ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Σ. Βασιλείου, για τους Εφεσείοντες. Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-06-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Εφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A254

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. E127/2013)

 

13 Ιουνίου, 2019

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   xxx ΚΟΖΑΚΟΥ,

2.   CH. PIZZA MOU LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Σ. Βασιλείου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Κλεοβούλου, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες είναι οι εναγόμενοι 3 και 4 στην αγωγή 3034/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Εναντίον τους και εναντίον σειράς άλλων εναγομένων καταχωρήθηκε αρχικά γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο εκ μέρους του Εφεσίβλητου, ως ενάγοντα, ο οποίος αξιώνει εναντίον των εναγομένων 1 - 4 αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως δήλωση ότι η εκχώρηση των δικαιωμάτων επί συγκεκριμένων εμπορικών σημάτων και/ή του δικαιώματος χρήσης (franchice) της Pizza Mia από τον εναγόμενο 1 και/ή την εναγόμενη 2 προς τον εναγόμενο 3 και/ή την εναγόμενη 4, συνιστούσε πράξη καταδολίευσης εν τη εννοία του άρθρου 6 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου, Ν.197(Ι)/2003 (ο Νόμος) και/ή είναι άκυρη ως προϊόν δόλου και/ή ως διενεργηθείσα κατά παράβαση συμφωνίας. Αξιώνει περαιτέρω, την έκδοση προς όφελός του απόφασης για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας ή στη βάση δόλου ή συνομωσίας.

 

Συγχρόνως, καταχωρήθηκε εκ μέρους του ενάγοντα - Εφεσίβλητου μονομερής αίτηση προς εξασφάλιση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζονταν οι Εφεσείοντες να εκχωρήσουν σε οποιοδήποτε τρίτο ή με οποιοδήποτε τρόπο να αποξενώσουν τα δικαιώματα χρήσης επί της Pizza Mia και τα δικαιώματα επί των προαναφερθέντων εμπορικών σημάτων και/ή να πληρώσουν προς τους εναγόμενους 1 και/ή 2 ποσό μέχρι €284.350.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση μονομερώς του πιο πάνω διατάγματος και στη συνέχεια, αφού προηγήθηκε σχετική ένσταση και ακροαματική διαδικασία στην παρουσία και των εναγομένων 3 και 4 - Εφεσειόντων, έκρινε ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 συνέτρεχαν και κατέστησε απόλυτο το πιο πάνω διάταγμα. Η ενώπιόν μας έφεση προσβάλλει την τελική αυτή κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προωθείται, ουσιαστικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις προς έκδοση διατάγματος και ότι παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφασή του.

 

Είναι επιβεβλημένη η συνοπτική παράθεση των ουσιαστικών γεγονότων που καλύπτουν την ενώπιόν μας περίπτωση, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσα από την ένορκο δήλωση του Εφεσίβλητου:

 

Ο ενάγων - Εφεσίβλητος και ο εναγόμενος 1 στην προαναφερθείσα αγωγή ήταν μέτοχοι και ασκούσαν από κοινού τη διοίκηση της εναγομένης 2 εταιρείας, καθώς επίσης και τρίτης εταιρείας, της Rivana Enterprises Ltd, μέχρι την 1.8.2003 οπόταν και ο Εφεσίβλητος αποχώρησε από αμφότερες τις εταιρείες. Ηταν η θέση του Εφεσίβλητου ότι ως Διευθυντής των εταιρειών τις εγγυήθηκε για διάφορα ποσά, συμποσούμενα σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ και ότι ο εναγόμενος 1 δεσμεύθηκε να τον απαλλάξει από εγγυητή. Προς εξασφάλισή του ο εναγόμενος 1 του ενεχυρίασε το σύνολο των μετοχών που κατείχε στις εν λόγω εταιρείες, τις οποίες, στη συνέχεια, ο Εφεσίβλητος πώλησε στον πιο πάνω εναγόμενο. Παρά ταύτα, ο Εφεσίβλητος συνέχισε να εγγυάται την εναγόμενη 2 και την εταιρεία Rivana σε τραπεζικά δάνεια μέχρι και το 2011. Περί τον Απρίλιο του 2012 διαπίστωσε ότι τα εμπορικά σήματα επί τη βάσει των οποίων γινόταν εμπορία των δικαιωμάτων χρήσης επί της Pizza Mia εκχωρήθηκαν στην εναγόμενη 4 - Εφεσείουσα 2. Σύμφωνα με τον Εφεσίβλητο παρά την ύπαρξη χρεών προς όφελός του εκ μέρους του εναγομένου 1 και την από μέρους του εγγύηση προς τους εναγόμενους 1 και 2 για δάνεια που τους παρείχαν τραπεζικά ιδρύματα και παρά τις δεσμεύσεις των πιο πάνω εναγομένων, αυτοί μεταβίβασαν τα περιουσιακά στοιχεία της εναγόμενης 2, δηλαδή τα προαναφερθέντα εμπορικά σήματα, προς τους Εφεσείοντες, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της περιουσίας της εναγόμενης 2. Στους Εφεσείοντες αποδίδει, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ενήργησαν, κακοπιστία και δόλο, χαρακτηρίζοντάς τους ως κακόπιστους αποδέκτες του δικαιώματος χρήσης της Pizza Mia, το οποίο οι εναγόμενοι 2 τους εκχώρησαν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία που διέπει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, κατέληξε στην οριστικοποίηση του επίδικου διατάγματος, αποδεχόμενο, όπως ήδη λέχθηκε, ότι οι προϋποθέσεις είχαν ικανοποιηθεί. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι, όπως εντοπίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, πέραν της παράθεσης των γεγονότων και της αποτύπωσης των νομικών αρχών, η δικαστική κρίση περιορίζεται στην ακόλουθη ανάπτυξη:

 

«Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ακρόαση της αίτησης έγινε με βάση τα γεγονότα όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που επισυνάπτονται στην αίτηση και την ένσταση.

 

Σε σχέση με τις δύο πρώτες προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Ν.14/60 έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και επίσης ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ο Αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.»

 

 

Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, της δυνατότητας απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ορατή πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου στην ικανοποίηση τυχόν απόφασης προς όφελος του ενάγοντα, λόγω της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της εναγομένης 2 προς την εναγόμενη 4 - Εφεσείουσα 2, με αποτέλεσμα να κριθεί ότι και η προϋπόθεση αυτή είχε ικανοποιηθεί.

 

Προτού ενδιατρίψουμε επί της ουσίας των ενώπιόν μας λόγων έφεσης θα μας απασχολήσει το ζήτημα της καθυστέρησης στην καταχώρηση της ΄Εκθεσης Απαίτησης εκ μέρους του ενάγοντα - Εφεσίβλητου, όπως το όλο ζήτημα τέθηκε κατά τη συζήτηση της έφεσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων.

 

Συνιστά παραδεκτό γεγονός ότι, αν και ο Εφεσίβλητος καταχώρησε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο στις 4.7.2012, εξασφαλίζοντας όπως προαναφέραμε αυθημερόν και το επίδικο διάταγμα, παρήλθαν 18 περίπου μήνες προτού προχωρήσει στην καταχώρηση της ΄Εκθεσης Απαίτησής του. Προηγήθηκαν, προς τον σκοπό αυτό, δύο αιτήσεις εκ μέρους των Εφεσειόντων για απόρριψη της αγωγής λόγω μη καταχώρησης του υπό αναφορά δικογράφου. Ηταν η προσέγγιση της πλευράς των Εφεσειόντων ότι η συμπεριφορά αυτή του Εφεσίβλητου θα πρέπει να οδηγήσει από μόνη της στον τερματισμός της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος, για τον λόγο ότι η συνέχισή του θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου αναγνώρισε ότι υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην προώθηση της διαδικασίας, εισηγήθηκε όμως ότι αυτή δεν μπορεί βάσιμα να οδηγήσει σε απόρριψη της έφεσης και επικαλέσθηκε ως λόγο τις διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώραν με τραπεζικό ίδρυμα προς τον σκοπό επίλυσης της όλης διαφοράς.

 

Στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1453, υποδείχθηκε, per curiam, η ορθή διάσταση ενδιάμεσης θεραπείας σε συνάρτηση με το πλαίσιο της όλης υπόθεσης. Λέχθηκε, συγκεκριμένα,

 

"Πριν τελειώσουμε, θέλουμε να επισύρουμε την προσοχή σε μια απαράδεκτη τακτική. Παρά την επιμονή των εφεσειόντων στην εξασφάλιση επειγόντως ενδιάμεσης θεραπείας, παρέλειψαν να προωθήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης, παραλείποντας μέχρι και την ακρόαση της έφεσης, τριάμισυ περίπου χρόνια μετά την αγωγή, να καταχωρήσουν την έκθεση με την απαίτηση τους. Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης."

 

 

Ακολούθησε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες εφαρμόσθηκαν τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Vuitton (Akis Express v. Akis Express (1998) 1 Α.Α.Δ. 149, Goody's Evagorou Ltd. v. Lani Restaurants Ltd  (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572, Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. v. ΚΟΤ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274, Κίτσιoς κ.ά. v. A.C. Kitsios Motors Ltd κ.ά. (2010) 1 ΑΑΔ 1262 και Ελευθερίου ν. Λαϊκού Καφεκοπτείου Δημόσια Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 244, ECLI:CY:AD:2014:A50).

 

Προσεκτική ανασκόπηση της πιο πάνω νομολογίας οδηγεί στην κατάληξη ότι σε όλες τις περιπτώσεις η παράλειψη έγκαιρης καταχώρησης του δικογράφου της ΄Εκθεσης Απαίτησης κάλυπτε εκτεταμένο χρονικό διάστημα και είχε ως κοινή συνισταμένη την επακόλουθη υπόσκαψη της συνταγματικής επιταγής για ταχεία εκδίκαση προς τελικό καθορισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων. Από το σύνολο της νομολογίας αναδύεται η απαράδεκτη συμπεριφορά παράλειψης καταχώρησης του υπό αναφορά δικογράφου ακόμη και όταν εκδικαζόταν η έφεση ή, στην καλύτερη περίπτωση, καταχώρησής του λίγες μέρες πριν την εκδίκαση της κατ΄ έφεση διαδικασίας που αφορούσε την προσβολή εκδοθέντος πρωτοδίκως απαγορευτικού διατάγματος. Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, το Εφετείο οδηγήθηκε στην απόρριψη των εφέσεων, χωρίς να εξετάσει την ουσία τους, τονίζοντας ότι η συμπεριφορά αυτή και η παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην προώθηση εκδίκασης της υπόθεσης, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η εντοπισθείσα καθυστέρηση δεν κατέστησε την ενδιάμεση θεραπεία ως αυτοσκοπό. Η ΄Εκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε περί το τέλος του 2013 και εντός χρονικού διαστήματος που παρείχε τη δυνατότητα διεξαγωγής και συμπλήρωσης της εκδίκασης της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου. Το γεγονός της μη ολοκλήρωσης της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας μέχρι σήμερα, δεν οφείλεται στην όποια καθυστέρηση καταχώρησης της ΄Εκθεσης Απαίτησης, αλλά σε λόγους άλλους, πέραν των δυνατοτήτων των διαδίκων.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, προχωρούμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης, αφού παρεμβάλουμε τις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, όπως είχαμε την ευκαιρία να τις συνοψίσουμε στη πρόσφατη απόφασή μας, Εκδόσεις Αρκτίνος  Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019:

 

«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν  από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.

 

Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.

 

Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις................ .....................................

 

Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»

 

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ν. C.C.F. Credit Capital Finance Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 1237, 1244), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Στην απόφαση Pissouri Farms Ltd v. Αχιλλέας Α. Βουγιουκλάκης Λτδ κ.ά., Π.Ε. 433/2012, ημερ. 27.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A198το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αναπτύξει το ζήτημα και να συνοψίσει τις αρχές που διέπουν το θέμα της επαρκούς αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Συμπληρώνουμε, ολοκληρώνοντας, ότι έκθετος προς απόρριψη είναι και ο λόγος έφεσης που καλύπτει και το ζήτημα της επαρκούς αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης. Στην L. Papaphilippou Co Ltd v. Λουκά, (2014) 1 ΑΑΔ, 1193, 1198-1199, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012. 

 

Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ΄ ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ΄ ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 320).»

 

 

Εχοντας κατά νουν τα πιο πάνω, είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη το καθήκον που είχε για επαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασής του. Είναι ορθή επί τούτου η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι δεν εντοπίζεται αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως πληρούνται οι δύο πρώτες τουλάχιστον προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60. Αναμφίβολα, στο πρώιμο αυτό στάδιο της διαδικασίας δεν αναμένεται ούτε και είναι ορθό να επιλύονται και να αποφασίζονται αντικρουόμενα πραγματικά ζητήματα ή δύσκολα νομικά σημεία, για τα οποία θα ακολουθήσει λεπτομερής επιχειρηματολογία και ώριμη εξέταση στα πλαίσια της ακρόασης της ουσίας της αγωγής. Επιβαλλόταν όμως σαφής αναφορά και αιτιολόγηση ως προς τους λόγους που οδήγησαν το Δικαστήριο στην αποδοχή της κάλυψης των προϋποθέσεων που αφορά το επίδικο διάταγμα. Η έλλειψη αιτιολόγησης συνιστά αφενός εκτροπή από τα διαλαμβανόμενα στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και αποστερεί, αφετέρου, το Ανώτατο Δικαστήριο της δυνατότητας εξέτασης κατ΄ έφεση της ορθότητας της πρωτόδικης κατάληξης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το όλο ζήτημα εκλαμβάνει ακόμη πιο σοβαρή μορφή, δεδομένης της ιδιαιτερότητας της αιτίας αγωγής που επικαλείται ο ενάγων - Εφεσίβλητος, της ιδιομορφίας των γεγονότων και των επιχειρημάτων που τέθηκαν πρωτόδικα από την πλευρά των Εφεσειόντων ως προς την απουσία των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου 197(Ι)/2003.  Προϋποθέσεις που σχετίζονται άμεσα με τη συνδρομή των κριτηρίων που διέπουν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος κατ΄ ακολουθία του άρθρου 32 του Ν. 14/60. Επιπρόσθετα, αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εφεσειόντων η ύπαρξη οποιασδήποτε μαρτυρίας στα πλαίσια της ενόρκου δηλώσεως του Εφεσίβλητου προς θεμελίωση του επίδικου διατάγματος, ήτοι προς στοιχειοθέτηση του δευτέρου κριτηρίου του άρθρου 32, της πιθανότητας επιτυχίας. Τέθηκε εν προκειμένω πρωτοδίκως, ότι το επίπεδο του εν λόγω αποδεικτικού εμποδίου δεν είχε καλυφθεί, αφού δεν προσφέρθηκε καμία μαρτυρία ή έστω ικανοποιητική υπό το φως της παρούσας διαδικασίας έκδοσης διατάγματος, ως προς την κατάδειξη κακοπιστίας, δόλου ή συνομωσίας εκ μέρους των Εφεσειόντων.

 

Πέραν της έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης, εντοπίζεται σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σε σχέση με την  παράλειψή του να ενδιατρίψει, μετά την εκ μέρους του διαπίστωση της πλήρωσης των κριτηρίων του άρθρου 32(1) του Νόμου και επί του ζητήματος του δίκαιου ή πρόσφορου της έκδοσης διατάγματος, που όπως ήδη λέχθηκε, συνιστά τον πιο σημαντικό ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια αυτά, παρέλειψε να ασχοληθεί με τον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, με βάση τα στοιχεία που καλύπτουν την υπόθεση, προκειμένου να ασκήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διακριτική του εξουσία προς απονομή πλήρους δικαιοσύνης και εξάλειψης μεταγενέστερου κινδύνου αδικίας. Ηταν βασική υποχρέωση του Δικαστηρίου να προχωρήσει στον εντοπισμό ενός δίκαιου ισοζυγίου και να παραθέσει αιτιολογημένη απόφαση ως προς τους λόγους που το οδήγησαν στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο.

 

Τα πιο πάνω ολισθήματα οδηγούν στην αποδοχή των ενώπιόν μας λόγων έφεσης και συνακόλουθα στην ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.

 

Η έφεση επιτρέπεται και το εκδοθέν διάταγμα σε αναφορά με τους Εφεσείοντες ακυρώνεται. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα επίσης ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή επιδίκασης €2500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, ως συνολικού ποσού εξόδων, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος του Εφεσίβλητου.

 

 

                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο