ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A83
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2013
13 Μαρτίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΜΕΛΗ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
1. χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. χχχ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
3. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
---------
Στ. Σάββα, για τον Eφεσείοντα.
Θ. Ιωαννίδης, για τους Eφεσίβλητους 1 και 2.
Δ. Παπαμιλτιάδους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη 3.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό έφεση απόφασης αποτελεί τροχαίο δυστύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 27.1.2004 στην οδό χχχ στο χωριό χχχ της επαρχίας χχχ, με ενεχόμενα οχήματα το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής Xχχχ9 που οδηγούσε ο εφεσείων/ενάγων και το όχημα με αρ. εγγραφής Yχχχ4 που οδηγούσε η εφεσίβλητη 1/εναγόμενη 1 με την άδεια και συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, εφεσίβλητου 2/εναγόμενου 2.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, αυτός, στις 27.1.2004 και ώρα 14:30, οδηγούσε το εν λόγω όχημα νόμιμα και κανονικά κατά μήκος της οδού χχχ στο χωριό χχχ, με κατεύθυνση από χχχ προς χχχ, ενώ η εφεσίβλητη 1 οδηγούσε το εν λόγω όχημά της από την αντίθετη κατεύθυνση. Αποτέλεσε δικογραφημένο ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη 1, αμελώς και κατά παράβαση των κανόνων οδικής ασφάλειας και επιμελούς οδήγησης, παρέλειψε να προβεί σε όλα τα απαιτούμενα μέτρα και ενέργειες ως ο μέσος και σώφρων οδηγός όφειλε και/ή ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων οδικής ασφάλειας και/ή απέτυχε να ελαττώσει ταχύτητα και/ή απέτυχε να πάρει έγκαιρα την κανονική θέση πορεία της στην αριστερή πλευρά του δρόμου, με αποτέλεσμα να μην αφήσει τον απαιτούμενο χώρο και/ή να εισέλθει στη λωρίδα επί της οποίας κινείτο ο εφεσείων, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αναγκαστεί, προς αποφυγή της σύγκρουσης και υπό την αγωνία της στιγμής, να οδηγήσει το όχημά του αριστερότερα και να ανατραπεί μετά από πτώση του σε παρακείμενο χαντάκι και να υποστεί σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.
Η εφεσίβλητη 3 ενάγεται ως η μόνη υπεύθυνη για την γενικότερη κατάσταση των δημοσίων οδών, η οποία, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αμέλησε να λάβει το σύνολο των απαιτούμενων μέτρων και ή να προβεί στο σύνολο των απαιτούμενων ενεργειών δια των οποίων να προειδοποιεί τους οδηγούς που κινούντο στον πιο πάνω δρόμο για τον οποίο ήταν υπεύθυνη, με αποτέλεσμα ο εφεσείων και το όχημά του να υποστούν βλάβες.
Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αρνήθηκαν με την υπεράσπιση τους τις αξιώσεις του εφεσείοντα, αποδίδοντας το δυστύχημα στην αποκλειστική και ή συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα και/ή οδήγηση κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων του. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι κινήθηκε ξαφνικά αριστερά στο δρόμο και, λόγω του ότι χρησιμοποιούσε κινητό τηλέφωνο με το χέρι του, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και ανατράπηκε.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία, επίσης, αρνήθηκε ευθύνη, ισχυριζόμενη ότι ο έλεγχος και η συντήρηση της επίδικης οδού ανήκουν στην κοινότητα χχχ και όχι στην Επαρχιακή Διοίκηση. Περαιτέρω, όσον αφορά τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα, προέβαλε τους ίδιους ουσιαστικά ισχυρισμούς με αυτούς των εφεσίβλητων 1 και 2.
Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε το ύψος των αποζημιώσεων που θα δικαιούτο ο εφεσείων επί πλήρους ευθύνης και παρέμεινε επίδικο μόνο το ζήτημα της ευθύνης. Προς υποστήριξη της υπόθεσης του εφεσείοντα κατέθεσαν ως μάρτυρες η λοχ. χχχ Μ. Ν., ΜΕ1, η οποία εξέτασε το ατύχημα, ο εφεσείων, ΜΕ2, και ο Μ. Μ., ΜΕ3. Από πλευράς των εφεσίβλητων 1 και 2 κατέθεσε η εφεσίβλητη 1, ενώ εκ μέρους της Δημοκρατίας κατέθεσε ο Α.Γ., Βοηθός Επαρχιακός Επόπτης στην Επαρχιακή Διοίκηση χχχ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, δεν αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα, ενώ πείσθηκε για το εύλογο και αξιόπιστο της εκδοχής της εφεσίβλητης 1, η οποία έκρινε ότι συνάδει και με τα αντικειμενικά ευρήματα της λοχ. χχχ Μ. Ν. (ΜΕ1) που διερεύνησε το δυστύχημα. Κατέληξε, συναφώς, στα ακόλουθα συμπεράσματα ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης:
«Κατά την 27.1.2004 και περί ώρα 14:30 ο ενάγοντας οδηγούσε το όχημα του με αριθμό εγγραφής Xxxx9, μήκους 5.80 μέτρων και πλάτους 1.60 μέτρων, στην οδό xxx, στο χωριό xxx, με κατεύθυνση από xxx προς xxx. Κατά τον ίδιο χρόνο, η εναγόμενη 1 οδηγούσε το όχημα με αριθμό εγγραφής Yxxx4, ιδιοκτησίας του εναγομένου 2, από την αντίθετη κατεύθυνση. Ο εν λόγω δρόμος είχε, κατά το δυστύχημα, πλάτος 3.40 μέτρα και ήταν χωρίς σήμανση. Το δε οδόστρωμα ήταν βρεγμένο λόγω προηγούμενης βροχόπτωσης. Η ορατότητα στον εν λόγω δρόμο ήταν περί τα 80 μέτρα. Η εναγόμενη 1 είδε για πρώτη φορά το όχημα του ενάγοντα από απόσταση περίπου 80 μέτρων και πρόσεξε ότι έτρεχε και ότι με το αριστερό του χέρι ο οδηγός του κρατούσε κινητό τηλέφωνο και μιλούσε. Οδήγησε το όχημα της στο παγκέτο αριστερά ως η πορεία της και ελάττωσε εντελώς την ταχύτητα της. Το όχημα του ενάγοντα πέρασε από δίπλα της χωρίς να συγκρουστούν και τότε η εναγόμενη 1 επιβεβαίωσε ότι ο ενάγοντας μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο. Αφού η εναγόμενη 1 διήνυσε ακόμη περίπου 20 μέτρα είδε από το καθρεφτάκι του οχήματος της το όχημα του ενάγοντα αρχικά να πέφτει στο παγκέτο και μετά να ανατρέπεται στο παρακείμενο χαντάκι. Στη σκηνή του δυστυχήματος βρέθηκαν τα στοιχεία που κατέγραψε επί του τεκμηρίου 3 η Μ.Ε. 1. Ο δρόμος, παρότι στενός, χωρούσε και τα δύο οχήματα να περάσουν. Ο ενάγοντας και η εναγόμενη 1 γνώριζαν καλά το δρόμο λόγω της καθημερινής σχεδόν χρήσης του από αυτούς. Στο δρόμο δεν εκτελούνταν οποιαδήποτε έργα, ούτε φαίνεται να υπήρχε οτιδήποτε άλλο σ΄ αυτόν που να συνέβαλε, ως γεγονός, στο εν λόγω δυστύχημα. Ο εν λόγω δρόμος, ήταν εντός των ορίων της κοινότητας xxx, και αρμοδιότητα γι΄ αυτόν είχε η κοινότητα xxx.»
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία και αφού ανέλυσε τα γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του και απέρριψε την αγωγή στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Αποτελεί κατάληξη μου ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο τρόπος που η εναγόμενη 1 ενήργησε, δηλαδή η οδική της συμπεριφορά, ως διαπιστώνεται στα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν ήταν τέτοια που θα πρέπει να της αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη ή αμέλεια. Δεν υπολείπεται η συμπεριφορά της σε οτιδήποτε από τη συμπεριφορά ενός λογικού, συνετού οδηγού. Η εναγόμενη 1 με καμιά ενέργεια της δεν επηρέασε δυσμενώς την ελεύθερη πορεία του οχήματος του ενάγοντα, ούτε έφερε αυτόν προ του φάσματος διλήμματος κατά την οδήγηση για λήψη μέτρων προς αποφυγή σύγκρουσης. Παράλληλα, ουδόλως φαίνεται η οδική συμπεριφορά του ενάγοντα να επηρεάστηκε από την κατάσταση του δρόμου ή από οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη της εναγόμενης 3 αναφορικά με τον εν λόγω δρόμο. Ο οποίος άλλωστε ήταν της αρμοδιότητος της κοινότητας xxx. Αποκλειστική ευθύνη για το υπό κρίση δυστύχημα βρίσκω ότι φέρει ο ίδιος ο ενάγοντας, ο οποίος, οδηγώντας σε δρόμο τον οποίο γνώριζε πολύ καλά, δεν μπόρεσε να ελέγξει το όχημα του επαρκώς μετά που η πορεία του ήλθε αντίθετη με την πορεία του οχήματος που οδηγούσε η εναγόμενη 1, ως περιγράφεται ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ανατραπεί και να υποστεί τις ζημιές που αναφέρθηκαν. Το κατά πόσο σ΄ αυτό συνέτεινε η ταχύτητα που τηρούσε ή το ότι κρατούσε το κινητό του τηλέφωνο παραμένει άνευ σημασίας δεδομένου του ότι είναι για λόγους που αφορούν τον ίδιο που ο ενάγων έχασε τον έλεγχο του οχήματος του και ανατράπηκε.»
Με επτά λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει ο ίδιος ο εφεσείων είναι αναιτιολόγητη, νομικά εσφαλμένη και αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ενώ με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλει πως, παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε «τα λεγόμενα . και τα ευρήματα» της εξετάστριας του ατυχήματος ΜΕ1, εν τούτοις, παρέλειψε να αξιολογήσει σημαντικό μέρος της εν λόγω μαρτυρίας.
Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία τόσο της εφεσίβλητης 1, όσο και του Α. Γ. (ΜΥ1 της Δημοκρατίας), αντίστοιχα, ενώ αυτοί υπέπεσαν σε σημαντικές αντιφάσεις. Με το δε πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του ατυχήματος και της κατάστασης του επίδικου δρόμου για την οποία υπεύθυνη είναι η εφεσίβλητη 3. Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο επίδικος δρόμος «ήταν της αρμοδιότητας της κοινότητας χχχ», ενώ με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του ότι δεν είχε τεθεί ενώπιόν του οτιδήποτε, το οποίο να υποστηρίζει την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 2.
Οι λόγοι έφεσης συναρτώνται κυρίως με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η νομολογία επί του θέματος είναι πλούσια. Προς τούτο, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιαράος Λτδ ν. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/2012, ημερομηνίας 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, όπου συνοψίζεται η νομολογία ως ακολούθως:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και Γρηγόρης Ιωαννίδης ν. Γεώργιου Χαραλαμπίδη, Πολ. Εφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018), ECLI:CY:AD:2018:A352. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κo Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402. Όπως αναφέρθηκε στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο της το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.»
Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μας από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, σε συνάρτηση με την προσφερθείσα μαρτυρία και την αξιολόγησή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και έχουμε, επίσης, ανατρέξει στα πρακτικά της υπόθεσης.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, η οποία προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, επήλθε ως αποτέλεσμα πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της επίδικης διαφοράς και παραγνώρισης ουσιαστικής μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιόν του, εισηγείται ο εφεσείων. Συγκεκριμένα, λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων είχε ορατότητα 80μ. προς το εξ αντιθέτου οδηγούμενο όχημα της εφεσίβλητης 1, ενώ, όπως προκύπτει από τις δέσμες φωτογραφιών, Τεκμ. 37 και 38, και από τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1, είναι εμφανές ότι ο εφεσείων δεν είχε τέτοια ορατότητα. Περαιτέρω, ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν απεδέχθη τη μαρτυρία του εφεσείοντα για την ύπαρξη δέντρου που περιόριζε την ορατότητά του, ενώ στηρίχθηκε σε επουσιώδη ζητήματα προς υποστήριξη της «άσχημης εντύπωσης» που του προκάλεσε ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Από την πλευρά του ο ενάγοντας (Μ.Ε.2) δεν με έχει πείσει για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του προκαλώντας μου άσχημη εντύπωση. Έχω αποκομίσει την εντύπωση ότι η προσπάθεια του ενάγοντα ήταν να παρουσιάσει πλασματική εικόνα πραγμάτων, αποδίδοντας την ευθύνη για το δυστύχημα στην εναγόμενη 1 ή και τη Δημοκρατία απαλλάσσοντας τον εαυτό του από οποιαδήποτε ευθύνη.
Επέμενε στον ισχυρισμό του ότι είδε το εξ αντιθέτου οδηγούμενο όχημα από απόσταση 10-15 μέτρων λόγων του ότι δέντρο περιόριζε την ορατότητα ενώ ήταν η θέση και αυτής της Μ.Ε.1 ότι η ορατότητα στο σημείο ήταν περί τα 80 μέτρα. Παρεμβάλλεται το ότι ο ενάγοντας αποδέχτηκε ότι στην κατάθεση του δεν αναφέρθηκε σε δέντρο.
Περαιτέρω, ήταν η θέση ότι άναψε μία με δύο φορές, ίσως και τρεις φορές, τα φώτα του οχήματος του για να ειδοποιήσει το εξ αντιθέτου οδηγούμενο όχημα, αυτό συνέχισε να κατευθύνεται προς τα πάνω του για 10-15 περίπου δευτερόλεπτα και επειδή αυτό έμεινε στο ίδιο σημείο, αυτός αναγκάστηκε να οδηγήσει το όχημα του αριστερότερα, έπεσε στο παγκέτο και ανατράπηκε. Εύλογα διερωτάται κανείς πώς μπορεί να έγιναν όλα αυτά, στο χρόνο που αναφέρθηκε ο μάρτυρας, αν η απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα ήταν μόνο 10-15 μέτρα;
Περαιτέρω, ήταν η θέση του ενάγοντα, και επέμεινε σ΄ αυτήν, ότι πολύ λίγο οδήγησε το όχημα του στο παγκέτο, ίσως 3-4 μέτρα, δοκίμασε να το επαναφέρει στο δρόμο αλλά λόγω υψομετρικής διαφοράς έπεσε στη χαράδρα. Με το άλλο όχημα δεν συγκρούστηκαν. Όμως, στο Τεκμήριο 3, παρουσιάζονται ίχνη τριβής του οχήματος του ενάγοντα 17 μέτρων.
Η πραγματική μαρτυρία συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτιση των περιστατικών του δυστυχήματος και γνώμονα για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας (Derek Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51).
Από το ως άνω και μόνο, έχω πειστεί για το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του ενάγοντα και την αδυναμία της να αποτελέσει βάση για το Δικαστήριο προς εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα γεγονότα του δυστυχήματος. Αποδέχομαι μόνο τη θέση του ότι γνώριζε τον εν λόγω δρόμο αφού τον χρησιμοποιούσε σχεδόν καθημερινά.»
Η αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λεπτομερής και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος. Το ζήτημα της ορατότητας που είχε ο εφεσείων αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία που επικαλείται ότι υπήρξε πλάνη του Δικαστηρίου. Βασίζεται η εισήγηση επί τω ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι ο δρόμος δεν είναι ευθύς, αλλά λοξός, όπως προκύπτει από τις δύο δέσμες φωτογραφιών που κατατέθηκαν Τεκμ. 37 και 38 και από τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και της εφεσίβλητης 1. Επικαλούμενος, περαιτέρω, τις ίδιες φωτογραφίες, εισηγήθηκε ότι λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του κατά την αντεξέταση ότι η ορατότητά του περιορίζετο από ένα δέντρο. Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά διαπιστώνουμε, όπως ορθά επεσήμανε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων 1 και 2, ότι ο ισχυρισμός περί περιορισμού της ορατότητας του εφεσείοντα, λόγω της ύπαρξης ενός δέντρου, προέκυψε μόνο κατά την αντεξέτασή του, χωρίς ο ίδιος να έχει επικαλεστεί το στοιχείο αυτό σε οποιοδήποτε προηγούμενο στάδιο. Η δε ΜΕ1 καθόρισε την ορατότητα στο δρόμο σε 80μ. Ερωτηθείσα σχετικά κατά την αντεξέταση κατά πόσο έλεγξε την ορατότητα σε σχέση με την κατεύθυνση που οδηγούσε ο εφεσείων, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ε. Έχετε ελέγξει την ορατότητα σε σχέση με την κατεύθυνση του «Α»;
Α. 80 μ. η ορατότητα.
Ε. Δηλαδή από το «Α» και πίσω κάποιος μπορεί να δει 80 μ. μπροστά του ανεμπόδιστα.
Α. Βέβαια.»
Δεν προκύπτει, επίσης, από τα πρακτικά να ζητήθηκε από τη ΜΕ1 καθ΄ οιονδήποτε στάδιο να καθορίσει κατά πόσο υπήρχε στο δρόμο δέντρο το οποίο περιόριζε την ορατότητα του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο, σε συνάρτηση με την ορατότητα, δέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ1 και δεν κατέληξε σε οποιοδήποτε εύρημα κατά πόσο ο δρόμος ήταν ευθύς ή υπήρχε οποιαδήποτε κλίση.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι από την πραγματική μαρτυρία προκύπτει ότι το όχημα του εφεσείοντα άφησε ίχνη τριβής μήκους 17μ. προτού ανατραπεί στο παρακείμενο χαντάκι και, με δεδομένη τη θέση του ιδίου ότι προηγουμένως ο ίδιος έκαμε σήμα με τα φώτα του οχήματός του μία-δύο φορές, χωρίς να υπάρξει ανταπόκριση, δεν μπορεί να επιτύχει η εισήγηση ότι ο εφεσείων όταν είδε την εφεσίβλητη 1 αυτή βρισκόταν σε απόσταση μόνο 10 - 15μ.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν κρίνουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα ήταν προϊόν πλάνης. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η θέση της εφεσίβλητης 1 ότι «οδήγησε το όχημά της στο παγκέτο στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία της, δηλαδή περίπου ένα μέτρο και ελάττωσε τελείως την ταχύτητά της» , δεν επαληθεύεται, αντιστρατεύεται και συγκρούεται με τη συνοπτική έκθεση (Τεκμ. 2) της ΜΕ1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε εξ ολοκλήρου και όπου δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιον ισχυρισμό της εφεσίβλητης 1. Επικαλείται, επίσης, παραγνώριση των αναφορών της ΜΕ1 ότι στον επίδικο δρόμο δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε σήμανση, πινακίδα, κατεύθυνση, και ότι ο δρόμος ήταν στενός, πλάτους 3,40μ., μαρτυρία η οποία, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη, καταδείκνυε την ευθύνη και την αμέλεια της εφεσίβλητης 3. Εισηγείται, περαιτέρω, ο εφεσείων ότι είναι τουλάχιστον απίθανο από απόσταση 80 και πλέον μέτρων η εφεσίβλητη 1 να μπόρεσε να διακρίνει ότι ο εφεσείων ήταν νεαρός και ότι κρατούσε στο αριστερό του χέρι κινητό τηλέφωνο και μιλούσε, ενώ δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης. Περαιτέρω, υπήρξε ουσιώδης υπεκφυγή της εφεσίβλητης 1 να αναφερθεί στην επικινδυνότητα του δρόμου, ενώ γνώριζε περί τούτου, ενόψει του γεγονότος ότι το σπίτι της βρίσκεται σε απόσταση 500μ. από το σημείο του ατυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Πολύ καλή εντύπωση προκάλεσε στο Δικαστήριο η εναγόμενη 1 τόσο με βάση τη ζωντανή της παρουσία στο Δικαστήριο ενώ κατέθετε όσο και με βάση το περιεχόμενο της μαρτυρίας της. Παρουσιαζόμενη στο Δικαστήριο με άνεση, σαφήνεια και σταθερότητα στα λεγόμενα της έδινε σαφώς την εντύπωση της ειλικρινούς παράθεσης των πραγματικών γεγονότων ως τα έζησε. Έπεισε δε το Δικαστήριο για το εύλογο και αξιόπιστο της εκδοχής που παρουσίασε, χωρίς να εντοπίζω οποιοδήποτε σημείο στη βάση του οποίου η μαρτυρία της να κλονίζεται. Συνάδει άλλωστε η μαρτυρία της και με τα αντικειμενικά ευρήματα της Μ.Ε.1 στη σκηνή. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητα της.»
Το Τεκμ. 2, που επικαλείται ο εφεσείων, αποτελεί συνοπτική έκθεση της ΜΕ1, χωρίς να γίνεται λεπτομερής αναφορά στη μαρτυρία που περισυνέλεξε η εν λόγω μάρτυς κατά τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Σημειώνεται ότι στις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στο Τεκμ. 2 γίνεται αναφορά σε περαιτέρω εξετάσεις που έγιναν, απ΄ όπου φαίνεται ότι η εφεσίβλητη 1 κινήθηκε πιο αριστερά προς αποφυγή της σύγκρουσης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης 1 δεν αντιστρατεύεται, ούτε συγκρούεται με το Τεκμ. 2, όπως εισηγείται ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στο δρόμο δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε σήμανση και ότι ο δρόμος ήταν στενός, πλάτους 3.40μ. Αυτό συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία της ΜΕ1 και σίγουρα δεν έχουν παραγνωριστεί πρωτοδίκως αυτές οι αναφορές. Το γεγονός ότι η ΜΕ1 υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό χχχ και όχι στην κοινότητα χχχ δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση, ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπήρχε τότε αστυνομικός σταθμός στην κοινότητα χχχ. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε από μόνο του να καθορίσει ποια κοινότητα είχε αρμοδιότητα για το συγκεκριμένο δρόμο. Η μόνη μαρτυρία που προσκομίστηκε, σε συνάρτηση με αυτό το θέμα, ήταν η μαρτυρία του Γ., Βοηθού Επαρχιακού Επόπτη, στην Επαρχιακή Διοίκηση χχχ.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τις αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων. Έχοντας διεξέλθει και τα πρακτικά της υπόθεσης, δεν κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πεδίο επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1. Η μαρτυρία της συνάδει με αυτή της ΜΕ1 και ο ισχυρισμός της ότι αντιλήφθηκε την παρουσία του οχήματος του εφεσείοντα στο δρόμο και οδήγησε το όχημά του στο παγκέτο, δεν αντιστρατεύεται τη λογική, ούτε τη μαρτυρία της ΜΕ1, ούτε θα μπορούσε να λεχθεί ότι η εφεσίβλητη 1 δεν έλαβε αποτρεπτικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση, εφόσον με την ενέργειά της να οδηγήσει το όχημά της στο παγκέτο, ουσιαστικά απέφυγε τη σύγκρουση. Ως προς τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1 ότι είδε τον εφεσείοντα ότι ήταν νεαρός και μιλούσε από το κινητό του τηλέφωνο όταν βρισκόταν σε απόσταση περί των 80μ. από την ίδια, δεν θεωρούμε ότι απαιτείτο ιδιαίτερη ανάλυση, έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων πέρασε από δίπλα της και επιβεβαίωσε αυτά τα γεγονότα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εκδοχές ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Για τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω έγινε αποδεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης 1 και κατέληξε στα ανάλογα συμπεράσματα, τα οποία παραθέσαμε πιο πάνω. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης 1 ότι, μόλις είδε τον εφεσείοντα από απόσταση περί τα 80μ. πρόσεξε ότι αυτός έτρεχε και κρατούσε τηλέφωνο στο χέρι, οδήγησε το όχημά της στο παγκέτο αριστερά ως προς την πορεία της και ελάττωσε εντελώς την ταχύτητα της, ορθά κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν τέθηκε προ διλήμματος για τη λήψη μέτρων προς αποφυγή της σύγκρουσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ορθά, κατά την κρίση μας, καταλήξει στην αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης 1, ο λόγος έφεσης 5 είναι έκθετος σε απόρριψη. Όπως ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, η οδική συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν επηρεάστηκε από την κατάσταση του δρόμου ή από οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας, είτε της Δημοκρατίας ή της Κοινότητας χχχ. Συνεπώς, δεν καθίσταται αναγκαίο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.