ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A14
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 21/2013)
23 Ιανουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
MIKIS + MARKOS SIDERIS HOLDINGS LIMITED,
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ΚΑΙ
1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ xxx ΣΙΔΕΡΗ,
ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ xxx,
2. xxx ΣΙΔΕΡΗ,
3. xxx ΣΙΔΕΡΗ,
4. xxx ΣΙΔΕΡΗ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
----------------------------------------------
Σ. Δράκος με Δ. Κουλαφέτη, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους.
---------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η xxx Σιδέρη, τέως από τη xxx, κατά το χρόνο του θανάτου της, κατείχε, μεταξύ άλλων, 24.689 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου οι οποίες κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος της Λαϊκής Τράπεζας προς εξασφάλιση λογαριασμού κάποιου Μ.Α.. Η Λαϊκή Τράπεζα επί τη απειλή εκποίησης των μετοχών, εκτός και εάν εξοφλείτο ο εν λόγω χρεωστικός λογαριασμός, δέχθηκε εξόφληση του λογαριασμού από την εφεσείουσα εταιρεία μετά από συνεννόηση με τον διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης. Ως αποτέλεσμα της εξόφλησης αυτής η Λαϊκή Τράπεζα αποδέσμευσε όλες τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου που ήταν εγγεγραμμένες επ΄ ονόματι της αποβιωσάσης και ταυτόχρονα ενεχυριασμένες προς όφελος της.
Αυτό το ιστορικό παρατέθηκε στην εναρκτήρια κλήση που κατέθεσε η εφεσείουσα εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης, εφεσίβλητου 1, και των εφεσίβλητων 2, 3 και 4, κληρονόμων της αποβιωσάσης. Με την εναρκτήρια κλήση τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο να αναγνωριστεί ως πιστωτής της περιουσίας της αποβιωσάσης έτσι ώστε ο διαχειριστής να δεσμεύεται πριν προβεί στη διανομή της περιουσίας να αποπληρώσει σε αυτήν το νόμιμο χρέος της αποβιωσάσης και/ή το ποσό που πλήρωσε η εφεσείουσα για λογαριασμό της, ήτοι, ΛΚ97.235,31 ή το ισάξιο σε ευρώ 166.136,39 με τόκους από 4.7.2001.
Οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4, υπέβαλαν αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας και απόρριψη της εναρκτήριας κλήσης με γνώμονα τη θέση ότι η απαίτηση της εφεσείουσας αποτελούσε αμιγώς αστική διαφορά για την αναγνώριση αμφισβητούμενου αστικού χρέους για το οποίο θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί αγωγή και όχι εναρκτήρια κλήση. Ακόμη και αν η εναρκτήρια κλήση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κληρονομική αγωγή, η ακύρωση της διαδικασίας θα ήταν ενδεδειγμένη διότι δεν προηγήθηκε της καταχώρησης της η νενομισμένη ένορκη δήλωση που καθορίζεται από τη Δ.2 θ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αλλά και διότι η καταχώρηση της εναρκτήριας κλήσης αποτελούσε δεδικασμένο και συνεπώς κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που επιλήφθηκε της αιτήσεως, την απέρριψε με σχετική απόφαση του ημερ. 28.1.2009, αρνούμενος να διαγράψει το ένδικο μέσο της εναρκτήριας κλήσης που χρησιμοποιήθηκε, θεωρώντας ότι υπήρχε εύλογη βάση αξίωσης εφόσον αυτή ορθώς καταχωρήθηκε στη βάση του άρθρου 53 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εναρκτήρια κλήση χρησιμοποιήθηκε τόσο για την αναγνώριση της εφεσείουσας ως πιστωτή της περιουσίας, όσο και για το γεγονός ότι ήταν πράγματι πιστωτής και κανένα κώλυμα δεν υπήρχε στη δυνατότητα προσκόμισης μαρτυρίας στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας της εναρκτήριας κλήσης. Ούτε χρειαζόταν η καταχώρηση ένορκης δήλωσης διότι υποστηριζόταν από γεγονότα όπως αυτά διατυπώθηκαν στις παρ. 1-6 στο σώμα της, ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα δεδικασμένου το οποίο τέθηκε με τέτοια γενικότητα που δεν επιτρεπόταν η εξέταση του. Η προώθηση του δεδικασμένου δεν υποστηριζόταν ούτε από προηγηθέν πρακτικό στη βάση του οποίου απεσύρθη αίτηση στη Διαχείριση υπ΄ αρ. 477/98. αλλά και η Αγωγή υπ΄ αρ. 5082/05. Δεν ασκήθηκε έφεση ή άλλο διάβημα εναντίον της απόφασης αυτής.
Λόγω παράλειψης των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν υπεράσπιση καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα αίτηση για απόφαση η οποία συνάντησε την ένσταση των εφεσιβλήτων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε με απόφαση Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, διαφορετικού από αυτού που αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης, ότι θα μπορούσαν εν προκειμένω να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας συμπληρώνοντας έτσι τα όποια κενά δημιουργούνταν από την απουσία ειδικών θεσμών στις διαδικασίες εναρκτηρίων κλήσεων. Το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 23.10.2009, σημείωσε ότι είχε προηγηθεί γραπτό αίτημα της εφεσείουσας με το οποίο ζητούνταν οδηγίες για τον τρόπο χειρισμού και της ακροαματικής διαδικασίας της εναρκτήριας κλήσης, η οποία και εκείνη είχε συναντήσει την ένσταση των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4, το δε Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 11.5.2009 είχε απορρίψει την αίτηση κρίνοντας ότι δεν ενδεικνυόταν η έκδοση διαταγών ή οδηγιών.
Επί της αποφάσεως αυτής δεν καταχωρήθηκε έφεση. Καταχωρήθηκε όμως αίτημα για άδεια προς έκδοση εντάλματος Certiorari, η άδεια δόθηκε, αλλά εν τέλει η αίτηση διά κλήσεως που καταχωρήθηκε, απορρίφθηκε στις 3.3.2010. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του (πρόκειται για την Νικόλα Σιδέρη κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 286), έκρινε ότι η ορθότητα της επιλογής του δικονομικού διαβήματος της εναρκτήριας κλήσης είχε αποφασιστεί με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 28.1.2009 και εξακολουθούσε να παραμένει αλώβητη στο νομικό στερέωμα μη δυναμένου του θέματος της δικαιοδοσίας να εγείρεται κάθε φορά που προωθείται νέο δικονομικό μέτρο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας. Καθώς προστέθηκε, η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο Δικαστήριο θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση διαδικασίας γεγονός που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης.
Εν τέλει καταχωρήθηκε υπεράσπιση από όλους τους εφεσίβλητους, δόθηκαν περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες και καταχωρήθηκε και ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων από την εφεσείουσα. Με την υπεράσπιση του ο διαχειριστής-εφεσίβλητος 1 ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η απαίτηση της εφεσείουσας αποτελούσε αστική διαφορά και θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί αγωγή και όχι εναρκτήρια κλήση. Δεχόμενος ότι η αποβιώσασα είχε πράγματι στην κατοχή της 24.689 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου, οι οποίες ήταν εκχωρημένες προς όφελος της Λαϊκής Τράπεζας ως εξασφάλιση λογαριασμού του Μ.Α., δέχθηκε ότι το χρέος αυτό εξοφλήθη πράγματι από την εφεσείουσα στις 3.7.2001. Κατά τα υπόλοιπα. οι μετοχές είχαν ήδη μεταβιβαστεί στα ονόματα των κληρονόμων σύμφωνα με το κληρονομικό τους μερίδιο ως προέβλεπε σχετικό διάταγμα ημερ. 29.3.2005. Οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι με την υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους υπεράσπιση, ισχυρίσθηκαν ότι το εξοφληθέν χρέος δεν αφορούσε χρέος της περιουσίας της αποβιωσάσης και εάν η εφεσείουσα πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό το οποίο χρωστούσε τρίτος αυτό δεν την καθιστούσε δανειστή της περιουσίας της αποβιωσάσης. Περαιτέρω στη βάση του διατάγματος ημερ. 29.3.2005 με το οποίο το Δικαστήριο διέταξε όπως η περιουσία διανεμηθεί στους κληρονόμους, η περιουσία διανεμήθη πράγματι και έτσι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης διάταγμα αντίθετο προς το προαναφερθέν και περαιτέρω η εναρκτήρια κλήση ήταν άνευ αντικειμένου αφού οποιοδήποτε διάταγμα θα εκδιδόταν πλέον επί ματαίω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που ανέλαβε την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, διαφορετικό από τους δύο προηγούμενους Ανώτερους Επαρχιακούς Δικαστές που εξέδωσαν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, έκρινε ότι μπορούσε να αποφασίσει το ζήτημα του δικονομικού μέτρου της εναρκτήριας κλήσης που χρησιμοποιήθηκε από την εφεσείουσα και δεν ήταν δεσμευμένο από τις προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος, διαφοροποιώντας τις. Θεώρησε ότι το Δικαστήριο που εκδίκασε την αίτηση παραμερισμού και εξέδωσε την απόφαση ημερ. 28.1.2009, δεν είχε όλα τα γεγονότα ενώπιον του εφόσον τα γεγονότα που ήταν πλέον ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήσαν διαφορετικά από την άποψη ότι στο μεταξύ καταχωρήθηκαν και οι θέσεις των εφεσιβλήτων με τις οποίες αμφισβητούνταν όλα τα γεγονότα, ενώ εγείρονταν και πολλά άλλα θέματα προς επίλυση. Ως προς την απόφαση επί του Certiorari, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκδοθείσα εκεί απόφαση ούτε υιοθετούσε ούτε επικύρωνε την απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 28.1.2009 εφόσον η αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση εντάλματος Certiorari απερρίφθη στη βάση του ότι αναίρεση προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο Δικαστήριο θα συνιστούσε υπέρβαση δικαιοδοσίας και όχι διότι έκρινε ότι ορθώς καταχωρήθηκε εναρκτήρια κλήση αντί αγωγής. Εξετάζοντας τη νομολογία επί της Δ.55 και παραπέμποντας σε σχετικό Αγγλικό σύγγραμμα, έκρινε ότι ο Θεσμός 4 της Δ.55, έδινε ευρεία εξουσία στο Δικαστήριο να κρίνει και να αποφασίζει από μόνο του στη βάση των ενώπιον του στοιχείων κατά πόσο θα ήταν ορθό και πρακτικά εφικτό να αποφασιστούν τα επίδικα θέματα στο πλαίσιο εναρκτήριας κλήσεως. Η κατάληξη του ήταν ότι υπό το φως των περίπλοκων θεμάτων που εγείρονταν, τη φύση και την έκταση της μαρτυρίας που χρειαζόταν από όλες τις πλευρές, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να αποφασιστούν τα ερωτήματα που εγείρονταν ενώπιον του με τη συνοπτική διαδικασία της πρωτογενούς αιτήσεως, την οποία και απέρριψε με έξοδα.
Το παράπονο της εφεσείουσας έγκειται βασικά στο ότι λανθασμένα πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι μπορούσε να επανεξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας του από την άποψη της χρησιμοποίησης του ενδίκου μέσου της εναρκτήριας κλήσης. Αποφασίζοντας το ζήτημα αυτό παρέκαμψε στην ουσία τις προηγούμενες αποφάσεις που υπήρχαν επί του θέματος αποδεχόμενο, και πάλι λανθασμένα, προφορικό αίτημα των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4, για απόρριψη της εναρκτήριας κλήσης. Αυτό έγινε χωρίς να προηγηθεί γραπτό αίτημα στη βάση των δικονομικών Θεσμών με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κριθεί άτοπα ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 53 του Κεφ. 189, με παράλληλη ενάσκηση εσφαλμένα των εξουσιών που το Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε στη βάση της Δ.55 θ.4. Σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4, με γραπτή επιστολή τους προς την Αρχιπρωτοκολλητή, πληροφόρησαν το Εφετείο ότι δεν προτίθονταν να λάβουν μέρος στη διαδικασία ουσιαστικά διότι η υπόθεση διήρκησε για μακρό χρόνο, ενώ με τις οικονομικές εξελίξεις οι μετοχές της Τράπεζας Κύπρου δεν έχουν πλέον οποιαδήποτε οικονομική αξία. Την ίδια προσέγγιση με άλλη επιστολή του υιοθέτησε και ο διαχειριστής-εφεσίβλητος 1. Επομένως ουδείς των εφεσιβλήτων καταχώρησε περίγραμμα.
Η εφεσείουσα έχει δίκαιο στις προβληθείσες θέσεις της διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την καταγραφή στο σκεπτικό του ότι δεν επεμβαίνει ούτε και ανατρέπει την απόφαση του Δικαστή που είχε εκδώσει την προηγούμενη απόφαση, έπραξε ακριβώς αυτό, υιοθετώντας μια λανθασμένη προσέγγιση επανεκτίμησης των δεδομένων που είχε ενώπιον του στη βάση του ότι ενώπιον του είχαν αποκρυσταλλωθεί διαφορετικά γεγονότα από εκείνα που είχαν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο προηγουμένως. Το Δικαστήριο το οποίο πρέπει να θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης, είχε με διαφορετική σύνθεση αποφασίσει στις 28.1.2009 ότι το διάβημα της εφεσείουσας να ζητήσει απόφαση επί του ζητήματος κατά πόσο ήταν πιστωτής ή όχι στην περιουσία της αποβιωσάσης, δυνάμει εναρκτήριας κλήσης, ήταν ορθό, και δεν μπορούσε να παραμεριστεί. Επί της απόφασης αυτής δεν καταχωρήθηκε έφεση και μόνο μεταγενέστερα στο πλαίσιο άλλης αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης των εφεσιβλήτων να καταχωρήσουν υπεράσπιση, καταχωρήθηκε η αίτηση για Certiorari στην οποία ηγέρθηκε και το θέμα ότι το δικονομικό διάβημα της εναρκτήριας κλήσης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί δεδομένου ότι η αξίωση της εφεσείουσας αποτελούσε αστική διαφορά η οποία αφορούσε αμφισβητούμενο χρέος. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε ότι το θέμα της δικαιοδοσίας είχε ήδη κριθεί με την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 28.1.2009 και, επομένως, πάνω σε αυτή τη βάση όφειλε να κινείται η όλη διαδικασία και δεν ήταν δυνατόν να εγειρόταν το ίδιο θέμα κατ΄ εξακολούθηση κάθε φορά που προωθείτο κάποιο δικονομικό διάβημα. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αν με την ενώπιον του υπό αμφισβήτηση με το προνομιακό ένταλμα απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 23.10.2009, αποφασιζόταν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς με βάση το άρθρο 53(1) του Νόμου Κεφ. 189, τέτοια απόφαση
«... οπωσδήποτε θα βρισκόταν σε σύγκρουση με την προηγούμενη απόφαση ημερ. 28.1.09 η οποία, καθώς έχει ειπωθεί, εξακολουθεί να υφίσταται εφόσον δεν έχει παραμεριστεί. Οπωσδήποτε η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακριβώς επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο με την απόφαση του 23.10.09 είχε ορθά αποφασίσει ότι το ζήτημα της ορθότητας της επιλογής της εναρκτήριας κλήσης δεν μπορούσε να αποτελέσει ζήτημα προς συζήτηση αφού είχε ήδη αποφασιστεί προηγουμένως στις 28.1.2009, απέρριψε την διά κλήσεως αίτηση για Certiorari.
Το άρθρο 53 του Κεφ. 189 προνοεί, μεταξύ άλλων, για το δικαίωμα πιστωτή ή ατόμων που αξιώνουν μέσω πιστωτών να αποταθούν στο Δικαστήριο με εναρκτήρια κλήση για τη διαπίστωση θεμάτων που αφορούν ή επηρεάζουν δικαιώματα ή συμφέροντα των ατόμων αυτών σε οποιαδήποτε διαχείριση. Η Δ.55 αφορά σε ζητήματα που απορρέουν από διαθήκη, συμφωνία ή άλλο γραπτό έγγραφο προς επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος ερμηνείας κάτω από οποιοδήποτε έγγραφο και για τη διακήρυξη των δικαιωμάτων τέτοιων ενδιαφερομένων προσώπων. Τέτοια διακήρυξη γίνεται με τη χρήση του δικονομικού μέτρου της εναρκτήριας κλήσης, η εμβέλεια και η σημασία της οποίας έχει αποτελέσει το αντικείμενο διαφόρων δικαστικών αποφάσεων, έχει δε αναλυθεί στην αίτηση των Junport International Limited κ.ά., Πολ. Αίτηση Αρ. 115/2017, ημερ. 15.9.2017, η οποία επικυρώθηκε ως προς το αποτέλεσμα της στην Πολ. Έφ. Αρ. 321/2017, ημερ. 2.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A145. Εξηγήθηκε εκεί ότι η εναρκτήρια κλήση προσφέρεται όπου ρητά η περίπτωση εμπίπτει στις προδιαγραφές της Δ.55 και όπου κατά παρόμοιο τρόπο προβλέπεται από το Κεφ. 189.
Η καταλληλότητα της χρήσης του δικονομικού αυτού μέτρου δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως των προηγηθεισών αποφάσεων τόσο από ισόβαθμο Δικαστήριο του, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο σε δικαιοδοσία προνομιακών ενταλμάτων. Προδήλως ήταν λανθασμένη η σκέψη του ότι τα γεγονότα είχαν μεταβληθεί λόγω της εκ των υστέρων καταχώρησης της θέσης των εφεσιβλήτων. Η καταλληλότητα της εναρκτήριας κλήσης διαφαίνεται ήδη από το ίδιο το σώμα της γι΄ αυτό και κατ΄ εξοχήν χρησιμοποιείται προς επίλυση αμιγώς νομικών ζητημάτων. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε εκ των υστέρων να χρησιμοποιήσει την πρόνοια του θ.4 της Δ.55, γιατί η καταλληλότητα της εναρκτήριας κλήσης είχε ήδη κριθεί προηγουμένως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δεσμευμένο να προχωρήσει να ακούσει την εναρκτήρια κλήση. Τα γεγονότα που την περιέβαλλαν εμφανίζονταν να ήταν απλά με δεδομένο ότι έγινε παραδεκτή η πληρωμή εκ μέρους της εφεσείουσας του χρέους ή του λογαριασμού που διατηρούσε κάποιο τρίτο πρόσωπο, πληρωμή που βοήθησε στην αποδέσμευση των μετοχών που η αποβιώσασα κατείχε και, επομένως, το ερώτημα ήταν και παραμένει κατά πόσο ωφελήθηκε η περιουσία της αποβιωσάσης και η εφεσείουσα δικαιούτο να θεωρηθεί πιστωτής.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη κρίση ακυρώνεται.
Εφόσον η ουσία της εναρκτήριας κλήσης δεν αποφασίστηκε, μοιραίως η υπόθεση θα πρέπει να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ώστε να εκδικαστεί από αρμόδιο Δικαστή κατά προτεραιότητα.
Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ