ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A76
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε75/2013)
5 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
1. xxxxxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
2. xxxxx ΣΙΟΠΑΧΑ, το γένος xxxx
3. xxxxxx ΣΙΟΠΑΧΑ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
και
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
_ _ _ _ _ _
Α.Μυλωνάς, για τους εφεσείοντες
Μ.Σοφοκλέους, (κα), για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 30.4.2013 εξέδωσε απόφαση ως η ΄Εκθεση Απαίτησης εναντίον όλων των εφεσειόντων/εναγομένων αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως, κατόπιν αίτησης για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Θεωρήθηκε πως οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν καλή υπεράσπιση με βάση το μαρτυρικό υλικό που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, αφού βεβαίως προηγουμένως κρίθηκε πως οι προκαταρκτικές προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 πληρούντο, εφόσον το κλητήριο που είχε καταχωρηθεί ήταν ειδικά οπισθογραφημένο σύμφωνα με τη Δ.2 θ.6 και οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει εμφάνιση. Επίσης η ένορκη δήλωση που στήριζε την αίτηση επιβεβαίωνε ουσιαστικά την απαίτηση των εφεσιβλήτων και προερχόταν από αρμόδιο πρόσωπο με γνώση των γεγονότων. (βλ. Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, (1997)1B A.A.Δ. 782). Το οφειλόμενο ποσό κατά τον τερματισμό του λογαριασμού ανήρχετο σε €165.910,37 ποσό για το οποίο εξεδόθη απόφαση πλέον τόκους και έξοδα.
Προσθέτως, εξεδόθηκαν διατάγματα για εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων του εφεσείοντα 1, ο οποίος ήταν και ο πρωτοφειλέτης καθώς και για πώληση ενεχυριασθέντων μετοχών.
Προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση με 7 λόγους έφεσης οι οποίοι όμως όλοι έχουν κεντρικό πυρήνα το θεωρούμενο ως λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης καλής υπεράσπισης. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχαν προβάλει επαρκή στοιχεία και λεπτομέρειες για την υπεράσπιση τους. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων 1 προέβαλε δόλο αποδίδοντας κυρίως την αιτία της συμβατικής σχέσης του με τους εφεσίβλητους για παροχή πίστωσης, σε πίεση και εκβιασμό που δέχθηκε από προηγούμενες συναλλαγές της τράπεζας με τρίτη εταιρεία την οποία ο ίδιος είχε εγγυηθεί. Οι δε λοιποί εφεσείοντες προσθέτως προβάλλουν υπεράσπιση της μη ελεύθερης βούλησης τους στη συνομολόγηση και ότι δεν είχαν λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την προβολή των ισχυρισμών αυτών εκ μέρους των εφεσειόντων, δόθηκε άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και συναφών εγγράφων εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Με βάση το συνολικό υλικό ενώπιον του, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει αν οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων όπως ετέθησαν αποτελούσαν καλόπιστη υπεράσπιση. Αφού προβαίνει σε αριθμό επιμέρους παρατηρήσεων για τη βασιμότητα των διαφόρων θέσεων, καταλήγει πως δεν στοιχειοθετείται ούτε το καλόπιστο ούτε το εύλογο της προβαλλόμενης ως υπεράσπισης με συνέπεια να απορρίψει την ένσταση των εφεσειόντων δεχόμενο τις θέσεις των εφεσιβλήτων.
Είναι ουσιαστικά αυτή η ανάλυση-αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που συναντά την αμφισβήτηση δια της εφέσεως, εφόσον, κατά τη θέση των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο ξέφυγε από τα πλαίσια της εξέτασης της Δ.18 καθώς και των νομολογιακών αρχών που στηρίζουν την ερμηνεία της. Κατ΄ αντίθεση της επιβαλλόμενης σ΄ αυτό υποχρέωσης να μην εισχωρήσει στην ουσία προέβη σε μια εκτεταμένη αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών απορρίπτοντας εντέλει συλλήβδην τις θέσεις των εφεσειόντων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, κατά το στάδιο εξέτασης της Δ.18 θ.1, πρέπει το Δικαστήριο να πεισθεί όχι ότι η υπεράσπιση είναι αληθινή και θα επιτύχει αλλά απλώς ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υπάρχει αληθινή υπεράσπιση.
Στο Annual Practice του 1955 στην ανάλυση της αντίστοιχης αγγλικής Ο.14, σελ.178, διαβάζουμε:
«Even though the defence is not clearly established, but only reasonable probability of there being a real defence, leave to defend should be given (Manger ν. Cash, 5 T.L.R. 271). So also in an action on a bill of exchange where the defendant sets up the defence that the bill was given without valuable consideration and in consequence of misrepresentation on the part of the plaintiff (Wing ν. Thurlow, 10 T.L.R. 53, 151). And where in an action of bills of exchange the defendant set up by affidavit under O.14 the defence that the bills sued on were given as part of a series of stock exchange transactions, and claimed an account of the whole transactions, the Judge in Chambers gave leave to defence conditionally on payment into Court of the amount of the bills. The C.A., however, in the absence of any affidavit by the plaintiff in answer, gave unconditional leave to defence (Carter v. Countess of Warwick (unreported), C.A. , June 2, 1910)"
(ο τονισμός δικός μας)
Ισχυρά προωθήθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο με μεγάλη ευκολία δέχθηκε τη συμπληρωματική δήλωση των εναγόντων.
Δέον να τονισθεί ότι δεν προσβάλλεται το βάσιμο της ίδιας της παροχής άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Συνεπώς δεν ελέγχεται αυτή η πτυχή της δικαιϊκής κρίσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως διαφαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα στην τελευταία παράγραφο, υπό τις περιστάσεις των προβαλλομένων ισχυρισμών, η απαντητική ένορκη δήλωση εκ μέρους των εφεσιβλήτων παρείχε το βάθρο ώστε να αντικρουσθεί η προβαλλόμενη ως καλόπιστη υπεράσπιση των εφεσειόντων. Αυτό δε έγινε, όχι βεβαίως με υποκειμενική θεώρηση της δοθείσας μαρτυρίας ως θα συνέβαινε στην ακροαματική διαδικασία, αλλά με αντικειμενική στάθμιση των γεγονότων όπως προέκυπταν συνολικά ώστε να απαντηθεί το ερώτημα εάν προβάλλετο καλόπιστη υπεράσπιση.
Το Δικαστήριο, εφόσον παρατίθενται λεπτομέρειες προβαλλόμενης καλής υπεράσπισης, ενώ, κατ΄αρχήν δεν δύναται να αξιολογήσει το αληθινό της υπεράσπισης, μπορεί να εξετάσει εάν οι προβαλλόμενες θέσεις είναι έκδηλα ψευδείς.
Στη Βanque de Paris et des Pays-Bas (Suisse) SA v. de Naray (1984)1 Loyd's Rep.21 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"It is of course trite law that O.14 proceedings are not decided by weighing the two affidavits. It is also trite that the mere assertion in an affidavit of a given situation which is to be the basis of a defence does not, ipso facto, provide leave to defend; the Court must look at the whole situation and ask itself whether the defendant has satisfied the Court that there is a fair or reasonable probability of the defendants' having a real or bona fide defence."
Στη Bhogal v. Punjab National Bank, (1988)2 All E.R. 296
"But the correctness of factual assertions such as these cannot be decided on an application for summary judgment unless the assertions are shown to be manifestly false either because of their inherent implausibility or because of their inconsistency with the contemporary documents or other compelling evidence."
Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν στη Λαζάρου ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, όπου αναφέρθησαν και τα ακόλουθα:
Στην Standard Chartered Bank v. Yaacoub [1990] CA Transcript 699 λέχθηκε ότι:
"It is sometimes said that in an application under Ord. 14 the court is bound to accept the assertion of a defendant on affidavit unless it is self-contradictory or inconsistent with other parts of the defendant' s own evidence, and that the court cannot reject an assertion on the simple ground that it is inherently incredible."
Τέλος, στο Supreme Court Practice 1999, Vol.1 στη σελ. 173, παράγραφος 14/4/7, αναφέρονται τα ακόλουθα:
"The plaintiff has long been permitted to answer the defendant's evidence but the case cannot be tried on affidavits, and if the defendant's affidavit discloses a defence based on disputed facts it is generally useless for the plaintiff to reply. The Court is not bound to require documentary evidence from the plaintiff, if by his affidavit in reply he can show that there is no issue to try (Shurmur v. Young [1889] 5 T.L.R, 155, CA) but if he can demonstrate (e.g. by exhibiting contemporary documents) that the evidence of the defendant is not reasonably capable of belief this will prevent leave to defend being given."
Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση (δέστε Supreme Court Practice 1999 1st Ed. p. 174, para. 14/4/9).
Με όλο το σεβασμό, ακριβώς είναι στα ως άνω θεμιτά πλαίσια που κινήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη θεώρηση του αφού ουσιαστικά περιορίστηκε να αντλήσει από τις ένορκες δηλώσεις σημαντικά στοιχεία που εξουδετέρωναν άνευ ετέρου - και φυσικά χωρίς υποκειμενική αξιολόγηση - την προβαλλόμενη υπεράσπιση των εφεσειόντων χαρακτηρίζοντας την, στην ουσία της, ως μη καλόπιστη και εύλογη.
Θα δώσουμε κάποια παραδείγματα που σημειώνονται πρωτοδίκως:
Ο εφεσείων 1, με βάση την εκδοχή του, υπέστη πιέσεις από τους εφεσίβλητους να ανοίξει τον επίδικο λογαριασμό λόγω μιας προηγούμενης δικαστικής απόφασης εναντίον μιας τρίτης εταιρείας στην οποία ήταν εγγυητής, μέτοχος και διευθυντής. Ακολούθως, όπως ανέφερε, στο ποσό της απόφασης προστίθεντο διάφορα ποσά ξένα προς αυτή και η εταιρεία άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας. Τότε υπέκυψε στις πιέσεις και στους εκβιασμούς για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού με τις εγγυήσεις των λοιπών εφεσειόντων, που είναι η οικογένεια του. Σύμφωνα με τη θέση του, «τους έκλεισαν σ΄ένα γραφείο, δεν τους επέτρεπαν να μιλήσουν μεταξύ τους και τους έλεγαν ότι εάν δεν υπέγραφε θα τον πτώχευαν».
Στα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιτάσσει πως ο εφεσείων 1 από τις 30.3.1998 και τις 15.4.1998 είχε ζητήσει γραπτώς και ενυπογράφως από τους εφεσίβλητους να του παραχωρήσουν τις υπό αναφορά τραπεζικές διευκολύνσεις και ότι τους πληροφορούσε πως από το 1993 είχε αναλάβει ο ίδιος τις εργασίες της εν λόγω εταιρείας. Περαιτέρω διαπιστώθηκε πρωτοδίκως το μη αληθές του ισχυρισμού περί αυθαίρετης χρέωσης του νέου λογαριασμού.
Είχε επίσης προτείνει ως υπεράσπιση ο εφεσείων 1 πως ανώτερος υπάλληλος των εφεσιβλήτων του είχε ζητήσει «να του καταβάλει σε μετρητά ποσοστό 5% επί του ορίου του τρεχουμένου λογαριασμού για να μεσολαβούσε στο άνοιγμα του λογαριασμού» θέση που, όπως ορθά πρωτοδίκως υποδεικνύεται, αντιμάχεται τον πυρήνα της πρωταρχικής του υπεράσπισης «περί πίεσης».
Άλλο σημείο που θεωρήθηκε σημαντικό για αντίκρουση της προβαλλόμενης υπεράσπισης είναι ότι για 11 χρόνια ο λογαριασμός λειτουργούσε από τον ίδιο χωρίς να υπάρξει οποιονδήποτε παράπονο. Η δε προτεινόμενη ανταπαίτηση του για παράνομες χρεώσεις παρέμεινε υπό μορφή κατάληξης χωρίς μαρτυρία.
Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό περί μη παροχής ανεξάρτητης νομικής συμβουλής στους εφεσείοντες 2 και 3 τα κατατεθέντα τεκμήρια απεδείκνυαν ακριβώς το αντίθετο.
Για τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιμελώς αναφέρει, κινούμενο ακριβώς στα ορθά πλαίσια ερμηνείας και εφαρμογής της Δ.18 θ.1, θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας και οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.
Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.