ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A288
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 381/2017)
9 Ιουλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. xxx ΖΟΛΩΤΑ, ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ 2. xxx xxx FOLE, ΑΠΟ ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 31/05/2017
ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 345/2016
(ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 125/2016)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 15161/2016, ΗΜΕΡ. 3/10/2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ xxx ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ xxx xxx FOLE
________________________
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσείοντες.
΄Ελλη Παπαγαπίου-Χρίστου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με την παρούσα έφεση, επιδιώκουν την ανατροπή απόφασης Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, απορρίφθηκε αίτησή τους για έκδοση εντάλματος certiorari. Ο ευπαίδευτος Δικαστής επιλήφθηκε της εν λόγω αίτησης κατόπιν αδείας την οποία είχε παραχωρήσει η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου[1], ανατρέποντας προηγούμενη απορριπτική απόφασή του σε μονομερή αίτηση.
Με το αιτηθέν, ως άνω, προνομιακό ένταλμα, θα επιδιωκόταν η ακύρωση εντάλματος σύλληψης, για κάθε έναν από τους εφεσείοντες, που είχε εκδώσει εναντίον τους το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, λόγω παράλειψης εμφάνισής τους ενώπιόν του σε διαδικασία παραπομπής τους στο Μόνιμο Κακουργοδικείο. Είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι εφεσείοντες είναι κάτοικοι Ελλάδος και ότι το κατηγορητήριο σε σχέση με την προαναφερθείσα διαδικασία τους επιδόθηκε δεόντως, καθ' ο χρόνο αυτοί βρίσκονταν στην επικράτεια της πιο πάνω χώρας, Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Είναι δε, ειδικά, η θέση των εφεσιβλήτων ότι το αίτημα για την εν λόγω επίδοση προς τους εφεσείοντες υποβλήθηκε, αποκλειστικά, στη βάση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα, η οποία έγινε στο Στρασβούργο την 20ή Απριλίου, 1959 και συμπληρώθηκε από το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου 1978, σε σχέση με αδικήματα οικονομικής φύσεως, (η «Σύμβαση»).
Οι εφεσείοντες, πρωτόδικα και κατ' έφεση, στήριξαν το δικαιολογημένο του αιτήματός τους για έκδοση εντάλματος certiorari στη θέση ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα εντάλματα σύλληψης που αυτό εξέδωσε εναντίον τους δυνάμει του άρθρου 44(1)[2] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι εξέδωσε αυτά κατά παράβαση της ειδικής πρόνοιας στο άρθρο 4(2) του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, (Ν. 23(Ι)/2001), (ο «Νόμος»), δεδομένου ότι η επίδοση του κατηγορητηρίου προς αυτούς έγινε σε ξένη χώρα, δηλαδή στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται πιο πάνω.
Επίδοση δικαστικής διαδικασίας σε πρόσωπο στο εξωτερικό, με την οποία τούτο καλείται να εμφανιστεί ενώπιον δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά παραβίαση της κυριαρχίας της ξένης χώρας, εντός της οποίας αυτή διενεργείται. Η πιο πάνω διατύπωση αναφέρεται, συνήθως, σε σχέση με επίδοση διαδικασίας αστικής φύσεως. ΄Οπου δεν υπάρχει κάποια Διεθνής Συμφωνία σε ισχύ, η προαναφερθείσα συνέπεια παρακάμπτεται, ως εκ της ανοχής η οποία επιδεικνύεται εντός του πλαισίου της λεγόμενης διεθνούς αβρότητας (comity of nations), (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 37, παράγραφος 171, E. Philippou Ltd. v. Littner Hampton Ltd. (1984) 1 C.L.R. 716, στη σελίδα 722, και Cyprus Potato Marketing v. Primlaks etc. (1990) 1 Α.Α.Δ. 219). Ως εκ τούτου, τέτοια επίδοση διενεργείται στη βάση ρητής εξουσίας και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, και στη Δ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Η ίδια πρακτική θα έπρεπε να ακολουθείται και στην περίπτωση που η επίδοση που αναφέρεται πιο πάνω αφορούσε ποινικής φύσεως διαδικασία, όπως, για παράδειγμα, κλήση κατηγορουμένου. Εντούτοις, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται στην αστική δικαιοδοσία, ουδεμία πρόνοια υπάρχει, σχετικά, στο Κεφ. 155, το νομοθέτημα που ρυθμίζει τα της Ποινικής Δικονομίας. Η μοναδική πρόνοια στον εν λόγω Νόμο, σε σχέση με το θέμα της επίδοσης κλήσης κατηγορουμένου, βρίσκεται στο άρθρο 46(1), όπου προνοείται ότι η επίδοση σε αυτόν γίνεται «οπουδήποτε στη Δημοκρατία». Πασιφανώς, η φύση της ποινικής διαδικασίας και οι πιθανές αυστηρές συνέπειές της στο επηρεαζόμενο πρόσωπο δε δικαιολογούν επίκληση της ανοχής που επιτρέπεται στο πλαίσιο της διεθνούς αβρότητας. Από την άλλη, σε διαδικασία ποινικής φύσεως, ο κατηγορούμενος πρέπει, κατά κανόνα, να είναι παρών στο δικαστήριο, για να απαντήσει, προσωπικά, στις εναντίον του κατηγορίες. Επομένως, για να είναι νομικά εφικτή η επίδοση κλήσης σε κατηγορούμενο ο οποίος βρίσκεται εντός της επικράτειας ξένης χώρας, επιβάλλεται να υπάρχει σε ισχύ συγκεκριμένη διευθέτηση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της χώρας εκείνης. Τοιουτοτρόπως, η επίδοση προς αυτόν της σχετικής κλήσης γίνεται με τη συγκατάθεσή της εν λόγω χώρας, καθώς, επίσης, με τη συνδρομή της, όπως προβλέπεται στη σχετική διευθέτηση.
Τη δυνατότητα που αναφέρεται πιο πάνω, ήτοι για επίδοση κλήσης κατηγορουμένου στο εξωτερικό, και, δη, σε χώρες Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρέχει η Σύμβαση. Η Κυπριακή Δημοκρατία προσχώρησε σε αυτήν την 27η Μαρτίου 1996 και, με τον κυρωτικό ομώνυμο Νόμο 2(ΙΙΙ)/2000, την κατέστησε Μέρος του Δικαίου της χώρας, έχουσα, δυνάμει των προνοιών του ΄Αρθρου 169.3 του Συντάγματος, «ηυξημένην ισχύν έναντι οιουδήποτε ημεδαπού νόμου». Επιπρόσθετα, αυτή έχει υιοθετηθεί από την Πράξη του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης της 29ης Μαΐου 2000, για την κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, (2000/C 197/01). Μέρος της Σύμβασης ήταν, κατά τον ως άνω ουσιώδη χρόνο, και, προφανώς, εξακολουθεί να είναι, και η Ελληνική Δημοκρατία.
Στο προοίμιο της Σύμβασης, αφού τονίζεται ότι η αμοιβαία αρωγή σε ποινικά θέματα θεωρείται ότι συμβάλλει στην απόκτηση μεγαλύτερης ενότητας μεταξύ των μελών του Συμβουλίου, επισημαίνεται, επίσης, ότι «η αμοιβαία αυτή αρωγή σχετίζεται με το θέμα της έκδοσης φυγοδίκων». Γίνεται δε παραπομπή στη Σύμβαση σχετικά με το πιο πάνω θέμα, η οποία υπογράφηκε στις 13.12.1957[3]. Εμφανώς, θεωρείται ότι η εν λόγω προηγηθείσα Σύμβαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την υποβοήθηση τελεσφόρησης των σκοπών για τους οποίους έχει συνομολογηθεί η υπό εξέταση μεταγενέστερη Σύμβαση. Σημειώνεται πως, στην Κύπρο, τη θέση της Σύμβασης του 1957 έχει λάβει, πλέον, ο περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμος του 2004, (Ν. 133(Ι)/2004), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 41 αυτού.
Τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω είναι άμεσα σχετικά με ό,τι ακολουθεί. Συγκεκριμένα, η Σύμβαση, στο ΄Αρθρο 7.1[4] αυτής, προβλέπει, ειδικά, για την υποχρέωση Μέρους, προς το οποίο υποβάλλεται σχετική αίτηση, να επιδίδει ένταλμα το οποίο του διαβιβάζεται για τον εν λόγω σκοπό από αιτούν Μέρος. ΄Οπως προκύπτει δε από την παράγραφο 3 του ιδίου ΄Αρθρου, το ένταλμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αυτού μπορεί να αφορά και σε κλήση (summons) προς κατηγορούμενο, ευρισκόμενο στο έδαφός του. Προς ολοκλήρωση της εικόνας, σημειώνεται, επίσης, ότι, στο ΄Αρθρο 14.1[5] της Σύμβασης, προβλέπονται τα όσα αναγκαία πρέπει να περιέχονται σε αίτηση για αμοιβαία αρωγή σε ποινικά θέματα. Η Σύμβαση περιέχει και διάφορες άλλες πρόνοιες, σχετικές προς το σκοπό τον οποίο αυτή αποβλέπει να εξυπηρετήσει, καθοριστικές, ειδικά, των υποχρεώσεων των προσχωρησάντων σε αυτή χωρών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η κύρωσή της δε με το Νόμο 2(ΙΙΙ)/2000, η οποία την καθιστά μέρος του Δικαίου της χώρας, έχει, ακριβώς, ως σκοπό την αναγνώριση από την Κυπριακή Δημοκρατία των υποχρεώσεών της που απορρέουν από αυτή.
Η Σύμβαση δεν αναφέρεται ρητώς σε δικαιώματα, τα οποία έχει μια χώρα, Μέρος αυτής, προς υποβολή σε άλλα Μέρη της αιτημάτων για αρωγή. ΄Ο,τι διαλαμβάνει, στο ΄Αρθρο 1.1, είναι πως: «Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν προς άλληλα, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής, τη μεγαλύτερη δυνατή αμοιβαία αρωγή ...» σε ποινικά θέματα. Ωστόσο, από την πιο πάνω πρόνοια, προκύπτει, σαφώς, ότι η Σύμβαση αναγνωρίζει, εμμέσως, και δικαίωμα, προς όφελος κάθε Μέρους σε αυτή, υποβολής προς άλλο Μέρος της αιτήματος για αρωγή. Επιβεβαιωτική, ως προς τούτο, είναι και η προαναφερθείσα πρόνοια στο ΄Αρθρο 14.1. Η Σύμβαση, για ευνόητους λόγους, δεν ασχολείται με τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων, σχετιζομένων με την άσκηση του προαναφερθέντος δικαιώματος. Για παράδειγμα, στο ΄Αρθρο 7.1, που εδώ ενδιαφέρει, δεν καθορίζεται ποια είναι η εθνική αρχή, έχουσα εξουσία για υποβολή τέτοιας αίτησης, σε αντίθεση με άλλες πρόνοιες της, που αφορούν σε διαφορετικούς τομείς[6]. Συνακόλουθα, δεν καθορίζεται και ο τρόπος με τον οποίο τέτοια αρχή πρέπει να ενεργεί, σε κάθε περίπτωση, προς τον πιο πάνω σκοπό.
΄Οσον αφορά την Κύπρο, η έρευνα ως προς τη ρύθμιση των πιο πάνω και άλλων συναφών θεμάτων οδηγεί, αναπόφευκτα, στο Νόμο (23(Ι)/2001). Αυτός έχει θεσπιστεί, ακριβώς, προς εξυπηρέτηση, από την άποψη του ημεδαπού δικαίου, του σκοπού που και ο ίδιος ο τίτλος του προσδιορίζει: τη «Διεθνή Συνεργασία σε Ποινικά Θέματα». Επομένως, ο συγκεκριμένος αυτός Νόμος είναι, οπωσδήποτε, άμεσα σχετικός με τη Σύμβαση, εξ ου και η ομοιότητα που έχουν τα δύο νομοθετήματα ως προς τον τίτλο τους, αν και, σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενό τους είναι που ενδιαφέρει. Οι διαπιστώσεις αυτές ενισχύονται, χωρίς να αφήνεται και οποιαδήποτε αμφιβολία περί τούτου, από τις πρόνοιες του άρθρου 15(1)(α)(γ) του Νόμου, όπου προβλέπονται, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«15. - (1) Οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε ότι αφορά αιτήματα από ή προς -
(α) ΄Ολες τις χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης,
(β) .............................................................................................
(γ) όλες τις χώρες με τις οποίες η Δημοκρατία έχει συνάψει διμερή Σύμβαση ή δεσμεύεται από πολυμερή Διεθνή Σύμβαση για συνεργασία σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης,
(δ) ...»
Εμφανώς, ο Νόμος, διά του άρθρου 15(1), δεν περιορίζεται στην επιβολή μόνο υποχρέωσης στην Κυπριακή Δημοκρατία για παροχή, όπου δει, νομικής αρωγής, αλλά, συγχρόνως, δημιουργεί και για την ίδια τη δυνατότητα αυτή να απευθύνεται σε ξένη χώρα, για να τυγχάνει παρόμοιας αρωγής. Αναμφίβολα, λοιπόν, δεδομένης της πρόνοιας, ειδικά, στην παράγραφο (γ) του άρθρου 15(1), ο Νόμος εφαρμόζεται και στην περίπτωση, κατά την οποία το αίτημα για αρωγή υποβάλλεται με αναφορά στη Σύμβαση. ΄Αλλως πως, δε θα είχε νόημα η εν λόγω πρόνοια. Τοιουτοτρόπως, πληρούται και το «κενό» που έχει προηγουμένως επισημανθεί σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 7(1) της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 του Νόμου προβλέπεται ότι: «'αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας' σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως». Αυτή είναι η αρμόδια αρχή, η οποία έχει εξουσία, εκ του Νόμου, να προβαίνει στην υποβολή αιτημάτων για νομική αρωγή στις περιπτώσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4(1) αυτού, το οποίο αναφέρει ότι:-
«4. - (1) Σύμφωνα με διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να επιδοθεί σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα -
(α) Κλητήριο κατηγορουμένου,
(β) κλήση μάρτυρα,
για εμφάνιση του ενώπιον Δικαστηρίου της Δημοκρατίας.»
Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρανόησης, σημειώνεται ότι, με την αναφορά στο πιο πάνω άρθρο σε: «διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας», εμφανώς, εννοείται η υποβολή εγγράφου αιτήματος, προς την αρμόδια αρχή ξένης χώρας, για νομική αρωγή επί συγκεκριμένων θεμάτων, όπως αυτά που εξειδικεύονται στις παραγράφους (α) και (β) του άρθρου 4(1) του Νόμου. Σαφώς, δε σημαίνει ότι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας προβαίνει η ίδια στη σύναψη διεθνούς σύμβασης, ως προς τούτο. Αυτό είναι ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, (΄Αρθρο 169 του Συντάγματος). ΄Οσον αφορά δε την υπό εξέταση περίπτωση, σχετική είναι η Σύμβαση, η οποία, όπως εξηγείται προηγουμένως, έχει κυρωθεί με το Ν. 2(ΙΙΙ)/2000. Το γεγονός δε αυτό κατέστησε δυνατή την επίδοση της κλήσης κατηγορουμένου στους εφεσείοντες στην Ελληνική Δημοκρατία, Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και Μέρος της Σύμβασης.
΄Ο,τι, βέβαια, εδώ, ενδιαφέρει είναι οι συνέπειες από τη μη προσέλευση των εφεσειόντων, προς τους οποίους έγινε επίδοση κλήσης κατηγορουμένου δυνάμει της Σύμβασης, σε δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώπιον του οποίου ήταν ορισμένη η υπόθεσή τους, για το λόγο που έχει προαναφερθεί. Ο Νόμος εφαρμόζεται με όλες τις διατάξεις του και σε κάθε υπόθεση, τα γεγονότα της οποίας εμπίπτουν κάτω από αυτές. Σχετική επί τούτου είναι η πρόνοια στο εδάφιο (2) του άρθρου 4, η οποία προβλέπει τα εξής:-
«(2) Επίδοση εγγράφων διαδικασίας με βάση το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας και συνεπώς παράλειψη συμμόρφωσης δε συνιστά καταφρόνηση δικαστηρίου και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασμό του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση να συμμορφωθεί με αυτό.»
Aν δε, στη συνέχεια, το εν λόγω πρόσωπο, για οποιοδήποτε λόγο, έλθει στην Κύπρο, τότε, όπως προνοείται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4:-
«(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν επηρεάζουν τη μεταγενέστερη επίδοση στο εν λόγω πρόσωπο στη Δημοκρατία οποιουδήποτε εγγράφου διαδικασίας (συνεπαγόμενων όλων των επιπτώσεων μη συμμόρφωσης).»
Υπάρχει, βέβαια, λόγος για τις πιο πάνω πρόνοιες. ΄Οπως ο Νόμος εφαρμόζεται στο σύνολό του, προς εξυπηρέτηση, σύμφωνα με το άρθρο 15 αυτού, των διαφόρων διεθνών διευθετήσεων, στις οποίες έχει προβεί η Κυπριακή Δημοκρατία στον υπό αναφορά τομέα του Δικαίου, έτσι και οι πρόνοιες, ανωτέρω, διαδραματίζουν το δικό τους συγκεκριμένο μέρος στον εν λόγω τομέα. Εφαρμόζονται, ακριβώς, στην περίπτωση κατά την οποία η κλήση κατηγορουμένου γίνεται με βάση τη Σύμβαση ή άλλη ανάλογη διεθνή διευθέτηση και όχι δυνάμει του άρθρου 46 του Κεφ. 155, δηλαδή «οπουδήποτε στη Δημοκρατία». ΄Οπως έχει δε προαναφερθεί, ειδικά, η Σύμβαση προβλέπει στο προοίμιό της ότι η αμοιβαία αρωγή «σχετίζεται με το θέμα της έκδοσης φυγοδίκων», που τώρα διέπεται από το Ν. 133(Ι)/2004, αναφορικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Επομένως, σαφώς, προβλέπονται ρητώς τα μέτρα, τα οποία είναι δυνατό να ληφθούν σε περίπτωση που πρόσωπο παραλείπει να συμμορφωθεί με επίδοση κλήσης κατηγορουμένου που γίνεται δυνάμει της Σύμβασης.
Σημειώνεται, συναφώς, ότι η επίδοση κλήσης κατηγορουμένου σε ξένη χώρα και, ακολούθως, η έκδοσή του, όπου ανάλογο αίτημα γίνεται δεκτό, αποτελούν θέματα διεθνούς δικαίου. Ρυθμίζονται, όσον αφορά τους σχετικούς αυτούς τομείς, από τις προαναφερθείσες Συμβάσεις, στις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία έχει, δεόντως, προσχωρήσει. Δεν εμπλέκονται, στην εφαρμογή τους, πρόνοιες του ημεδαπού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται, αποκλειστικά, σε σχέση με πρόσωπα που βρίσκονται στην επικράτεια του αιτούντος Μέρους, ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Νόμος (Ν. 23(Ι)/2001), με τις πρόνοιές του, που αναφέρονται πιο πάνω, ακριβώς, αναγνωρίζει το προαναφερθέν καθεστώς δικαίου. Επομένως, η έκδοση των υπό αναφορά ενταλμάτων σύλληψης έγινε κατά παράβαση του άρθρου 4(2) του Νόμου.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδεται δε ένταλμα certiorari, με το οποίο ακυρώνονται τα υπό αναφορά εντάλματα σύλληψης των εφεσειόντων. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΠ
[1] Μιχάλης Ζολώτας κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 345/2016, 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A203
[2] «44. - (1) Κατά οποιοδήποτε χρόνο μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, Δικαστής δύναται να εκδώσει είτε κλήση είτε ένταλμα που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου είτε για συνοπτική δίκη είτε για προανάκριση αναλόγως της περίπτωσης:
Νοείται ότι δεν εκδίδεται ένταλμα ... εκτός αν ο κατηγορούμενος παράλειψε να εμφανιστεί σε ανταπόκριση κλήσης που έχει ήδη εκδοθεί και της οποίας έχει αποδειχτεί η επίδοση.»
[3] Είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβασις Εκδόσεως Φυγοδίκων, η οποία έχει κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμο του 1970, (Ν. 95/1970).
[4] «7.1 Το Μέρος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση επιδίδει εντάλματα και έγγραφα δικαστικών αποφάσεων τα οποία διαβιβάζονται σε αυτό για το σκοπό αυτό από το αιτούν Μέρος. ...»
[5] «14.1. Αιτήσεις για αμοιβαία αρωγή πρέπει να περιέχουν τα ακόλουθα:
(α) την αρχή που κάνει την αίτηση,
(β) το αντικείμενο και το δικαιολογητικό της αίτησης,
(γ) όπου είναι δυνατό, την ταυτότητα και την εθνικότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου, και
(δ) όπου είναι αναγκαίο, το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου στο οποίο θα γίνει η επίδοση.»