ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα για τους Εφεσείοντες. ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-02-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο TRAFALGAR DEVELOPMENTS LTD κ.α. ν. URALCHEM HOLDINGS P.L.G. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, 21/2/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A49

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017)

 

21 Φεβρουαρίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1. TRAFALGAR DEVELOPMENTS LTD,

2. INSTANTANIA HOLDINGS LTD,

3. KAMARA LTD,

4. BAIRIKI INC,

Εφεσείοντες/Αιτητές,

ΚΑΙ

 

1. URALCHEM HOLDINGS P.L.G.,

2. URALCHEM FREIGHT LIMITED,

3. HAVENPORT INVESTMENTS LIMITED,

4. CI - CHEMICAL INVEST LIMITED,

 

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Κυπριανού με Χρ. Γαλανό, για Μιχαλάκη Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ,

 για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης με Α. Καραμανώλη, για Χριστόδουλο Βασιλειάδη & Σία

 ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι ενάγοντες στην Αγωγή με αρ. 2016 Νο. 115 ΙΑ, που εκκρεμεί ενώπιον του High Court της Ιρλανδίας (στο εξής «η αγωγή»). Στη βάση του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ημερομηνίας 12.12.2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καταχώρησαν γενική αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, προς υποστήριξη της αγωγής.

 

Με την εν λόγω αίτηση, οι αιτητές/εφεσείοντες αιτήθηκαν διατάγματα παγιοποίησης περιουσίας των καθ΄ων η αίτηση/εφεσιβλήτων και αποκάλυψης των περιουσιακών τους στοιχείων με ένορκες δηλώσεις, καθώς επίσης και διατάγματα που να τις εμποδίζουν από το να προβούν σε αλλαγή στη σύνθεση του Διοικητικού τους Συμβουλίου ή στην ανάθεση σε τρίτο πρόσωπο οποιασδήποτε εξουσίας του Διοικητικού τους Συμβουλίου.

 

Οι εφεσείοντες είναι όλοι μέτοχοι στη Ρωσική εταιρεία OJSC Togliattiazot, TOAZ, (στο εξής «TOAZ»), κατέχοντες το 71,51% των μετοχών της. Η ΤΟΑΖ χαρακτηρίζεται ως μία εκ των πιο επιτυχημένων εταιρειών παραγωγής ορυκτών λιπασμάτων στη Ρωσία.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση 1/εφεσίβλητοι 1 είναι εναγόμενοι 3 στην αγωγή, ενώ οι καθ΄ων η αίτηση/εφεσίβλητοι 2-4, δεν είναι διάδικα μέρη στην εν λόγω αγωγή. Το σύνολο των μετοχών των καθ΄ων η αίτηση 2, καθώς και το σύνολο των μετοχών των καθ΄ων η αίτηση 3, κατέχονται από τους εναγόμενους 2 στην αγωγή. Οι καθ΄ων η αίτηση 4 κατέχουν το 95% των καθ΄ων η αίτηση 1 και οι καθ΄ων η αίτηση 1 κατέχουν το 99% των μετοχών των εναγόμενων 2.

 

Οι εφεσείοντες με την αγωγή τους αξιώνουν αναγνωριστικές αποφάσεις και αποζημιώσεις για την απώλεια και ζημιές που έχουν υποστεί συνεπεία των ενεργειών των εναγομένων, καθώς και για οποιανδήποτε περαιτέρω απώλεια προκληθεί εάν επιτύχουν στο να αποκτήσει ο Mazepin / εναγόμενος 1 στην αγωγή, τον έλεγχο της ΤΟΑΖ.

 

Η ΤΟΑΖ έχει, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, γίνει αντικείμενο επιθέσεων επιδρομέων (raider attacks), όπως είναι γνωστές στη Ρωσία, γίνονται παράνομες ενέργειες εναντίον μίας εταιρείας με στόχο να αποκτηθεί ο έλεγχος ή η κυριότητά της. Οι επιδρομείς στοχεύουν με την επίθεση στην εταιρεία στη μείωση της αξίας των μετοχών της και στην αποστέρηση των μετοχών από τους μετόχους της, έτσι ώστε να αναλαμβάνουν οι ίδιοι την κυριότητα και τον έλεγχό της. Οι επιδρομείς συνήθως αρχίζουν με την απόκτηση ενός μειοψηφικού πακέτου μετοχών της εταιρείας.

 

Η αγωγή αφορά σε συνωμοσία των εκεί εναγομένων προς εξαπάτηση των εφεσειόντων, με τον εναγόμενο 1 να είναι το πρόσωπο που κατευθύνει τη συνωμοσία. Οι εναγόμενοι 3, που χαρακτηρίζονται ως ανταγωνιστές της ΤΟΑΖ, είναι μέτοχοι μειοψηφίας και ενεργούσαν με τους επιδρομείς ενάντια στην εταιρεία.

 

Η ΤΟΑΖ, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, έχει καταφέρει να αντισταθεί μέχρι σήμερα, όμως, οι ίδιοι έχουν υποστεί απώλειες και ζημιές και θα υποστούν ακόμη περισσότερες απώλειες εάν ο εναγόμενος 1 αποκτήσει τον έλεγχο της ΤΟΑΖ.

 

Η αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις που τίθενται από το εν λόγω άρθρο, στη βάση της νομολογίας που αναπτύχθηκε επί τούτου. Θεώρησε ότι ο αιτητής σε τέτοιου είδους υποθέσεις θα πρέπει να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου τα πρωτογενή γεγονότα που συνθέτουν την αξίωσή του, ώστε το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του κρίση κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου. Με αναφορά στη γραπτή αγόρευση των εφεσειόντων ότι η αιτία αγωγής είναι ότι, λόγω των παρανόμων πράξεων των εναγομένων η αξία των μετοχών τους έχει μειωθεί σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό και πως ο σχεδιασμός των εναγομένων είναι να τους αποστερήσουν από τις μετοχές τους, θεώρησε πως η ουσία είναι το πρώτο και προέβη στις ακόλουθες επισημάνσεις:

 

«Οι Αιτήτριες κατέχουν το 71,50% των μετοχών της ΤΟΑΖ που είχε κάποια συγκεκριμένη αξία. Μετά την επιδρομή, οι μετοχές τους έχουν μια μικρότερη αξία, όμως, οι Αιτήτριες συνεχίζουν να κατέχουν το 71,51%. Με τη συνέχιση των επιδρομικών πράξεων η αξία του πιο πάνω πακέτου μετοχών θα μειωθεί ακόμη περισσότερο, όμως και πάλι οι Αιτήτριες θα συνεχίσουν να κατέχουν το 71,51%. Το 71,51% των μετοχών της ΤΟΑΖ θα συνεχίζει να τους ανήκει, μόνο που θα αξίζει λιγότερα. Το ποσοστό του 71,51% δεν μπορεί να τους αποστερηθεί. Μπορούν, εφόσον επιθυμούν, να το διατηρήσουν όσο και αν η αξία του έχει μειωθεί και μπορεί να μειωθεί ακόμα περισσότερο.»

 

Το Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Johnson v. Gore Wood & Co [2001] 1 All E.R. 481, η οποία ακολούθησε την Prudential Assurance Co Ltd v. Newman Industries Ltd (No.2) [1982] 1 All E.R. 354, απέρριψε την αίτηση, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Είναι ξεκάθαρο ότι οι κατ'  ισχυρισμό προκληθείσες ζημιές είναι ζημιές της ΤΟΑΖ και οι ζημιές των Αιτητριών μετόχων της απλή αντανάκλαση των ζημιών αυτών.  Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία τις ζημιές αυτές μπορεί να διεκδικήσει η ΤΟΑΖ και όχι οι Αιτήτριες.   Εφόσον οι Αιτήτριες δεν μπορούν να διεκδικήσουν τις ζημιές αυτές με την αγωγή τους, δεν δικαιολογούνται σε οποιαδήποτε παρεμπίπτοντα διατάγματα που στοχεύουν στη διασφάλιση της ικανοποίησης αποζημιώσεων που αφορούν τις ζημιές αυτές. 

 

            Η Ιρλανδική αγωγή δεν προωθείται από την ΤΟΑΖ.  Ούτε είναι παράγωγη αγωγή εκ μέρους και προς όφελος της.  Άλλωστε οι Αιτήτριες κατέχουν την πλειοψηφία των μετοχών και ενδεχομένως να ελέγχουν και το διοικητικό συμβούλιο της ΤΟΑΖ. 

 

            Οι Αιτήτριες θα μπορούσαν να έχουν συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση με άλλα επιμέρους ζητήματα της υπόθεσης, αλλά όχι για την διεκδίκηση των ουσιαστικών αποζημιώσεων που αφορούν στη μείωση της αξίας της ΤΟΑΖ με τις οποίες συνδέονται οι εξαιτούμενες θεραπείες.»

 

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες/αιτητές προβάλλουν ότι (α) το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η ζημιά που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστησαν αποτελούσε απλά αντανάκλαση της ζημιάς που υπέστη η TOAZ και ακολούθως, σ΄ αυτή τη βάση, να απορρίψει την αίτηση, (β) ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να έχουν συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση με άλλα επί μέρους ζητήματα, αλλά όχι για τη διεκδίκηση των ουσιαστικών αποζημιώσεων που αφορά στη μείωση της αξίας της ΤΟΑΖ, με τις οποίες συνδέονται οι εξαιτούμενες θεραπείες ήταν λανθασμένο, (γ) το πρωτόδικο Δικαστήριο επενέβη με τρόπο ανεπίτρεπτο σε αγωγή που εκκρεμεί σε αλλοδαπή δικαιοδοσία, με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει από τις καθιερωμένες αρχές και τη σχετική επί του θέματος νομολογία, (δ) αποφάσισε ένα νομικό ζήτημα, το οποίο είναι το Ιρλανδικό Δικαστήριο που θα πρέπει να αποφασίσει και (ε) λανθασμένα δεν εξέτασε κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των επιζητούμενων προσωρινών διαταγμάτων.

 

Θα εξετάσουμε τους πρώτους τέσσερις λόγους μαζί λόγω της συνάφειάς τους.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση/εφεσίβλητοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν, είτε στην ένστασή τους, είτε στη γραπτή τους αγόρευση, ότι η ζημιά που υπέστησαν οι εφεσείοντες συνίστατο μόνο σε αντανάκλαση ζημιάς που είχε υποστεί η ΤΟΑΖ, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να μην έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν τα δικά τους επιχειρήματα και το Δικαστήριο να αποφασίσει το θέμα χωρίς να έχει τη θέση τους. Προβάλλουν, περαιτέρω, ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή τους, αναφέρονται λεπτομερώς οι άμεσες ζημιές που έχουν υποστεί και ότι κινδυνεύουν να υποστούν περαιτέρω ζημιές από τις παράνομες πράξεις και ενέργειες των εφεσιβλήτων. Αυτό δικογραφείται στην αγωγή που καταχωρήθηκε στην Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι είναι θέμα συνωμοσίας που οι εναγόμενοι κατέστρωσαν εναντίον τους ότι υπάρχει συνεχιζόμενη προσπάθεια καταδολίευσής τους, με στόχο να αποστερηθούν πλήρως τις μετοχές τους και ότι οι παράνομες ενέργειες των εναγομένων τους έχουν προκαλέσει άμεση ζημιά. Ως εκ τούτου, εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε αποφασίζοντας ότι η αρχή της αντανακλαστικής ζημιάς (reflective loss) τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση και ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές αυτές και την απόφαση στην υπόθεση Johnson v. Gore Wood & Co, πιο πάνω. Στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εισηγούνται, καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και πιθανότητα επιτυχίας. Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι το Ιρλανδικό Δικαστήριο έδωσε άδεια στους εφεσείοντες να επιδώσουν την αγωγή στο εξωτερικό. Προς τούτο, παραπέμπουν στην ένορκη δήλωση της Ιρλανδού δικηγόρου Karen Harty και στο ότι οι εφεσίβλητοι δεν ισχυρίστηκαν εφαρμογή της αρχής της αντανακλαστικής ζημιάς, ούτε στη νομική γνωμάτευση που επισύναψαν περιλαμβάνεται τέτοια αναφορά.

 

Η νομολογία είναι ξεκάθαρη, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ότι το Δικαστήριο που εξετάζει αιτήσεις για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων πρέπει να είναι πολύ προσεκτικό να μην καταλήξει σε συμπεράσματα σε σχέση με το τελικό πραγματικό και νομικό καθεστώς της υπόθεσης, κάτι που αποφασίζεται κατά το στάδιο της δίκης.

 

Οι εφεσίβλητοι/καθ΄ων η αίτηση, από την άλλη, εισηγήθηκαν ότι στην ένστασή τους ήγειραν ότι η ζημιά που επικαλούνται οι εφεσείοντες δεν ήταν δική τους, αλλά της εταιρείας, και προς τούτο παρέπεμψαν στις παραγράφους 63 και 64 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι οι εφεσείοντες με την καταχώρηση της αίτησης είχαν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους και της συνδρομής των προϋποθέσεων για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, προσκομίζοντας την απαιτούμενη μαρτυρία. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί πραγματικό γεγονός και εάν δεν προσκομιστεί μαρτυρία σχετικά με το περιεχόμενό του, τότε αυτό θεωρείται το ίδιο με το κυπριακό δίκαιο. Προέβαλαν βέβαια, τη θέση ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, η απουσία μαρτυρίας ως προς το αλλοδαπό δίκαιο θα έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι τόνισαν ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από τους εφεσείοντες σχετικά με οποιαδήποτε ζημιά που έχουν υποστεί η οποία να είναι διαφορετική από τη ζημιά της ΤΟΑΖ. Οι δε ισχυρισμοί τους περί προσωπικής ζημιάς που προβάλλονται στο περίγραμμα αγόρευσής τους δεν αποτελεί ζημιά των μετόχων, αλλά αντανάκλαση της ενδεχόμενης ζημιάς που κατ΄ ισχυρισμόν έχει υποστεί η ΤΟΑΖ. Προς τούτο παρέπεμψαν σε σχετική νομολογία αναλύοντας τις αρχές που προκύπτουν ως προς το εγειρόμενο ζήτημα.

 

Αναφερόμενοι στην άδεια που δόθηκε από το Ιρλανδικό Δικαστήριο για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι αυτό δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, εφόσον η αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν αφορά επίδοση εναντίον των εναγομένων 3, εφεσιβλήτων 1 στην παρούσα.

 

Οι εξουσίες του Δικαστηρίου και οι προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων είναι ίδιες σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα όπου εξετάζονται ασφαλιστικά μέτρα δυνάμει του Κανονισμού 1215/2012.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Οι εφεσείοντες/αιτητές είχαν το βάρος να ικανοποιήσουν ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Επειδή δε η αίτηση αφορούσε διάταγμα προς διευκόλυνση της διαδικασίας ενώπιον του Ιρλανδικού Δικαστηρίου, αυτό που προείχε ήταν να καταδειχθεί η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατής πιθανότητας επιτυχίας της ιρλανδικής αγωγής. Απαιτείτο, λοιπόν, να τεθούν γεγονότα που να καταδεικνύουν ότι συνέτρεχαν αυτές οι προϋποθέσεις σύμφωνα με το δίκαιο της Ιρλανδίας, όπου εκκρεμεί η αγωγή.

Οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων και οι εξουσίες του Δικαστηρίου είναι ίδιες με αυτές που υπάρχουν κατά την εξέταση από κυπριακό δικαστήριο προσωρινών διαταγμάτων σε αγωγές που καταχωρήθηκαν στη Δημοκρατία. Το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1215/2012, αναφέρει ότι:

 

«Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.»

 

Όπως, δε, διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη (33):

 

«.Σε περίπτωση που τα ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα διατάσσονται από δικαστήριο κράτους μέλους που δεν έχει αρμοδιότητα επί της ουσίας της υπόθεσης, οι συνέπειες των μέτρων θα πρέπει να περιορίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.»

 

Η έκδοση τέτοιου είδους διαταγμάτων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δεν καταχωρείται ένσταση, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση εάν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις (βλ. Papapetrou Bros Ltd v. Αντρούλλας Παπαπέτρου (2003) 1 ΑΑΔ 741).

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, οι καθ΄ων η αίτηση στην ένστασή τους εγείρουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, ότι οι αιτήτριες παρέλειψαν να καταδείξουν ότι οι ισχυριζόμενες πράξεις τους επηρέασαν προσωπικά και όχι την ΤΟΑΖ ή τους αξιωματούχους της και το ποσό της ζημιάς που ο καθένας από αυτούς έχει υποστεί (Παράγραφοι 63 και 64 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση)[1].

 

Εφόσον οι εφεσείουσες έφεραν το βάρος να δείξουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, όφειλαν να καταδείξουν την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατής πιθανότητας επιτυχίας με την προσαγωγή μαρτυρίας. Η μαρτυρία θα έπρεπε να περιλαμβάνει και μαρτυρία εμπειρογνώμονα ως προς το δίκαιο της Ιρλανδίας, όπου θα εκδικαστεί η αγωγή. Το γεγονός ότι δεν εγέρθηκε από τους εφεσίβλητους ζήτημα εφαρμογής της αρχής αποκλεισμού της «αντανακλαστικής ζημιάς», δεν μπορεί να έχει οποιανδήποτε καταλυτική επίπτωση στην υπόθεση, όπως προαναφέραμε. Περαιτέρω, δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται τους ώμους των εφεσιβλήτων να προσκομίσουν μαρτυρία σε σχέση με το νομικό καθεστώς στην Ιρλανδία αναφορικά με τις αρχές της αντανακλαστικής ζημιάς. Η ένορκη δήλωση της Karen Harty, με την οποία βεβαιώθηκε η ύπαρξη καλής βάσης αγωγής των εναγόντων στην Ιρλανδική διαδικασία με στόχο την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δεν είναι αρκετή για να αποσείσει το βάρος που βρίσκεται στους ώμους των εφεσειόντων περί ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης με πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Και αυτό γιατί δεν δίδεται η απαιτούμενη εξήγηση ως προς το πού βασίζεται η κατάληξη της ενόρκως δηλούσας.

 

Ο αιτητής σε τέτοιου είδους υποθέσεις έχει το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση με πιθανότητες επιτυχίας.  Ανεξάρτητα από το τι προβάλλει ο καθ΄ ου η αίτηση το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την αίτηση στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του.  Επειδή στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή εκκρεμεί στην Ιρλανδία οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 εξετάζονται στα πλαίσια του Ιρλανδικού Νόμου. 

Δεν έχει τεθεί από τους αιτητές μαρτυρία εμπειρογνώμονα ως προς το εταιρικό δίκαιο που ισχύει στην Ιρλανδία.  Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο στην Κύπρο θεωρεί ότι το δίκαιο είναι το ίδιο με το Κυπριακό (Royal Bank of Scotland Plc v. Geodrill Co. Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753). Συνεπώς, η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

 

Στην αίτηση επισυνάπτεται προσχέδιο της έκθεσης απαίτησης αποτελούμενο από 45 σελίδες, όπου παρατίθενται οι λεπτομέρειες της απαίτησης των εφεσειόντων. Σ΄ αυτήν περιγράφονται οι διάδικοι, οι διάφορες ενέργειες των εναγομένων που, κατά τους ισχυρισμούς τους, αποτελούν τις επιδρομές (raiders attacks), μέρος ενός σχεδίου συνομωσίας με στόχο να αποκτήσουν τις μετοχές των εφεσειόντων που κατέχουν στην ΤΟΑΖ.

 

Οι ενέργειες που αποδίδονται στους εναγομένους συνοψίζονται στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης της κας xxx που συνοδεύει την επίδικη αίτηση, ως ακολούθως:

 

«9. Όπως αναφέρεται με περαιτέρω λεπτομέρεια στην Έκθεση Απαίτησης (Statement of Claim) οι Εναγόμενοι έχουν ανέντιμα, δόλια, κακόβουλα και με τη χρήση παράνομων μεθόδων συνωμοτήσει για να αποστερήσουν τους Αιτητές από τις μετοχές που κατέχουν στην ΤοΑΖ και/ή για να υποτιμήσουν σημαντικά την αξία των εν λόγω μετοχών που οι Αιτητές κατέχουν στην ΤοΑΖ. Στη βάση των εγγράφων και πληροφοριών που κατέχω πιστεύω ότι οι Εναγόμενοι καθοδηγούνται σε αυτή τη συνομωσία από τον xxx ο οποίος ελέγχει την UCCU και η οποία με τη σειρά της κατέχει συμφέρον μειοψηφίας στην ΤοΑΖ. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν και τις ακόλουθες παράνομες πράξεις, που έκαστη έγινε με σκοπό την προώθηση της Συνομωσίας:

 

9.1.    Προέβησαν σε άμεσες και έμμεσες παράνομες απειλές κατά των μετόχων και αξιωματούχων της ΤοΑΖ ότι θα καταχωρούσαν εναντίον τους παράνομες νομικές διαδικασίες εάν αυτοί δεν πωλούσαν τις μετοχές τους στην ΤοΑΖ σε τιμή χαμηλότερη από τη αγοραία αξία τους,

 

9.2.    Επανειλημμένα ήγειραν διάφορες αστικές διαδικασίες στη Ρωσία εναντίον της ΤοΑΖ και των μετόχων και αξιωματούχων της. Μεταξύ άλλων αυτές οι αστικές διαδικασίες καταχωρήθηκαν στο όνομα της Εναγόμενης 4 στην Ιρλανδική Αγωγή η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ιρλανδία (εφεξής 'η Eurotoaz') και σε αυτές περιλαμβάνοντο ψευδείς απαιτήσεις ότι η Eurotoaz δικαιούται μετοχές στην ΤοΑΖ. Επισυνάπτω αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής της Eurotoaz ως Τεκμήριο 2 και του ιδρυτικού της εγγράφου και καταστατικού ως Τεκμήριο 3.

 

9.3.    Επανειλημμένα προέβησαν σε διάφορες καταγγελίες ποινικής φύσεως ενάντια στους αξιωματούχους της ΤοΑΖ και σε πρόσωπα που θεωρούσαν ότι συνδέονταν με την ΤοΑΖ.

 

9.4.    Στις εν λόγω νομικές διαδικασίες έδωσαν ψευδή στοιχεία και δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν ψευδή στοιχεία κατά της ΤοΑΖ, των αξιωματούχων της και των μετόχων της.

 

9.5.    Στις εν λόγω νομικές διαδικασίες κατασκεύασαν ψευδή ή πλαστά έγγραφα κατά της ΤοΑΖ, των αξιωματούχων και των μετόχων της.

 

9.6.    Επανειλημμένα προκάλεσαν την διεξαγωγή φορολογικών ερευνών κατά της ΤοΑΖ ως επίσης και την καταχώρηση εναντίον της αγωγών για ισχυριζόμενες πολλαπλές μεταβιβάσεις τιμών (multiple transfer pricing tax claims).

 

9.7.    Εξασφάλισαν με ψευδείς παραστάσεις καταπιεστικά και άδικα δικαστικά διατάγματα εναντίον των Αιτητών περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, παράνομων διαταγμάτων δέσμευσης των μετοχών τους στην ΤοΑΖ και των μερισμάτων τους.

 

9.8.    Εξασφάλισαν παράνομα εντάλματα σύλληψης και Κόκκινες Ειδοποιήσεις «Red Notices» εναντίον αξιωματούχων και μετόχων της ΤοΑΖ.

 

9.9.    Εξασφάλισαν την παράνομη και χωρίς προηγούμενο παύση του Προέδρου της ΤοΑΖ.

 

9.10.  Με παράνομα μέσα επιχείρησαν την απομάκρυνση των νόμιμων διευθυντών της ΤοΑΖ και την αντικατάστασή τους με διευθυντές που θα ενεργούσαν για λογαριασμό των Εναγομένων.

 

9.11.  Άσκησαν αδικαιολόγητη και παράνομη πίεση σε δικαστές, ποινικούς ανακριτές και δικαστικούς λειτουργούς στη Ρωσία για να εκδώσουν δυσμενή διατάγματα ενάντια στην ΤοΑΖ, στους αξιωματούχους και τους μετόχους της.»

 

 

Στην παράγραφο 149 της έκθεσης απαίτησης στην Ιρλανδική αγωγή παρατίθενται οι ζημιές που κατ΄ ισχυρισμόν έχουν υποστεί οι εφεσείοντες ως ακολούθως:

 

«Directly as a result of the wrongful acts committed by the Defendants and each of them in the devising and implementing of the conspiracy complained of herein, the Plaintiffs have suffered catastrophic loss and damage which loss and damage is continuing and includes but is not limited to:

 

(a)  The de facto expropriation of the Plaintiffs' ToAZ shares which have been frozen and cannot be traded;

(b)   The loss of dividends which have been declared and which would otherwise be paid to them;

(c)   The catastrophic loss in value attributable to the Plaintiffs' ToAZ Shares as a direct result of the effective removal of rights attaching to those shares;

(d)   The catastrophic loss in value attributable to the effect of the Raider Attack on ToAZ, its shares, its management and reputation in the market place rendering the Plaintiffs' shareholding unmarketable and unsaleable which is entirely coterminous with the Plaintiffs' continued shareholding;

(e)   The Plaintiffs' reserve the right to adduce further evidence of the quantum of losses arising in respect of their respective shareholdings. As set out above, the Plaintiffs collectively own approximately 70% of the shares in ToAZ, a company valued in excess of US$3 billion and have suffered the all but total loss of value in those shares which shall include (but not be limited to) any loss suffered by the Plaintiffs arising from or in connection with the restriction on their ability to deal with their shareholding; and

(f)   The loss arising as a result of the weakening of the rouble against the US Dollar resulting in the reduction of sums payable to the Plaintiffs now against sums declared and due for payment in 2014 and 2015 respectively."

 

Οι αιτούμενες με την αγωγή θεραπείες παρατίθενται στις παραγράφους 152 μέχρι 162 ως ακολούθως:

 

«152. A declaration that the Defendants their servants or agents have wrongfully and unlawfully conspired to defraud and injure the Plaintiffs by wrongfully divesting the Plaintiffs of their shareholdings or the benefit of their shareholdings in ToAZ and/or to cause catastrophic damage to the value of their shareholdings.

 

153. Further or in the alternative, a declaration that the Defendants their servants or agents have and each of them has, in concert and on the basis of a shred understanding, carried out unlawful acts with the purpose or aim of injuring the Plaintiffs and are therefore guilty of conspiracy by unlawful means.

 

154. A Declaration that the Eleventh Named Defendant has no right or interest to convene, preside over, record, or act upon my meeting of the general body of shareholders of, or board of directors of, ToAZ and further from holding himself out or acting in whatever manner qua board member of ToAZ.

 

155. A Declaration that the Eleventh Named Defendant has no right to entitlement to sit on the board of directors of ToAZ or to procure the resignation of all board members purported to have been appointed by purported resolution of the shareholders dated 22 November 2015.

 

156. Damages for conspiracy.

 

157. Damages for intentionally causing the Plaintiffs loss by unlawful means.

 

158. Damages for tortious interference with the Plaintiff's contractual and business relationships.

 

159. If necessary, injunctive relief preventing the Defendants continuing any of the aforementioned wrongful acts and/or interfering, with the Plaintiffs' rights as declared by this Honourable Court.

 

160. Interest pursuant to Statute.

 

161. All necessary and consequential Orders including Orders as to accounts and inquiries as this Honourable Court shall deem meet.

 

162. Costs

 

Σε τέτοιου είδους υποθέσεις η έκθεση απαίτησης θα πρέπει να αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση εναντίον των εναγομένων. Με βάση τη νομολογία, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διατάγματα το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι που γίνεται κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248). Όπως δε τονίστηκε στην πιο πρόσφατη απόφαση Milton Investment Co Ltd κ.ά. ν. Dryden Group Ltd (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A220AAΔ 731, πρόκειται «για αρχή που πρέπει να τηρείται με ευλάβεια και κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της.» Δεν απαιτείται διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη ουσιαστικών δικαιωμάτων, παρά μόνο σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής τους (βλ. T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1Γ AAΔ 1802, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 2015).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τις ισχυριζόμενες από τους εφεσείοντες επιθέσεις (raiders attacks) αναφέρει πως είναι κάτι που συμβαίνει, έστω και εάν οι παραπομπές σε άρθρα, συγγράμματα και αποφάσεις Αγγλικών δικαστηρίων, καθώς και αναφορές σε επιδρομές εναντίον της TΟAZ στο παρελθόν δεν έχουν καμία ουσιαστική αξία. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι αυτό είναι αρκετό για σκοπούς αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης.

 

Έχουμε παραθέσει πιο πάνω σε συντομία τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων στην αγωγή περί συνωμοσίας, των πράξεων που κατ΄ ισχυρισμόν έχουν λάβει χώρα, καθώς και των ζημιών που επικαλούνται πως έχουν υποστεί και στις οποίες συνεχίζουν να υπόκεινται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας για τη διεκδίκηση των ουσιαστικών αποζημιώσεων που αφορούν τη μείωση της αξίας των μετοχών τους στην ΤΟΑΖ, εφόσον ισχύει στην παρούσα περίπτωση η αρχή της αντανακλαστικής ζημιάς στη βάση της υπόθεσης Johnson v. Gore Wood & Co (πιο πάνω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«A company is a legal entity separate and distinct from its shareholders. It has its own assets and liabilities and its own creditors. The company's property belongs to the company and not to its shareholders. If the company has a cause of action, this represents a legal chose in action which represents part of its assets. Accordingly, where a company suffers loss as a result of an actionable wrong done to it, the cause of action is vested in the company and the company alone can sue. No action lies at the suit of a shareholder suing as such, though exceptionally he may be permitted to bring a derivative action in right of the company and recover damages on its behalf: see Prudential Assurance Co Ltd v Newman Industries Ltd (No 2) [1982] 1 All ER 354 at 357, [1982] Ch 204 at 210. Correspondingly, of course, a company's shares are the property of the shareholder and not of the company, and if he suffers loss as a result of an actionable wrong done to him, then prima facie he alone can sue and the company cannot. On the other hand, although a share is an identifiable piece of property which belongs to the shareholder and has an ascertainable value, it also represents a proportionate part of the company's net assets, and if these are depleted the diminution in its assets will be reflected in the diminution in the value of the shares.

.......................................

 

The position is, however, different where the company suffers loss caused by the breach of a duty owed both to the company and to the shareholder. In such a case the shareholder's loss, in so far as this is measured by the diminution in value of his shareholding or the loss of dividends, merely reflects the loss suffered by the company in respect of which the company has its own cause of action. If the shareholder is allowed to recover in respect of such loss, then either there will be double recovery at the expense of the defendant or the shareholder will recover at the expense of the company and its creditors and other shareholders. Neither course can be permitted. This is a matter of principle; there is no discretion involved. Justice to the defendant requires the exclusion of one claim or the other; protection of the interests of the company's creditors requires that it is the company which is allowed to recover to the exclusion of the shareholder. These principles have been established in a number of cases, though they have not always been faithfully observed. The position was explained in a well known passage in Prudential Assurance Co Ltd v Newman Industries Ltd (No 2) [1982] 1 All ER 354 at 336-337, [1982] Ch 204 at 222-223:

 

'But what he cannot do is to recover damages merely because the company in which he is interested has suffered damage. He cannot recover a sum equal to the diminution in the market value of his shares, or equal to the likely diminution in dividend, because such a "loss" is merely a reflection of the loss suffered by the company. The shareholder does not suffer any personal loss. His only "loss" is through the company, in the diminution in the value of the net assets of the company, in which he has (say) a 3% shareholding. The plaintiff's shares are merely a right of participation in the company on the terms of the articles of association. The shares themselves, his right of participation, are not directly affected by the wrongdoing. The plaintiff still holds all the shares as his own absolutely unincumbered property. The deceit practised on the plaintiff does not affect the shares; it merely enables the defendant to rob the company. A simple illustration will prove the logic of this approach. Suppose that the sole asset of a company is a cash box containing £100,000. The company has an issued share capital of 100 shares, of which 99 are held by the plaintiff. The plaintiff holds the key of the cash box. The defendant by a fraudulent misrepresentation persuades the plaintiff to part with the key. The defendant then robs the company of all its money. The effect of the fraud and the subsequent robbery, assuming that the defendant successfully flees with his plunder, is (i) to denude the company of all its assets and (ii) to reduce the sale value of the plaintiff's shares from a figure approaching £100,000 to nil. There are two wrongs, the deceit practised on the plaintiff and the robbery of the company. But the deceit on the plaintiff causes the plaintiff no loss which is separate and distinct from the loss to the company. The deceit was merely a step in the robbery. The plaintiff obviously cannot recover personally some £100,000 damages in addition to the £100,000 damages recoverable by the company.'

.....................................

 

It is equally obvious, however, that if the damages were recoverable by the shareholder instead of by the company, this would achieve the same extraction of the company's capital to the prejudice of the creditors of the company as the defendant's misappropriation had done.»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα είναι αρκούντως επεξηγηματικό της αρχής της αντανακλαστικής ζημιάς. Όμως, θεωρούμε ότι σε διαδικασίες προσωρινών διαταγμάτων, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να αποφασίζει τελεσίδικα επί των εγειρόμενων θεμάτων, ειδικότερα όταν πρόκειται για αίτηση έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων προς υποβοήθηση διαδικασίας που εκκρεμεί σε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η παρούσα. Η αρχή της αντανακλαστικής ζημιάς απαιτεί λεπτομερή εξέταση της υπόθεσης και θεωρούμε ότι είναι σε περιπτώσεις όπου η αρχή εφαρμόζεται σαφώς επί του συνόλου των απαιτήσεων της αγωγής, και μόνο τότε μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε τέτοιο απόλυτο συμπέρασμα.

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση στην Ιρλανδική αγωγή και συνακόλουθα οι σχετικοί λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων. Με βάση την ένορκη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εισηγήθηκαν ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτηθέντων διαταγμάτων. Αυτό που ουσιαστικά εξαιτούνται οι εφεσείοντες είναι όπως το Εφετείο, στη βάση του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, εξετάσει το ίδιο κατά πόσο πρέπει να εκδοθούν τα προσωρινά διατάγματα. Αποτελεί θέση των εφεσειόντων, στη βάση του ότι δεν τίθεται θέμα αξιολόγησης της αξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα, ότι θα πρέπει να επιληφθεί το ίδιο της ουσίας της αίτησης. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι η παραπομπή της υπόθεσης για επανεκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο θα συνιστούσε σπατάλη δικαστικού χρόνου και εξόδων, με σοβαρό ενδεχόμενο ο αποτυχών διάδικος στη διαδικασία επανεκδίκασης να καταχωρήσει έφεση, οπόταν η υπόθεση θα αχθεί εκ νέου ενώπιον του Εφετείου. Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι εισηγούνται πως δεν αρμόζει να προβεί το Εφετείο σε δική του πρωτογενή κρίση των ζητημάτων, αλλά είναι πιο κατάλληλο και εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, να παραπεμφθεί η υπόθεση για επανεκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Για να εκδώσει απόφαση στην παρούσα έφεση το Εφετείο θα πρέπει να εκφέρει πρωτογενή κρίση στους 16 από τους 17 συνολικά λόγους ένστασης, οι οποίοι δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, και να ανατρέξει σε πέραν των 1.500 σελίδων τεκμηρίων που έχουν επισυναφθεί από τα μέρη. Με αυτό τον τρόπο στερείται από τους διάδικους το δικαίωμα άσκησης έφεσης που είναι κρίση σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αφού θα υπάρχει πλέον μόνο ένα στάδιο θεώρησης των περισσότερων επίδικων θεμάτων.

 

Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι αυτό που καθοδηγεί κατά πόσο μία τέτοια υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί από το Εφετείο ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προαναφέραμε, μετά την παραπομπή στην υπόθεση Johnson v. Gore Wood & Co, πιο πάνω, η οποία εκφράζει το εταιρικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην Κύπρο, έκρινε ότι οι προκληθείσες ζημιές είναι ζημιές της ΤΟΑΖ και οι ζημιές των μετόχων της απλή αντανάκλαση των ζημιών αυτών και, με βάση τη νομολογία, οι εφεσείοντες δεν μπορούν να διεκδικήσουν τις ζημιές αυτές με την αγωγή τους. Ουσιαστικά, αυτό στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι δεν υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση σε συνάρτηση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις των εφεσειόντων στην αγωγή, κρίση που έχουμε καταλήξει ότι ήταν λανθασμένη, για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω. Δεν υπάρχει πρωτόδικη κρίση επί των υπόλοιπων θεμάτων που εγέρθηκαν. Εξέτασή τους από το Εφετείο στερεί από τους διάδικους το δικαίωμα σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Προς τούτο, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μαυρονικόλα Ιωάννης κ.ά. ν. Κικής Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 1659, η οποία αφορούσε ακύρωση προσωρινού διατάγματος εκδοθέντος μετά από μονομερή αίτηση, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεξέταση της αίτησης, κρίνοντας ότι αυτό θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης:

 

«Αντικείμενο της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης η οποία εκκαλείται υπό το πρίσμα των λόγων της έφεσης. Με την έφεση καθιερώνεται δεύτερο στάδιο θεώρησης των επίδικων θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι΄ αυτό η έφεση έχει ως επίμετρο την επανεκδίκαση (Δ.35 θ.3 - Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφεση 8099, ημερ. 30.9.1993).»

 

Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο με στόχο να αποφασίσει τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται καθώς και η διαταγή για έξοδα.

 

Η εξέταση της αίτησης πρωτοδίκως να λάβει χώραν κατά προτεραιότητα υπό το φως της εκκρεμοδικίας και της διαφοράς των διαδίκων στο Ιρλανδικό Δικαστήριο.

 

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης. 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/ΧΤΘ



[1] «63. Furthermore, in our view the claimants have failed to show the Court conclusive evidence on the fact that they have suffered damages from the alleged actions against them and what is the total amount of damages and/or how it was computed. The amount mentioned in the statement of claim is obviously unreasonable and arbitrary. More specifically though, they fail to show how these actions directly affected the claimants, not Toaz or its officers, and what is the amount of damages each of them has suffered. Taking into account that the claimants are not transparent it is not clear who actually suffered the damages.

 

64. Based on the above I believe that the Plaintiffs do not have good and arguable case in Ireland and that they do not have good possibility to succeed in their claims.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο