ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A187
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2018)
16 Μαΐου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO EΝΔΙΑΜΕΣΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.2.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 284/18 ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΕΟ ΣΤΙΣ 21.2.2018 ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.2.2018 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ MCP PAPHOS KAI MCP PACHNA
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 284/18 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 8.2.2018 ΚΑΙ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ:
1. BLUE RIBBON SHIPPING LIMITED,
2. BLUE SKY SHIPPING LIMITED,
3. INTERNSHIP NAVIGATION CO LTD,
4. NAVINVEST HOLDINGS LIMITED,
5. xxx ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ,
6. xxx xxx xxx MC BRIDE
Καθ'ων η αίτηση-Εφεσειόντων
ΚΑΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Αιτητών-Εφεσιβλήτων
____________________________________
Α. Μελάς με Λ. Χατζηξενοφώντος (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τριλλίδης με Ε. Τσαρούχη (κα) για Πολάκης Σαρρής & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσιβλήτους.
_________________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια της αγωγής υπ' αρ. 284/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν την έκδοση δύο προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία απαγορεύετο στους εφεσιβλήτους να προβούν στη σύλληψη δύο πλοίων ιδιοκτησίας των εφεσειόντων.
Μετά την εξασφάλιση σχετικής αδείας, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση με κλήση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με σκοπό τον παραμερισμό του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.
Ο αδελφός Δικαστής που εξέτασε την αίτηση έκρινε ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υποπέσει σε έκδηλη νομική πλάνη και επίσης ότι υπήρχε νομικό σφάλμα στην έκδοση των δύο διαταγμάτων λόγω έκδηλης έλλειψης δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, ακύρωσε τα εν λόγω διατάγματα.
Στο μεταξύ, ενώ εκκρεμούσε η ακρόαση της παρούσας έφεσης, εκδόθηκε, στο πλαίσιο της Πολ. Έφ. Αρ. 153/2018, απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της εν λόγω υπόθεσης, καθότι δικαιοδοσία επί θεμάτων ναυτοδικείου έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο.
Έχοντας ως δεδομένο ότι η πιο πάνω απόφαση είναι πρωτόδικη και δεν είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβλήθηκε από τους εφεσείοντες ότι η αίτηση, που είχε καταχωρηθεί για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων, έπασχε δικονομικά. Εισηγούνται ότι η αίτηση ήταν ελλιπής καθότι δεν συνοδευόταν από έγκυρη ένορκη δήλωση, δεν αναγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους ζητούσαν τα εντάλματα και δεν είχε επισυναφθεί πιστοποιημένο αντίγραφο του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Στην αίτηση, για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων είχαν επισυναφθεί η μονομερής αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης για έκδοση Certiorari, καθώς και η έκθεση, η ένορκη δήλωση και τα τεκμήρια που είχαν επίσης καταχωρηθεί με τη μονομερή αίτηση.
Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι πέραν του νομότυπου της αίτησης, ζητείτο η ακύρωση διατάγματος στη βάση υπέρβασης δικαιοδοσίας κάτι το οποίο ήταν εμφανές από το πρακτικό (on the face of the record itself), συνεπώς, δεν χρειαζόταν η εκ νέου προσκόμιση οποιουδήποτε τεκμηρίου ή αναφορά άλλου γεγονότος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα όσα είχαν επισυναφθεί καθιστούσαν την αίτηση για έκδοση Certiorari, νομότυπη και έγκυρη.
Ως προς το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης, που αφορά την αναγκαιότητα συνοδείας ενόρκου δηλώσεως, παρατηρούμε τα ακόλουθα.
Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν είχε εκδοθεί ακόμη ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018[1] και επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία ακολουθούνταν οι Αγγλικοί Δικονομικοί Κανονισμοί.
Η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari δεν συνοδευόταν μεν από νέα ένορκη δήλωση, πλην, όμως, αναφερόταν σ' αυτή ότι βασίζεται στην ένορκη δήλωση που είχε εκτελεστεί για σκοπούς της μονομερούς αίτησης για άδεια για καταχώριση Certiorari.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η διά κλήσεως αίτηση έπρεπε να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση στην οποία να αναφέρονται τα γεγονότα τα οποία στηρίζουν την αίτηση. Περαιτέρω, πρότειναν ότι η αίτηση για άδεια και η αίτηση διά κλήσεως είναι δύο ξεχωριστές διαδικασίες και δεν είναι δυνατό η ίδια ένορκη δήλωση να χρησιμοποιηθεί και στις δύο διαδικασίες.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ότι δεν απαιτείται όπως η αίτηση διά κλήσεως να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, αλλά αυτή να παραπέμπει σε ένορκη δήλωση, όπως έγινε στην αίτηση τους. Περαιτέρω, όπως σημειώσαμε, με την αίτηση διά κλήσεως ζητείτο η ακύρωση του διατάγματος λόγω υπέρβασης δικαιοδοσίας, έκδηλης στο πρακτικό και επομένως δεν χρειαζόταν η υποβολή περαιτέρω τεκμηρίων ή άλλων γεγονότων.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Chitty & Jacobs Queens Bench Forms, 20η έκδοση, στη σελίδα 1006:
"When leave has been granted to apply for an order of certiorari, mandamus or prohibition, the application for such an order is made by originating notice of motion.. A copy of the statement accompanying the application for leave must be served with the notice of motion or summons and copies of the affidavits (and exhibits) accompanying such application must be supplied on demand...On the hearing of the motion or summons, no ground may be relied on or relief sought beyond those set out in the statement.."
Στην υπόθεση In re Αeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302 γίνεται αναφορά στο θέμα. Αναφέρεται ότι:
"The application for leave to apply for certiorari must be accompanied by an affidavit setting forth the facts relied upon. The self same application and affidavit or affidavits must, following leave, be served on the respondents together with the summons ... For the adduction of further affidavit evidence the leave of the Court is required."
Προς επίρρωση της θέσης τους οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν την απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ιωάννη Μεταξά (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2045, στην οποία επίσης γίνεται αναφορά στην υπόθεση Aeroporos (πιο πάνω), όπου αναφέρεται ότι:
"Με βάση τον πιο πάνω αγγλικό θεσμό απαιτείται ένορκη δήλωση για τη μονομερή αίτηση για παροχή άδειας. Αλλά και για την αίτηση δια κλήσεως που ακολουθεί απαιτείται όπως τα γεγονότα στα οποία βασίζεται να επιβεβαιώνονται από ένορκη δήλωση. Τούτο επιβεβαιώνεται από το θ.6 της ίδιας αγγλικής Διαταγής που έχει ως εξής:-
"6.-(1) Copies of the statement accompanying the application for leave shall be served with the notice of motion or summons, and copies of any affidavits accompanying the application for leave shall be supplied on demand and on payment of the proper charges, and no grounds shall, subject as hereafter in this Rule provided, be relied upon or any relief sought at the hearing of the motion or summons except the grounds and relief set out in the said statement."
Η αγγλική νομολογία είναι σταθερή επί του θέματος. Για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari απαιτείται μαρτυρία υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης. Στο Annual Practice του 1958 (1) στη σελίδα 1728 στην ερμηνευτική σημείωση μετά την παράθεση του θεσμού 2 της Δ.59 αναφέρεται η σχετική νομολογία επί του θέματος. Κάτω από την επικεφαλίδα "By a statement" αναφέρονται τα εξής:-
"The facts relied on should be stated in the affidavit (see R. v. Wandsworth JJ., ex p. Read, [1942] 1 K.B. 281). The "statement" should contain nothing more than the name and description of the applicant, the relief sought, and the grounds on which it is sought. It is not correct to lodge a statement of all the facts, verified by affidavit (see Practice Note, [1939] W. N. 76). The order which it is sought to have quashed must be in writing (R. v. Newington (Licensing) JJ., [1948] 1 Κ. Β. 681) and exhibited to the affidavit, which must be filed before the ex parte application is made (see Practice Note, [1948] S.J. 324)."
Την ίδια θέση ακολούθησε και το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην υπόθεση In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302 αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 308:-
"The application for leave to apply for certiorari must be accompanied by an affidavit setting forth the facts relied upon. The self same application and affidavit or affidavits must, following leave, be served on the respondents together with the summons."
Στην υπόθεση Μεταξά (πιο πάνω) ακυρώθηκαν τα εκδοθέντα διατάγματα καθότι κρίθηκε ότι η συνοδεύουσα ένορκη δήλωση δεν προσέθετε τίποτε στα γεγονότα πέραν από αυτά που αναφέρονταν στα έγγραφα που είχαν καταχωρηθεί μαζί με την αίτηση για άδεια.
Συνεπώς στην πιο πάνω έφεση (Μεταξά) δεν αποφασίσθηκε ότι η αίτηση για έκδοση Certiorari πρέπει να συνοδεύεται από νέα ένορκη δήλωση, αλλά τα γεγονότα να επιβεβαιώνονται από ένορκη δήλωση, η οποία ενδεχομένως να είναι αυτή που συνόδευε την αίτηση για άδεια.
Στην προκείμενη περίπτωση στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για άδεια περιέχονται αναλυτικά τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, συγκεκριμενοποιεί το κατ' ισχυρισμό νομικό σφάλμα του επαρχιακού δικαστηρίου προβάλλοντας τα σχετικά επιχειρήματα.
Ως εκ τούτου, η παραπομπή σ' αυτή την ένορκη δήλωση, για σκοπούς της παρούσας αίτησης, προσφέρει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να έχει ενώπιον του την απαιτούμενη μαρτυρία έτσι ώστε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα.
Σχετική επί του εγειρόμενου θέματος είναι η υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Νεόφυτου Γρηγοριάδη (2013) 1 Α.Α.Δ. 1247 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της θέσης των εφεσειόντων ότι οι δύο αιτήσεις θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί ως εξ υπαρχής άκυρες καθότι δεν τις συνόδευε η απαιτούμενη ένορκη δήλωση στην οποία να περιέχονται τα σχετικά γεγονότα. Η εν λόγω θέση απορρίφθηκε πρωτόδικα μετά που κρίθηκε ως αβάσιμη «αφού», σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, «με την επισύναψη της αίτησης για χορήγηση άδειας όπου υπάρχει ένορκη δήλωση από τον αιτητή, φαίνονται και τα γεγονότα για σκοπούς της αίτησης».
Η επί του προκειμένου πρωτόδικη κρίση είναι ορθή.
Η άδεια για καταχώριση της αίτησης Certiorari δόθηκε στον κάθε ένα από τους εφεσιβλήτους στη βάση του πραγματικού υπόβαθρου επί του οποίου εδραζόταν η μονομερής αίτηση, στα πλαίσια της οποίας η άδεια δόθηκε. Έχουμε την άποψη ότι και στις δύο περιπτώσεις, η μονομερής αίτηση για άδεια και γενικά η διαδικασία που διεξήχθη με αντικείμενο την εν λόγω αίτηση, συναρτάτο με την αίτηση για Certiorari που ακολούθησε, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη. Στην ουσία αποτελούσε μέρος της. Ενδεικτικό του στοιχείου της αλληλοεξάρτησης που χαρακτηρίζει τις δύο αιτήσεις, δηλαδή τη μονομερή αίτηση για άδεια και την δια κλήσεως αίτηση για έκδοση του εντάλματος Certiorari που ακολούθησε, συνιστούν οι πρόνοιες της αγγλικής O.59, r.6(1), σύμφωνα με τις οποίες, «Copies of the Statement accompanying the application for leave shall be served with the notice of motion or summons ...». Εξ ου και η ρητή αναφορά στην αίτηση για Certiorari (Notice of Motion or Summons), όχι μόνο στο γεγονός ότι δόθηκε άδεια για καταχώριση της αίτησης, αλλά και στα στοιχεία της μονομερούς αίτησης στα πλαίσια της οποίας η εν λόγω άδεια χορηγήθηκε. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις οι εφεσείοντες είχαν λάβει γνώση του πραγματικού υπόβαθρου της αίτησης.
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η συγκεκριμένη παράλειψη ενός εκάστου εφεσιβλήτου, τυπικό μόνο χαρακτήρα μπορούσε να προσλάβει, μη δυνάμενο να επηρεάσει την εγκυρότητα της δικής του αίτησης, εφόσον στο πραγματικό υπόβαθρο γινόταν αναφορά στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν τις μονομερείς αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας."
Ως εκ των ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί ανάγκης νέας ένορκης δήλωσης απορρίπτεται.
Το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης σχετίζεται με την, κατ' ισχυρισμό, παράλειψη των εφεσιβλήτων να επισυνάψουν στο σώμα της αίτησης για άδεια πιστό αντίγραφο του προσβαλλόμενου διατάγματος. Όπως προβάλλεται, δεν ήταν αρκετό να επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση για έκδοση άδειας αλλά έπρεπε να επισυναφθεί στην ίδια την αίτηση.
Ούτε και ο πιο πάνω ισχυρισμός ευσταθεί. Το διάταγμα επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση με την οποία παρουσιάστηκε ως τεκμήριο το διάταγμα.
Η νομολογία επιτάσσει όπως, σε αίτηση για προνομιακό ένταλμα να προσκομίζεται το διάταγμα του οποίου ζητείται η ακύρωση. Δεν απαιτείται, όπως προβάλλουν οι εφεσείοντες, να επισυναφθεί στο σώμα της αίτησης. Η προσκόμιση του ως τεκμηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης είναι ορθή. Στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Αρτέμη στη σελίδα 213 αναφέρεται ότι: "Η Αγγλική πρακτική, όπως προβλέπει η Διάταξη 53, Κανονισμός 9(2) απαιτεί την κατάθεση πιστοποιημένου αντίγραφου της απόφασης με ένορκη δήλωση."
Στο Annual Practice 1966 στη σελίδα 1720 αναφέρεται ότι ″The order which is sought to have quashed must be in writing ... and exhibited to the affidavit ..."
Οι εφεσείοντες στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης εισηγούνται επίσης ότι δεν αναγράφονται στη διά κλήσεως αίτηση οι λόγοι για τους οποίους δόθηκε η άδεια. Κάτι τέτοιο δεν απαιτείται από τη νομολογία. Στην υπό κρίση αίτηση καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, και μάλιστα στο σώμα της αίτησης. Ο καθορισμός, αυτός, γίνεται με παραπομπή στους λόγους που προβλήθηκαν προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια, αντίγραφο της οποίας και επισυνάπτεται, ως αναπόσπαστο μέρος τούτου του σώματος της αίτησης.
Όπως αναφέρεται στο Halsbury' s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 11, στη σελίδα 75: "Save as allowed by the Court or judge no grounds may be relied upon or any relief sought at the hearing except the grounds and relief set out in the statement."
Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος παρά, την ύπαρξη άλλων εναλλακτικών ένδικων μέσων.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι υπήρχαν εναλλακτικά ένδικα μέσα τα οποία οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να ασκήσουν. Το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο και θα μπορούσαν να υποβάλουν ένσταση, και επίσης υπήρχε και το δικαίωμα έφεσης. Ούτε συνέτρεχαν, εν πάση περιπτώσει, πρόβαλαν, οι εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση του συγκεκριμένου προνομιακού εντάλματος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, παρόλο που υπήρχε άλλο ένδικο μέσο για προσβολή των διαταγμάτων, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τεκμηρίωση εξαιρετικής περίπτωσης καθότι η διαπιστωθείσα έκδηλη έλλειψη δικαιοδοσίας οδήγησε το επαρχιακό δικαστήριο σε έκδηλο νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό.
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων. Αυτή ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του επαρχιακού δικαστηρίου αποτελεί το πλαίσιο εξέτασης σε αιτήσεις αυτής της μορφής. (In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (Αρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114). Ταυτοχρόνως, η ενδεχόμενη λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου δεν εξετάζεται στα πλαίσια της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος Certiorari.
Ταυτοχρόνως, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, δεν αποτελεί εποπτικό μέσο και ούτε παρέχεται η δυνατότητα εξέτασης του κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά ή όχι ένα νομικό ζήτημα. (Βλ. Διαχειριστική Επιτροπή ΚΥΠΑ Κωρτ 4 (2008) 1 Α.Α.Δ. 644).
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 321/2017, Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά., ημερ. 2 Απριλίου 2018:
"Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη. Η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535 συνοψίστηκαν οι αρχές της νομολογίας ότι «. άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.» Ακόμα, σε περιπτώσεις όπου είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, ο τρόπος άσκησής της ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα μόνο όταν ο αιτητής δεν έχει εναλλακτική θεραπεία ή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άλλη θεραπεία διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας."
Δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσιβλήτους ότι υπήρχε εναλλακτικό ένδικο μέτρο. Προς εξέταση τίθεται κατά πόσο, τυχόν έλλειψη δικαιοδοσίας συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος Certiorari.
Η έλλειψη δικαιοδοσίας θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο των εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος Certiorari, ανεξαρτήτως της ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου; Αυτό είναι το ερώτημα που προβάλλεται επί του προκειμένου.
Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή, είμαστε της γνώμης ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το γεγονός ότι το επαρχιακό δικαστήριο, εξέδωσε τα αμφισβητηθέντα διατάγματα χωρίς να έχει δικαιοδοσία, δεν συνιστά εξαιρετική περίπτωση.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης Αναφορικά με την αίτηση των εταιρειών Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535, προκύπτει ότι είχε εκδοθεί από το δικαστήριο προσωρινό διάταγμα χωρίς να υπάρχει εξουσία για την έκδοση του. Καταχωρήθηκε αίτηση για Certiorari, το οποίο και αρχικώς εκδόθηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια έφεσης για ακύρωση του εν λόγω εντάλματος Certiorari ανέφερε ότι:
"Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.
Στην προκείμενη περίπτωση, από το πρακτικό της 8.3.2002 δε διαφαίνεται κατά πόσο, προτού χορηγήσει τη ζητηθείσα άδεια, ο συνάδελφος Δικαστής κατηύθυνε τη σκέψη του στο ερώτημα κατά πόσο συνέτρεχαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο το ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για να του χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari. Από δε την απόφασή του της 10.4.2002, είναι σαφές ότι δεν κατηύθυνε τη σκέψη του στο ίδιο ερώτημα προτού εκδώσει το ένταλμα certiorari.
Μελετήσαμε όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του συνάδελφου Δικαστή. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπήρχαν ενώπιόν του οποιαδήποτε δεδομένα, είτε στο στάδιο της αίτησης για άδεια για καταχώρηση αίτησης είτε στο στάδιο της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, τα οποία να μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνιστούσαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούσαν συζητήσιμο το ότι έπρεπε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari ή, a fortiori, για την έκδοση εντάλματος certiorari. Στις εφεσίβλητες Fastact και Eva, προσφερόταν άλλη θεραπεία, ήτοι ένσταση στο διάταγμα της 29.1.2002. Θεραπεία την οποία, στις 28.2.2002, δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι θα επεδίωκαν με την καταχώρηση ένστασης μέχρι τις 15.3.2002. Αντί τούτου, επτά μέρες αργότερα, στις 7.3.2002, άλλαξαν πορεία. Και με την υπ' αρ. 17/2002 μονομερή αίτηση (ex parte) ζήτησαν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari για ακύρωση του διατάγματος χωρίς να συντρέχουν, όπως αναφέραμε, επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις.″
Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878 υιοθετήθηκε η πιο πάνω απόφαση Fastact και λέχθηκαν κατ' ακολουθία τα πιο κάτω:
"Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω."
Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης, υιοθετήθηκε στην πρόσφατη απόφαση Πολ. ΄Εφ. 43/2019, Κυριάκου Μιτέλα, ημερ. 2 Απριλίου 2019.
Στην υπό εξέταση υπόθεση το προσωρινό διάταγμα, που εμπόδιζε τη σύλληψη των δύο πλοίων, εκδόθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2018 και ορίστηκε επιστρεπτέο στις 21 Φεβρουαρίου 2018. Υπήρχε συναφώς η δυνατότητα καταχώρισης ένστασης και αμφισβήτησης της νομιμότητας των εν λόγω διαταγμάτων. Κατ' επέκταση υπήρχε και, μελλοντικά, η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έφεσης, αν χρειαζόταν.
Είμαστε συναφώς της γνώμης ότι η πρωτόδικη κρίση, περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων για έκδοση εντάλματος Certiorari, ήταν λανθασμένη.
Η έφεση επιτυγχάνει. Το εκδοθέν προνομιακό ένταλμα Certiorari, ημερ. 3 Απριλίου 2018, ακυρώνεται, όπως επίσης και η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα. Τα έξοδα, περιλαμβανομένων των πρωτοδίκων, καθορίζονται στο ποσό των €4.000 και επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ
[1] Η αίτηση είχε καταχωρηθεί στις 15.2.2018