ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D259
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 39/2019)
26 Ιουνίου, 2019
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/01/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ
---------
Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για τον αιτητή.
Χρ. Κυθραιώτου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την προηγηθείσα μονομερή αίτηση, είχε παραχωρηθεί για ένα και μοναδικό λόγο άδεια στον αιτητή για καταχώριση της παρούσης, με σκοπό την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης και/ή έρευνας που εκδόθηκε εναντίον του στις 16.1.2019, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και/ή έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού από του να προχωρήσει στην εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης με αρ. 1537/19. Από το σχετικό ένταλμα σύλληψης (Ποινικός Τύπος αρ.4) και από τα όσα το Δικαστήριο κατέγραψε, δεν εξήγετο μετά βεβαιότητας ότι ο Δικαστής είχε ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου. Ο Δικαστής, υπέγραψε το ένταλμα, χωρίς προηγουμένως να διαγράψει μία εκ των δύο φράσεων «Έχω / Δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά» για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου».
Επικαλείται ο αιτητής το Άρθρο 11(3) του Συντάγματος και τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, άρθρο 19(1)[1] για να υποστηρίξει, ότι το ένταλμα σύλληψης δεν πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του Νόμου: Το Δικαστήριο δεν κατέγραψε θετικά ότι έχει ικανοποιηθεί για την ύπαρξη της ανάγκης έκδοσης του εντάλματος, εάν η σύλληψη είναι αναγκαία ή επιθυμητή, με αποτέλεσμα, να διασυνδέεται αντινομικά η ύπαρξη εύλογης υποψίας με την αναγκαιότητα έκδοσης του επίδικου εντάλματος.
Η Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να διαγράψει τις λέξεις «δεν έχω» από το σώμα του εντάλματος, πλην όμως, υποστηρίζει ότι τούτο έγινε εκ παραδρομής. Προτάσσει δε τα όσα η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, του Αστ. 1xx8 xxx Μιχαήλ, που υπηρετεί στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού, ως ο αστυφύλακας που είχε προβεί στην ένορκη δήλωση για έκδοση του επίδικου εντάλματος σύλληψης το οποίο εξεδόθη στην παρουσία του, για να υποστηρίξει τη νομιμότητα της έκδοσης και την εγκυρότητα του. Ως θέμα πρακτικής, υποστηρίζει, και ως θέμα δικαστικής γνώσης, όταν το Δικαστήριο απορρίπτει αίτημα της Αστυνομίας σημειώνει στο ένταλμα, και κυρίως στην οπισθογράφηση, χειρόγραφα τους λόγους απόρριψης του, θέτοντας στο σημείο εκείνο την υπογραφή του και την ημερομηνία που το επιλήφθηκε. Κάτι που δεν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση: το Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος.
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος και το άρθρο 18(1)[2] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί.
Το άρθρο 19 προδιαγράφει τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διάρκεια ισχύος του εντάλματος. Για την έκδοση του, απαιτούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: εύλογη υπόνοια πως το πρόσωπο διέπραξε το αδίκημα και την αναγκαιότητα σύλληψης του υπόπτου (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Θεμελιακής σημασίας, συνιστά η ανάγκη ικανοποίησης για την εύλογη υποψία με αναφορά σε συγκεκριμένη και επαρκή μαρτυρία για το αδίκημα για οποίο επιδιώκεται η σύλληψη (Αναφορικά με την Αίτηση Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17).
Από το περιεχόμενο του όρκου και τα γεγονότα που καταγράφονται, ο αιτητής φέρεται ως το πρόσωπο που κατονομάζεται στη θεληματική κατάθεση του πρώτου υπόπτου και αδελφού του αιτητή, ο οποίος τον εμπλέκει σε συνωμοσία με σκοπό να δολοφονήσουν και να ληστέψουν τον X.Μ. και ότι ο αιτητής, ενώ ο αδελφός του προσποιείτο την αγορά ναρκωτικών από το εν λόγω πρόσωπο, τον πυροβόλησε δύο φορές με πυροβόλο όπλο.
Η ένορκη δήλωση του αστυφύλακα προφανώς αποκάλυπτε και θεμελίωνε αντικειμενικά εύλογη υποψία εμπλοκής του αιτητή στα διερευνώμενα εγκλήματα. Τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήσαν τέτοια που αντικειμενικά ιδωμένα είχαν τη δυναμική να οδηγήσουν ένα λογικό Δικαστήριο στην έκδοση του εντάλματος. Πλην όμως η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, στην πλήρωση και της δεύτερης. Υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει, στο μυαλό του τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή, αβεβαιότητα κατά πόσο το Δικαστήριο προχώρησε στην απαραίτητη εκείνη νοητική διεργασία ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του, πριν προχωρήσει να υπογράψει το ένταλμα και να θέσει επ ΄αυτού την υπογραφή του ως το εκδώσαν Δικαστήριο. Η επίκληση της δικαστικής πρακτικής που ακολουθείται σε περίπτωση απόρριψης ενός εντάλματος ή και το τεκμήριο της κανονικότητας δεν είναι δυνατόν να συμπληρώσει ότι παραλήφθηκε και/ή δεν διαγράφηκε. Δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο είχε εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση (Πολυκάρπου (ανωτέρω), σ. 216). Ο ίδιος ο Δικαστής βαρύνεται με την υποχρέωση της αιτιολογίας για την έκδοση του διατάγματος, ζήτημα που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ή να πληρωθεί εκ των υστέρων, από τα όσα υποστηρίζονται στην ένορκη δήλωση του αστυφύλακα στην παρουσία του οποίου τούτο εξεδόθη. Διαφορετική αντίκριση ήταν ωσάν το παρόν Δικαστήριο υποκαθιστούσε ως προς την δεύτερη προϋπόθεση, την κρίση του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου.
Η ατομική ελευθερία, ως αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα δεν μπορεί να περιοριστεί ή να αφεθεί στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η πρόταση «έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου».
Η αίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται διάταγμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα σύλληψης που εξεδόθη εναντίον του αιτητή, με έξοδα υπέρ του.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/φκ
[1] 19.-(1) Κάθε ένταλμα συλλήψεως φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.
[2] 18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.