αυτά που προβάλλει ως στοιχεία της εναντίον αυτών απάτης) έκρινε πως δεν συνέτρεχε το στοιχείο του επείγοντος και ότι για τον ίδιο λόγο οι εφεσείοντες κρίνονται ένοχοι για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. 

 

Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τη γ΄ προϋπόθεση του άρθρου 32, καταλήγοντας ότι ωσαύτως δεν πληρούτο αφού οι εφεσείοντες δεν είχαν θέσει οτιδήποτε που να καταδεικνύει πως οι εφεσίβλητοι προτίθενται να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ώστε να μην καταστεί εφικτή η εκτέλεση της απόφασης σε περίπτωση που αυτή εκδοθεί εναντίον τους.

 

Οι εφεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους έφεσης, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε πως το ενώπιον του υλικό δεν ικανοποιούσε τη β΄ προϋπόθεση του άρθρου 32 (1ος λόγος), ότι λανθασμένα έκρινε πως δεν ικανοποιείτο η γ΄ προϋπόθεση, ότι δηλαδή θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη (2ος λόγος) και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του επείγοντος ή οι εξαιρετικές περιστάσεις (3ος λόγος).  Λανθασμένη θεωρούν ακόμη την κρίση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη στοιχεία που όφειλαν να αποκαλύψουν (4ος λόγος).

 

Επίσης οι εφεσίβλητοι 1 και 2 κατεχώρισαν ειδοποίηση αντέφεσης με δύο λόγους (α) ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους που στην ένσταση τους προβάλλοντο σε σχέση με τη μη αποκάλυψη και (β) εσφαλμένα δεν εξέτασε το ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

Αντέφεση καταχώρισαν και οι εφεσίβλητοι 3 και 4.  Ο πρώτος λόγος ταυτίζεται με το (α) της αντέφεσης των εφεσιβλήτων 1 και 2, ενώ προσθέτως θέτουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε και σε άλλα στοιχεία για να κρίνει πως δεν δικαιολογείτο το επείγον.

 

Το ιστορικό της διαφοράς είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένο.  Και αυτό αφορά όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές και τις ενόρκους δηλώσεις που στηρίζουν τις εκατέρωθεν θέσεις.  Όλες είναι πολυσέλιδες με ογκώδη τεκμήρια.  Το έργο μας στην εξέταση των λόγων έφεσης ως εκ του όγκου του υλικού υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολο.

 

Ταυτοχρόνως υπήρξε συνειδητή προσπάθεια μας να μην εμπλακούμε σε παράθεση και ανάλυση λεπτομερειών και ισχυρισμών που δεν είναι βοηθητικές στη διάγνωση αυτών που έχουν εν τέλει σημασία.

 

Το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων εδράζεται σε απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή παράβαση καθηκόντων πίστης (fiduciary duties) και/ή υποβοήθηση για διάπραξη παράβασης καθήκοντος πίστης.  Δεσπόζοντα ρόλο στα δρώμενα σίγουρα έχουν οι συμφωνίες πώλησης μετοχών, που συνδέουν την πλευρά των εφεσειόντων με την πλευρά των εφεσιβλήτων.

 

Σύμφωνα με τους εφεσείοντες (με μόνο δικαιούχο και μέτοχο το κεντρικό πρόσωπο ονόματι Sh....), εξαιτίας ανακριβών και ψευδών παραστάσεων σε βάρος τους εκ μέρους της εφεσίβλητης 4 (μέσω των εφεσιβλήτων 1 και 2), οι εφεσείοντες πώλησαν το 50% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχαν στην κοινοπραξία για την ανάπτυξη έργων (κυρίως του έργου "Russian Tower") στο κέντρο της Μόσχας, σε ποσό πολύ μικρότερο της πραγματικής αξίας των μετοχών της.  Η πώληση έγινε προς την εφεσίβλητη 3.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι στο μακρύ ιστορικό που παρατίθεται - και από τις δύο πλευρές - εμπλέκονται διάφορες εταιρείες και πρόσωπα.  Κρίνουμε εν πολλοίς αχρείαστη την ονοματολογία διάφορων εταιρειών ή προσώπων που ενεργούν ανάλογα για τη μία ή την άλλη πλευρά.  Θα περιοριστούμε στις άκρως απαραίτητες αναφορές, σημειώνοντας πως εκτός από τους διαδίκους, ενδιαφέρουν οι κάτωθι εταιρείες:

·        Η Leondaris Holdings Ltd, Κυπριακή εταιρεία και η θυγατρική της ST Towers LLC.

·        Η CruShman, πολυεθνική εταιρεία κτηματομεσιτικών εργασιών με παράρτημα στη Μόσχα.

Στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση μετά από 121 μακροσκελείς παραγράφους καταγραφής των γεγονότων, η πλευρά των εφεσειόντων προσδιορίζει τα σημεία που συνιστούν - κατά τη θεώρηση τους - τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 ως εξής:

«122. Όπως φαίνεται από τα γεγονότα που περιγράφονται πιο πάνω, οι Na...., Vi.. και An..οι οποίοι κατά παράβαση των καθηκόντων πίστης και εμπιστοσύνης που όφειλαν στην αιτήτρια λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους δυνάμει της Αρχικής Συμφωνίας Μετόχων, της Συμπληρωματικής Συμφωνίας και της Συμφωνίας Αντικατάστασης, προέβησαν σε ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις με σκοπό να πείσουν την αιτήτρια να πωλήσει προς την Ocean Flow άμεσα και μάλιστα σε πολύ μειωμένη τιμή το 50% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε στην κοινοπραξία για την ανάπτυξη του έργου Russian Tower, παρά το ότι γνώριζαν και πάντως όφειλαν να γνωρίζουν και ενώ απέκρυψαν από την αιτήτρια, ότι η πραγματική αξία των εν λόγω μετοχών ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από την τελική τιμή πώλησης.  Επιπρόσθετα γνώριζαν και απέκρυψαν ουσιαστικά γεγονότα που αφορούσαν την αξία της κοινοπραξίας τους με την αιτήτρια με σκοπό να πετύχουν τους δόλιους στόχους τους και να πλουτίσουν αθέμιτα σε βάρος της αιτήτριας.

 

123. Είναι φανερό ότι λόγω της ζημιάς που υπέστη η αιτήτρια από την πώληση του μεριδίου της σε ποσό πολύ μικρότερο της πραγματικής αξίας των μετοχών της, οι εναγόμενοι-αδικοπραγούντες οφείλουν να αποζημιώσουν την αιτήτρια αφενός στη βάση παράβασης των καθηκόντων εμπιστοσύνης και πίστης που όφειλαν προς την αιτήτρια, αλλά και αφετέρου στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού που έχουν επωφεληθεί οι εναγόμενοι 1 - 3 εξαιτίας της αγοράς του 50% στο Russian tower και για την παράνομη κατακράτηση των ωφελημάτων που προήλθαν από τον εν λόγω πλουτισμό σε βάρος της αιτήτριας.

 

124. Με βάση όλα τα πιο πάνω στοιχεία, από όσο καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω, υπάρχουν όχι απλά ορατές αλλά πολύ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής και στην πραγματικότητα δεν πιστεύω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν οποιαδήποτε υπεράσπιση στην αξίωση της αιτήτριας.  Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν καμιά δικαιολογία ή νόμιμο λόγο να μην πληρώσουν και να επιστρέψουν τα ποσά που επωφελήθηκαν σε βάρος της αιτήτριας.»

 

Για τη γ΄ προϋπόθεση και την προσφορότητα σχετικές είναι οι παράγραφοι 125-128 οι οποίες θα μας απασχολήσουν αργότερα.  Το ίδιο και οι σχετικές αναφορές για το επείγον.

 

 

Το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η α΄ προϋπόθεση του αρθ.32 (η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης) ικανοποιείτο, όχι όμως η β΄ προϋπόθεση (η ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας). 

 

Η β΄ προϋπόθεση του άρθρου 32 έχει αναλυθεί ερμηνευτικά σε μεγάλο όγκο αυθεντιών.  Εκείνο που ο αιτητής οφείλει να πράξει ως προς την ικανοποίηση αυτής της προϋπόθεσης είναι να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων».

 

Στην κλασική υπόθεση επί του θέματος Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. αναφέρθηκε:

«Η δεύτερη προϋπόθεση επιβάλλει στις εφεσείουσες να δείξουν ότι έχουν πιθανότητα επιτυχίας. Όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την Odysseos (πιο πάνω), στη σελίδα 569 η πιθανότητα στα πλαίσια της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60, απαιτεί από τις εφεσείουσες να δείξουν ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.»

 

 

Είναι εδραιωμένο αλλά και κοινή γνώση πως το Δικαστήριο κατά την εξέταση ειδικά της β΄ προϋπόθεσης αποφεύγει την σε βάθος ανάλυση των επίδικων σχέσεων και δεν μπορεί να εξάγει τελικά ή δεσμευτικά συμπεράσματα επ΄ αυτών.  (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248), Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co.Ltd, (1998)1 A.A.Δ. 1653,  Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd and other (2002) 1Γ A.A.Δ. 2015).

 

Όπως σοφά ετέθη στις υποθέσεις T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 A.A.Δ. 1802 και Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka A.D. (1999) 1 A.A.Δ. 225, δεν χρειάζεται «η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του. »

 

Ωστόσο, εν προκειμένω, κατ΄ απόκλιση των παραδεκτών αρχών το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδηλα προχώρησε σε ένα είδος συνοπτικής αξιολόγησης των εκατέρωθεν εκδοχών, επιλέγοντας ως πιο πιθανή την εκδοχή που έθεσε η πλευρά των εφεσιβλήτων.  Σαφώς και δεν περιορίστηκε στην ανίχνευση σοβαρών ενδείξεων περί της πιθανότητας ύπαρξης δικαιώματος αλλά, παρά την περί του αντιθέτου διακήρυξη του, προέβη σε επιλογή εκδοχής, μάλιστα με ένα τρόπο που φανέρωνε υποκειμενική και επί της ουσίας αξιολόγηση.  Η ευπαίδευτη Δικαστής αναφέρει συγκεκριμένα, βασιζόμενη στο «πραγματικό υπόβαθρο που τέθηκε ενώπιον αυτής», ένα πλέγμα γεγονότων που ταυτίζονται με τη θεώρηση της πλευράς των εφεσιβλήτων.  Ουσιαστικά θεωρεί ως ένα είδος ευρημάτων την παράθεση των γεγονότων που οι εφεσίβλητοι προβάλλουν διεισδύοντας σε λεπτομέρειες και ερμηνεία τεκμηρίων που φυσικά και αφορούσαν το έργο της αξιολόγησης της ουσίας.  Εν είδει κατάληξης δε, αναφέρει τα εξής:

«Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί πως όλα όσα προαναφέρονται δεν αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου επί των επιδίκων θεμάτων, αλλά η πιο πάνω αξιολόγηση γίνεται μόνο στα περιορισμένα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης».

 

Για να συνεχίσει αμέσως μετά:

 «Από τα προαναφερόμενα καταδεικνύεται πως οι εκδοχές που η ενάγουσα προέβαλε καταρρίπτονται.  Αποδομείται η θέση πως (α) ο Sh.... δεν ήταν ενήμερος για τον διορισμό της Cu..... και δεν γνώριζε για τα αποτελέσματα της Εκτίμησης της, (β) δεν ήταν ενήμερος για τις συζητήσεις με την αναπτυξιακή επιτροπή της Μόσχας για τη διαδικασία εξασφάλισης των σχετικών ψηφισμάτων, (γ) η πρόταση να μειωθεί το αντίτιμο της εξαγοράς των μετοχών του Sh.... στα 37.5 εκατομμύρια δολάρια Αμερικής αντί 50 εκατομμύρια, προερχόταν από τον Na.....

Πέραν τούτων, η εκδοχή πως ο Sh.... εξαπατήθηκε από τους Εναγόμενους 1 και 2, καταρρίπτεται από το γεγονός πως κατά τις διαπραγματεύσεις, ο Sh.... εκπροσωπείτο από έναν διεθνή νομικό οίκο.  Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως οι δικηγόροι του προχώρησαν στον καταρτισμό της επίδικης συμφωνίας, μιας συμφωνίας εκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς να μελετήσουν όλες τις παραμέτρους και να λάβουν υπόψη τους ακόμη και την πιο μικρή λεπτομέρεια.  Τέλος, έχοντας ως υπόβαθρο τα πιο πάνω, καταρρίπτεται και η εκδοχή πως ο Sh.... «ενημερώθηκε για πρώτη φορά για τα πιο πάνω γεγονότα, περίπου τον Ιούνιο του 2016».»

 

Εκείνο που φαίνεται από τα πιο πάνω είναι η αδυναμία του Δικαστηρίου να περιοριστεί στην εξέταση της β΄ προϋπόθεσης, αφού έχει εκφύγει του πλαισίου του άρθρου 32 προβαίνοντας όχι μόνο σε αξιολόγηση αλλά και σε διατύπωση ευρημάτων επί της ουσίας.  Η σημασία των τεκμηρίων που ειδικά αναφέρει (τεκμήρια 15-18 της ένορκης δήλωσης Χατ.. ή του τεκμηρίου 30 της ένορκης δήλωσης Ζε.. - κοινοποίηση κατάστασης λογαριασμού προς Sh.... που περιλάμβανε πληρωμές προς την Cu....., που εμμέσως κατά τους εφεσίβλητους σήμαινε γνώση των εφεσειόντων για θέματα τα οποία επικαλούνται απάτη), είναι τέτοιας υφής που μόνο εν τέλει και δυνάμει υποκειμενικής αξιολόγησης θα μπορούσε να κριθεί η αρνητική τους αξία, την οποία όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε με απλή αντιπαραβολή θέσεων. 

 

Ούτε βεβαίως ηδύνατο το Δικαστήριο να σχολιάσει (όπως έπραξε) πως ο Sh.... ως έμπειρος επιχειρηματίας και με νομική συμπαράσταση δεν μπορούσε να πέσει θύμα απάτης.  Αυτή ήταν η θέση των εφεσιβλήτων, ενώ οι εφεσείοντες έδωσαν τις εξηγήσεις τους.  Επιλογή εκδοχής με εξέταση σε βάθος τέτοιων λεπτομερειών υποκειμενικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της β΄ προϋπόθεσης.  Θα μπορούσε βεβαίως το πρωτόδικο Δικαστήριο να επανεξετάσει τα προβληθέντα υπό το κράτος της θέσεως της ενιστάμενης πλευράς, όχι για να σχολιάσει την αλήθεια ενεργειών ή παραλείψεων, αλλά μόνο για να εξετάσει εάν τα προτεινόμενα από την ενιστάμενη πλευρά ανέτρεπαν εξ αντικειμένου τα δεδομένα που η πλευρά του αιτητή παρουσίαζε.  Δεν είναι αυτή η περίπτωση εδώ.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε.

 

Περαιτέρω, είναι η κρίση μας πως παρεχόταν από την προσκομισθείσα μαρτυρία το υπόβαθρο εκείνο ώστε να τελεσφορήσει η πλήρωση της β΄ προϋπόθεσης.  Είχαν καταδειχθεί στοιχεία ως προς τη σχέση εμπιστοσύνης και την παράβαση καθηκόντων από αυτή τη σχέση κυρίως προερχόμενη από τις μεταξύ τους συμφωνίες και τις κατ΄ ισχυρισμόν ψευδείς παραστάσεις, ως προς την παρουσίαση του ως άνω κατασκευαστικού έργου ως προβληματικού και αποτυχημένου, αφού η κυβέρνηση της Μόσχας δεν θα έδινε άδειες ενόσω ο Sh.... ήταν συνέταιρος, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.  Επίσης ως προς την παρουσίαση της αξίας του έργου, ουσιωδώς μικρότερη, ενώ διεφάνη ότι η αξία αυτή ανερχόταν στα $234,000,000.  Το αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ήταν ότι η πραγματική αξία των μετοχών που πωλήθηκαν ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη. 

 

 Είναι η κατάληξη μας πως δόθηκαν στοιχεία σ΄ ένα ιστορικό που κάλυπτε χρόνο και φάσμα ενεργειών του κάθε εφεσίβλητου για να καταδειχθεί - χωρίς υποκειμενική αξιολόγηση - σοβαρή ένδειξη δικαιωμάτων των εφεσειόντων.  Συνεπώς ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.

 

Συνδεδεμένοι με τον πρώτο λόγο είναι και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, επειδή ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά βάσισε την αντίκριση του και επί αυτών των θεμάτων στην ίδια αιτιολογία με την οποία απέρριψε την πλήρωση της β΄ προϋπόθεσης.  Αναγκαίο είναι να δώσουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη κρίση, όσον αφορά το επείγον ή τις εξαιρετικές περιστάσεις που αφορούν τον τρίτο λόγο έφεσης:

«Τα όσα έχω προαναφέρει απαντούν και στο ερώτημα κατά πόσο το υπό κρίση Διάταγμα θα έπρεπε να δοθεί μονομερώς.  Κρίνω πως, με υπόβαθρο τα ανωτέρω δεν έχουν στοιχειοθετηθεί οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος χωρίς την ειδοποίηση της άλλης πλευράς.  Το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν ικανοποιείται.»

 

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση.  Ομοίως, το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό εκτός του ότι, τω όντι υφίστατο, ήταν και επαρκές. Οι εφεσείοντες αναφέρουν πως «οι εναγόμενοι είναι ικανοί μόλις πληροφορηθούν για την εκκρεμότητα της παρούσας αίτησης και αν δεν έχουν εκδοθεί τα αιτούμενα διατάγματα να προχωρήσουν σε αποξενώσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία εκτέλεσης».  Κάποια δε περιουσιακά τους στοιχεία έχουν ήδη παγιοποιηθεί σε αγωγή τρίτων για τα οποία δίδουν πλήρεις λεπτομέρειες.  Αναφέρουν επίσης ενδεικτικά μεταβίβαση που συντελέστηκε το 2014 εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2 του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης 4 σε εταιρεία στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους «χωρίς κανένα προφανή λόγο».  Υπήρξε, καταλήγουν «εσκεμμένη απόπειρα να καταστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εφεσίβλητης 4 - και επομένως το 50% της Leondaris - πιο δυσδιάκριτο».  Για τον χρόνο οι εφεσείοντες αναφέρουν πως για πρώτη φορά ο Sh.... (και έτερο πρόσωπο από την πλευρά των εφεσειόντων, ο Pr..) έμαθε για μερικά από τα γεγονότα περίπου την 1.6.2016.  Ακολούθησε ενδελεχής έρευνα και νομική διεργασία ενεργειών με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας στις 4.7.2016. 

 

Η αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει και δεν συναρτάται καθόλου με τα όσα οι εφεσείοντες αναφέρουν για το θέμα τόσο του επείγοντος όσο και της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων.  Συνεπώς και ο τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Σε συνάρτηση με το πώς αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο το θέμα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων είναι σχετικός ο τέταρτος λόγος έφεσης.  Το Δικαστήριο με εργαλείο την ίδια αιτιολογία περί της μη πλήρωσης της β΄ προϋπόθεσης και της μη ύπαρξης επείγοντος αναφέρει τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον η ενάγουσα απεκάλυψε στο Δικαστήριο όλα τα στοιχεία τα οποία ήσαν ουσιώδη, θα πρέπει να λεχθεί πως απάντηση στο ερώτημα δίδουν τα όσα έχω προαναφέρει τα οποία δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.  Ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν τέθηκαν όλα όσα έπρεπε να τεθούν και τούτο έχει ως αποτέλεσμα πως το εκδοθέν Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και γι' αυτόν τον λόγο.»

 

Παρατηρείται ως άνω μια έλλειψη εξειδίκευσης καθώς και συναφούς αιτιολογίας που καθιστά τρωτή τη σχετική κρίση.  Επειδή όμως το θέμα συναρτάται με τους λόγους αντέφεσης θα πρέπει να εξεταστεί σωρευτικά με αυτούς.

 

Οι εφεσίβλητοι παραθέτουν ένα μεγάλο αριθμό γεγονότων που όφειλαν, σύμφωνα με τη θέση τους, να αποκαλυφθούν.  Είναι αδύνατον να μεταφερθούν όλα εν προκειμένω.  Μπορούμε όμως να δώσουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του καταλόγου, όπως ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αναφέρουν πως ο Sh.... ήταν ένας έμπειρος επιχειρηματίας και ως εκ τούτου ικανός να εκτιμήσει ο ίδιος την αξία του έργου, ότι συμμετείχε στα του διορισμού Cu..... (για την εκτίμηση του έργου), για ειδικές τοποθετήσεις των εφεσιβλήτων σε ενόρκους δηλώσεις άλλης αγωγής που προϋπήρχε, καθώς και άλλα.  Με προσεκτική μελέτη των ισχυρισμών αυτών, παρατηρούμε ότι το ευρύ φάσμα των θέσεων αποτελούν στην ουσία την εκδοχή των εφεσιβλήτων ως προς την ερμηνεία γεγονότων και εγγράφων και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιώδη γεγονότα τα οποία υφίσταντο αντικειμενικά και οι εφεσείοντες δεν τα παρουσίασαν.  Ουσιαστικά, λαμβάνουν σημασία λόγω της εκδοχής των εφεσιβλήτων την οποία οι εφεσείοντες δεν αποδέχονται.

 

Ως αποτέλεσμα ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει ενώ ταυτόχρονα αποτυγχάνουν οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης όλων των εφεσιβλήτων. 

 

Αναφορικά με το θέμα της πλήρωσης της γ΄ προϋπόθεσης σχετικός είναι ο δεύτερος λόγος έφεσης και καλύπτει το υπόλοιπο μέρος των αντεφέσεων των εφεσιβλήτων.  Αρμόζει να εξεταστούν στο ίδιο πλαίσιο αφού παρατεθεί το σχετικό σημείο της πρωτόδικης κρίσης:

 

«.Η εν λόγω προϋπόθεση είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων.  Θα πρέπει να λεχθεί ότι η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, ικανοποιείται όχι μόνο όταν η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα ήταν επαρκής θεραπεία αλλά και στην περίπτωση όπου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο Εναγόμενος να ικανοποιήσει απόφαση που ενδεχομένως ληφθεί εναντίον του.  Όπως προκύπτει από την σχετική νομολογία, η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής πλήρους δικαιοσύνης επεκτείνεται και στο στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης [βλ. Παντελίδη ν. Πιερή (1998)1 (Α) Α.Α.Δ.2111, Larticon Ltd v. Detergenta Developments Ltd (2004)1 A.A.Δ.1121]. Ο χρηματικός παράγοντας όμως δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη και εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, λαμβάνονται υπόψη και άλλα μεταβλητά κριτήρια (Βλ.  Κώστας Κυρίσαββα και άλλος ν.  Χάρη Κύζη (2011) 1 Β ΑΑΔ 1245).  Στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading  Ltd κ.α.  v.  The Timberland Co of USA (1977) 1 ΑΑΔ, 1791, λέχθηκε ότι το κριτήριο για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.  Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου την θεραπεία. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να καταδεικνύει πως οι Εναγόμενοι 1 και 2 προτίθενται να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία έτσι ώστε να μην καταστεί εφικτή η εκτέλεση της απόφασης σε περίπτωση που αυτή εκδοθεί εναντίον τους.  Ούτε έχει προβληθεί ισχυρισμός ούτε έχουν προσκομιστεί στοιχεία που να καταδεικνύουν πως σε περίπτωση που εξασφαλιστεί οποιαδήποτε απόφαση εναντίον των εναγομένων, αυτοί δεν θα είναι σε θέση να την ικανοποιήσουν είτε λόγω αφερεγγυότητος είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο.  Υπενθυμίζω πως η αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία είναι η καταβολή αποζημιώσεων.»

 

Επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο μέμφεται τους εφεσείοντες για την παράλειψη τους να προβάλουν θέσεις για την γ΄ προϋπόθεση, είναι σημαντικό να παραθέσουμε τις σχετικές παραγράφους από τη στηρικτική της μονομερούς αίτησης ένορκης δήλωσης Ζε., δηλαδή τις παραγράφους 125-128:

«125. Εξ όσων καλύτερα γνωρίζω και πιστεύω εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας υπόθεσης οι καθ΄ ων η αίτηση να προβούν σε αποξένωση των περιουσιακών τους στοιχείων, με αποτέλεσμα σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση για παράβαση καθηκόντων πίστης και εμπιστοσύνης και/ή για ψευδείς παραστάσεις και/ή για απάτη και/ή δόλο και/ή συνέργεια σε δόλιο σχέδιο, αυτή να είναι αδύνατο ή εξαιρετικά δύσκολο να εκτελεστεί.

 

126. Η όλη συμπεριφορά τους και η εμφανής ευκολία με την οποία προχωρούν σε ψευδείς παραστάσεις με σκοπό την αποκόμιση οφέλους τους καθιστά καθόλα αναξιόπιστους και δείχνουν τον εμφανή κίνδυνο να προχωρήσουν, εκτός αν εμποδιστούν από το Δικαστήριο, σε τέτοιες ενέργειες που να αποξενώσουν ή αλλιώς διαχειριστούν τα περιουσιακά τους στοιχεία ώστε να καταστήσουν δύσκολη ή και αδύνατη την ικανοποίηση οποιασδήποτε απόφασης εναντίον τους.  Γι΄ αυτό είναι αναγκαία η άμεση παρέμβαση του Δικαστηρίου προς διατήρηση της ενεστώσας κατάστασης πραγμάτων και διαφύλαξης του status quo.

 

127. Σε περίπτωση δε που το σεβαστό Δικαστήριο εγκρίνει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ειλικρινά πιστεύω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δε θα βρεθούν σε δυσχερέστερη θέση από ότι η αιτήτρια σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η έκδοσή τους.

 

128. Αληθινά πιστεύω ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη στην αιτήτρια σε μεταγενέστερο στάδιο αν οι ενδιάμεσες θεραπείες που ζητούνται με την παρούσα αίτηση δεν χορηγηθούν, και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει σε μεγάλο βαθμό υπέρ της έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων.  Οι καθ΄ ων η αίτηση, λόγω των διασυνδέσεων τους με την Ρωσία, Κύπρο και Γαλλία από ότι γνωρίζω και πιστεύω και όπως με πληροφορούν οι αντιπρόσωποι της αιτήτριας έχουν διοχετεύσει και διατηρούν και προσωπικά σημαντικά χρηματικά ποσά και άλλα περιουσιακά στοιχεία στις πιο πάνω χώρες, τα οποία όμως δεν θα διστάσουν να αποξενώσουν όπως αποκαλύπτει και η προηγούμενη τους συμπεριφορά, αν διαπιστώσουν ότι αυτά κινδυνεύουν να γίνουν αντικείμενο εκτέλεσης τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί εναντίον τους.»

 

Στη Poltava Petroleum Co. ν. Mexana Oil Ltd κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301 τονίστηκε ότι εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η όποια επιβάρυνση, εφόσον συντελεστούν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί.  Ο κίνδυνος αποξένωσης ήταν υπαρκτός ώστε εντέλει να υφίσταται η αδυναμία ή δυσκολία απονομής δικαιοσύνης και το επιχείρημα της φερεγγυότητας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί με την ευκολία αποξένωσης.

 

Παρατηρούμε πως υπήρξε επαρκής αναφορά για τη συνδρομή της γ΄ προϋπόθεσης και της προσφορότητας η οποία άπτεται του θέματος της ευχέρειας του Δικαστηρίου να μετρήσει και να προσμετρήσει εκ νέου τα δεδομένα της υπόθεσης ως το αναγκαίο επακόλουθο της διαπίστωσης για την πλήρωση της γ΄ προϋπόθεσης.  Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην εξέταση της προσφορότητας γιατί - λανθασμένα - έκρινε πως δεν πληρούτο η γ΄ προϋπόθεση.  Το λάθος αφορούσε τη διεργασία της σκέψης του  Δικαστηρίου στη μη πλήρωση της γ΄ προϋπόθεσης.  Παρά ταύτα, δυνάμεθα εμείς να εξετάσουμε το θέμα αυτό.  Και εδώ φυσικά υπεισέρχεται το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, θέμα που έθιξε ο κ. Πολυβίου με την επίκληση της υπόθεσης Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ ν. Λοϊζίδου, Πολ.εφ.Ε7/18, 21.3.2019.

 

Η φύση του διατάγματος ως mareva και ο εγγενής σκοπός του να προστατέψει το status quo, απαγορεύοντας την αποξένωση που άλλως πως θα ήταν εύκολη και δυσδιάκριτη και δεν συσχετίζεται απαραιτήτως με τη φερεγγυότα, μας οδηγεί στα λεχθέντα υπό του Δικαστή Hoffman στην υπόθεση Films Rover ν. Cannon Film Sales Ltd (1987)1 WLR670, ότι δηλαδή το Δικαστήριο κατά το στάδιο της εξέτασης της προσφορότητας πρέπει να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους μικρότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν εσφαλμένη.

 

Ως εκ τούτου και το ισοζύγιο ευχέρειας έπρεπε να κριθεί υπέρ των εφεσειόντων.  Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει ενώ οι σχετικοί λόγοι αντέφεσης αποτυγχάνουν.

 

Συνολικά, οι αντεφέσεις αποτυγχάνουν ενώ η έφεση είναι επιτυχής και τα ακυρωθέντα διατάγματα επαναφέρονται σε ισχύ.  Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα εναντίον των εφεσειόντων ακυρώνεται.  Για το θέμα των εξόδων θα επανέλθουμε αφού εξετάσουμε και την Πολ.Εφ.209/17.

 

H έφεση Ε209/17 - εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2:

Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της ως άνω αίτησης για το προσωρινό διάταγμα και πριν την απόρριψη της και ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, οι εφεσείοντες στις 7.7.2016 πέτυχαν διατάγματα για επίδοση των δικογράφων της αγωγής στο εξωτερικό στους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 με ταχυδρομείο, μέσω ιδιωτικής εταιρείας ταχυμεταφορών (πρώτο διάταγμα επίδοσης).  Η επίδοση όμως των εγγράφων δεν κατέστη δυνατή και οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 11.4.2017 μονομερή αίτηση για υποκατάστατο επίδοση των δικαστικών εγγράφων στους εφεσίβλητους 1 και 2 με την επίδοση τους στο δικηγορικό γραφείο Γεωργιάδης & Πελίδης ΔΕΠΕ.   Η αίτηση καταχωρήθηκε με το αιτιολογικό ότι το εν λόγω γραφείο τους εκπροσώπησε στην διαδικασία προσωρινού διατάγματος και με αυτό τον τρόπο οι εφεσίβλητοι 1 και 2 θα λάμβαναν γνώση των δικαστικών εγγράφων της αγωγής.  Στις 15.4.2017 το Δικαστήριο (Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου) εξέδωσε μονομερώς διάταγμα με το οποίο επετράπη η υποκατάστατη επίδοση, όπως ζητείτο. 

 

Ακολούθησε στις 13.6.2017 η αίτηση των εφεσιβλήτων 1 και 2 με την οποία ζητούσαν τον παραμερισμό του πρώτου διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας αλλά και της υποκατάστατης επίδοσης που επιτεύχθηκε δυνάμει του δεύτερου διατάγματος.  Ζητούσαν επίσης διάταγμα αναστολής κάθε διαδικασίας στην αγωγή σε σχέση με τους εφεσίβλητους 1 και 2.

 

Με την εκκαλούμενη απόφαση, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος στις 27.11.2017 αποδέχθηκε την αίτηση των εφεσιβλήτων και εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

1.    Διάταγμα που ακυρώνει το διάταγμα ημ. 8/7/2016, με το οποίο δόθηκε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και άλλων εγγράφων στους εναγόμενους 1 & 2.

2.    Διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα ημ. 25/4/2017 με το οποίο επιτράπηκε η υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος και των λοιπών εγγράφων στους εναγομένους 1 & 2, δια της επίδοσης τους στο Δικηγορικό Γραφείο Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.

3.    Διάταγμα με το οποίο παραμερίζεται η υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και των λοιπών εγγράφων στους εναγόμενους 1 και 2.

4.    Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο αναστέλλεται κάθε διαδικασία στην παρούσα αγωγή, αναφορικά με τους εναγομένους 1 & 2.

 

Δέχθηκε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την απόφαση της πρώτης δικαστού επί της απόρριψης του προσωρινού διατάγματος, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Δεδικασμένο θεώρησε ότι δημιουργείται και για την κρίση της δικαστού ως προς την απόκρυψη.  Θεώρησε ότι τα δύο αυτά στοιχεία είναι απαραίτητα για την εξέταση της Δ.6 θ.4 των Θεσμών, η οποία αφορά άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας η οποία συντελείται με ex parte αίτηση και συνεπώς καλύπτεται από τις αρχές που αφορούν το καθήκον αποκάλυψης, όπως επίσης και από τη φράση που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διαταγή, δηλαδή  «.that the plaintiff has prima facie a good cause of actionέννοια που ταυτίζεται ή προσομοιάζει με την δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Στη βάση αυτή αποδέχθηκε την αίτηση των εφεσιβλήτων.

 

Είναι φανερό ότι η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης που προηγήθηκε με την εξέταση της Πολ. εφ. 14/17 αφήνει άνευ ερείσματος την εκκαλούμενη απόφαση που ομοίως ανατρέπεται.  Η δε δική μας διαπίστωση πως υφίσταται ορατή πιθανότητα επιτυχίας αφενός και ότι δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων αφετέρου, μοιραίως οδηγεί σε ακύρωση του όλου φάσματος της κρίσης του Δικαστηρίου.

Θα ήταν ακαδημαϊκή άσκηση να ασχοληθούμε με τα επιμέρους θέματα που οι συνήγοροι καλύπτουν στις μακροσκελείς αγορεύσεις τους, επί της ουσίας της παρούσας έφεσης.  Είναι φανερό ότι διά της ακύρωσης της απόφασης που αφορούσε το συντηρητικό διάταγμα και την αντικατάσταση της με την κρίση του Εφετείου και η παρούσα έφεση θα πρέπει να επιτύχει.  Η πρωτόδικη απόφαση με τη συναφή διαταγή για έξοδα ακυρώνεται και η αίτηση απορρίπτεται.  Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η έφεση επιτυγχάνει.

 

Κατάληξη

Και οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων συνολικά υπολογισμένα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση εκ ποσού €6,000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει για την έφεση αρ.Ε14/17 και €4,000 πλέον ΦΠΑ άν υπάρχει για την έφεση αρ. Ε209/17.  Οι αντεφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα, αφού συνεκδικάστηκαν με την έφεση Ε14/17.

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο